«[…] Συνυπάρχουν σ’ εμένα δύο σχεδόν ασυμβίβαστα πράγματα, χωρίς να μπορώ να καταλάβω πώς: μια πολύ θερμή ιδιοσυγκρασία, με αισθήματα δυνατά, ασυγκράτητα, και μια σκέψη αργή, συγκεχυμένη, με ιδέες που μου έρχονται πάντα εκ των υστέρων. Θα έλεγε κανείς πως η καρδιά και το μυαλό μου δεν ανήκουν στο ίδιο άτομο. Η αίσθηση πλημμυρίζει την ψυχή μου ακαριαία, σαν αστραπή · αλλά αντί να με φωτίσει, με καίει και με τυφλώνει. Αισθάνομαι τα πάντα, αλλά δεν βλέπω τίποτα. Είμαι φλεγόμενος, αλλά βλαξ. Για να σκεφτώ, πρέπει να είμαι ψύχραιμος. Το περίεργο είναι πως είμαι ιδιαίτερα εύστοχος, ή ακόμα και πνευματώδης, αρκεί να με περιμένουν. Βρίσκω τις πιο αποστομωτικές απαντήσεις, αλλά μονάχα με την ησυχία μου, γιατί επί τόπου δεν θυμάμαι να έκανα ή να είπα ποτέ τίποτα αξιόλογο. Θα μπορούσα να κάνω μία απολαυστική συζήτηση δι’ αλληλογραφίας, όπως λέγεται ότι παίζουν σκάκι οι Ισπανοί. Όταν κάποτε διάβασα εκείνη τη χαρακτηριστική ιστορία κάποιου δούκα της Σαβοΐας, ο οποίος αναφώνησε ξαφνικά στα μισά του δρόμου: «Να τα φάτε, Παρισινέ πραματευτή*», είπα μέσα μου: «Να, ποιος είμαι».
(Σ.Σ: *Το περιστατικό αναφέρεται στα παζάρια του Δούκα της Σαβοΐας κάποτε, σε κατάστημα των Παρισίων. Για την αγορά ενός αντικειμένου πρόσφερε ένα εξευτελιστικό ποσό και τότε ο καταστηματάρχης που δεν το γνώριζε του απάντησε με τη λέξη “σκατά”. Ο Δούκας θύμωσε, αλλά δεν βρήκε άμεσα απάντηση στη συμπεριφορά του εμπόρου. Τη βρήκε, βέβαια, στα μισά του δρόμου της επιστροφής, όταν ήδη βρισκόταν κοντά στη Λυών).
Όλο το κείμενο εδώ