Μοιραζόμαστε ποιήματα

Μελιώ

Δραστήριο μέλος

Η -Το Νου Σου Στην- Αμέλεια αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 695 μηνύματα.
[FONT=&quot]
[/FONT]
ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ

Ψυχή φυλακισμένη στο κορμί
Κορμί φυλακισμένο στη ζωή
Ζωή φυλακισμένη μεσʼ στο Χρόνο
Πνεύμα πʼ απʼ όποια φυλακή κι αν βγει
σε φυλακή πάλι θα πέσει
Κι είναι μονάχα το κορμί πʼ αγάπησε τη φυλακή του
Πώς να μην έρθει ο θάνατος λοιπόν;



* * * *



Η ΜΠΟΓΙΑ

Ζωντάνεψα τους τοίχους
φωνή τους έδωσα
πιο φιλική να γίνουν συντροφιά
Κι οι δεσμοφύλακες ζητούσαν να μάθουνε
που βρήκα τη μπογιά
Οι τοίχοι του κελιού
το μυστικό το κράτησαν
κι οι μισθοφόροι ψάξανε παντού
Όμως μπογιά δε βρήκαν
Γιατί στιγμή δε σκέφτηκαν
στις φλέβες μου να ψάξουν



* * * *




ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΘΥΜΑ

Το πρώτο θύμα των τυράννων
είναι το πνεύμα το δικό τους
Πρώτα σʼ αυτό φορούν τις αλυσίδες



Αλέξανδρος Παναγούλης



 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

evi_zoi

Πολύ δραστήριο μέλος

Η Εύη - Ζωή αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 34 ετών, επαγγέλεται Φοιτητής/τρια και μας γράφει απο Αλεξανδρούπολη (Έβρος). Έχει γράψει 981 μηνύματα.
Είναι νωρίς ακόμη μεςΕίναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ' ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ' ακούςΤο χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ' ακούς
ΜαχαίριΣαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ' ακούςΕίμ' εγώ, μ' ακούς
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει Στα νερά ένα ένα, μ' ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ' ακούςΚι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ' ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρεςΤων ΑγίωνΒγάζουν δάκρυ αληθινό, μ' ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ' ακούςΈνα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ' ακούςΉ κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ' ακούς
Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ' ακούςΤης αγάπης
Μια για πάντα το κόψαμε
Και δε γίνεται ν' ανθίσει αλλιώς, μ' ακούςΣ' άλλη γη, σ' άλλο αστέρι, μ' ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέραςΠου αγγίξαμε, ο ίδιος, μ' ακούςΣ' αγαπώ, μ'ακούς
Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ
Το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ' ακούς
Που μ' αφήνεις, που πας και ποιος, μ' ακούς στον κόσμο αυτόν, μ' ακού
ς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ' ακούς
Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ' ακούςΜαχαίρι
Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ' ακούςΕίμ' εγώ, μ' ακούςΣ' αγαπώ, μ'ακούς
Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ
Το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ' ακούςΠου μ' αφήνεις, που πας και ποιος, μ' ακούς
Σου κρατεί το χέρι πάνω απ' τους κατακλυσμούς
Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες
Θα 'ρθει μέρα, μ' ακούς
Να μας θάψουν, κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ' ακούς
Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ' ακούς
Των ανθρώπωνΚαι χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει
Στα νερά ένα ένα, μ' ακούςΤα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ' ακούς
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ' ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρεςΤων ΑγίωνΒγάζουν δάκρυ αληθινό, μ' ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ' ακούςΈνα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ' ακούςΉ κανείς ή κι οι δύο μαζίΕίναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ' ακούςΔεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ' ακούς
Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ' ακούς
ΜαχαίριΣαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ' ακούςΕίμ' εγώ, μ' ακούςΣ' αγαπώ, μ'ακούς
Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώΤο λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ' ακούςΠου μ' αφήνεις, που πας και ποιος, μ' ακούς
Σου κρατεί το χέρι πάνω απ' τους κατακλυσμούς
Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβεςΘα 'ρθει μέρα, μ' ακούςΝα μας θάψουν, κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοιΛαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ' ακούς
Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ' ακούςΤων ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει Στα νερά ένα ένα, μ' ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ' ακούςΚι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ' ακούςΌπου κάποτε οι φιγούρεςΤων ΑγίωνΒγάζουν δάκρυ αληθινό, μ' ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ' ακούςΈνα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ' ακούςΉ κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ' ακούς
Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ' ακούς, μ' ακούς
Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ' ακούςΤης αγάπης
Μια για πάντα το κόψαμεΚαι δε γίνεται ν' ανθίσει αλλιώς, μ' ακούς
Σ' άλλη γη, σ' άλλο αστέρι, μ' ακούς
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

DrStrangelove

Περιβόητο μέλος

Ο DrStrangelove αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Επαγγέλεται Μοντέλο. Έχει γράψει 5,311 μηνύματα.
Η αφέντισσα ξέχασε να στολίσει τα παιδιά της. Μπήκε στο λουτρό.
Το γέμισε ζεστό νερό και δεν πλύθηκε. Σε λίγο
κλειδώθηκε στην κάμαρά της και βάφτηκε μες στον καθρέφτη
κόκκινη, κόκκινη, ολοπόρφυρη, σα μάσκα, σα νεκρή, σαν άγαλμα,
σα φόνισσα ή σα σκοτωμένη κιόλας. Κι ο ήλιος βασίλευε πέρα
κίτρινος κι αναμμένος σα μοιχός εστεμμένος,
σα χρυσοποίκιλτος σφετεριστής μιας ξένης εξουσίας,
άγριος απ' τη δειλία του κι επίφοβος μέσα στο φόβο του
ενώ οι καμπάνες σήμαιναν αλλόφρονες σ' όλη τη χώρα.

Γ.Ρίτσος
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

venividivici

Τιμώμενο Μέλος

Η venividivici αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 23,236 μηνύματα.
Πολύ πριν σε συναντήσω, εγώ σε περίμενα.
Πάντοτε σε περίμενα.
Σαν ήμουνα παιδί και μʼ έβλεπε λυπημένο η μητέρα,
έσκυβε και με ρωτούσε, «Τι έχεις αγόρι;»
Εγώ δεν μίλαγα, μονάχα έβλεπα πίσω απʼ τον ώμο της
έναν κόσμο άδειο από ʽσένα.
Κι όταν έπαιρνα το παιδικό κοντύλι,
ήταν για να μάθω να σου γράφω τραγούδια,
όταν κοίταγα στο τζάμι τη βροχή,
ήταν που αργούσες ακόμα,
κι όταν χτύπαγε η πόρτα μου και άνοιγα,
δεν ήταν κανείς, κάπου όμως μες στον κόσμο
ήταν η καρδιά σου που χτυπούσε.
Έτσι έζησα πάντοτε.
Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά
-Θυμάσαι;-
Μου άπλωσες τα χέρια τόσο τρυφερά
σαν να με γνώριζες χρόνια.
Μα και βέβαια με γνώριζες.
Γιατί πολύ πριν μπεις μες στη ζωή μου
είχες ζήσει μες στα όνειρά μου Αγαπημένη μου!
Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή!
Τάσος Λειβαδίτης

 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Δεσμώτης

Περιβόητο μέλος

Ο Δεσμώτης αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 46 ετών. Έχει γράψει 4,605 μηνύματα.
Τέσσερις Ωδές

Φερνάντο Πεσσόα

Nα θέλεις λίγα: θα τα έχεις όλα.
Tίποτε να μη θέλεις: θα είσαι ελεύθερος.
O ίδιος ο έρωτας που νιώθουν
Για μας, μας απαιτεί, μας καταπιέζει.


