'Ὅμως καλά εἶναι κι ἔτσι. Καμιά ἄλλη θεωρία δέν εὐσταθεῖ: ὅλα ὅσα λέγονται καί κηρύσσονται καταλήγουν κάποτε στή γελοιότητα· στήν περίπτωση αὐτή ἀκόμα καί ὁ δικός μου σαρκασμός εἶναι περιττός. Ὅποιος ἔχει γνωρίσει καλά τόν κόσμο, ξέρει πώς εἶναι γεμάτος πλάνες. Παρ’ ὅλα αὐτά δέν μᾶς ἀρέσει νά τόν ἐγκαταλείπουμε, γιατί ἔχουμε τήν ἀφέλεια τῶν παιδιῶν, σκέφτηκα. Τί καλά, εἶπα στόν ἑαυτό μου, πού μέτρησα τήν πίεση τῶν ματιῶν μου! Τριάντα ὀχτώ. Δέν ἐπιτρέπεται νά ζοῦμε πιά μέ ψευδαισθήσεις: ὑπάρχει ἡ πιθανότητα ν’ ἀνατραποῦμε ἀνά πάσα στιγμή. Γι’ αὐτό χρειαζόμαστε ὄνειρα, ὅλο καί περισσότερα ὄνειρα, ὅπου οἱ ἄνθρωποι πετᾶνε ἀπό τά παράθυρα κι ὕστερα ξαναμπαίνουν, ὄμορφοι ἄνθρωποι, φυτά πού δέν ἔχουμε ξαναδεῖ, μέ τεράστια φύλλα σάν ὀμπρέλες. Παίρνουμε τοῦ κόσμου τίς προφυλάξεις γιά τό θάνατο, ἀλλά ὄχι καί γιά τή ζωή.'
Τόμας Μπέρνχαρντ
Μπετόν.