
23-09-24

22:02
Όταν ήμουν μικρός, η μάνα μου, μου έπαιρνε δυο πράγματα που μου ήταν ευχάριστα. Πουράκια καπρις για μετα το φαγητό και ένα περιοδικό Ποπάυ για να διαβάσω πριν το φαγητό.
Καμιά φορά, μαλακισμένο εγω γαρ, δεν την άκουγα που με καλούσε στο τραπέζι με το σερβιρισμενο ζεστό φαγητό, που τόσο είχε κοπιάσει να μου προσφέρει. Συνέχιζα να αγνοώ τη μάνα μου, διαβάζοντας το Ποπάυ που η ίδια με τα χρήματά της μου είχε προσφέρει, αγνοώντας και την λεπτή διακριτική έννοια της ανταπόδοσης "μου πήρες αυτό, ε κι εγω δεν θα σε στενοχωρήσω, θα σε ακούσω οταν μου λες να ρθω να φαω".
Ήμουν παιδί, δεν καταλάβαινα. Το ίδιο και με τα καπρις. Δεν ήθελα να φάω το φαγητό και αδημονούσα για το γλυκάκι.
Ετσι η μάνα μου τι έκανε αρκετές φορές; Επιανε το καπρις και το έλιωνε με το παπούτσι μπροστά μου "για να μάθω". Ή έσκιζε το Ποπάυ μπροστά μου σε πολλά κομμάτια, πολλές φορές πριν το διαβάσω καν "για να μάθω". Αληθινή ιστορία.
Βεβαίως ήταν η μάνα μου και ειναι η μάνα μου. Μπορώ να της το συγχωρήσω εν μέρει (αν και ποτέ δεν ξέχασα το συναισθημα της στιγμής), και τη συγχώρεσα ακριβώς γιατί ΕΙΝΑΙ η μάνα μου. Τι να της πεις;
Μάνα γαμιέσαι;
Όχι, δε μπορείς να πεις τη μανούλα οτι γαμιέται, γιατι είναι η μανούλα. Αλλά το χεις εκει στην άκρη στα χειλάκια. Ή στον πατέρα που σε δέρνει "τι βαράς ρε μαλάκα". Αλλά δεν το λες, γιατί είναι ο πατέρας σου.
Δεν το κάνει εντούτοις λιγότερο προβληματικό σαν αντίδραση, την αντίδρασή της μάνας εννοώ. Σαν παιδιάστικη. Δε μου κανες το χατήρι, να κι εγω θα σε πονέσω, εσυ με έκανες να γίνω ο Διάβολος.
Όχι ήσουν ήδη ο Διάβολος, αφορμή έψαχνες για να μπεις στις εργοστασιακές ρυθμίσεις.
Και μετα σφιγγεσαι επι χρόνια στα όνειρά σου, τους εφιάλτες σου, ότι επιτέλους γαμωσταυρίζεις τον πατέρα σου για τις μαλακίες του. Ή τη μάνα σου που σου έλιωνε σαδιστικά τα καπρις μπροστα σου. Αλλά κυρίως τον πατέρα σου, δεν ξερω, πες το και προτίμηση, δεν τους αντιπαθώ όλους το ίδιο άλλωστε. Μέχρι και στη σιχαμάρα έχω ιεραρχία. Άνθρωπος πολλών γούστων πες το.
Μετά σου τηλεφωνούν, στον πραγματικό κόσμο, ακούς τη γεροντική φωνή τους, καταλαβαινεις οτι ο χρονος σας ειναι δανεικός και για πόσο ακόμα, και τους μιλάς γλυκά και στον πατέρα και στην μάνα.
Δε γαμιέται, πατέρας μου/μάνα μου είναι, δεν πειράζει, άστο να πέσει κάτω.
Κι αυτό αφού το έμαθα από τη μάνα μου να το ξεχωρίζω, γιατί με άφηνε με μια μείξη στενοχώριας, ματαίωσης και απορίας "μα γιατι στην ευχή να το κάνεις αυτό"; (βλ. χαιρεκακία), έμαθα να το βλέπω και στον κόσμο, όταν μου λένε "Να, κοιτα τι έκανες το χέρι μου να πράξει, να λιώσει αυτό το πουλάκι, να διαλύσει αυτό το σκυλάκι, να κάψει ένα χωριό παιδάκια". Χειρισμούλης λίγο;
Κανείς δεν μπορεί να σε αναγκάσει να γίνεις κάτι που δεν είσαι ήδη εκ του φυσικού σου. Ούτε κακό να κάνεις μπορείς, ούτε τίποτα, τσινάνε οι αρχές σου ρε παιδί μου πως το λένε.
So go on, be my guest, κάντο!
Οι πράξεις μας και τα λόγια μας, λένε πολύ περισσότερα για εμάς, παρά γι αυτούς προς τους οποίους τα απευθύνουμε.
Κλαις, χτυπιέσαι, απειλείς Θεους και Δαίμονες.
Και στο τέλος, λουφάζεις βρασμένος μέσα σου και μόνος, δίχως στοργή.
Οπότε ποιο το ποιντ;
Να είστε ευγενείς, προσέξτε το στόμα σας, να είναι η γλώσσα ίσα με το μποι, όχι πιο πάνω.
