Μοιραζόμαστε ποιήματα

Δεσμώτης

Περιβόητο μέλος

Ο Δεσμώτης αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 45 ετών. Έχει γράψει 4,605 μηνύματα.

Η Σονάτα της Κλιμακτηρίου,
υπο Γεωργίου Εντεψή


Μη μ’ αφήνεις να ‘ρθω μαζί σου, κλπ. το φεγγάρι απόψε…
εχτές έκανα παράδοσση τη Σονάτα του Σεληνόφωτος του Ρίτσου…
τόσο φυσικά σαν μεταφυσικά…
με γνώμες δεύτερο χέρι από λογοτεχνικό περιοδικό…
δεν θα γράψω συλλογές χριστιανικής απόχρωσης εγώ…
Μη μ’ αφήνεις να ‘ρθω μαζί σου… θα γράψω ερωτικά…
για τα παιδιά που πλένονται μόλις τελειώσει η βάρδια στο τουβλάδικο…
με τα κορμιά τους που απαιτούν ευλίγιστες λέξεις της ελληνικής…
όπως οι μυς υπονοούν μια δευτέρα παρουσία στο πέος…
Μη μ’ αφήνεις να ‘ρθω μαζί σου… όταν με γυμνώσεις θα νιώσω αδέξια…
θα βλέπω τον οίκτο στα μάτια σου… μιλούσες για μένα…
και πονάει αυτό το σιτεμένη… Μη μ’ αφήνεις να ‘ρθω μαζί σου…
να μείνω εδώ… γωνία Μερκούρη και Λαμπέτη…
γωνία πουτάνας και αγγέλου που ποτέ δεν έγινα…
έχω ένα αγόρι στο σχολείο… ένας Στάλιν του δέρματος…
μα και τα κορίτσια πια μου αρέσουν… είναι τόσο τολμηρή η ανημπόρια μου…
Μη μ’ αφήνεις να ‘ρθω μαζί σου… αφησέ με εδώ…
να πενθώ την απουσία του αίματος της Σελήνης στα σκέλη μου…
ν’ ακούω τον Μπετόβεν… σε εκτέλεση Χόροβιτς…
Είναι αλήθεια πως την έγραψε μέσα σἐνα μπορντέλο…
Μη μ’ αφήνεις να ‘ρθω μαζί σου… δεν είμαι ρατσίστρια…
μα των αλλοδαπών τα σώματα είναι άπλυτα…
κι εγώ φευ ευαίσθητη πια στις οσμές….
Μη μ’ αφήνεις να ‘ρθω μαζί σου… θα περάσω το βράδυ…
διαβάζοντας Δημουλά… προετοιμασία για τη δόξα…
και για το πένθος το μελλοντικό του άντρα μου…
η Σαπφώ θα μου στείλει το φεγγάρι…
ο Βαλαωρίτης τ’ άλογο του Ομέρ Βρυώνη…
Μη μ’ αφήνεις να ‘ρθω μαζί σου…
θα γίνω η Αρώνη στη Μπαλωματού του Λόρκα…
θα σκίσω τη μετάφραση της Οδύσσειας του Μαρωνίτη…
και με τη φωνή της θα πω: πάρτε με και γυρίστε με ολάκερη την υφήλιο…
Τρελαίνομαι να ‘μαι καβάλα… Μη μ’ αφήνεις να ‘ρθω μαζί σου…
ας μείνουμε στα προκαταρτικά…
δεν αντέχω πια τους ωραίους γλουτούς σου στα χέρια μου…
το βιαστικό τέλος στα χείλη… με κούρασε αυτή η μη συμμετοχή…
Μη μ’ αφήνεις να ‘ρθω μαζί σου…
αυτής της σάρκας που αρνείται τα κελεύσματα του πνεύματος…
θα μείνω εδώ… να με περιγελάει ο αέρας στις κουρτίνες…
θα γράψω ποιήματα ευπώλητα μελέτες…
Φύγε… έχω προγραμματίσει να κλάψω…
Μη μ’ αφήνεις να ‘ρθω μαζί σου κ.λ.π.


Υπο τη σΥΝΟδεία του..

...
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

MetalChest

Δραστήριο μέλος

Ο Γιάννης αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 29 ετών. Έχει γράψει 480 μηνύματα.
Κ.Π. Καβάφης - 'Ωραι Μελαγχολίας

Οι ευτυχείς την φύσιν βεβηλούσι.
Της λύπης είναι τέμενος η γη.
Aγνώστου πόνου δάκρυ στάζει η αυγή·
αι ορφαναί εσπέραι αι χλωμαί πενθούσι·
και ψάλλει θλιβερά η εκλεκτή ψυχή.

Aκούω στεναγμούς εν τοις ζεφύροις.
Βλέπω παράπονον επί των ίων.
Aισθάνομαι του ρόδου αλγεινόν τον βίον·
μυστηριώδους λύπης τους λειμώνας πλήρεις·
κ’ εντός του δάσους του πυκνού λυγμός ηχεί.

Τους ευτυχείς οι άνθρωποι τιμώσι.
Και τους υμνούσι ψευδοποιηταί.
Aι πύλαι, πλην, της φύσεως είναι κλεισταί
εις όσους αδιάφοροι, σκληροί γελώσι,
γελώσι ξένοι εν πατρίδι δυστυχεί.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

~Χλόη~

Νεοφερμένος

Η ~Χλόη~ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 47 μηνύματα.
Εγώ η Ούλρικε Μάϊνχοφ καταγγέλω
ένας θεατρικός μονόλογος του Ντάριο Φο και της Φράνκα Ράμε

ΟΝΟΜΑ: Ουλρίκε
ΕΠΩΝΥΜΟ: Μάϊνχοφ
ΓΕΝΟΥΣ: Θηλυκού
ΗΛΙΚΙΑ: Σαρανταενός χρονών
…Ναι! Είμαι παντρεμένη. Έκανα δύο παιδιά με καισαρική. Ναι είμαστε χωρισμένοι με τον άντρα μου.
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ: Δημοσιογράφος
ΕΘΝΙΚΟΤΗΤΑ: Γερμανίδα

Είμαι τέσσερα χρόνια στη φυλακή, σ'ενα μοντέρνο κάτεργο ενός σύγχρονου κράτους. Το έγκλημα;

Συγκρούστηκα με την άρχουσα τάξη και τους νόμους της που τους έχει προστάτες της, για να μπορεί να εκμεταλλεύεται και να κάνει κουμάντο σε όλα, στα πάντα. Ακόμα και στο ίδιο το μυαλό μας, στις σκέψεις μας, τα λόγια μας, τα συναισθήματα μας, τη δουλειά μας, τον τρόπο που μας αρέσει να αγαπάμε ή να κάνουμε έρωτα, ολόκληρη τη ζωή μας.
Γι’ αυτό με κλείσατε εδώ μέσα αφεντικά του κράτους δικαίου. Φυσικά όλοι είναι ίσοι απέναντι στους νόμους σας, εκτός απ’ αυτούς που δεν συμφωνούν με τα ιερά σας και τα όσια. Εσείς είστε που υποβιβάσατε τη γυναίκα. Ό,τι λοιπόν μου στερήσατε τόσα χρόνια σα γυναίκα, μου το προσφέρετε τώρα: ΙΣΗ ΠΟΙΝΗ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΤΡΑ. Τι ειρωνεία! Σας ευχαριστώ! Με ανταμείψατε με το νόμισμα της πιο σκληρής φυλάκισης. Απομόνωση και κρύο μέσα σε μια φυλακή νεκροταφείο. Στην ποινή δηλαδή της εξόντωσης των αισθήσεων μου. Πόσο ευγενική έκφραση θα ήταν να ‘λεγα ότι με θάψατε ζωντανή σ’ ένα τάφο.
Λευκό το κελί, οι τοίχοι, λευκά τα κουφώματα, η πόρτα περασμένη με σμάλτο, για να μην πω και το αποχωρητήριο, ο φωτισμός με νέον -λευκός κι αυτός- κι αναμμένες λάμπες μέρα-νύχτα. Πότε επιτελούς είναι μέρα και πότε νύχτα; Πως θα το μάθω; Απ’ τη χαραμάδα του παραθύρου περνάει πάντα το ίδιο λευκό φως, ψεύτικο κι αυτό, σαν το παράθυρο που είναι ψεύτικο κι αυτό, ίδια ψεύτικος κι ο δόλιος ο χρόνος που μ’ έχετε φυλακισμένη εδώ σ’ ένα λευκό ατελείωτο.

ΣΙΩΠΗ! Παντού σιωπή.
Απ’ έξω ούτε φωνή, ούτε ήχος, ούτε θόρυβος. Στο διάδρομο δεν ακούγονται βήματα, ούτε πόρτες που ανοιγοκλείνουν. ΤΙΠΟΤΑ. Όλα σιωπηλά και κατάλευκα. Μια μεγάλη σιωπή και στο μυαλό μου, λευκή κι αυτή σαν το ταβάνι. Κι η φωνή μου λευκή αν δοκιμάσω να φωνάξω.
Λευκό το σάλιο καθώς στεγνώνει στα χείλη μου. Λευκή η σιωπή στ’ άδεια μου μάτια στο στομάχι, στην πρησμένη από την πείνα κοιλιά μου. Πιασμένη σα γιαπωνέζικο ψάρι, δίχως πτερύγια, μες τη σιωπή του ενυδρείου.
Έντονη επιθυμία για εμετό.

