Αυτά για τις γυναίκες των ναυτικών, όποτε τα άκουγα ένιωθα μεγάλη πίκρα. Στην αρχή και θυμό. Γιατί ο πατέρας μου ήταν ναυτικός και αυτή πίσω βράχος να μεγαλώνει δυο παιδιά μονάχη της. Ξέρω ότι αστειεύεσαι, αλλά θα πω ότι αν είναι στον άνθρωπο (στη γυναίκα, εν προκειμένω...) και εδώ να είναι κάποιος θα βρει να του "την κάνει".
Ως κόρη ναυτικού, λοιπόν, ουδέποτε θα έμπλεκα με θαλασσινό. Με την καμία. Γιατί ξέρω, από πρώτο χέρι, πώς νιώθουν όλοι. Και αυτός που φεύγει και αυτοί πίσω που "κουνάνε το μαντήλι". Σαν μικρό παιδί, το βίωνα όλο αυτό ως πολύ μεγάλη απώλεια. Θυμάμαι ότι σαν έφευγε (έκανε υπερατλαντικά ταξίδια...), έπαιρνα το μαξιλάρι του και κοιμόμουν. Που είχε τη μυρωδιά του. Και έκλαιγα...Ούτε να πλύνει τη μαξιλαροθήκη δεν μπορούσε η μάνα μου, για να μη χαθεί η μυρωδιά !!! Δεν καταλάβαινα. Έβαζα χίλια δυο σενάρια με το μυαλό μου. Ότι δεν θα τον ξαναδώ, ότι θα χτυπήσουν το πλοίο πειρατές (τα κύματα δεν τον φόβιζαν, ούτε τα στοιχεία τής φύσης, μόνο οι πειρατές...). Μεγαλώνοντας έμαθα να το διαχειρίζομαι.
Και η αρχή μου ήταν μία : ποτέ με ναυτικό. Μια φορά, στα 20 μου, είχα πάει να τον δω. Είχε πιάσει το πλοίο ράδα και θα έμενε για κάποιες ώρες, μέχρι να ξαναφύγει. Τον είδα, λοιπόν, να κατεβαίνει με ένα ωραίο παλικάρι. Αγκαλιαστήκαμε, με τον πατέρα μου, έκανε τις απαραίτητες συστάσεις και μετά από λίγο είπε ότι έχει μια δουλειά και αποχώρησε. Μιλήσαμε με το παλικάρι, όση ώρα περιμέναμε, αλλά εγώ στον κόσμο μου...Κάποια στιγμή μού λέει "θα ήθελες να πάμε για έναν καφέ, όταν ξαναέρθουμε ;". Η απάντηση τού ήρθε, τελείως κοφτή (!!!) "όχι, ευχαριστώ...". Κάτι σαν "όχι, ευχαριστώ, δε θα πάρω...". Χρόνια μετά το θυμόμουν και γελούσα. Ήμουν τόσο απόλυτη, που πρέπει να τον έφερα σε δύσκολη θέση. Μια χαρά ήταν το παιδί !!! Εγώ ήμουν "καμμένη" και δεν ήθελα να ξανακαώ. Εκ των υστέρων έμαθα ότι ο πατέρας μου καμία δουλειά δεν είχε. Να μας αφήσει μόνους ήθελε !!! Είχε σχέδιο...