Γιατί, ο κόσμος δεν ειναι η μάνα μου, ουτε ο πατέρας μου, για να συγχωρώ τα ίδια και τα ιδια επ άπειρον.
Καμιά φορά, μαλακισμένο εγω γαρ, δεν την άκουγα που με καλούσε στο τραπέζι με το σερβιρισμενο ζεστό φαγητό, που τόσο είχε κοπιάσει να μου προσφέρει. Συνέχιζα να αγνοώ τη μάνα μου, διαβάζοντας το Ποπάυ που η ίδια με τα χρήματά της μου είχε προσφέρει, αγνοώντας και την λεπτή διακριτική έννοια της ανταπόδοσης "μου πήρες αυτό, ε κι εγω δεν θα σε στενοχωρήσω, θα σε ακούσω οταν μου λες να ρθω να φαω".
Ήμουν παιδί, δεν καταλάβαινα. Το ίδιο και με τα καπρις. Δεν ήθελα να φάω το φαγητό και αδημονούσα για το γλυκάκι.
Ετσι η μάνα μου τι έκανε αρκετές φορές; Επιανε το καπρις και το έλιωνε με το παπούτσι μπροστά μου "για να μάθω". Ή έσκιζε το Ποπάυ μπροστά μου σε πολλά κομμάτια, πολλές φορές πριν το διαβάσω καν "για να μάθω". Αληθινή ιστορία.
Βεβαίως ήταν η μάνα μου και ειναι η μάνα μου. Μπορώ να της το συγχωρήσω εν μέρει (αν και ποτέ δεν ξέχασα το συναισθημα της στιγμής), και τη συγχώρεσα ακριβώς γιατί ΕΙΝΑΙ η μάνα μου. Τι να της πεις;
Μάνα γαμιέσαι;
Όχι, δε μπορείς να πεις τη μανούλα οτι γαμιέται, γιατι είναι η μανούλα. Αλλά το χεις εκει στην άκρη στα χειλάκια. Ή στον πατέρα που σε δέρνει "τι βαράς ρε μαλάκα". Αλλά δεν το λες, γιατί είναι ο πατέρας σου.
Δεν το κάνει εντούτοις λιγότερο προβληματικό σαν αντίδραση, την αντίδρασή της μάνας εννοώ. Σαν παιδιάστικη. Δε μου κανες το χατήρι, να κι εγω θα σε πονέσω, εσυ με έκανες να γίνω ο Διάβολος.
Όχι ήσουν ήδη ο Διάβολος, αφορμή έψαχνες για να μπεις στις εργοστασιακές ρυθμίσεις.
Και μετα σφιγγεσαι επι χρόνια στα όνειρά σου, τους εφιάλτες σου, ότι επιτέλους γαμωσταυρίζεις τον πατέρα σου για τις μαλακίες του. Ή τη μάνα σου που σου έλιωνε σαδιστικά τα καπρις μπροστα σου. Αλλά κυρίως τον πατέρα σου, δεν ξερω, πες το και προτίμηση, δεν τους αντιπαθώ όλους το ίδιο άλλωστε. Μέχρι και στη σιχαμάρα έχω ιεραρχία. Άνθρωπος πολλών γούστων πες το.
Μετά σου τηλεφωνούν, στον πραγματικό κόσμο, ακούς τη γεροντική φωνή τους, καταλαβαινεις οτι ο χρονος σας ειναι δανεικός και για πόσο ακόμα, και τους μιλάς γλυκά και στον πατέρα και στην μάνα.
Δε γαμιέται, πατέρας μου/μάνα μου είναι, δεν πειράζει, άστο να πέσει κάτω.
Κι αυτό αφού το έμαθα από τη μάνα μου να το ξεχωρίζω, γιατί με άφηνε με μια μείξη στενοχώριας, ματαίωσης και απορίας "μα γιατι στην ευχή να το κάνεις αυτό"; (βλ. χαιρεκακία), έμαθα να το βλέπω και στον κόσμο, όταν μου λένε "Να, κοιτα τι έκανες το χέρι μου να πράξει, να λιώσει αυτό το πουλάκι, να διαλύσει αυτό το σκυλάκι, να κάψει ένα χωριό παιδάκια". Χειρισμούλης λίγο;
Κανείς δεν μπορεί να σε αναγκάσει να γίνεις κάτι που δεν είσαι ήδη εκ του φυσικού σου. Ούτε κακό να κάνεις μπορείς, ούτε τίποτα, τσινάνε οι αρχές σου ρε παιδί μου πως το λένε.
So go on, be my guest, κάντο!
Οι πράξεις μας και τα λόγια μας, λένε πολύ περισσότερα για εμάς, παρά γι αυτούς προς τους οποίους τα απευθύνουμε.
Κλαις, χτυπιέσαι, απειλείς Θεους και Δαίμονες.
Και στο τέλος, λουφάζεις βρασμένος μέσα σου και μόνος, δίχως στοργή.
Οπότε ποιο το ποιντ;
Να είστε ευγενείς, προσέξτε το στόμα σας, να είναι η γλώσσα ίσα με το μποι, όχι πιο πάνω.
Γιατί, ο κόσμος δεν ειναι η μάνα μου, ουτε ο πατέρας μου, για να συγχωρώ τα ίδια και τα ιδια επ άπειρον.