ΟΥΛΑΛΟΥΜ…
Ήταν σα να σε πρόσμενα Κυρά
απόψε που δεν έπνεε όξω ανάσα,
κι έλεγα: θα ‘ρθη απόψε απ’ τα νερά
κι από τα δάσα.
θα ‘ρθη, αφού φλετράει μου η ψυχή,
αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι
και θα μυρίζη ήλιο και βροχή
και νιο φεγγάρι . . .
Και νά, το κάθισμά σου συγυρνώ,
στολνώ την κάμαρά μας αγριομέντα,
και νά, μαζί σου κιόλας αρχινώ
χρυσή κουβέντα:
. . . Πως νά, θα μείνει ο κόσμος με το «μπα»
που μ’ έλεγε τρελόν πως είχες γίνει
καπνός και – τάχας – σύγνεφα θαμπά
προς τη σελήνη . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Νύχτωσε και δεν φάνηκες εσύ,
κίνησα να σε βρω στο δρόμο – οϊμένα –
μα σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα) χρυσή
κι εσύ με μένα.
Τόσο πολύ σ’ αγάπησα Κυρά,
που άκουγα διπλά τα βήματα μου !
Πάταγα ‘γω – στραβός – μεσ’ τα νερά ;
κι εσύ κοντά μου . . .
(..τώρα αν την ξανα έβλεπα Ουλαλούμ θα την φώναζα)