Βλέπω το μυαλό σε αργή κινηματογραφική κίνηση, να βγαίνει από το κρανίο μου, να αλητεύει εδώ κι εκεί και να κυλάει στο πάτωμα και να γίνεται ένα με το αιώνιο λευκό του κελιού μου. Νιώθω το κορμί μου σα σκόνη, όπως το απορρυπαντικό για το πλυντήριο. Σκύβω και το μαζεύω.Προσπαθώ να το συναρμολογήσω.

ΔΙΑΛΥΟΜΑΙ! Πρέπει να αντέξω Να αντισταθώ. Δεν θα μπορέσετε να με τρελάνετε. Πρέπει να σκεφτώ, να σκεφτώ! Να λοιπόν που σκέφτομαι! Σκέφτομαι εσάς που μ’ έχετε κλεισμένη σ’ αυτόν τον εφιάλτη. Από το κρύσταλλο του ενυδρείου που με κλείσατε και με κοιτάζετε με ενδιαφέρον. Μείνατε άφωνοι! Τρέμετε από φόβο μήπως και μπορέσω κι αντισταθώ. Τρέμετε στη σκέψη μήπως οι άλλοι σύντροφοί μου έρθουν και γκρεμίσουν αυτό το λευκό θάνατο που επινοήσατε. Πόσο γελοίο, αλήθεια, να στερήσετε από μένα τα χρώματα! Κι έξω να βάφετε το μουχλιασμένο και γκρίζο κόσμο σας με τα πιο φανταχτερά χρώματα, για να μην μπορεί να δει κανείς τη σαπίλα που κρύβει. Και να υποχρεώνετε τον κόσμο να καταναλώνει μόνο και μόνο για το χρώμα. Χρωματίστε με ωραίο κόκκινο το σιρόπι από τα βατόμουρα, και τι πειράζει αν αυτό φέρνει καρκίνο! Το απεριτίφ σας να είναι πορτοκαλί. Τα παιδιά σας πρέπει να τρώνε πολύ το πράσινο και το αστραφτερό κίτρινο. Το βούτυρο κι η μαρμελάδα πάντα με χρωματιστά δηλητήρια. Ακόμα και τις γυναίκες σας τις βάψατε σαν καραγκιόζηδες. Εξαίσιο κόκκινο για τα μάγουλα, ανοιχτό γαλάζιο και βιολετί για τις βλεφαρίδες, ρουζ για τα χείλια κι όσο για τα νύχια ό,τι χρώμα θα έβαζε ο νους σου για να είναι σαν καρναβάλι. Χρυσαφί, ασημί, πράσινο, πορτοκαλί μέχρι και σκούρο μπλε χρησιμοποιήσατε. Και τιμωρήσατε εμένα με τη σκληράδα του ανέκφραστου λευκού, γιατί το μυαλό μου δεν έχει ανάγκη από τον κατακλυσμό των διαφημίσεων για να σκεφτεί. Αφού τα δικά του χρώματα ξεγυμνώνουν όλη σας την αθλιότητα.

Και με κλείσατε σε αυτό το ενυδρείο γιατί:
Ε λοιπόν όχι! Δεν συμφωνώ με τον τρόπο που ζείτε, ούτε ζήλεψα που δεν είμαι σαν καμιά από τις γυναίκες σας-θλιβερό καρναβάλι. Όχι! Δεν θα ήθελα να είμαι μια τρυφερή ύπαρξη, με τα νάζια της και τα χαζοχαμόγελά της. Που θα στόλιζε το τραπέζι σας σε κάποιο ρεστοράν πολυτελείας το σαββατόβραδο, σαν συμπλήρωμα αναπόσπαστο σε αυτή τη φτιαχτή ατμόσφαιρα με το εξωτικό μενού και την τόσο ηλίθια και απαραίτητη διακριτική μουσική. Όχι! Δεν θα μου άρεσε να είμαι υποχρεωμένη να παριστάνω την ελκυστική και θλιμμένη, και συγχρόνως τη χαρούμενη και όλο εκπλήξεις, μετά την άμυαλη παιδούλα, κι ύστερα τη μητέρα και πουτάνα, ενώ συγχρόνως να ντρέπομαι ή να ευχαριστιέμαι με κάθε βρωμόλογο που θα ξεστομίζετε.

Α! Να λοιπόν!
Ένας ελαφρός θόρυβος. Ανοίγει η πόρτα. Μπαίνει ο δεσμοφύλακας, με κοιτάζει, δεν με βλέπει, είναι σαν μην υπάρχω. Σα να έγινα διαφανής. Δε λέει ούτε λέξη. Βγαίνει. Ξανακλείνει. Ξανά σιωπή. Κανένας δεν πρόκειται να ακούσει την κραυγή μου ούτε κανένα παράπονο μου. Όλα θα γίνουν σιωπηλά, με τακτ, για να μην χαλάσει ο μακάριος ύπνος των μακάριων κατοίκων αυτού του οργανωμένου κράτους. Κοιμήσου ήσυχα καλοζωισμένε και αποχαυνωμένε κόσμε της μεγάλης Γερμανίας. Και σεις από την υπόλοιπη Ευρώπη, οι υγιώς σκεπτόμενοι. Κοιμηθείτε ήσυχα σαν πεθαμένοι. Η κραυγή μου δεν θα σας ξυπνήσει. Δεν ξυπνούν ποτέ οι κάτοικοι ενός νεκροταφείου. Όσοι αγανακτήσουν θα ξεσηκωθούν, είμαι σίγουρη. Θα είναι εκείνοι που δουλεύουν ολημερίς, εκείνοι που τους σακατεύετε σωματικά για να μην μπορούν να σκεφτούν, όλοι οι μετανάστες: τούρκοι, ισπανοί, έλληνες, άραβες κι όλοι οι άλλοι εξαθλιωμένοι και προδομένοι της Ευρώπης και μαζί με αυτούς και οι γυναίκες που δέχτηκαν την καταπίεση, τον εξευτελισμό και την εκμετάλλευση. Όλες αυτές θα μάθουν γιατί με κρατάτε εδώ μέσα και γιατί το κράτος σας θέλει να με δολοφονήσει σα μάγισσα του μεσαίωνα. Για σας την εξουσία υπάρχουν ακόμη και σήμερα μάγισσες που πρέπει να καθηλώνονται μπροστά στους αργαλειούς, στις μηχανές, στις πρέσες, τις γραμμές παραγωγής, μέσα στο θόρυβο και τις διαταγές. Και γκάπα γκουπ πρέσα, σφυρί, τρυπάνι, κινητήρας, καζάνια, φωνές και θόρυβος. Θόρυβος, φτάνει πια με τη σιωπή, πρέσα, σφυρί, τρυπάνι, καζάνια, αέριο και θόρυβο. Το αέριο, βγαίνει αέριο, εμετός, αηδία. Η αλυσίδα της παραγωγής έχει το δικό της ρυθμό. Δεν υπάρχει πια χρόνος, μόνο ρυθμός. Ρυθμός.

Σταματήστε τις μηχανές. Ησυχία. Τι υπέροχο πράγμα η σιωπή. Ευχαριστώ δεσμοφύλακες που μου χαρίσατε αυτή την απίθανη και σπάνια απόλαυση της σιωπής. Το απόλυτο. Τι απόλαυση για όλες μου τις αισθήσεις! Σα να μοιάζει να βρίσκομαι στον παράδεισο. Δεσμοφύλακες, δικαστικοί, κομματάρχες σας αγνοώ όλους. Δεν θα μπορέσετε να με βγάλετε από εδώ μέσα τρελή εκτός κι αν με σκοτώσετε. Μα το μυαλό μου θα είναι καθαρό, θα είμαι απόλυτα υγιής κι όλοι θα ξέρουν με σιγουριά ότι εσείς είστε οι δολοφόνοι, μια κυβέρνηση ένα κράτος δολοφόνων. Σας σκέφτομαι ήδη να προσπαθείτε να κρύψετε το πτώμα μου. Να απαγορεύεται την είσοδο στους δικηγόρους μου. Όχι την Ουρλίκε Μαϊνχοφ δεν μπορείτε να τη δείτε. Ναι! Ναι! Κρεμάστηκε. Όχι, όχι! Δεν θα είστε παρών στην αυτοψία. Κανένας. Μόνο οι ειδικοί του κράτους. Που έχουν ήδη έτοιμο το πόρισμα: η Μαϊνχοφ κρεμάστηκε. Όχι δεν υπάρχουν ίχνη στραγγαλισμού στο λαιμό της. Ούτε κυανωτικό χρώμα. Ναι υπάρχουν μελανιές από κακώσεις σε όλο της το σώμα.

