Χθες βράδυ που έπεσα για νάνι (βράδυ, γελάνε και οι πέτρες, τέσπα), εσκέφθην να γράψω ένα πόνημα.
Ποετικα Νοκτούρνα η φάση.
...Κι αν δυο χέρια είχα να μ αγκαλιάζουνε, στο κρεβάτι θα τρεχα απο τις 9. Όχι για του ύπνου μοναχά τη σαγήνη μα για τη θέρμη των μηρών και του κορμιού ολάκερου. Αντί για το ξημέρωμα, που μοναχά με παίρνει και μοναχό με βρίσκει, εκλιπαρώντας για μια εξάντληση σφοδρή, το μάτι για να κλείσει. Σιωπηλής βοήθειας έκκληση η ανησυχία της ψυχής, όταν μπορεί κατεβατά να λογαριάσει αλλά το έξω διστάζει να πλησιάσει. Όταν μπορείς το άρωμα να μυρίσεις, μα η απόφαση να το φορέσεις είναι υπόθεση ωρών και όχι αυθόρμητη θέληση. Όταν κινάς για το φαί, αλλά αποφεύγεις το τηγάνι. Κι όταν το πλησιάσεις το τηγάνι, ένας ολόλαμπρος ήλιος γεμίζει αισιοδοξία την ψυχή σου οτι δημιουργείς, κι ένα τεράστιο "δε γαμιέται, ένα ένα θα τα φτιάξω" αντηχεί στους διαδρόμους του μέσα. Είναι δύσκολη η απόφαση να ζήσεις οπως θες, αλλά δε γαμιέται, ενα ένα θα φτιαχτούν.