18,4
Σαν χθες ήταν εκείνη η άνοιξη. Θυμάσαι;
Ναι, θυμάμαι.
Ναι, είναι αλήθεια πως πέρασε σχετικά λίγος καιρός.
Ναι, η πληγή φαίνεται να έχει γιάνει λίγο.
Ναι, φαίνεται πως αρχίζει και ξεθωριάζει η θύμηση.
Και ναι, και εγώ η ίδια σήμερα προς το παρόν δε νιώθω κάτι. Απλά ένα κενό. Ένα απέραντο κενό. Και ντρέπομαι για αυτό, γιατί θα έπρεπε να νιώθω κάτι. Να το νιώθω.
Όμως το σημάδι υπάρχει εκεί ακόμη.
Και θα συνεχίσει να υπάρχει, αφού δημιουργήθηκε από το εύθραστο κρύσταλλο των ονείρων. Που έσπασε με έναν δυνατό κρότο πάνω στο κορμί μου και έγινε χίλια κομμάτια. Χωρίς κανένα έλεος. Με συνοπτικές διαδικασίες και ψυχρότητα.
Εκείνο το αδιάφορο "Ναι" ειδικά, συνοδευόμενο από το κόκκινο στυλό, Θεέ μου πώς το θυμάμαι... Σαν ένα όνειρο η ανάμνηση, που θόλωσε όμως απ' τα δάκρυα.
Και το αισθάνομαι το σημάδι που άφησε το κρύσταλλο. Δεν το θυμάμαι πολύ συχνά, αλλά μόνο που το αγγίζω πού και πού το ξέρω. Γιατί και μόνο το θρόισμα του αέρα πάνω του με κάνει να πονάω και να ματώνω από την αρχή.
18,4.
Ο αριθμός που με έκανε μία άλλη.
Που έγινε η δεύτερη φύση μου.
Που τελικά με σκότωσε.
Πανάθεμά τον.