Ανοίξτε χώρο! Φύγετε! Μη βλέπετε! Απαγορεύεται η λήψη φωτογραφιών! Απαγορεύεται κάθε άλλη ιατροδικαστική έκθεση! Απαγορεύεται να εξεταστεί το σώμα μου! Απαγορεύεται! Ναι απαγορεύονται τα πάντα. Όμως ποτέ δεν θα μπορέσετε να απαγορεύσετε να γελάσουν ειρωνικά μπρος στις ηλίθιες φάτσες σας, για τη μεγάλη βλακεία σας. Την αιώνια βλακεία που δέρνει κάθε δολοφόνο. Βαρύς σαν το βουνό είναι ο θάνατος. Εκατομμύρια χέρια γυναικών σηκώνουν αυτό το βουνό και τώρα θα δώσουν μια να το γκρεμίσουν μονάχες τους.
Με ένα ανατριχιαστικό χαμόγελο.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Rainbowarrior

Διάσημο μέλος

Ο Rainbowarrior αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Έχει γράψει 2,222 μηνύματα.
Ένα πολύ μικρό απόσπασμα από το βιβλίο «ΟΙ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ROM» της Αθηνάς Βλαχιώτη:

Πετρώματα ψημένης γῆς τό σῶμα μου
ἀπ' ἔξω ξεφτισμένο ἀπ' τούς χειμῶνες
πού ὁρμητικά ρίχνουν τά νερά τους
Λιωμένο ἀπ' τά καλοκαίρια.
Μέσα ὅμως φορῶ βελοῦδο
πολύχρωμες χάντρες, λευκά,
κόκκινα πέπλα καί πούλιες
γιά νά σέ ἀποπλανήσω.



( Είναι η καθηγήτρια που μου έκανε λογοτεχνία κατεύθυνσης φέτος :redface: )
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

~Χλόη~

Νεοφερμένος

Η ~Χλόη~ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 47 μηνύματα.
ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ- ΟΤΑΝ Ο ΘΕΟΣ ΧΑΛΑΕΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΧΑΛΑΖΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ ΒΓΑΙΝΕΙ ΞΕΚΑΛΤΣΩΤΗ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΣΦΥΡΙΖΕΙ ΤΟΥΣ ΑΝΤΡΕΣ ΠΕΤΑΕΙ ΠΕΤΡΕΣ ΣΤΑ ΠΕΡΙΠΟΛΙΚΑ ΤΗΝ ΑΡΑΖΕΙ ΠΑΝΩ ΣΑ ΣΚΙΟΥΡΟΣ ΣΤΑ ΔΕΝΤΡΑ ΚΙ ΑΝΑΒΕΙ ΤΣΙΓΑΡΟ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΣΤΡΑΠΕΣ.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ ΕΠΕΣΥΜΑΝΘΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΙΔΙΑΝ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΝ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑΝ ΚΑΙ ΩΡΑΝ ΕΙΣ ΤΡΙΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ ΜΕΡΗ- ΚΑΤΑ ΕΞΑΚΡΙΒΩΜΕΝΑΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ ΜΑΣ Η ΑΝΑΤΙΝΑΞΙΣ ΓΕΦΥΡΑΣ ΣΤΟ ΜΑΝΧΑΤΑΝ Η ΠΡΟΜΗΘΕΥΣΙΣ ΟΠΛΩΝ ΣΕ ΑΝΑΡΧΟΚΟΥΜΟΥΝΙΣΤΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ Η ΦΥΓΑΔΕΥΣΙΣ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΑΚΡΩΣ ΑΠΟΡΡΗΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΟΦΕΙΛΟΝΤΑΙ Σ'ΑΥΤΟ ΤΟ ΙΔΙΟ ΑΤΟΜΟ. ΦΕΡΕΤΑΙ ΦΕΡΟΥΣΑ ΜΑΥΡΟ Ή ΚΟΚΚΙΝΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ ΠΟΥΛΟΒΕΡ ΠΑΙΔΙΚΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΕΝΙΑ ΧΤΕΝΑΚΙΑ ΣΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΜΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΤΙΣ ΤΣΕΠΕΣ ΔΑΝΕΙΚΟΥ ΠΑΝΩΦΟΡΙΟΥ.
ΓΕΝΝΗΘΕΙΣΑ: ΑΓΝΩΣΤΟΝ
ΓΕΝΟΣ: ΑΓΝΩΣΤΟΝ
ΚΑΤΟΙΚΙΑ: ΑΓΝΩΣΤΟΣ
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ: ΑΓΝΩΣΤΟΝ
ΘΡΗΣΚΕΥΜΑ: ΑΘΕΟΣ
ΧΡΩΜΑ ΟΦΘΑΛΜΩΝ: ΑΓΝΩΣΤΟΝ
ΟΝΟΜΑ: ΣΟΦΙΑ ΒΙΚΥ ΜΑΡΙΑ ΟΛΙΑ ΝΙΚΗ ΑΝΝΑ ΕΦΗ ΑΡΓΥΡΩ
ΔΑΡΕΙΟΣ. ΔΑΡΕΙΟΣ. ΠΡΟΣ ΟΛΑ ΤΑ ΠΕΡΙΠΟΛΙΚΑ
ΠΡΟΣΟΧΗ ΟΠΛΟΦΟΡΕΙ. ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ. ΟΠΛΟΦΟΡΕΙ. ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ.

ΤΗΝ ΛΕΝΕ ΣΟΦΙΑ ΒΙΚΥ ΜΑΡΙΑ ΟΛΙΑ ΝΙΚΗ ΑΝΝΑ ΕΦΗ ΑΡΓΥΡΩ
ΚΙ ΕΙΝΑΙ ΟΜΟΡΦΗ ΟΜΟΡΦΗ ΟΜΟΡΦΗ ΟΜΟΡΦΗ ΘΕ ΜΟΥ...

-Κατερίνα Γώγου από την ποιητική συλλογή Ιδιώνυμο(1980)-
(Διατήρησα τα κεφαλαία γράμματα γιατί έτσι είναι γραμμένο)
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Δεσμώτης

Περιβόητο μέλος

Ο Δεσμώτης αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 45 ετών. Έχει γράψει 4,605 μηνύματα.
85


μάτια με μάτια | εικόνα σου να γίνω | μέσα στον μαύρο τρούλο | να καθρεφτιστούμε | μέχρι να μουλιάσει το είδωλό μας επάνω στο μάτι του άλλου | φίλοι εραστές περαστικοί γονείς με τα παιδιά τους | τέρμα τα φιλιά κι οι χειραψίες | να σταθούμε αντικριστά | ακίνητοι | ν' αφήσουμε τα μάτια μας να κάνουνε την πρώτη κίνηση | να γνωριστούμε στα νεφελώματα της ίριδας | μάτια αεροφωτογραφίες | καρμπόν του σύμπαντος | κοίτα τη μαύρη τρύπα στο κέντρο | το σκοτεινό πηγάδι | άστο να σε ρουφήξει | στροβιλίσου στο απόκρυφο | μέχρι να γίνουμε κι οι δύο χαρτομάζα | τρόμος και άφωτο άπειρο μαύρο | πες μου τι βλέπεις: μια νύχτα επαρχίας | πες μου τι βλέπεις: τώρα το χρώμα της ασφάλτου | πες μου για τη γυαλάδα του ορφνού αλόγου | που καλπάζει αδέσποτο στη στέπα | άστο να σε πάει | στο ένα μάτι το νερό | και στ' άλλο η έρημος | τρόμος | να επιμείνουμε όμως | μέχρι να χαραχτεί ο ισημερινός επάνω στη μεμβράνη | κοίτα πως πάλλονται οι βολβοί | συσπάται το μάρμαρο ραγίζει με έναν βόμβο | κι αναβλύζει μνήμες απόκρυφες | τις μνήμες του πλακούντα |

κι ο λαμπερός κόκκος στο κέντρο | νιώθεις το υπόγειο σείσιμο; | η σουπερνόβα γραμμένη τέλεια πάνω στην κόρη | σαν ένα λαθραίο φλας | μέσα στα Πυρηναία της φωτιάς | μη σκύβεις το κεφάλι | ταξίδεψε επάνω στις κηλίδες | δες με να σε δω | να μετρήσουμε τα ξίφη με τα κρίνα | να ειπωθούν τα πάντα κυκλικά | και το μελί περίγραμμα | κάτι πρέπει να μαρτυράει | να εστιάσουμε άδολα | μέχρι να φανταστούμε και το μελισσώνα | να σταθούμε αντικριστά | εχθροί και φίλοι | μέχρι να ανακαλύψουμε τις ακίδες καρφωμένες στη στεφάνη | να μάθουμε απέξω τα αιμοφόρα αγγεία | πόσους παραποτάμους σχηματίζουν | πού εκβάλλουν; | θες να κλάψεις μπροστά μου; |

και στο ασπράδι | να δούμε τον αφρό του κύματος | να πλημμυρίσουμε | να βουτήξουμε μέσα στους αδένες των δακρύων | και να παλέψουμε μέχρις εσχάτων | και να σωθούμε μέχρι πνιγμού | μέχρι να βγάλουμε μάτια παντού | κι απ' τα εγκαύματά μας | να ξεχυθεί η λάβα | κάτω απ' το ηφαίστειο ο πάγος | σ' όλο το σώμα μας | 85 χρωματιστά μάτια | σαν τα παγώνια | να βλέπουμε σαν τα παγώνια | νιώσε την άψη | 85 ζωές να ζήσουμε | και 85 θάνατους αντί για έναν | κι όταν πάρουμε την εκδίκησή μας | 85 φορές να τη γιορτάσουμε | να κοιταζόμαστε | να πολλαπλασιαστούμε |

