2 η ώρα το πρωί, τα πόδια μου τσούζουνε, το κεφάλι μου γυρίζει. Η ιδανική θα έλεγε κανείς συνταγή για απαισιοδοξία, ή ό,τι θα μπορούσε να σκεφτεί ο εγκέφαλός μου πριν 6 μήνες, βλέποντας τις κιτρινωπές ηλιαχτίδες να πέφτουν σα χρυσές σταγόνες στα παράθυρα, αντανακλώντας ουράνια τόξα, στα φύλλα των δέντρων, δίνοντας τους μια ξεχωριστή διάσταση, και όλη την πόλη, βάφοντάς την με αυτό το πορτοκαλί, θερμό και συνάμα νοσταλγικό χρώμα. Όμως, κάτι άλλαξε, ειδικά από το περασμένο καλοκαίρι και ύστερα. Η μπαταρία για ζωή υπερφορτώθηκε από μια κοσμική δύναμη και δε λέει να στερέψει.
Ναι, πονάω, αλλά γιατί πονάω; Γιατί πέρασα υπέροχα. Έκανα μια μακρινή βόλτα, τα 'τσουξα, έφαγα σα μοσχάρι, και γούσταρα.
Άχ ρε ζωή. Τα 'χεις τόσο όμορφα στρωμένα και εγώ τώρα δα τα είδα