Σα σήμερα πέρσι σε έπιασα τελευταία φορά στα χέρια μου. Σε ζωγράφησα με ένα μπορντό σαν αίμα, σφραγίδα δική μου και δική σου, στυλό. Θυμάμαι τα τελευταία λόγια μου σε σένα. "Μακάρι να μη σε ξαναδώ ποτέ"
Ε να που χρειάζομαι να σε ειδώ. Που σε έχει ανάγκη ο οργανισμός μου... Όχι από διακαή πόθο για εσέ, μα ως μέσο για να εκτονωθώ.
Θυμάμαι το κιτρινωπό αμυδρό σεληνόφως να χτυπάει τις περσίδες των παραθύρων μου. Σα σήμερα, πέρσι όλα αυτά... Ε; Μου αποσπάται η προσοχή... Τι έλεγα; Ναι... Τέλειο σκηνικό.
Το μόνο που ακούγονταν ήσανε οι κουκουβάγιες, μερικά βατράχια, καθώς είχε βρέξει σφοδρά την προηγούμενη μέρα και τα κατάλοιπα του συννεφιασμένου ουρανού να διαχέει το εν λόγω φως. Είχε έναν δακτύλιο γύρω γύρω το φεγγάρι. Αυτό θυμάμαι απο τις κλεφτές ματιές που έριχνα, πότε γράφοντας , πότε κοιτάζοντας τον υπολογιστή, πότε ξαναγράφοντας.
Δεν ήθελα να σε ξαναδώ. Μου θυμίζεις καλύτερες στιγμές, καλύτερες στιγμές που τις είχα δεδομένες, και τώρα εχάθηκαν για πάντα. Στιγμές αγνής... αγάπης... χαράς, οπού η λύπη που βίωνα ολημερίς ήτανε μια γλυκόπικρη ανάμνηση παρά ένα συνηθισμένο γεγονός. Και δε με πονάει τόσο το γεγονός πως πέρασαν οι στιγμές εκείνες, όσο με καταρρακώνει το ότι δε θυμάμαι ούτε καν εκείνο το συναίσθημα. Φαντάσου να μυρίζεις κάτι, να σε φέρνει πίσω στην παιδική σου ηλικία, που ήσασταν μια χαρωπή οικογένεια γύρω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, εσύ μικρό παιδάκι τόσο δα, και να ανοίγεις τα δεματάκια σου. Και εκεί που τα χρώματα είναι τόσο έντονα και ζωντανά, να γυρνάς πίσω στον μουντό ετούτον κόσμο, μαχαίρι ξανά. και ξανά. και ξανά στην καρδιά. Τι έλεγα; Τίποτα δε θα ήτανε... Εξακολουθώ να μην θέλω να σε ξαναδώ. Τόσο δε θέλω να σε δω, που σε έκαψα, μήνες πέντε το λιγότερο πριν. Δεν νιώθω σαν εμένανε. Δε νιώθω. Δέν(?).