μη μου δίνεις το χέρι σου σύντροφε
κοίτα με στα μάτια μόνο κι ομολόγησε:

πόση ομορφιά και μόνο δύο μάτια
πόση ασχήμια και μόνο δυο γροθιές

πορτατιφ.μπλογκ
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Τελευταία επεξεργασία:

Loony

Πολύ δραστήριο μέλος

Η Loony αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 1,754 μηνύματα.
Επιθυμίες

Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν
και τάκλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό,
με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά --
έτσ' οι επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν
χωρίς να εκπληρωθούν· χωρίς ν' αξιωθεί καμιά
της ηδονής μια νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

~Χλόη~

Νεοφερμένος

Η ~Χλόη~ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 47 μηνύματα.
Όταν τα κτήρια γίνονται ελαστικά μπλε κι ο ήλιος
πορτοκαλιά γκαζά μές στο κεφάλι μου να 'ρθεις
σε κείνο εκεί το μπαρ
που από ματζιριά σ'τα παίρνουν στο έμπα
Απέναντι στα σκαλιά
με σκισμένες τις κάλτσες θα κάθομαι
έτσι κι αλλιώς ματωμένη
Ξέρεις -κι ας ξέρω- πώς φυγόκεντρα έλκομαι
-μην τρομάξεις επιτέλους εσύ-
τώρα ένας ξυπόλητος Χριστός
απανωτά μου δίνει να πιώ από πλακέ μπουκάλι
Να 'ρθεις. Εγώ θα είμαι.
Κοίτα πίσω απ'τη χάση του φεγγαριού
έναν πελώριο γίγαντα με μπλε ούλα και σπυριά
που κρύβεται
και νοήματα βρώμικα μου κάνει να γίνω...
Να 'ρθεις.
Καλά που είναι άνοιξη και θάνατο μυρίζουν τα λουλούδια
Να 'ρθεις. Καλά είναι και στης λαμαρίνας την παγωμένη
[θάλασσα
όταν βουλιάζω με πατητές να σώσω του Μεφίστο
που την καρωτίδα του από έρωτα κοντά κοντά έκοψε-
να 'ρθεις - θα του σώσω για να μην τον ξεχάσουνε
τα μαύρα βελούδινα καπέλα του και τα διαμαντένια
[τακούνια
Θα είμαι. Ο κόσμος μπροστά -μπες από ανάμεσα-
βολεμένος γεροντικά
με κάσκες αλεξίσφαιρα ποδήλατα ομπρέλες και γυαλιά
βιαστικά θα περνά
και οι κυρίες τους θα σηκώνουνε
με κοκοτίστικη αξιοπρέπεια προσεχτικά
μη λερωθεί το φουστάνι. Ναι. Αλήθεια είναι
πως τώρα τα γραφτά μου αυτόματη γραφή
τα διαβάζουνε με την αφή
και τις κουβέντες μου αποκωδικοποιούν
μόνο οι πεθαμένοι
Να 'ρθεις να με βρεις παντού έτσι κι αλλιώς ματωμένη
........................................................................
πόσος καιρός πέρασε μέχρι να γίνω νιφάδα χιονιού
και στην άσφαλτο λιώσω;


-Κατερίνα Γώγου, από την ποιητική συλλογή Απόντες (1986)-
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Δεσμώτης

Περιβόητο μέλος

Ο Δεσμώτης αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 45 ετών. Έχει γράψει 4,605 μηνύματα.
"το αυτί μου που πάνω του έχω ξαπλώσει"
Κάποτε θα κοιμηθώ
Φ. Πεσσόα


πας για ύπνο λες και ετοιμάζεσαι για πόλεμο ξύνεις την πλάτη σου
πήγε τρεις και μισή το καλό με την αρρώστια της αϋπνίας είναι οτι
φέρνεις σε πέρας το επιθυμητό επιστρέφεις στον τόπο του μικρού εγκλήματος
και με μια μικρή αναπαράσταση διορθώνεις τις λάθος κινήσεις
για παράδειγμα τρία δευτερόλεπτα πριν συναντήσεις έναν παλιό συμμαθητή
στρίβεις έγκαιρα στη στοά στέκεσαι πλάτη στον τοίχο και προσπερνάει
κι έτσι δεν αναγκάζεσαι να περιγράψεις μέσα σε ένα λεπτό τη ζωή σου
με μια ντουζίνα ψέματα κι όμως δεν είναι οτι είσαι ψεύτης
είναι που κάτι πρέπει να πεις για να γλιτώσεις μέσα σε ένα λεπτό από έναν άγνωστο
και πώς να βρεθούν οι λέξεις για να πεις σε κάποιον που σου είναι άγνωστος
που δεν βλέπεις μέσα στα μάτια του τη ζωή σου που δεν μιλάγατε ούτε στο σχολείο
και τώρα θέλει να μάθει για σένα με μάτια γεμάτα συμπάθεια
οι λέξεις καλύτερα να μην μοιράζονται αν δεν υπάρχει εμπιστοσύνη μεταξύ μας
κι όταν λέω εμπιστοσύνη εννοώ αλληλεγγύη ειλικρίνεια επαφή
πες μου με τι έχεις κλάψει κι αρχίζουμε να μιλάμε
πήγε τέσσερις κι ούτε πρόκειται για μισανθρωπία θέλεις απλά να φύγεις
είσαι απογοητευμένος έχεις κατάθλιψη έχεις δίπλα σου ένα αόρατο τέρας
που σου λέει συνέχεια έλα-πάμε έλα-πάμε ποιος είσαι τώρα εσύ που μου απευθύνεις το λόγο
άντε γαμήσου κι εγώ χάρηκα που σε είδα μαλάκα που φοράς και ρόλεξ απ' το σχολείο
μαλάκας ήσουν πήγε τέσσερις και τέταρτο κι αυτό το ρολόι στο τοίχο χτυπάει
σα να μην υπάρχει αύριο θα ξανακλείσω τα μάτια δε θα σκεφτώ τίποτα
θέλω να κοιμηθώ 15 σταγόνες 3 φορές τη μέρα κάποιοι άνθρωποι κλείνουν τα μάτια
και βυθίζονται πόσο παράξενο μου φαίνεται γιατί δεν πετυχαίνουν οι σχέσεις των ανθρώπων
γιατί κοιμάμαι μόνος μου τι πήγε λάθος και δε με ακολούθησες στην έρημο
να ψάχναμε μαζί για λίγο νερό κι έμεινα μόνος μου
νερό βρήκα ήταν πικρό βέβαια σαν χυμός τσουκνίδας
πάψε να σκέφτεσαι οι συμβιβασμοί της μέρας βγαίνουνε σε αλλεργίες τη νύχτα
ξύνεις την πλάτη σου πανικοβάλλεσαι οτι δεν θα κοιμηθείς ποτέ ξανά
ξύνεις την πλάτη σου δεν ξέρεις το κόλπο να σταματήσεις το μυαλό να σκέφτεται
η συγκέντρωση είναι εχθρός του ύπνου σηκώνεσαι και βγάζεις την μπαταρία από το ρολόι του τοίχου
ξαπλώνεις πάλι με ένα ψεύτικο χαμόγελο οτι και καλά εντάξει τώρα
ουφ αυτό έφταιγε θα κοιμηθώ αμέσως άντε επιτέλους χαχα
και ξαφνικά συνεχίζει να ακούγεται το τικ τακ σαν βασανιστήριο
όμως δεν είναι το ρολόι η καρδιά σου είναι που χτυπάει στα μαξιλάρια
στα σεντόνια μέχρι και στις σωληνώσεις του κρεβατιού
όπως τότε που τρίζανε όταν άλλαζες πλευρό μέσα στη νύχτα
στο ορφανοτροφείο ποιο ορφανοτροφείο ρε ηλίθιε έχεις μπλέξει τη ζωή σου
με το βιβλίο του ντίκενς πήγε πέντε και πόσο ψεύτικη είναι η θλίψη μας
μπροστά στη θέα ενός κέντρου υποδοχής προσφύγων
νιώθεις οτι έχεις αρρυθμίες σηκώνεσαι και πας και κάθεσαι στο γραφείο
γέρνεις το κεφάλι σου μπροστά και ακουμπάς το μέτωπο στον καρπό σου
αλλά ούτε αυτό δουλεύει σου 'χει ανέβει το αίμα στους κυματισμούς του μετώπου
παίρνεις βαθιά ανάσα περπατάς στο σκοτεινό δωμάτιο για να κουραστείς περισσότερο
αλλά είσαι ήδη πτώμα και έρχεται και 25η μαρτίου ακουμπάς το κεφάλι στο τοίχο
ανοίγεις τη ντουλάπα να μπει λίγος αέρας
θυμάσαι οτι θέλεις να αγοράσεις μια μπλούζα με τσέπη στο στήθος
αλλά δεν υπάρχει δρόμος ταξιαρχών στον πειραιά λες και αν υπήρχε θα έδινες 50 ευρώ για μπλούζα
εδώ δε πήγες να δεις καουρισμάκι γιατί σου έλειπαν 50 λεπτά και σιγά τον καουρισμάκι δηλαδή
έξω ακούγεται ένα απότομο φρενάρισμα μακάρι να τράκαρε κάποιος
να έβγαιναν στα μπαλκόνια οι γείτονες να έβγαινες κι εσύ να το έπαιζες κοιμισμένος
τι έγινε ρε παιδιά με αγουροξυπνημένη φωνή να γινόταν λίγο φασαρία μέσα στη νύχτα
να ερχόταν ασθενοφόρο να δικαιολογούσες μετά όλη αυτή την αϋπνία
αλλά όχι δε τράκαρε κανένας για την ακρίβεια δεν ήταν ούτε καν φρενάρισμα
έχεις αρχίσει να πιστεύεις οτι μάλλον ήταν ένας κόκορας που λάλησε
πας στο λεξικό του χάρβαρντ υπάρχει λέξη νυκτιλάλος και βέβαια νυκτέλιος
τέλεια πήγε πεντέμιση έχασα τον ύπνο μου μήπως τον είδε κανείς;
μόνο η Νυξ η πρωτόγονη θυγατήρ του χάους.​
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Ερις

