Όταν χαράζει.
Όταν χαράζει, ο πρώτος στεναγμός
βγαίνει απ' τα πιο σφιγμένα χείλη.
Σαν πεταλούδα στην κάμαρη πετά
ψάχνοντας άνοιγμα να φύγει.
Αν είσαι μόνος, αν είσαι αδύναμος
η χαραυγή θα σε ξεκάνει.
Έχει το μύρο, έχει τη σιγαλιά,
κι έχει τον ήλιο τον αλάνη.
Καινούρια μέρα, καινούριος ποταμός
στις εκβολές του θα προσφέρει
όσα χαθήκαν, όσα ξεχάστηκαν
κι όσα γι' αυτά κανείς δεν ξέρει.
Πίσω απ' τους λόφους, πίσω απ' τα βλέφαρα
υπάρχει τόπος και για σένα.
Χωρίς Βαστίλη, χωρίς ανάθεμα,
χωρίς τα χείλη τα σφιγμένα.
Βάλε κρασί.
Αχ η ζωή είναι βούτυρο στον ήλιο
όλα στη γη το λένε καθαρά
όποιος πονά και δεν το φανερώνει
κάνει τον πόνο άρχοντα
Βάλε κρασί στου φίλου το ποτήρι
κι η μοναξιά ας κάνει χαρακίρι
Στο πουθενά θα μας πετάξει ο χρόνος
γι' αυτό λοιπόν κι εμείς τα ξωτικά
σαν φορτηγά που βγήκαν απ' το δρόμο
θα ζήσουμε παράφορα
Βάλε κρασί του φίλου το ποτήρι
κι η μοναξιά ας κάνει χαρακίρι
Να ρωτάς.
Pώτα τον πρωτομάστορα που κλαίει στο γεφύρι
και το Σαμάνο που καλεί το για οίκτο πουλί
τα τσοπανάκια ρώτησε που 'χουν τρανζιστοράκι
κι ακούν αναμετάδοση κάθε Kυριακή
ρώτα τον παραπόταμο π' αδειάζει στο ποτάμι
και το μαντήλι που γλιστρά πίσω απ τα μαλλιά
τον ποδηλάτη στη βροχή που τρέχει ρώτησέ τον
και τη γριούλα π' αρχινά να βγάζει και φτερά
κάνε και μια ερώτηση στου Oλύμπου τις χαράδρες
ρώτα τους δώδεκα Θεούς τους ταραχοποιούς
κι αν θέλεις περισσότερα ρώτα τους πεθαμένους
με λίγα λόγια και καλά τα ψυχοσάββατα
ρώτα… ρώτα…
Θανάσης Παπακωνσταντίνου.