Για να είσαι μεγάλος, να είσαι ακέραιος: Tίποτε
Δικό σου να μην υπερβάλλεις ή να μη διαγράφεις.
Nα είσαι όλα σε κάθε πράγμα. Nα βάζεις όσα είσαι
Kαι στο ελάχιστο που κάνεις.
Eτσι σε κάθε λίμνη ολόκληρη η σελήνη
Λάμπει, γιατί ζει ψηλά.
Aναρίθμητοι ζουν μέσα μας,
Aν σκέφτομαι ή αν νιώθω, αγνοώ
Ποιος μέσα μου σκέφτεται ή νιώθει.
Eίμαι μονάχα ο τόπος
Oπου νιώθουν ή σκέφτονται.
Eχω περισσότερες από μια ψυχές.
Yπάρχουν περισσότερα εγώ απ' το ίδιο το εγώ μου.
Yπάρχω ωστόσο
Aδιάφορος για όλους,
Tους κάνω να σιωπούν: εγώ μιλάω.
Oι διασταυρωμένες παρορμήσεις
Oσων νιώθω ή δεν νιώθω
Πολεμούν μες σ' αυτόν που είμαι.
Tις αγνοώ. Tίποτε δεν υπαγορεύουν
Σ' αυτόν που γνωρίζω ότι είμαι: εγώ γράφω.
O θεός Παν δεν πέθανε,
Σε κάθε κάμπο που δείχνει
Στα χαμόγελα του Aπόλλωνα
Tα γυμνά στήθη της Δήμητρας -
Aργά ή γρήγορα θα δείτε
Nα εμφανίζεται εκεί
O θεός Παν, ο αθάνατος.
Oχι δε σκότωσε άλλους θεούς
O θλιμμένος χριστιανός θεός.
O Xριστός είναι ένας ακόμη θεός,
Ίσως ένας που έλειπε.
O Παν συνεχίζει να δίνει
Tους ήχους απ' τον αυλό του
Στ' αυτιά της Δήμητρας
Που καμαρώνει στους κάμπους.
Oι θεοί είναι οι ίδιοι,
Πάντοτε λαμπεροί και γαλήνιοι,
Γεμάτοι από αιωνιότητα
Kαι περιφρόνηση για μας,
Φέρνοντας τη μέρα και την νύχτα
Kαι τις χρυσαφένιες σοδειές
Oχι για να μας δώσουν
Tη μέρα και την νύχτα και το στάρι
Mα για άλλον και θείο
Tυχαίο σκοπό.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

le desert

Νεοφερμένος

Η le desert αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Επαγγέλεται Φοιτητής/τρια. Έχει γράψει 14 μηνύματα.
Στο αναγνωστήριο εν καιρώ κρίσης

Φιλοφία ήταν το κελί
που εσύ καθόσουνα πουλί
και αγναντευες

Με είχε πιάσει υπογλυκαιμία
και μια ανατριχίλα

Πλάτων, Αριστοτέλης,σοφιστές
και πιο πέρα Ευαγγελιστές να σου κουνουν μαντίλι

Εσύ αγναντευες ένα πισί
και που και που σκουπιζες το γυαλί
απ τα μαρκ άλεν

και εμένα με είχε πιασει υπογλυκαμία...

ξάφνου μπήκε το μπισκότο
σοκολάτας ή βανίλιας
δεν θυμαμαι να σου πω
ήτο η ζάλη κορυφαία
και παράλληλα εδιάβαζα για την Γαία

Ξαφνου του ρθε αναλαμπή
και κοιτάζει στη σιωπή
ψαχνει, ψάχνει, ψάχνει...

Που σαι, ω Σώκρατες, που σαι;
Παλιόφιλε.
Είδα χθες την Ξανθίππη
Δύσκολοι καιροί Σωκράτη
επτωχεύσαμεν

Μπισκότα ονειρευεσαι
και ανενόχλητος ευθρασως ρευ#*σαι;
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Πατρεύς

Περιβόητο μέλος

Ο Πέτρος αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 38 ετών, επαγγέλεται Μεταπτυχιακός Φοιτητής/τρια και μας γράφει απο Ρέθυμνο (Ρέθυμνο). Έχει γράψει 5,268 μηνύματα.
Η Δυσαρέσκεια του Σελευκίδου

Δυσαρεστήθηκεν ο Σελευκίδης
Δημήτριος να μάθει που στην Ιταλία
έφθασεν ένας Πτολεμαίος σε τέτοιο χάλι.
Με τρεις ή τέσσαρες δούλους μονάχα·
πτωχοντυμένος και πεζός. Έτσι μια ειρωνία
θα καταντήσουν πια, και παίγνιο μες στην Pώμη
τα γένη των. Που κατά βάθος έγιναν
σαν ένα είδος υπηρέται των Pωμαίων
το ξέρει ο Σελευκίδης, που αυτοί τους δίδουν
κι αυτοί τους παίρνουνε τους θρόνους των
αυθαίρετα, ως επιθυμούν, το ξέρει.
Aλλά τουλάχιστον στο παρουσιαστικό των
ας διατηρούν κάποια μεγαλοπρέπεια·
να μη ξεχνούν που είναι βασιλείς ακόμη,
που λέγονται (αλλοίμονον!) ακόμη βασιλείς.

Γιʼ αυτό συγχίσθηκεν ο Σελευκίδης
Δημήτριος· κι αμέσως πρόσφερε στον Πτολεμαίο
ενδύματα ολοπόρφυρα, διάδημα λαμπρό,
βαρύτιμα διαμαντικά, πολλούς
θεράποντας και συνοδούς, τα πιο ακριβά του άλογα,
για να παρουσιασθεί στην Pώμη καθώς πρέπει,
σαν Aλεξανδρινός Γραικός μονάρχης.


Aλλʼ ο Λαγίδης, που ήλθε για την επαιτεία,
ήξερε την δουλειά του και τʼ αρνήθηκε όλα·
διόλου δεν του χρειάζονταν αυτές η πολυτέλειες.
Παληοντυμένος, ταπεινός μπήκε στην Pώμη,
και κόνεψε σʼ ενός μικρού τεχνίτου σπίτι.
Κʼ έπειτα παρουσιάσθηκε σαν κακομοίρης
και σαν πτωχάνθρωπος στην Σύγκλητο,
έτσι με πιο αποτέλεσμα να ζητιανέψει.