Περιβόητο μέλος

Η Ερις αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Επαγγέλεται Σκηνοθέτης. Έχει γράψει 4,955 μηνύματα.
ο
δρόμος προς την
αγάπη
είναι σπαρμένος
μάτια γατιών
μεσ' στο σκοτάδι
και τη σιωπή
π' απλώνεται γύρω
σα δίχτυ χαράς
ο δρόμος προς
την αγάπη
είναι νυχτερινός
πηγαίνει ψηλά
και φτάνει
εκεί όπου
το μπλε
του κοβαλτίου
κι ακόμη το κίτρινο
-του καδμίου-
δεν είναι πια τα χρώματα
με τα οποία
βάφω
τις ζωγραφιές μου
αλλά λεπτές
μουσικές
άρπας
κινύρας
και
σείστρων
φυγής

σείστρων
φυγής
σιγής
γης



Νίκος Εγγονόπουλος- Στα όρη της Μυουπόλεως
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Δεσμώτης

Περιβόητο μέλος

Ο Δεσμώτης αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 45 ετών. Έχει γράψει 4,605 μηνύματα.
Φερνάντο Πεσσόα, Στο καπνοπωλείο

Δεν είμαι τίποτα.
Ποτέ δεν θα’ μαι τίποτα.
Δεν μπορώ να θέλω να’ μαι τίποτα.
Πέρα απ’ αυτό, έχω μέσα μου τα όνειρα του κόσμου όλου. Παράθυρα της κάμαράς μου,
Μιας κάμαρας, στα εκατομμύρια του κόσμου, που κανείς δεν γνωρίζει ποιά είναι,
(Κι αν την ήξεραν, τι θα ήξεραν?),
που βλέπει στο μύστηριο ενός δρόμου γεμάτου περαστικούς.
Σ’ ένα δρόμο απροσπέλαστο για όλες μου τις σκέψεις.
Πραγματικό, απίθανα πραγματικό, βέβαια, αβέβαια βέβαιο.
Με το μυστήριο των πραγμάτων κάτω από τις πέτρες και τα όντα,
Με τον θάνατο που υγραίνει τους τοίχους και ασπρίζει τα μαλλιά των ανθρώπων.
Με το Πεπρωμένο που σέρνει την άμαξα των πάντων, μέσα από το δρόμο του τίποτα. Σήμερα είμαι ηττημένος, λες και γνώρισα την αλήθεια.
Σήμερα είμαι διαυγής, λες και πρόκειται να πεθάνω.
Λες και η επαφή μου με τα πράγματα δεν ήταν μεγαλύτερη
απ’το να πω ένα αντίο, αυτό το σπίτι κι αυτή η γωνιά του δρόμου να γίνονται
μια σειρά από βαγόνια, που αναχωρούν στο άκουσμα μιας σφυρίχτρας
που αντηχεί μέσα απ’ το κεφάλι μου,
και ένα τίναγμα των νέυρων κι ένα ράγισμα των οστών καθώς πηγαίνουν. Σήμερα είμαι συγχυσμένος, σαν κάποιος που αναρωτήθηκε, ανακάλυψε και ξέχασε.
Σήμερα είμαι διχασμένος ανάμεσα στην πίστη μου,
στην εξωτερική πραγματικότητα του Καπνοπωλείου στην άλλη άκρη του δρόμου
και στην εσωτερική αλήθεια του αισθήματός μου, πως όλα δεν είναι παρά ένα όνειρο. Απέτυχα σε όλα.
Μη έχοντας κανέναν σκοπό, ίσως πράγματι όλα να ήταν ένα τίποτα.
Γνωρίζοντας τι έχω,
γλίστρησα από το παράθυρο στο πίσω μέρος του σπιτιού,
κι ύστερα ξεχύθηκα στον κάμπο με προσδοκίες μεγάλες,
αλλά δεν βρήκα παρά δέντρα και χόρτα,
κι όταν υπήρχαν άνθρωποι δεν ήταν παρά ίδιοι μ’ όλους τους άλλους.
Απομακρύνομαι μ’ ένα βήμα απ’ το παράθυρο και κάθομαι στην καρέκλα. Τι πρέπει να σκεφτώ τώρα? Πώς να ξέρω ποιός θα γίνω, εγώ που δεν γνωρίζω ποιός είμαι?
Να γίνω αυτός που πιστεύω πως είμαι? Αλλά πιστεύω τόσα πράγματα!
Κι υπάρχουν τόσοι που νομίζουν πως είναι το ίδιο ακριβώς πράγμα – δεν γίνεται!
Ιδιοφυής? Αυτή τη στιγμή,
Εκατό χιλιάδες εγκέφαλοι ονειρεύονται πως είναι ιδιοφυείς, όπως κι εγώ,
Κι η ιστορία δεν θα καταγράψει, ποιός ξέρει?, ούτε έναν,
και τίποτα παρά κοπριά δεν θα απομείνει από τις μελλοντικές τους επιτυχίες. Όχι, δεν πιστεύω σ’ εμένα.
Σε κάθε τρελοκομείο, υπάρχουν διαταραγμένοι τρελοί με τόσες πολλές βεβαιότητες!
Εγώ, που δεν έχω καμία βεβαιότητα, είμαι περισσότερο ή λιγότερο εχέφρων?
Όχι, ούτε καν σ’ εμένα.
Σε πόσες σοφίτες και μη-σοφίτες στον κόσμο,
δεν υπάρχουν αιθεροβάμονες της ευφυίας?
Πόσες εμπνεύσεις υψηλές και ευγενείς και διαυγείς –
- ναι, αληθινά υψηλές, ευγενείς και διαυγείς –
Και, ποιός ξέρει, ίσως εφικτές,
δεν θα αντικρίσουν ποτέ το φως του αληθινού ήλιου, μήτε θα ακουστούν από ανθρώπινα αυτιά? Ο κόσμος είναι γι’ αυτούς που γεννήθηκαν να τον κατακτήσουν,
κι όχι γι’ αυτούς που ονειρεύονται πως το μπορούν – ακόμη κι αν έχουν δίκιο.
Ονειρεύτηκα περίσσοτερο απ’ όσο κατόρθωσε ο Ναπολέων,
Άνοιξα την καρδιά μου στην ανθρωπότητα περισσότερο απ’ τον Χριστό.
Συνέγραψα κρυφά φιλοσοφίες που κανένας Καντ δεν κατάφερε να γράψει.
Αλλα είμαι, κι ίσως να είμαι και για πάντα, αυτός που βρίσκεται στη σοφίτα,
ακόμα κι αν δεν ζω σε μιά.
Θα είμαι πάντα εκείνος που δεν γεννήθηκε γι’ αυτό.
Θα είμαι πάντα εκείνος που είχε προσόντα.
Θα είμαι πάντα εκείνος που περίμενε ν’ ανοίξει μια πόρτα σ’ έναν τοίχο δίχως πόρτες.
Και τραγούδησε το τραγούδι του απείρου σ’ ένα κοτέτσι.
Κι άκουσε τη φωνή του Θεού σ’ ένα κλεισμένο πηγάδι. Να πιστέψω σ’ εμένα? Όχι, κι ούτε σε τίποτε άλλο.
Ας έλθει η Φύση να χύσει πάνω από το ζεστό μου κεφάλι,
τον ήλιο της, τη βροχή της, τον άνεμο που μου χαιδεύει τα μαλλιά.
Και τα υπόλοιπα που ίσως έρθουν, αν έρθουν, αν πρέπει να έρθουν, ή αν δεν πρέπει,
ας τα κάνει σκλάβους των αστεριών.
Κατακτούμε τον κόσμο, πριν ακόμα σηκωθούμε απ’ το κρεββάτι,
Αλλά ξυπνάμε και είναι αδιαφανής,
Σηκωνόμαστε και είναι ξένος,
Βγαίνουμε από το σπίτι και είναι ολόκληρη η Γη,
κι ακόμα το ηλιακό σύστημα, ο Γαλαξίας και το Άπειρο. (Φάε σοκολάτες, μικρή
Φάε σοκολάτες! Πίστεψέ με, πέρα απ’ τις σοκολάτες, δεν υπάρχει άλλη μεταφυσική στον κόσμο.
Πίστεψέ με, όλες οι θρησκείες μαζί δεν σε διδάσκουν περισσότερα από ένα ζαχαροπλαστείο.
Φάε, βρώμικη μικρή, φάε!
Μακάρι να μπορούσα να φάω κι εγώ σοκολάτες με τόση ειλικρίνεια όση κι εσύ!
Αλλά σκέφτομαι, ξετυλίγοντας το ασημένιο περιτύλιγμα καμωμένο από κασσίτερο,
