Ξέρω εγω τι είναι αυτό...
Έμπαινα στο αμάξι μου την Τετάρτη, για να φύγω από το πατρικό μου. Το μυαλό μου δεν ήταν στο δρόμο. Το σώμα αντιδρούσε ήδη από τα πρώτα δευτερόλεπτα στο κάθισμα. Ενα αλλόκοτο βήξιμο, σαν από τα πολλά. Ειδικότερα τώρα.
"Δεν ξέρω τι είναι, αλλά μου συμβαίνει ξανά και ξανά", ξεστόμισα.
"Ξέρω εγω τι είναι αυτό" μου λέει ο πατέρας μου.
"Κοίταξε να ηρεμήσεις..." συνέχισε, με την ολιγόλεπτη ανάλυση για τους πιθανούς τρόπους που θα συναντήσω τον Δημιουργό μου εαν τυχόν και δεν το προσέξω.
Μέρες μετά, το στομάχι κόμπος, το σώμα γεμάτο ορμόνες επιβίωσης, σοκ, στρες, ενας μικρός θάνατος. Όχι απλά spikes, αλλά death spikes. Ανακατεύεται το σκοτάδι μες το στομάχι μου, το νιώθω. Έχουμε γίνει φίλοι πια με αυτό αυτές τις μέρες.
Ενα, δυο, τρία...
Αυτα τα τρια γαμημένα δευτερόλεπτα όταν ξυπνάς, που μέχρι να συνέλθεις από τον ύπνο, νομίζεις πως η ζωή σου έχει παίξει σαν μια μικρή ψεύτικη ιστορία στο μυαλό σου.
Και μετά τα τρία δευτερόλεπτα περνούν. Και τίποτα δεν είναι ψεύτικο. Όλα είναι αλήθεια. Όλα έρχονται μεμιάς. Σαν υδροηλεκτρικό φράγμα που εξαφανίζεται και όλο το νερό που συγκρατεί, ξεχύνεται στην πεδιάδα της άλλης πλευράς, παρασύροντας σπαρτά, σπίτια, ανθρώπους, όλα.
Ο βήχας πουθενά, τουλάχιστον είχα αυτό.
Κοιτάζω την οθόνη του κινητού. Νωρίς. Δεν είχα ύπνο ούτως ή άλλως. Ένα από τα καλά του πυρηνικού πολέμου μέσα σου, ότι η ψυχή δεν μένει ήρεμη για να κοιμηθεί σαν ζώον και μπορείς να σηκωθείς να κάνεις τις δουλειές σου, να πας ένα βήμα παρακάτω, κι ίσως μετά άλλο ένα.
Μήνυμα πρώτο... το διαβάζω, οκ... Άνθρωποι γύρω μου, φαντάζομαι ειναι καλό για μένα, ίσως.
Μήνυμα δεύτερο. Ο λαιμός κλείνει. Δεν μπορώ να πάρω ανάσα. Γκουχ, τραντάζεται όλο το σώμα. Ο βήχας ξαναγύρισε. Death spike. Τρέχω στο μπάνιο. Δεν θυμάμαι καν πως έφτασα εκεί.
Δεν μπορώ να αναπνεύσω. Τα μάτια μου κοιτάζουν μπροστά αλλά δεν βλέπουν. Είναι σα να κοιτάζουν πιο μπροστά από το μπροστά, απλανές, αόριστο, άδειο.
Σα να έχει η ψυχή μια μπαταρία και να γράφει 90%.
Είναι πολύ το 90. Ναι είναι. Μα δεν είναι αυτό το πρόβλημα, αλλά το 10% που χάθηκε και δεν μπορεί ποτέ ξανά να ανακτηθεί.
Μπορείς να το δεις στα μάτια ενός ανθρώπου, πως έχει χάσει ένα κομμάτι της ψυχής του, πως δεν θα το πάρει ποτέ πίσω. Σαν τα φώτα να είναι αναμμένα στο σπίτι, μα να μην είναι κανείς μέσα.
"Ηρέμησε" μου λέω "μην πανικοβάλλεσαι, ψυχραιμία...δε σε έφερα ως εδω για να τελειώσει εδω... Ηρεμία... Για να πάνε όλα καλά."
Το ένα πόδι μπρος απ τ' άλλο, ένα βήμα και μετά άλλο ένα.
Έφτιαξα στον εαυτό μου έναν ωραίο καφέ και τον απολαμβάνω χωρίς να σκέφτομαι κάτι.
Όλα θα πάνε καλά.