Κ. Καβάφης

Σ.σ.: Αφιερωμένο στον πρωθυπουργό μας
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Neraida

Επιφανές μέλος

Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
Πέρασα
Κική Δημουλά





[FONT=&quot]Περπατώ και νυχτώνει.
Αποφασίζω και νυχτώνει.
Όχι δεν είμαι λυπημένη.
[/FONT]


Υπήρξα περίεργη και μελετηρή.
Ξέρω απʼ όλα. Λίγο απʼ όλα.
Τα ονόματα των λουλουδιών όταν μαραίνονται,
πότε πρασινίζουν οι λέξεις και πότε κρυώνουμε.
Πόσο εύκολα γυρίζει η κλειδαριά των αισθημάτων
μʼ ένα οποιοδήποτε κλειδί της λησμονιάς.
Όχι δεν είμαι λυπημένη.



Πέρασα μέρες με βροχή,
εντάθηκα πίσω απ΄αυτό
το συρματόπλεγμα το υδάτινο
υπομονετικά κι απαρατήρητα,
όπως ο πόνος των δέντρων
όταν το ύστατο φύλλο τους φεύγει
κι όπως ο φόβος των γενναίων.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.



Πέρασα από κήπους, στάθηκα σε συντριβάνια
και είδα πολλά αγαλματίδια να γελούν
σε αθέατα αίτια χαράς.
Και μικρούς ερωτιδείς, καυχησιάρηδες.
Τα τεντωμένα τόξα τους
βγήκανε μισοφέγγαρο σε νύχτες μου και ρέμβασα.
Είδα πολλά και ωραία όνειρα
και είδα να ξεχνιέμαι.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.



Περπάτησα πολύ στα αισθήματα,
τα δικά μου και των άλλων,
κι έμενε πάντα χώρος ανάμεσά τους
να περάσει ο πλατύς χρόνος.
Πέρασα από ταχυδρομεία και ξαναπέρασα.
Έγραψα γράμματα και ξαναέγραψα
και στο θεό της απαντήσεως προσευχήθηκα άκοπα.
Έλαβα κάρτες σύντομες:
εγκάρδιο αποχαιρετιστήριο από την Πάτρα
και κάτι χαιρετίσματα
από τον Πύργο της Πίζας που γέρνει.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη
που γέρνει η μέρα.
[FONT=&quot]
[/FONT]
Μίλησα πολύ. Στους ανθρώπους,
στους φανοστάτες, στις φωτογραφίες.
Και πολύ στις αλυσίδες.
Έμαθα να διαβάζω χέρια
και να χάνω χέρια.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.



Ταξίδεψα μάλιστα.
Πήγα κι από ʽδω, πήγα κι από΄κει…
Παντού έτοιμος να γεράσει ο κόσμος.
Έχασα κι από΄δω, έχασα κι από΄κει.
Κι από την προσοχή μου μέσα έχασα
κι απʼ την απροσεξία μου.
Πήγα και στη θάλασσα.
Μου οφειλόταν ένα πλάτος. Πες πως το πήρα.
Φοβήθηκα τη μοναξιά
και φαντάστηκα ανθρώπους.
Τους είδα να πέφτουν
απʼ το χέρι μιας ήσυχης σκόνης,
που διέτρεχε μιαν ηλιαχτίδα
κι άλλους από τον ήχο μιας καμπάνας ελάχιστης.
Και ηχήθηκα σε κωδωνοκρουσίες
ορθόδοξης ερημίας.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.



Έπιασα και φωτιά και σιγοκάηκα.
Και δεν μου ΄λειψε ούτε των φεγγαριών η πείρα.
Η χάση τους πάνω από θάλασσες κι από μάτια,
σκοτεινή, με ακόνισε.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.



Όσο μπόρεσα έφερʼ αντίσταση σʼ αυτό το ποτάμι
όταν είχε νερό πολύ, να μη με πάρει,
κι όσο ήταν δυνατόν φαντάστηκα νερό
στα ξεροπόταμα
και παρασύρθηκα.


Όχι, δεν είμαι λυπημένη
Σε σωστή ώρα νυχτώνει.
[FONT=&quot]
[/FONT]

 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Δεσμώτης

Περιβόητο μέλος

Ο Δεσμώτης αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 46 ετών. Έχει γράψει 4,605 μηνύματα.
ΓΙΑ ΝΑ ΦΤΙΑΞΕΤΕ ΕΝΑ ΝΤΑΝΤΑΪΣΤΙΚΟ ΠΟΙΗΜΑ

Πάρτε μια εφημερίδα
Πάρτε ένα ψαλίδι
Διαλέξτε από την εφημερίδα ένα άρθρο στο μέγεθος του ποιήματος που θέλετε να κάνετε
Κόψτε με το ψαλίδι το άρθρο
Κατόπιν κόψτε προσεκτικά τις λέξεις που αποτελούν το άρθρο και βάλτε τις μέσα σε μια τσάντα
Ταρακουνήστε μαλακά την τσάντα
Κατόπιν αρχίστε να βγάζετε από την τσάντα τη μία λέξη μετά την άλλη
Αντιγράψτε τις ευσυνείδητα
Με τη σειρά που βγήκαν από την τσάντα
Το ποίημα θα σας μοιάζει
Και να που γίνατε ένας απείρως πρωτότυπος συγγραφέας με μια χαριτωμένη ευαισθησία, έστω κι αν δεν σας καταλαβαίνει το άξεστο κοπάδι


ΤΡΙΣΤΑΝ ΤΖΑΡΑ, από το Μανιφέστο για τον αδύναμο έρωτα και τον πικρό (Δεκέμβρης 1920)
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

venividivici

Τιμώμενο Μέλος

Η venividivici αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 23,236 μηνύματα.

Ποιήματα για την 25η Μαρτίου

Του Μάρκου Μπότσαρη
Θρήνος μεγάλος γίνεται μέσα στο Μεσολόγγι
Το Μάρκο παν στην εκκλησιά, το Μάρκο παν στο τάφο.
Ξήντα παπάδες παν ,μπροστά και δέκα δεσποτάδες
κι από μεριά Σουλιώτισσες τονε μοιρολογάνε.
Κι ο γερο-Νότης κάθονταν στου Μάρκου το κεφάλι
Κι όλο του Μάρκου να ʼλεγε κι όλο του Μάρκου λέει:
«Για σήκω απάνω Μάρκο μου, και μη βαριοκοιμάσαι.»
…. Βάλτος επροσκύνησε κι όλο το Ξηρομέρι.
Το Μεσολόγγι απόμεινε, δε θέλʼ να προσκυνήσει.
Στεργιάς το δέρνει ο Κιουταχής κι ο Αράπης του πελάγου
Κι ο Μάρκος αποκρίθηκε, μʼ όσο κι αν ημπορούσε
«Δεν μπορώ ο μαύρος να σταθώ, να σηκωθώ, να κάτσω
γιατί έχω βόλι στην καρδιά, στο πρόσωπο σκοτάδι.»
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Πατρεύς

Περιβόητο μέλος

Ο Πέτρος αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 38 ετών, επαγγέλεται Μεταπτυχιακός Φοιτητής/τρια και μας γράφει απο Ρέθυμνο (Ρέθυμνο). Έχει γράψει 5,268 μηνύματα.
Μια και έβαλες ποιήματα για την 25η Μαρτίου, θα συνεχίσω με ένα από τα ωραιότερα ποιήματα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη που λέγαμε στην εορτή της 25ης Μαρτίου στο δημοτικό (όταν ακόμα οι εορτές μπορούσαν να έχουν το προσωνύμιο «εθνικές»...)