Το πετάω στο έδαφος, όπως έκανα και με τη ζωή μου.) Τουλάχιστον μένει από τη νοσταλγία αυτού που ποτέ δεν θα είμαι,
Η βιαστική καλλιγραφία αυτών των στίχων,
Ένα μπαλκόνι που αγναντεύει το Αδύνατο.
Τουλάχιστον μού μένει για μένα μια περιφρόνηση δίχως δάκρυα,
Ευγενής τουλάχιστον στην μεγαλειώδη χειρονομία μου,
πετάω τα άπλυτα που είμαι εγώ στο πλυντήριο, και στην πορεία των πραγμάτων,
μένω στο σπίτι χωρίς πουκάμισο. (Εσύ που εφησυχάζεις, που δεν υπάρχεις και γι’ αυτό εφησυχάζεις,
Είτε ελληνίδα θέα, που τη μορφή σου συνέλαβαν σαν ζωντανό άγαλμα,
Ή αλλιώς ρωμαίε πατρίκιε, αδύνατα ευγενή και επιβλαβή,
Ή πριγκήπισσα που σε τραγούδουν οι τροβαδούροι, η πιο πολύχρωμη και γοητευτική,
Ή μαρκησία του 18ου, ψηλομύτα και απόμακρη,
Ή διάσημη κοκότα των χρόνων των γονιών μας,
Ή σύγχρονη – ειλικρινά δεν ξέρω τι –
Όλο αυτό, ό,τι κι αν είναι, δώσε την έμπνευσή σου! Η καρδιά μου είναι ένας αναποδογυρισμένος κάδος.
Όπως αυτοί που καλούν πνεύματα, καλούν πνεύματα – καλώ
εμένα και δεν βρίσκω τίποτα.
Πηγαίνω στο παράθυρο και παρατηρώ τον δρόμο με απόλυτη ακρίβεια.
Βλέπω τα μαγαζιά, τους διαβάτες, τις άμαξες που περνούν,
Βλέπωτα ενδεδυμένα έμβια όντα να διασταυρώνονται
Βλέπω τα σκυλιά που υπάρχουν εξίσου
Και όλο αυτό με βαραίνει σαν μια καταδίκη στην εξορία,
Και όλο αυτό είναι ξένο, όπως και όλα.) Έζησα, σπούδασα, αγάπησα κι ακόμα πίστεψα,
Και σήμερα, δεν υπάρχει ζητιάνος που να μην τον ζηλεύω, απλά και μόνο γιατί δεν είναι εγώ.
Στον καθέναν διακρίνω τα κουρέλια του, τις πληγές του, το ψέμα,
Και σκέφτομαι : ίσως ποτέ δεν έζησες, ούτε σπούδασες, ούτε αγάπησες, ούτε πίστεψες.
(Γιατί είναι δυνατό να πλάσεις όλων αυτών την πραγματικότητα, δίχως να κάνεις τίποτα εξ’ αυτών)
Ίσως έχεις μόλις και μετά βίας υπάρξει, σαν μια σαύρα που τής έκοψαν την ουρά,
κι η ουρά της, αυτονομείται από τη σαύρα, σαλεύοντας με φρενίτιδα. Αυτό που έκανα στον εαυτό μου, δεν το ήξερα.
Κι ό,τι μπορούσα να τον κάνω, δεν το έκανα.
Το ντόμινο που φόρεσα ήταν ολότελα λάθος,
Με πέρασαν από μακρυά για κάποιον άλλον, δεν το αρνήθηκα και χάθηκα.
Σαν θέλησα να βγάλω τη μάσκα,
είχε κολλήσει στο πρόσωπό μου.
Κι όταν την έβγαλα και κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη,
Είχα ήδη γεράσει.
Ήμουν μεθυσμένος, και δεν ήξερα πια πώς να φορέσω το κοστούμι το οποίο ποτέ μου δεν είχα βγάλει.
Πέταξα μακρυά τη μάσκα και κοιμήθηκα στο βεστιάριο.
Σαν ένα σκυλί που το ανέχεται η διεύθυνση
Γιατί είναι άκακο.
Και θα γράψω αυτήν εδώ την ιστορία για ν’ αποδείξω πως είμαι υπέροχος. Μουσική των άχρηστων στίχων μου,
Μόνο να μπορούσα να σε δω σαν κάτι που είχα φτιάξει,
αντι να συνεχίσω ν’ αντικρίζω το Καπνοπωλείο στην άλλη μεριά του δρόμου,
Η συνείδηση της ύπαρξής μου που κουρνιάζει στα πόδια μου,
Σαν ένας τάπητας καμωμένος από μεθύστακες,
Ή ένα χαλάκι που έκλεψαν τσιγγάνοι και δεν αξίζει τίποτα. Αλλά ο Ιδιοκτήτης του Καπνοπωλείου ήρθε στην πόρτα και στέκεται εκεί.
Τον κοιτάζω με την δυσφορία ενός μισογυρισμένου κεφαλιού,
Συνδυασμένη με τη δυσφορία μιας μισο-κενης ψυχής.
Θα πεθάνει και θα πεθάνω.
Θ’αφήσει το σημειωματάριό του, θ’αφήσω τους στίχους μου.
Η επιγραφή του στο τέλος θα πεθάνει, όπως και τα ποιήματά μου.
Και στο τέλος θα πεθάνει κι ο δρόμος όπου βρισκόταν αυτή η επιγραφή,
Όπως κι η γλώσσα στην οποία γράφτηκαν τα ποιήματα.
Κι ύστερα θα πεθάνει κι ο στροβιλιζόμενος αυτός πλανήτης στον οποίον συνέβησαν όλα αυτά.
Σε άλλους δορυφόρους άλλων συστημάτων , κάτι σαν άνθρωποι,
Θα συνεχίσουν να φτιάχνουν κάτι-σαν-ποιήματα, και να ζούν κάτω από κάτι-σαν-επιγραφές.
Πάντα το ένα πράγμα αντίκρυ στο άλλο,
Πάντα το ένα πράγμα εξίσου άχρηστο με το άλλο,
Πάντα το αδύνατο τόσο ηλίθιο όσο η πραγματικότητα,
Πάντα το μυστήριο του βάθους, τόσο αληθινό όσο η σκιά του μυστηρίου στην επιφάνεια.
Πάντα αυτό ή πάντα το άλλο, ή ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Αλλά κάποιος μπήκε στο Καπνοπωλείο (για ν’αγοράσει καπνό?)
Κι η υπαρκτή πραγματικότητα ξαφνικα με κατακεραυνώνει.
Μισοσηκώνομαι στα πόδια μου – μ’ ενέργεια, βέβαιος για τον εαυτό μου, ανθρώπινος –
Και θα προσπαθήσω να γράψω αυτούς τους στίχους για να ισχυριστώ το αντίθετο.
Ανάβω ένα τσιγάρο, καθώς σκέφτομαι να τούς γράψω.
Και σ’ αυτό το τσιγάρο γεύομαι την απελευθέρωσή μου από κάθε σκέψη.
Ακολουθώ τον καπνό σαν να ήταν το δικό μου ίχνος.
Και απολαμβάνω για μια ευαίσθητη και επαρκή στιγμή,
Την απελευθέρωσή μου από κάθε εικασία
Και την επίγνωση ότι οι μεταφυσικές είναι η παρενέργεια του να μην αισθάνομαι καλά. Έπειτα, αφήνομαι πίσω στην καρέκλα
Και συνεχίζω να καπνίζω.
Όσο μού το επιτρέπει το πεπρωμένο θα συνεχίζω να καπνίζω.
(Αν παντρευόμουν την κόρης της πλύστρας μου,
θα μπορούσα να είμαι εφικτά ευτυχισμένος.)
Δεδομένου αυτού, σηκώνομαι και πηγαίνω προς το παράθυρο.
Ο άντρας βγήκε απ’ το καπνοπωλείο (βάζει τα ρέστα στην τσέπη του?)
Α, τον γνωρίζω : είναι ο Εστέβες, δίχως μεταφυσικές.
(Ο Καπνοπώλης ήρθε στην πόρτα.)
Ορμώμενος θαρρείς από κάποιο θείο ένστικτο, ο Εστέβες γύρισε και με είδε.
Με χαιρέτησε, και φώναξα κι εγώ από μακρυά "Γειά σου, Εστέβες!" και το σύμπαν
ανασυγκροτήθηκε μέσα μου, χωρίς ιδανικά ή ελπίδα, και ο Καπνοπώλης χαμογέλασε.

