Σ’ αυτή την ιστορία είμαι εγώ. Είσαι κι εσύ. Είμαστε μαζί. Αφηνόμαστε να περιπλανηθούμε παρέα σ’ ό,τι χτίζουμε σε πραγματικό χρόνο, με τη σκέψη που τη μετουσιώνουμε σε λέξεις.
Βλέπουμε και περπατούμε. Περπατούμε; Πράγματι, βλέπουμε τα δύο πόδια μας να συντονίζονται εναλλάξ και το σώμα μας να κινείται υπάκουα λίγο ή πολύ. Εμείς επιλέγουμε το πόσο. Αλλά απομακρυνόμαστε στ’ αλήθεια;
Η μήτρα όλης μας της ύπαρξης είναι το παρελθόν μας, και πυρήνας της το πατρικό μας σπίτι. Μπορεί να ζούμε ακόμα εκεί, ή να έχουμε μετακομίσει σε άλλο σπίτι ή άλλη πόλη. Στην πραγματικότητα δεν αλλάζει κάτι, παραμένουμε εκεί. Οι ρίζες μας είναι εκεί θαμμένες κι απλά μας δίνουν περιθώριο να απομακρυνόμαστε - σαν ένας δεμένος σκύλος που του αφήνει μπόλικο αέρα κίνησης ένα γενναιόδωρο λουρί.
Τα πόδια μας κινούνται ξανά εναλλάξ, μα, αντί να μας πάνε μπροστά, αυτή τη φορά μας πάνε προς τα πίσω. Ακολουθούμε τις ρίζες μας. Απ’ τις πρόσφατες γνώριμες εικόνες μας γλιστρούμε σ’ εκείνες που είναι λες κι από πάντα είχαν εντυπωθεί μέσα μας. Κατά ένα μέρος, καθώς «ό,τι αφήνουμε, μας αφήνει». Αφήσαμε πίσω μας αυτά τα μέρη κι εκείνα δεν περίμεναν να γυρίσουμε για ν’ αλλάξουν. Παραμένουν γνώριμα, γιατί εκεί ζήσαμε, μεγαλώσαμε, ερωτευτήκαμε, πικραθήκαμε, ονειροπολήσαμε, κλάψαμε… Αλλά η πατίνα τού χρόνου αλλοίωσε το τοπίο.
Μες σ’ αυτό το αλλοιωμένο τοπίο είναι και το σπίτι μας. Αποσυντιθέμενο κι αυτό. Σκουριασμένα πορτοπαράθυρα, φαγωμένοι σοβάδες, αλυσίδα με περασμένο λουκέτο στην πόρτα. Στάζει μοναξιά κι εγκατάλειψη χάσκοντας έτσι, σαν ανοιχτό στόμα νεκρού που μάταια προσπαθεί να βγάλει φωνή πια.
Αφήνουμε όλο το βάρος μας ν’ ακουμπήσει στο πεζούλι ενόσω κοιτάμε τα κλειστά παράθυρα, γιατί νιώθουμε σαν καρφίτσα που τη τραβάει η γη - μαγνήτης. Το φορτίο μας είναι ανυπόφορα ασήκωτο. Το παράθυρο ανοίγει και προβάλει το πρόσωπο της μαμάς. Η πόρτα ανοίγει κι ο μικρός μας εαυτός ξεχύνεται με ορμή βαστώντας τη μπάλα. Ένα «να προσέχεις» και «να γυρίσεις πριν νυχτώσει» ακούγεται προστατευτικά απ' τα αγαπημένα χείλη. Οι διάφορες ηλικίες, οι διάφοροι ρόλοι και τα συμπλέγματά μας μπερδεύονται μεταξύ τους. Σκέψεις και συναισθήματα δεν δαμάζονται, τρέχουν στους δρόμους τής ψυχής μας και φτάνουν στα φρεάτια των ματιών μας, όπου ξεχύνονται δάκρυα ποτισμένα πόνο, νοσταλγία κι ανομολόγητα, σκονισμένα φορτία που κουβαλούσαμε και κρύβαμε καιρό μέσα μας. Το σπίτι βρυχάται, η μαμά έχει πεθάνει, εμείς έχουμε την ηλικία τής μαμάς και κλαίμε.
Μάλλον ήρθε η ώρα να φύγουμε, αλλά δεν ξέρουμε πού να πάμε. Παραπαίουμε ακόμη. Ανθρώπινες φωνές, γέλια και μουσική ακούγονται από ένα στενό. Τα βήματά μας ενστικτωδώς θα μας οδηγήσουν εκεί. Κάποιες φορές το πλημμυρισμένο από συναισθήματα μέσα μας νιώθει την ανάγκη ν' ακουμπήσει κάπου, ή αρκεί να μη νιώθει μόνο του - κι ας στέκει βουβό. Βαδίζουμε ανάμεσα στους πολλούς και στεκόμαστε δίπλα τους, ίσως πάμε ακόμα πιο μπροστά για να παρακολουθήσουμε καλύτερα τα κορίτσια που χορεύουν. Τα μάτια μας απορροφώνται στην κίνησή τους, που εναρμονίζεται με τον ρυθμό που κελαρύζει απ' τα ηχεία. Μια κίνηση θαρρείς από πλαστελίνη· πλάθεται συνεχώς. Ξέρει πότε θα είναι κοφτή, πότε θα μαλακώσει, πότε θα αφεθεί απλά να ρέει στην ακινησία της και πότε απότομα θα δώσει πάλι απ' τον δυναμισμό της. Σκεφτόμαστε πως χορός σημαίνει ζωή, σημαίνει μεταμόρφωση, σημαίνει ελευθερία. Χορεύουμε μαζί τους, νοερά. Η ανάσα μας βγαίνει πιο εύκολα και νιώθουμε ανάλαφροι, σαν πούπουλο που χορεύει στον αέρα.
Πίσω απ' τα κορίτσια μια κυρία στέκει με το κινητό της και τραβάει στιγμιότυπα.
Παίρνει κι εμάς ο φακός της.
Χαμογελάμε!
Ξεσκόνισμα στα γραπτά μου
2018