Η Φυγή- Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

«Tʼ άλογο! τʼ άλογο! Oμέρ Bριόνη,
το Σούλι εχούμησε και μας πλακώνει.
Tʼ άλογο! τʼ άλογο! ακούς, σουρίζουν
ζεστά τα βόλια τους, μας φοβερίζουν.

»Για ιδές, σα δαίμονες μας πελεκάνε!
Kάτου απʼ το βράχο τους πώς ροβολάνε!
Δες τα κεφάλια μας, δες τα κουφάρια
κυλάνε ανάκατα σαν να ʼνʼ λιθάρια.

»Tʼ άλογο! τʼ άλογο! Aκούς πώς σκούζουν!
Oι λύκοι φθάσανε, ρυάζονται, γρούζουν.
Άνοιξʼ η κόλαση και μου ξερνάει
τον μαύρον κόσμο της για να με φάει.

»Bριόνη, πρόφθασε· ακόμη ολίγο,
κι από τα νύχια τους δε θα ξεφύγω.
Tʼ άλογο!... Γνώρισα τη φουστανέλα
του εχθρού μου τʼ άσπονδου Λάμπρου Tζαβέλα.

»Δεν τόνε βλέπετε, σα Xάρος φθάνει
ψηλʼ ανεμίζοντας το γιαταγάνι.
Nιώθω το χέρι του μες στην καρδιά,
που πάει σπαράζοντας τα σωθικά.

»Aνεμοστρόβιλος, θεοποντή,
όλα σα σίφουνας θα καταπιεί.
Tο μάτι επάνω μου άγρια στυλώνει,
μαχαίρι δίκοπο μέσα μου χώνει.

»Kρύο το σίδερο χωνεύει, σφάζει.
Aκούτε, ακούτε τον πώς μου φωνάζει.
Nιώθω το χνότο του φωτιά ζεστό,
πόρχετʼ επάνω μου σα να ʼναι φιό.

»Tʼ άλογο! τʼ άλογο, Oμέρ Bριόνη.
O ήλιος έπεσε, νύχτα σιμώνει...
Άστρα, λυτρώστε με· αυτή τη χάρη
ζητάει ο Aλήπασας, πιστό φεγγάρι.»

Eμπρός του στέκεται καμαρωμένο,
μαύρο σαν κόρακας, χρυσά ντυμένο,
άτι αξετίμωτο, φλόγα, φωτιά,
καθάριο αράπικο, το λεν Bοριά.

Xτυπάει το πόδι του, σκάφτει το χώμα,
δαγκάει το σίδερο πόχει στο στόμα.
Pουθούνια διάπλατα και τεντωμένα
αχνίζουν κόκκινα σαν ματωμένα.

Aκούει τον πόλεμο και χλιμιτάει.
Tʼ αυτιά του τέντωσε, άγρια τηράει.
Oλόρθʼ η χήτη του, ολόρθʼ η ορά,
λυγάει το σώμα του σαν την οχιά.

Σκώνεται λαίμαργο στα πισινά του.
Λάμπουν τα νύχια του, τα πέταλά του.
Λες και δεν έγγιζε κάτου στη γη...
Kρίμα που το ʼθελαν για τη φυγή!...

O Λάμπρος το ʼβλεπε κι από τη ζήλεια
κρυφʼ αναστέναξε, δαγκάει τα χείλια:
«Άτι περήφανο, να σʼ είχα εγώ,
μέσα στα Γιάννινα ήθελα μπω».

Ωστόσʼ ο Aλήπασας, από τον τρόμο,
τα χήτη του άρπαξε, πετάει στον ώμο...
Σα βόλι γλήγορο, σαν αστραπή,
το άτι χάθηκε με τον Aλή.

Φεύγουνε, φεύγουνε! Δίκαιη κατάρα!
Tους εκυνήγαε αχνή τρομάρα·
νύχτα κατάμαυρη και συγνεφιά
γύρω τους στέκονται για συντροφιά.

Λόγκους περάσανε, χαντάκια μύρια.
Aίματα στάζουνε τα φτερνιστήρια·
αφρούς σα θάλασσα τʼ άλογο χύνει,
σκιάζεται ο Aλήπασας, καιρό δε δίνει.

Kαθώς διαβαίνουνε, τρίζει ένα ξύλο,
φυσάει ο άνεμος, πέφτει ένα φύλλο,
πουλάκι επέταξε, φεύγει ζαρκάδι,
νεράκι πότρεχε μες στο λαγκάδι·

όλα ο Aλήπασας, όλα τρομάζει,
κρύος ο ίδρωτας βρύση τού στάζει.
Tʼ άλογο αυτιάζεται, δεν ανασαίνει,
τα πόδια εστύλωσε, λύκος διαβαίνει,

και κειος τα δάχτυλα σφίγγει στη σέλα,
τα μάτια του έβλεπαν παντού Tζαβέλα.
Παντού του φαίνονται πως είνʼ κρυμμένα
σπαθιά που λάμπανε ξεγυμνωμένα.

Mακριά τα γένια του, άσπρα σα χιόνι,
τα παίρνει ο άνεμος, σκόρπια τʼ απλώνει
εμπρός στο στόμα του και στο λαιμό,
λες και τον έχουνε για πινιμό.

Kαθώς τα κύματα με τη νοτιά
τη νύχτα χάνονται στη σκοτεινιά,
και δεν χωρίζουνε παρά οι αφροί των
ψηλά που ασπρίζουνε στην κορυφή των,

έτσι και τʼ άλογο κείνο το βράδυ
σαν κύμα διάβαινε μες στο σκοτάδι,
κύμα ολοφούσκωτο και σκοτεινό,
πόχει τʼ Aλήπασα τα γένια αφρό.

Φεύγουνε, φεύγουνε! Πάντα τρεχάτοι.
Φθάνει, κʼ εδείλιασε το μαύρο τʼ άτι,
φθάνει, και τρέμουνε τα γόνατά του·
ακούς πώς βράζουνε τα σωθικά του!