Álvaro de Campos ( Fernando Pessoa )

Μετάφραση:Φωλιά του Χαμαιλέοντα
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

venividivici

Τιμώμενο Μέλος

Η venividivici αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 23,236 μηνύματα.
Elias Abu Shabaki

Σ’ αγαπώ

Σ’ αγαπώ περισσότερο απ΄όσο μια ανθρώπινη καρδιά μπορεί να αγαπήσει,

περισσότερο απ΄όσο ένας ποιητής ονειρεύεται ή ένας ερωτευμένος αισθάνεται.
Είσαι το σύννεφο με το υπέροχο άρωμα που στάλθηκε απ΄τον παράδεισο,
για να ρίξει πάνω μου τη βροχή του, την ευλογημένη δροσιά.
Αισθάνομαι την καρδιά σου, τις φλέβες σου να κυλούν μέσα στις δικές μου,
χωρίς καμιά χαραμάδα ανάμεσα μας για να χωθεί ο ακάθαρτος κόσμος.
Η καρδιά μου στέκει απέναντι στη δική σου, αντικρίζει τη δίδυμη εικόνα της,
σαν δυο χέρια που πλέκονται σε αέρινο όρκο.
Μέσα μας κόκκινο κρασί ενώνεται με κόκκινο κρασί,
φτιάχνουν μείγμα μεθυστικό από άρωμα, αύρα και δροσιά του πρωινού.
Η έμπνευση μου κατοικεί μέσα στα μάτια σου,
τα χείλη σου ενώνονται με τα δικά μου και οδηγούν την ποίηση μου.
Σε σένα και σε μένα η φωτιά φουντώνει, χωρίς κανείς να ρίχνει ξύλα.
Μολονότι είμαστε ήρεμοι, η καταιγίδα ξεσπά μέσα μας.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Ζαμπόν Κασέρι

Νεοφερμένος

Ο Ζαμπόν Κασέρι αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 33 ετών. Έχει γράψει 15 μηνύματα.
Η πορτοκαλένια (Οδυσσέας Ελύτης)

Tόσο πολύ τη μέθυσε ο χυμός του ήλιου
Που έγειρε το κεφάλι της και δέχτηκε να γίνει
Σιγά-σιγά : η μικρή Πορτοκαλένια !
Έτσι καθώς γλαυκόλαμψαν οι εφτά ουρανοί
Έτσι καθώς αγγίξαν μια φωτιά τα κρύσταλλα
Έτσι καθώς αστράψανε χελιδονοουρές
Σάστισαν πάνω οι άγγελοι και κάτω οι κοπελιές
Σάστισαν πάνω οι πελαργοί και κάτω τα παγόνια
Kι όλα μαζί συνάχτηκαν κι όλα μαζί την είδαν
Kι όλα μαζί τη φώναξαν : Πορτοκαλένια !
Mεθάει το κλήμα κι ο σκορπιός μεθάει ο κόσμος όλος
Όμως της μέρας η κεντιά τον πόνο δεν αφήνει
Tη λέει ο νάνος ερωδιός μέσα στα σκουληκάκια
Tη λέει ο χτύπος του νερού μέσ’ στις χρυσοστιγμές
Tη λέει κι η δρόσο στου καλού βοριά το απανωχείλι :
Σήκω μικρή μικρή μικρή Πορτοκαλένια !
Όπως σε ξέρει το φιλί κανένας δεν σε ξέρει
Mήτε σε ξέρει ο γελαστός Θεός
Που με το χέρι του ανοιχτό στη φλογερή αντηλιά
Γυμνή σε δείχνει στους τριανταδυό του ανέμους !
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Δεσμώτης

Περιβόητο μέλος

Ο Δεσμώτης αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 45 ετών. Έχει γράψει 4,605 μηνύματα.



Ποτιστικό γοργά περιστρεφόμενο
μας πιτσιλά ο θάνατος
και πώς να υπολογίσεις τη σωστή στιγμή
για να περάσεις μεταξύ δύο ριπών του…
Κι όσο το σκέφτεσαι
τα πόδια σου περικυκλώνουν
μικρές Αχερουσίες.

Μικρές Αχερουσίες/ Γ.Κυριαζής
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

carpe_nochtem

Πολύ δραστήριο μέλος

Η carpe_nochtem αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 943 μηνύματα.
Εμείς εκεί.
Μια ζωή λιγούρια ταξιδεύουμε την ίδια διαδρομή.
Ξεφτίλα-μοναξιά-απελπισία και ανάποδα.
Εντάξει,δεν κλαίμε. Μεγαλώσαμε.
Μονάχα όταν βρέχει
βυζαίνουμε κρυφά το δάχτυλό μας και καπνίζουμε.
Η ζωή μας είναι άσκοπα λαχανητά
σε κανονισμένες απεργίες
ρουφιάνους και περιπολικά.
Γι' αυτό σου λέω,
Την άλλη φορά που θα μας ρίξουνε
να μην την κοπανήσουμε. Να ζυγιαστούμε.
Μην ξεπουλήσουμε φτηνά το τομάρι μας ρε.
Μη. Βρέχει. Δωσ'μου τσιγάρο.
~Κατερίνα Γώγου​
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Βασίλης Νόττας

Νεοφερμένος

Ο Βασίλης Νόττας αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Έχει γράψει μόλις ένα μήνυμα.
Ποίημα για κάποιον που δε θα του γράψει ποίημα κανείς

Φοράει βερμούδα σαγιονάρα και τα λοιπά.
Αρσενικός μπήχτης ψυχοπομπός τα πάντα όλα
μονολογεί. Στου πρώτου ορόφου το ζόφο
ονειρεύεται νησιά βυζιά ομορφιές.
Κλείνει τα φώτα και κατουρά
γλάστρες γαρδένιες και ορτανσίες.
Με τη μέθοδο σκύλου, το ποδάρι ψηλά.
Σκέφτεται συχνά το Άγιον Όρος
τα φασολάκια τα λαδερά τις αυγές και
τα χάδια που κροταλίζουν γλυκά. Ακούει
στα χαζά μουσικές, τρεκλίζει, θέλει μία
να του ανοίγει τα πόδια να του κάνει παιδιά.
Γήπεδο μαλακία και κολοδάχτυλο στ΄αρπαχτικά.
Λέει λίγα ακούει πολλά. Συσσωρεύει
τοκίζει τη μισθωτή του σκλαβιά.
Κάθε μήνα κουρέας σαλονάκι κι άλλοι
τόσοι φτυστοί σαν κι αυτόν. Ωραίοι σαν
έλληνες αναπολούν τα παλιά.
Χέβυ μέταλ τσιμπούκια στα σκιώδη στενά
καθώς προσκρούει η μηχανή σε ελιά.
Καθώς μια κατακόκκινη δύση διαβολικιά
ως γομολάστιχα της ανίας περνάει ξυστά.

Βασίλης Νόττας.
Παιδιά, χαίρομαι που μας αρέσουν τα ίδια ποιήματα, αλλά το ¨Ποίημα για κάποιον που δε θα του γράψει ποίημα κανείς¨ είναι του Αντώνη Αντωνάκου (Αδέσποτος Σκύλος) και όχι δικό μου. Εγώ απλώς το αναδημοσιεύω στο ιστολογοφόρο μου (όπως θα δείτε αν προσέξετε) Με τους φιλικούς μου χαιρετισμούς Β.Ν.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

~Χλόη~

Νεοφερμένος

Η ~Χλόη~ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 47 μηνύματα.
Η ΛΗΘΗ (Σαρλ Μπωντλέρ, Τα Άνθη του Κακού, ένα από τα 6 καταδικασμένα)

Άπονη και κουφή ψυχή, ω, έλα στην καρδιά μου!
Όσο κι αν είσαι αδιάφορη, τίγρη μου λατρευτή,
θέλω εγώ τα τρεμάμενα να χώσω δάχτυλά μου,
ώρα πολλή, μες στη βαριά χαίτη σου, την πυκνή!

Πάνω στο μεσοφούστανο, απ'τη σάρκα μυρωμένο,
να θάψω το πονόγερτο κεφάλι μου βαθιά
και να μυρίσω αποξαρχής, σαν άνθος μαραμένο,
του πεθαμένου μου έρωτα την τέφρα τη γλυκιά.

Να κοιμηθώ! Να κοιμηθώ θέλω, παρά να ζήσω!
Σ'έναν, καθώς ο θάνατος, ύπνο μυστηριακό,
με δίχως τύψη τα φιλιά μου πάνω θεν' αφήσω
στ'ωραίο σου, το γυαλιστό κορμί σαν το χαλκό.

Να πνίξει τώρα τον τρανό λυγμό μου που ησυχάζει,
τι άλλο παρά η άβυσσος της κλίνης σου μπορεί;
Η Λυσμοσύνη, η δυνατή, στα χείλη σου φωλιάζει,
κι η Λήθη μόνο απ'το δικό σου τρέχει το φιλί.

Στη μοίρα μου, από δω και εμπρός απόλαυσή μου μόνη,
θα υποταχτώ σαν να 'μουνα γι'αυτήν εδώ πλασμένος
και σαν υπάκουος μάρτυρας κι αθώος δικασμένος,
που ο ζήλος το μαρτύριό του τρελά το δυναμώνει,

για να νεκρώσω κάθε μνησικακία κρυμμένη,
το καλό κώνειο θα βυζάξω και το νηπενθές
από τη ρώγα τη γλυκιά και τη χαριτωμένη
του ορθού σου στήθους, που καρδιά δεν έκλεισε ποτές!
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Νάγια Τ.