Λυσσάει ο Aλήπασας και βλαστημά.
Tο φτερνιστήρι του χώνει βαθιά.
Tο άτι φούσκωσε, βαριά μουγκρίζει,
δίνει ένα πήδημα και γονατίζει.

H καρδιά μέσα του χτυπάει σφυρί,
τʼ αυτιά του γέρνουνε, πέφτει στη γη.
Σπαράζει, ανδρειεύεται και ροχαλιάζει,
απʼ τα ρουθούνια του το αίμα στάζει.

Kʼ εκεί που τʼ άλογο ψυχομαχάει,
βουβός στη λύσσα του ο Aλής τηράει,
τηράει ανήσυχος, αχνός, να ιδεί.
Tʼ αυτιά του ετέντωσε νʼ ακουρμαστεί.

Aκόμα σκιάζεται του εχθρού τα βόλια,
και αρπάζει τρέμοντας τα δυο πιστόλια.
Tʼ άτι το δύστυχο δίπλα στο χώμα
χτυπιέται, δέρνεται, βογκάει ακόμα,

και δεν τον άφηνε καλά νʼ ακούσει
αν κείνʼ οι δαίμονες τον κυνηγούσι.
Άφριασʼ ο Aλήπασας, καίετʼ, ανάφτει,
τα βόλια τόφτεψε μες στο ριζαύτι.

Tʼ άτι εταράχτηκε σαν το στοιχειό
και μʼ ένα μούγκρισμα μένει νεκρό.
Tο μάτι ακίνητο και καρφωμένο
έμεινʼ επάνω του θολό, σβημένο.

Aκούει πατήματα, φωνές πολλές...
Aχ, τον επρόδωκαν οι πιστολιές!
Σιμώνει ο θόρυβος, το αίμα του πήζει,
έπιασε τʼ άλογο για μετερίζι.

Γιομίζει τʼ άρματα, και στο μαχαίρι
σιγά και τρέμοντας ρίχνει το χέρι.
Aκούει που φώναζαν «Bιζίρη Aλή».
Kʼ εκείνος έλιωνε σαν το κερί.

Πάλε φωνάζουνε! Kάθε φορά
ακούετʼ ο θόρυβος πλέον σιμά.
Tο μάτι ολάνοιχτο ο Aλής καρφώνει:
«Bοήθα με,» φώναξε, «Oμέρ Bριόνη!»

Έτσι ο Aλήπασας κυνηγημένος
μπαίνει στα Γιάννινα σαν πεθαμένος.
Όσο κι αν έζησεν, η φουστανέλα
του Λάμπρου τόστεκε στα μάτια φέλα.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Μελιώ

Δραστήριο μέλος

Η -Το Νου Σου Στην- Αμέλεια αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 695 μηνύματα.


Είναι επειδή είμαστε παρέα με το παιδί
κι αμέτρητες φορές – αγκαλιά απ΄την μέση
μετρήσαμε τ΄αμέτρητα τ΄ άστρα
και κείνα που λέγανε για καλύτερα χρόνια
τα φάγαμε βγάζοντας κουβάδες με νερό
για να μπορούν να ταξιδεύουνε για πάντα
τα πλοία που δεν άραξαν
κι είναι επειδή μια και κάτω
κατεβάσαμε όλα τα ξυνισμένα κρασιά
και βγάλαμε τα σωθικά μας τραγουδώντας
γεμάτα παράπονο – παιδιακίσια πράματα -
τον Ιούλιο κάποτε.


Γιαυτό άμα κάνει κανείς μια κίνηση πίσω
για να μας χαϊδέψει
κάνουμε εμείς μια κίνηση πίσω
σα να μη φάμε ξύλο.


Γι αυτό αν τύχει και μ΄αγαπήσεις

πρόσεχε σε παρακαλώ πολύ πολύ
πως θα μ΄αγκαλιάσεις.

Πονάει εδώ.

Κι εδώ.

Κι εκεί.

Μη!

Κι εδώ.

Κι εκεί.



Κατερίνα Γώγου
21ο από την συλλογή Ιδιώνυμο

 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Δεσμώτης

Περιβόητο μέλος

Ο Δεσμώτης αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 46 ετών. Έχει γράψει 4,605 μηνύματα.
Ατυχίες


Ένα αυτοκίνητο περνάει με κόκκινο και
γίνεται θρύψαλα
πάνω σʼ έναν τοίχο
Σʼ ένα άλλο φανάρι ένας μετανάστης
προσπαθεί να πουλήσει ό, τι δεν κατάφερε να πουλήσει κανείς μέχρι τώρα
Μια μάνα σφίγγει στην αγκαλιά της με δύναμη
ένα μωρό και το σκάει
Το χαλάκι της εξώπορτας αρχίζει να πετάει
αρνούμενο την ταπεινότητά του
Ένα βιολί τρελαίνεται κι ακούγεται
σαν πιάνο
Ένα πιάνο τρελαίνεται κι ακούγεται
σαν σφυρί που καρφώνει στραβά ένα καρφί στον τοίχο
Εκεί κρεμάω έναν τεράστιο καθρέφτη
κι αυτός πέφτει
και γίνεται χίλια κομμάτια
Εφτά χρόνια γρουσουζιά ακόμα,
[έχω κι ένα υπόλοιπο απʼ τον παλιό λογαριασμό]
Ένα ρολόι
γίνεται μολύβι
ένα μολύβι γίνεται νανούρισμα
ένα νανούρισμα γίνεται
μοιρολόι
κι έτσι πάλι ξαγρυπνώ.
Ένα κουνούπι αυτοκτονεί υπερήφανο
πίνοντας το αίμα του
για να μην το σκοτώσω•
μʼ αυτό τον τρόπο παραμένει νεκρό για πάντα
Εν ολίγοις, θέλω να σας πω πως
αλλάζουν τα πράγματα


Η βροχή μέσα


περίσσεψαν μόνο αυτά εδώ τα ψίχουλα
ένα μολύβι
ένα στόμα που γελάει
ένας φλιτζάνι από καφέ άπλυτο για αιώνες
ένα θυμωμένο ρούχο
που δεν ήρθες
μια τσαλακωμένη επιθυμία που ταξίδεψε ποδοπατούμενη απʼ το πλήθος
την πάτησα κι εγώ κάποτε
πλήθος ήμουν
δεν την είδα
τώρα περίσσεψαν μόνο αυτά εδώ τα ψίχουλα
θα τα αφήσω
να ζήσουν ήσυχα
για πάντα
πάνω στο τραπέζι
και θα μετακομίσω


Ειρήνη Σουργιαδάκη.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Neraida

Επιφανές μέλος

Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
Το σονετο του ερχομενου
Ειρήνη Σουργιαδάκη



Αυτές οι μέρες έχουν πάντα αίσιο τέλος
Μάγισσες ηττημένες που θα φύγουν
Χρυσές πλεξίδες σε παράθυρα που ανοίγουν
Δράκοι που πέφτουνε νεκροί από ένα βέλος


Μη βγεις ποτέ μέσα από τις σελίδες
Εκεί θα είσαι η δική μου αγαπημένη
Με μάγους και με ξωτικά τριγυρισμένη
κι απʼ τις δικές μου τις στεγνές ελπίδες

Θα ʽρθω και θα σε πάρω κάποιο βράδυ
Σαν πρίγκιπας με το άτι σαν ιππότης
Κουτσός και μολυβένιος στρατιώτης

Ή ακόμα, με της μάχης το σημάδι
Σα βάτραχος, σαν κύκνος ή σα λύκος
Μα όπως και να ʽχει, πληγωμένος ως συνήθως
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

venividivici

Τιμώμενο Μέλος

Η venividivici αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 23,236 μηνύματα.
Η Τρελή Ροδιά




Οδυσσέας Ελύτης

Σ' αυτές τις κάτασπρες αυλές όπου φυσά ο νοτιάς
σφυρίζοντας σε θολωτές καμάρες, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
που σκιρτάει στο φως σκορπίζοντας το καρποφόρο γέλιο της
με ανέμου πείσματα και ψιθυρίσματα, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
που σπαρταράει με φυλλωσιές νιογέννητες τον όρθρο
ανοίγοντας όλα τα χρώματα ψηλά με ρίγος θριάμβου;
Όταν στους κάμπους που ξυπνούν τα ολόγυμνα κορίτσια
θερίζουνε με τα ξανθά τους χέρια τα τριφύλλια
γυρίζοντας τα πέρατα των ύπνων τους, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
που βάζει ανύποπτη μες τα χλωρά πανέρια τους τα φώτα
που ξεχειλίζει από κελαηδισμούς τα ονόματά τους - πέστε μου
είναι η τρελή ροδιά που μάχεται τη συννεφιά του κόσμου;
Στη μέρα που απ' τη ζήλεια της στολίζεται μ' εφτά λογιώ φτερά
ζώνοντας τον αιώνιο ήλιο με χιλιάδες πρίσματα
εκτυφλωτικά, πέστε μου, είναι η τρελή ροδιά
που αρπάει μια χαίτη μ' εκατό βιτσιές στο τρέξιμο της
ποτέ θλιμμένη και ποτέ γκρινιάρα - πέστε μου, είναι η τρελή ροδιά
που ξεφωνίζει την καινούργια ελπίδα που ανατέλλει;
Πέστε μου είναι η τρελή ροδιά που χαιρετάει τα μάκρη
τινάζοντας ένα μαντήλι φύλλα από δροσερή φωτιά,
μια θάλασσα ετοιμόγεννη με χίλια δυο καράβια,
με κύματα που χίλιες δυο φορές κινάν και πάνε
σ' αμύριστες ακρογιαλιές - πέστε μου, είναι η τρελή ροδιά
που τρίζει τάρμενα ψηλά στο διάφανο αιθέρα;
Πανύψηλα με το γλαυκό τσαμπί που ανάβει κι' εορτάζει
αγέρωχο, γεμάτο κίνδυνο, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
που σπάει με φως καταμεσής του κόσμου τις κακοκαιριές του δαίμονα
που πέρα ως πέρα την κροκάτη απλώνει τραχηλιά της μέρας
τη πολυκεντημένη από σπαρτά τραγούδια -πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
που βιαστικά ξεθηλυκώνει τα μεταξωτά της μέρας;
Σε μεσοφούστανα πρωταπριλιάς και σε τζιτζίκια δεκαπενταυγούστου,
πέστε μου, αυτή που παίζει, αυτή που οργίζεται, αυτή που ξελογιάζει,
τινάζοντας απ' τη φοβέρα τα κακά μαύρα σκοτάδια της,
ξεχύνοντας στους κόρφους του ήλιου τα μεθυστικά πουλιά,
πέστε μου, αυτή που ανοίγει τα φτερά στο στήθος των πραγμάτων,
στο στήθος των βαθιών ονείρων μας, είναι η τρελή ροδιά​
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Δεσμώτης

Περιβόητο μέλος

Ο Δεσμώτης αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 46 ετών. Έχει γράψει 4,605 μηνύματα.
Λέοναρντ Κοέν, Πώς να απαγγέλεις ποίηση


Πάρε τη λέξη πεταλούδα. Για να πεις αυτή τη λέξη δεν χρειάζεται να
κάνεις τη φωνή σου πιο ελαφριά από ένα γραμμάριο, ούτε χρειάζεται
να την εφοδιάσεις με μικρά σκονισμένα φτερά. Δεν χρειάζεται να
φανταστείς μιαν ηλιόλουστη ημέρα ή ένα χωράφι με ασφοδέλους.
Δεν είναι απαραίτητο να είσαι ερωτευμένη, ή να έχεις ερωτευτεί τις
πεταλούδες. Η λέξη πεταλούδα δεν είναι η πραγματική πεταλούδα.
Υπάρχει η λέξη μα υπάρχει και η πεταλούδα. Αν μπερδέψεις αυτά τα
δυο, οι άνθρωποι θα έχουν κάθε δικαίωμα να σε κοροϊδεύουν.
Μην το παρακάνεις με τη λέξη. Μήπως προσπαθείς να υπονοήσεις
ότι αγαπάς τις πεταλούδες τελειότερα από οποιονδήποτε άλλον,
ή ότι πραγματικά αντιλαμβάνεσαι τη φύση τους; Η λέξη πεταλούδα
είναι απλά ένα δεδομένο. Δεν είναι μια ευκαιρία για να πλανιέσαι στον αέρα,
να πετάξεις ψηλά, να πιάσεις φιλία με τα λουλούδια, να συμβολίσεις
την ομορφιά και το εύθραυστο, ή να υποδυθείς την πεταλούδα με
οποιονδήποτε άλλον τρόπο. Μην υποδύεσαι τις λέξεις. Ποτέ μην
προσπαθήσεις να υψωθείς από το πάτωμα, όταν μιλάς για πέταγμα.
Ποτέ μην κλείνεις τα μάτια, μην τινάζεις απότομα το κεφάλι σου στο πλάι,
όταν μιλάς για θάνατο. Μην καρφώνεις τα φλογισμένα σου μάτια πάνω μου
όταν μιλάς για έρωτα. Αν θέλεις να με εντυπωσιάσεις όταν μιλάς για έρωτα
βάλε το χέρι σου στην τσέπη ή κάτω από το φόρεμά σου και χαϊδέψου.
Αν η φιλοδοξία σου και η πείνα σου για χειροκρότημα σε έκαναν να μου
μιλήσεις για έρωτα, θα 'πρεπε να μάθεις πώς να το κάνεις χωρίς να ξεφτιλίζεις
τον εαυτό σου ή το κείμενο.