Διάσημο μέλος

Η Νάγια Τ. αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Επαγγέλεται Φοιτητής/τρια και μας γράφει απο Αθήνα (Αττική). Έχει γράψει 2,317 μηνύματα.
Pablo Neruda

Αργοπεθαίνει (Muere lentamente)

Αργοπεθαίνει
όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας,
επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές,
όποιος δεν αλλάζει το βήμα του,
όποιος δεν ρισκάρει να αλλάξει χρώμα στα ρούχα του,
όποιος δεν μιλάει σε όποιον δεν γνωρίζει.

Αργοπεθαίνει
όποιος έχει την τηλεόραση για μέντωρα του

Αργοπεθαίνει
όποιος αποφεύγει ένα πάθος,
όποιος προτιμά το μαύρο αντί του άσπρου
και τα διαλυτικά σημεία στο “ι” αντί τη δίνη της συγκίνησης
αυτήν ακριβώς που δίνει την λάμψη στα μάτια,
που μετατρέπει ένα χασμουρητό σε χαμόγελο,
που κάνει την καρδιά να κτυπά στα λάθη και στα συναισθήματα.

Αργοπεθαίνει
όποιος δεν "αναποδογυρίζει το τραπέζι" όταν δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά του,
όποιος δεν ρισκάρει τη σιγουριά του, για την αβεβαιότητα του να τρέξεις πίσω απο ένα όνειρο,
όποιος δεν επιτρέπει στον εαυτό του, έστω για μια φορά στη ζωή του, να ξεγλιστρήσει απ' τις πανσοφές συμβουλές.

Αργοπεθαίνει
όποιος δεν ταξιδεύει,
όποιος δεν διαβάζει,
όποιος δεν ακούει μουσική,
όποιος δεν βρίσκει το μεγαλείο μέσα του

Αργοπεθαίνει
όποιος καταστρέφει τον έρωτά του,
όποιος δεν αφήνει να τον βοηθήσουν,
όποιος περνάει τις μέρες του παραπονούμενος για τη κακή του τύχη
ή για τη βροχή την ασταμάτητη

Αργοπεθαίνει
όποιος εγκαταλείπει την ιδέα του πριν καν την αρχίσει,
όποιος δεν ρωτά για πράγματα που δεν γνωρίζει
ή δεν απαντά όταν τον ρωτάν για όσα ξέρει

Αποφεύγουμε τον θάνατο σε μικρές δόσεις,
όταν θυμόμαστε πάντα πως για να 'σαι ζωντανός
χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη
από το απλό αυτό δεδομένο της αναπνοής.

Μονάχα με μιά φλογερή υπομονή
θα κατακτήσουμε την θαυμάσια ευτυχία.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Νάγια Τ.

Διάσημο μέλος

Η Νάγια Τ. αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Επαγγέλεται Φοιτητής/τρια και μας γράφει απο Αθήνα (Αττική). Έχει γράψει 2,317 μηνύματα.
Edgar Allan Poe

The Raven

[SIZE=-1][First published in 1845][/SIZE]​
Once upon a midnight dreary, while I pondered weak and weary,
Over many a quaint and curious volume of forgotten lore,
While I nodded, nearly napping, suddenly there came a tapping,
As of some one gently rapping, rapping at my chamber door.
`'Tis some visitor,' I muttered, `tapping at my chamber door -
Only this, and nothing more.'

Ah, distinctly I remember it was in the bleak December,
And each separate dying ember wrought its ghost upon the floor.
Eagerly I wished the morrow; - vainly I had sought to borrow
From my books surcease of sorrow - sorrow for the lost Lenore -
For the rare and radiant maiden whom the angels named Lenore -
Nameless here for evermore.

And the silken sad uncertain rustling of each purple curtain
Thrilled me - filled me with fantastic terrors never felt before;
So that now, to still the beating of my heart, I stood repeating
`'Tis some visitor entreating entrance at my chamber door -
Some late visitor entreating entrance at my chamber door; -
This it is, and nothing more,'

Presently my soul grew stronger; hesitating then no longer,
`Sir,' said I, `or Madam, truly your forgiveness I implore;
But the fact is I was napping, and so gently you came rapping,
And so faintly you came tapping, tapping at my chamber door,
That I scarce was sure I heard you' - here I opened wide the door; -
Darkness there, and nothing more.

Deep into that darkness peering, long I stood there wondering, fearing,
Doubting, dreaming dreams no mortal ever dared to dream before;
But the silence was unbroken, and the darkness gave no token,
And the only word there spoken was the whispered word, `Lenore!'
This I whispered, and an echo murmured back the word, `Lenore!'
Merely this and nothing more.

Back into the chamber turning, all my soul within me burning,
Soon again I heard a tapping somewhat louder than before.
`Surely,' said I, `surely that is something at my window lattice;
Let me see then, what thereat is, and this mystery explore -
Let my heart be still a moment and this mystery explore; -
'Tis the wind and nothing more!'

Open here I flung the shutter, when, with many a flirt and flutter,
In there stepped a stately raven of the saintly days of yore.
Not the least obeisance made he; not a minute stopped or stayed he;
But, with mien of lord or lady, perched above my chamber door -
Perched upon a bust of Pallas just above my chamber door -
Perched, and sat, and nothing more.

Then this ebony bird beguiling my sad fancy into smiling,
By the grave and stern decorum of the countenance it wore,
`Though thy crest be shorn and shaven, thou,' I said, `art sure no craven.
Ghastly grim and ancient raven wandering from the nightly shore -
Tell me what thy lordly name is on the Night's Plutonian shore!'
Quoth the raven, `Nevermore.'

Much I marvelled this ungainly fowl to hear discourse so plainly,
Though its answer little meaning - little relevancy bore;
For we cannot help agreeing that no living human being
Ever yet was blessed with seeing bird above his chamber door -
Bird or beast above the sculptured bust above his chamber door,
With such name as `Nevermore.'

But the raven, sitting lonely on the placid bust, spoke only,
That one word, as if his soul in that one word he did outpour.
Nothing further then he uttered - not a feather then he fluttered -
Till I scarcely more than muttered `Other friends have flown before -
On the morrow he will leave me, as my hopes have flown before.'
Then the bird said, `Nevermore.'

Startled at the stillness broken by reply so aptly spoken,
`Doubtless,' said I, `what it utters is its only stock and store,
Caught from some unhappy master whom unmerciful disaster
Followed fast and followed faster till his songs one burden bore -
Till the dirges of his hope that melancholy burden bore
Of "Never-nevermore."'

But the raven still beguiling all my sad soul into smiling,
Straight I wheeled a cushioned seat in front of bird and bust and door;
Then, upon the velvet sinking, I betook myself to linking
Fancy unto fancy, thinking what this ominous bird of yore -
What this grim, ungainly, ghastly, gaunt, and ominous bird of yore
Meant in croaking `Nevermore.'

This I sat engaged in guessing, but no syllable expressing
To the fowl whose fiery eyes now burned into my bosom's core;
This and more I sat divining, with my head at ease reclining
On the cushion's velvet lining that the lamp-light gloated o'er,
But whose velvet violet lining with the lamp-light gloating o'er,
She shall press, ah, nevermore!

Then, methought, the air grew denser, perfumed from an unseen censer
Swung by Seraphim whose foot-falls tinkled on the tufted floor.
`Wretch,' I cried, `thy God hath lent thee - by these angels he has sent thee
Respite - respite and nepenthe from thy memories of Lenore!
Quaff, oh quaff this kind nepenthe, and forget this lost Lenore!'
Quoth the raven, `Nevermore.'

`Prophet!' said I, `thing of evil! - prophet still, if bird or devil! -
Whether tempter sent, or whether tempest tossed thee here ashore,
Desolate yet all undaunted, on this desert land enchanted -
On this home by horror haunted - tell me truly, I implore -
Is there - is there balm in Gilead? - tell me - tell me, I implore!'
Quoth the raven, `Nevermore.'

`Prophet!' said I, `thing of evil! - prophet still, if bird or devil!
By that Heaven that bends above us - by that God we both adore -
Tell this soul with sorrow laden if, within the distant Aidenn,
It shall clasp a sainted maiden whom the angels named Lenore -
Clasp a rare and radiant maiden, whom the angels named Lenore?'
Quoth the raven, `Nevermore.'

`Be that word our sign of parting, bird or fiend!' I shrieked upstarting -
`Get thee back into the tempest and the Night's Plutonian shore!
Leave no black plume as a token of that lie thy soul hath spoken!
Leave my loneliness unbroken! - quit the bust above my door!
Take thy beak from out my heart, and take thy form from off my door!'
Quoth the raven, `Nevermore.'

And the raven, never flitting, still is sitting, still is sitting
On the pallid bust of Pallas just above my chamber door;
And his eyes have all the seeming of a demon's that is dreaming,
And the lamp-light o'er him streaming throws his shadow on the floor;
And my soul from out that shadow that lies floating on the floor
Shall be lifted - nevermore!
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

thalalla

Εκκολαπτόμενο μέλος

Η thalalla αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Μας γράφει απο Αθήνα (Αττική). Έχει γράψει 221 μηνύματα.
Τ. Σινόπουλος: Ο καιόμενος

Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος.​
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν​
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του​
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.​
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.​
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένoς να παραξενεύομαι.​
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;​
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;​
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.​
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.​
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.​
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.​
Γινόταν ήλιος.​
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές​
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.​
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.​
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Χρήστες Βρείτε παρόμοια

Top