Ποιά είναι η έκφραση που απαιτούν οι καιροί; Οι καιροί απαιτούν μη έκφραση
έτσι κι αλλιώς. Η εποχή δεν ζητάει καμιά απολύτως έκφραση. Έχουμε δει
φωτογραφίες με χαροκαμένες Ασιάτισσες μητέρες. Δεν μας αφορά η αγωνία
των οργάνων σου που πασπατέυεις. Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορείς
να εκφράσεις με το πρόσωπό σου, που να μπορεί να συναγωνιστεί με τη
φρίκη αυτής της εποχής. Μην προσπαθήσεις καν. Το μόνο που θα καταφέρεις
είναι να φέρεις τον εαυτό σου αντιμέτωπο με τη χλεύη εκείνων που έχουν νιώσει
αυτά τα πράγματα βαθιά. Έχουμε δει στις ειδήσεις ανθρώπους στο έπακρο του
πόνου και του ξεριζωμού. Όλοι ξέρουν ότι τρως καλά κι ότι πληρώνεσαι κιόλας
για να σταθείς εδώ. Κάνεις αυτό που κάνεις μπροστά σε ανθρώπους που βίωσαν
την καταστροφή. Αυτό θα έπρεπε να σε κάνει πολύ μετρημένη.
Πες τις λέξεις δώσε το δεδομένο, κάνε στην άκρη. Όλοι ξέρουν ότι υποφέρεις.
Δεν μπορείς να πεις στο ακροατήριο όλα όσα ξέρεις για τον έρωτα με κάθε
γραμμή που θα απαγγέλεις για τον έρωτα. Παραμέρησε και θα ξέρουν ό,τι ξέρεις
γιατί ήδη το ξέρουν. Δεν έχεις να τους μάθεις τίποτα. Δεν είσαι πιο όμορφη απ' αυτούς.
Ούτε πιο σοφή. Μην τους βάζεις τις φωνές. Μην τους βιάζεις στην ψύχρα.
Αυτό είναι κακό σεξ. Αν τους δείξεις το περίγραμμα των γεννητικών σου οργάνων,
τότε δώσε τους κι αυτό που τάζεις. Να θυμάσαι ότι πραγματικά, οι άνθρωποι
δεν θέλουν έναν ακροβάτη στο κρεβάτι τους. Ποιά είναι η ανάγκη μας;
Να είμαστε κοντά στον φυσικό άντρα, να είμαστε κοντά στη φυσική γυναίκα.
Μην παριστάνεις ότι είσαι μια λατρεμένη τραγουδίστρια μ' ένα τεράστιο πιστό
ακροατήριο που σε ακολούθησε στα πάνω και στα κάτω της ζωής σου
μέχρι τούτη εδώ τη στιγμή. Οι βόμβες, τα φλογοβόλα κι όλα τα σκατά
κατέστρεψαν πολλά περισσότερα από δέντρα και χωριά. Κατέστρεψαν και τη σκηνή.
Νόμισες ότι το επάγγελμά σου θα γλίτωνε από τη γενική καταστροφή;
Δεν υπάρχει πια σκηνή. Δεν υπάρχουν πια φώτα της ράμπας και προβολείς.
Στέκεσαι μέσα στον κόσμο. Γι αυτό να είσαι σεμνή. Πες τις λέξεις,
δώσε τα δεδομένα, παραμέρισε. Στάσου μόνη. Σαν να είσαι στο δωματιό σου.
Μην το παίζεις.

Αυτό είναι ένα εσωτερικό τοπίο. Είναι μέσα. Είναι πολύ προσωπικό.
Σεβάσου την προσωπική ησυχία του υλικού. Αυτά τα κομμάτια
γράφτηκαν στη σιωπή. Το θάρρος του παιχνιδιού είναι να το αρθρώσεις.
Η πειθαρχία του είναι να μην το παραβιάσεις. Κάνε το ακροατήριο να
νιώσει την αγάπη σου για μια τέτοια ήσυχη συνθήκη, παρ' όλο που αυτή
είναι ανύπαρκτη. Να είστε καλές πουτάνες. Το ποίημα δεν είναι σλόγκαν.
Δεν μπορεί να σε διαφημίσει. Δεν μπορεί να προωθήσει τη φήμη σου
ως ευαίσθητης. Δεν είσαι επιβήτορας. Δεν είσαι η γυναίκα φονιάς.
Όλες αυτές οι βλακείες περί γκανγκστερ του έρωτα.
Είσατε σπουδαστές της πειθαρχίας. Μην " παίζετε" τις λέξεις.
Οι λέξεις πεθαίνουν όταν τις "παίζετε", μαραίνονται και μετά,
το μόνο που απομένει είναι η φιλοδοξία σας.

Πες τις λέξεις με την ακρίβεια που θα τσέκαρες έναν κατάλογο πλυντηρίου.
Μην αρχίσεις να συγκινείσαι με το δαντελένιο μπλουζάκι.
Μην καυλώνεις όταν λες βρακί. Μην αρχίζεις να ανατριχιάζεις με την πετσέτα.
Τα σεντόνια δεν πρέπει να σου βγάζουν μιαν ονειροπόλα έκφραση στα μάτια.
Δεν υπάρχει λόγος να κλάψεις με τη λέξη μαντίλι. Οι κάλτσες δεν είναι εδώ
για να σου θυμίζουν παράξενα και μακρινά ταξίδια.
Όλα αυτά είναι απλά η μπουγάδα σου. Είναι μόνο τα ρούχα σου.
Μην κάνεις μπανιστήρι μέσα από αυτά. Απλά φόρα τα.

Το ποίημα δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια πληροφορία.
Είναι το Σύνταγμα της έσω χώρας. Αν το απαγγείλεις με στόμφο
και το φουσκώσεις με ευγενικές προθέσεις, τότε δεν θα είσαι καλύτερη
από τους πολιτικούς που τόσο περιφρονείς. Τότε, θα είσαι απλά κάποιος
που κουνάει μια σημαία και κάνει την πιο φτηνή έκκληση σ' ένα είδος
συναισθηματικού πατριωτισμού. Να σκέφτεσαι τις λέξεις σαν επιστήμη,
όχι σαν τέχνη. Είναι μια αναφορά. Είσαι ομιλήτρια σε μια συνεδρίαση του
Κλαμπ Εξερευνητών του Ομίλου του Νάσιοναλ Τζεογκράφικ.
Αυτοί οι άνθρωποι γνωρίζουν όλα τα ρίσκα της ορειβασίας.
Σε τιμούν, παίρνοντας ως δεδομένο ότι τα γνωρίζεις.
Αν τους τρίψεις τη μούρη μέσα σ' αυτά, θα είναι σαν να τους προσβάλλεις
για τη φιλοξενία τους. Μίλα τους για το ύψος του βουνού, τον εξοπλισμό
που χρησιμοποίησες, να είσαι συγκεκριμένη όσον αφορά τις επιφάνειες
και το χρόνο που σου χρειάστηκε για ν' ανέβεις. Μη χειριστείς το ακροατήριο
για να εκμαιεύσεις κομένες ανάσες κι αναστεναγμούς. Αν γίνεις άξια γι αυτά,
αυτό δεν θα οφείλεται στην εκτίμηση που είχες εσύ για το συμβάν,
αλλά στη δική τους. Αυτό θα γίνει από τα στατιστικά στοιχεία
κι όχι από το τρέμουλο της φωνής σου ή το σκίσιμο του αέρα με τα χέρια σου.
Θα γίνει με τα δεδομένα και την ήσυχη οργάνωση της παρουσίας σου.

Απόφυγε τη διάνθιση. Μη φοβηθείς να είσαι αδύναμη.
Σου πηγαίνει να 'σαι κουρασμένη. Μοιάζεις ότι θα μπορούσες να
συνεχίζεις πολύ ακόμα. Έλα τώρα στην αγκαλιά μου.
Για μένα είσαι η εικόνα της ομορφιάς.

Μετ. Λίνα Νικολακοπούλου​
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Δεσμώτης

Περιβόητο μέλος

Ο Δεσμώτης αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 46 ετών. Έχει γράψει 4,605 μηνύματα.
Τσακώνονταν συνέχεια, χυδαία, με τα πάντα

Τσακώνονταν με το ξυπνητήρι. «Σκάσε ρε γ@μημένο» «μα, αφού μού είπες να σε ξυπνήσω στις έξι, ρε ηλίθιε»

Τσακώνονταν με το ασανσέρ. «-Έλα ρε πούστικο επιτέλους» «-έρχομαι, δεν είσαι ο μόνος καθυστερημένος σ' αυτήν την κώλο-πολυκατοικία του κερατά»

Τσακώνονταν με το αυτοκίνητο. «-Πάρε μπρος ρε ηλίθια σακαράκα» «-ας μού είχες κάνει και κανένα σέρβις, ρε άχρηστε- αλλά τί να περιμένεις από τέτοιον λούζερ»

Τσακώνονταν με το φανάρι. «-Άλλαξε ρε σκατοκόκκινο άλλαξε γ@μώ την *** μου» «-Να περιμένεις τη σειρά σου, ρε πυροβολημένε»

Τσακώνονταν με την τηλεόραση. «-Πάλι τίποτα δεν έχει να δεις, το μ@λ@κισμένο το χαζοκούτι» «-άμα δε σού αρέσω πάνε στο Μέγαρο να δεις καμμιάν όπερα, καριόλη»

Τσακώνονταν και με το κρεβάτι του. «-Σε βαρέθηκα, είσαι σκληρό και παγωμένο σαν φέρετρο» «-μη μού στεναχωριέσαι, και δε θʼ αργήσεις να παρκάρεις και σε τέτοιο»

......

Τσακώνονταν συνέχεια, χυδαία, με τα πάντα - με όλα τα άψυχα

Με τους ανθρώπους δεν τσακωνόταν πιά, δεν άξιζε τον κόπο-

κανείς δεν είχε πιά κουράγιο να τού απαντήσει

Μαύρος Γάτος - Λίγο πριν​
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

moonlight

Διάσημο μέλος

Η moonlight αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 2,767 μηνύματα.
THE SONG OF WANDERING AENGUS by W. B. Yeats

I went out to the hazel wood,
Because a fire was in my head,
And cut and peeled a hazel wand,
And hooked a berry to a thread;
And when white moths were on the wing,
And moth-like stars were flickering out,
I dropped the berry in a stream
And caught a little silver trout.

When I had laid it on the floor
I went to blow the fire aflame,
But something rustled on the floor,
And someone called me by my name:
It had become a glimmering girl
With apple blossom in her hair
Who called me by my name and ran
And faded through the brightening air.

Though I am old with wandering
Through hollow lands and hilly lands,
I will find out where she has gone,
And kiss her lips and take her hands;
And walk among long dappled grass,
And pluck till time and times are done
The silver apples of the moon,
The golden apples of the sun.
[FONT=Arial, Helvetica, sans-serif]
[/FONT]​
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

venividivici

Τιμώμενο Μέλος

Η venividivici αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 23,236 μηνύματα.

ριγμένα κάτω τριαντάφυλλα
αλλού τα ροδοπέταλα κι αλλού τ' αγκάθια
κι εγώ διάλεξα τα δεύτερα
να περπατήσω, να αισθανθώ
-να νιώσω την ηδονή του πόνου,
του ελαφρού τσιμπήματος
πάνω στο πάτημά τους
-κι εσύ μου φώναξες
που πας από κει
"δεν βλέπεις την αλήθεια?"
κι εγώ σου απάντησα δειλά
-"ίσως να έχεις δίκιο"
μα εγώ, η μοίρα, οι θεοί
εδώ διαλέξαμε να πάμε
-να δούμε τα ανομήματα, τις βρώμες,
τις ορφάνιες και μέσω αυτών
να διδαχθούμε, να σεβαστούμε
πιο πολύ τη δίψα για ζωή, για ζωντάνια
-να νιωσουμε ελεύθεροι σαν τα πουλιά
μα που είναι απροστάτευτα
στου καθενός τη σφαίρα
-να δούμε πως τα βιώματα
ειναι σαν χάρτινα κουτιά
με ωραίο περιτύλιγμα και άγνωστο το δώρο
που σε ανεβάζει η σε κατεβάζει
στης ψυχής το δευτερόλεπτο
στη γλυκα, στη λαχτάρα
ή στη πίκρα και την αποστροφή
-κι εγώ γράφω ασυνάρτητα κουβέντες του μυαλού
γιατί και αυτό εθόλωσε από την πολλή αλήθεια......
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Neraida

Επιφανές μέλος

Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
Σχεδόν
R.S. Thomas

Βρισκόταν εδώ μη ξέροντας αν υπάρχει
ή όχι. Γνώριζε καλά την επιθυμία
και την ίδια της την αγριότητα
με τρόπο που ήταν αδύνατο να το εκφράσει
με λέξεις. Ήταν ένα θύμα της μνήμης.
Μήπως είχε ένα χέρι; Είχε δύο
και δεν ήταν δικά του: με το ένα
έχτιζε, με το άλλο γκρέμιζε. Η γη
τον φρόντιζε κι εκείνος έπινε
αίμα. Ποιος ήταν αυτός ο καθρέφτης
που κοιταζόταν; Πάνω απ' τον ώμο του
διέκρινε το φόβο και είδε στον ορίζοντα
την απεικόνισή του. Μια γυναίκα
στο δρόμο της για το πουθενά
σταμάτησε για εκείνον και
μέσα στο μεγάλο σκοτάδι έφτιαξαν μαζί
μια μικρή φωτιά που είναι το δέλεαρ
της ίδιας της ζωής.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Χρήστες Βρείτε παρόμοια

Top