Ποιήματα αγάπης για τους συλλέκτες

fairytale

Πολύ δραστήριο μέλος

Η fairytale αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Επαγγέλλεται Φιλόλογος. Έχει γράψει 881 μηνύματα.
Το κρεβάτι περήφανο.
Ειδε την ενωση μας
ως το βαθυ αρκουδοδασος
με το μεγαλο ποταμι
και τους πεντε αητους.

Δεν ειχα να προσθέσω
άλλο στίχο
άλλη λέξη
στο σώμα σου βίωνα
όλη την ποίηση.

Το αμέτρητο βάθος το μέτρησα
μʼενα πουπουλο δεμενο σε κλωστή
δεν κατεβαινε, ανεβαινε.
Τα χειλη σου.

Σε σήκωσα στα χέρια μου
και πεταξα.

Γ. Ρίτσος
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Circadian

Εκκολαπτόμενο μέλος

Ο Ηλίας αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 46 ετών και μας γράφει από Ιωάννινα (Ιωάννινα). Έχει γράψει 325 μηνύματα.
Love's Secret

Never seek to tell thy love,
Love that never told can be;
For the gentle wind does move
Silently, invisibly.

I told my love, I told my love,
I told her all my heart;
Trembling, cold, in ghastly fears,
Ah! she did depart!

Soon as she was gone from me,
A traveler came by,
Silently, invisibly:
He took her with a sigh.

--- William Blake, από τη συλλογή "Τραγούδια και Μπαλλάντες" ---
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

fairytale

Πολύ δραστήριο μέλος

Η fairytale αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Επαγγέλλεται Φιλόλογος. Έχει γράψει 881 μηνύματα.
Αγάπη

Νʼ αγαπάς

σημαίνει να σπαρταράς

στα σεντόνια

ξεσκισμένα απʼ την αϋπνία…

Γιατί αγάπη

δεν εινʼ ένας τρυφερός παράδεισος

μα η βίαιη επίθεση

της λαίλαπας

νερού

και φωτιάς.

Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Isiliel

Επιφανές μέλος

Η Φεγγάρω αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 52 ετών και μας γράφει από Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 13,854 μηνύματα.
«Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων,
αγάπην δε μη έχω,
γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλλαλάζον…
Η αγάπη μακροθυμεί, αγαθοποιεί – η αγάπη δεν φθονεί,
η αγάπη δεν αυθαδιάζει, δεν επαίρεται, δεν ασχημονεί,
δεν ζητεί τα εαυτής, δεν παροξύνεται,
δε λογίζεται το κακόν – δεν χαίρει εις την αδικίαν,
χαίρει δε εις την αλήθειαν.
Πάντα ανέχεται, πάντα πιστεύει, πάντα υπομένει.

Η <>α γ ά π η <> ο υ δ έ π ο τ ε <> ε κ π ί π τ ε ι . »

(Απόστολος Παύλος – Α΄ προς Κορινθίους επιστολή)
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

roumana

Διάσημο μέλος

Η Εμμα αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 52 ετών, επαγγέλλεται Γονιός/Οικοκυρικά και μας γράφει από Ρόδος (Δωδεκάνησα). Έχει γράψει 3,923 μηνύματα.
There is only.....

There is no space,
There is no time.
Only God's creations.
Only God's beauty.
Only God's plenty gifts to humans.
And human hearts
Who comnunicate,
Who feel,
Who suffer,
Who love,
There are also empty hearts
Hard hearts
Black colored hearts
Lets' give them LIGHT
Lets give them LOVE
lets show them the path of PEACE
Lets HUG THEM ALL.

Takis Ioannides 8/11/2005
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

fairytale

Πολύ δραστήριο μέλος

Η fairytale αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Επαγγέλλεται Φιλόλογος. Έχει γράψει 881 μηνύματα.
Σʼ αγαπώ

Σʼ αγαπώ. δεν μπορώ
τίποτʼ άλλο να πω
πιο βαθύ, πιο απλό,
πιο μεγάλο!

Μπρος στα πόδια σου εδώ
με λαχτάρα σκορπώ
τον πολύφυλλο ανθό
της ζωής μου.

Ω μελίσσι μου, πιες
απʼ αυτόν τις γλυκές,
τις αγνές ευωδιές
της ψυχής μου!

Τα δυο χέρια μου, να!
σʼ τα προσφέρω δετά
για να γείρεις γλυκά
το κεφάλι,

κι η καρδιά μου σκιρτά
κι όλη ζήλια ζητά
να σου γίνει ως αυτά
προσκεφάλι!

Και για στρώμα, Καλέ,
πάρε όλην εμέ,
σβήσʼ τη φλόγα σʼ εμέ
της φωτιάς σου,

ενώ δίπλα σου εγώ
τη ζωή θʼ αγρικώ
να κυλάει στο ρυθμό
της καρδιάς σου…

Σʼ αγαπώ. τι μπορώ,
Ακριβέ, να σου πω
πιο βαθύ, πιο απλό,
πιο μεγάλο;

Μυρτιώτισσα, από τη συλλογή Κίτρινες Φλόγες
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Πατρεύς

Περιβόητο μέλος

Ο Πέτρος αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 38 ετών, επαγγέλλεται Μεταπτυχιακός Φοιτητής/τρια και μας γράφει από Ρέθυμνο (Ρέθυμνο). Έχει γράψει 5,268 μηνύματα.
Εγώ με τη σειρά μου θα παραθέσω ένα θεσπέσιο ποίημα του Διονυσίου Σολωμού (από τα λιγότερο γνωστά στο ευρύ κοινό) με ένα θεσπέσιο λυρισμό, τον "Κρητικό". Το ποίημα δεν είναι αποκλειστικά ερωτικό, αλλά έχει έντονη μεταφυσική αλλά και πατριωτική χροιά. Όμως το νοηματικό κέντρο είναι ο θάνατος της αρραβωνιαστικιάς του "Κρητικού". Ο λυρισμός του ποιήματος είναι μοναδικός! Περιμένω σχόλια.

XVII.​
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ἐκοίταα, κι ἤτανε μακριὰ ἀκόμη τ᾿ ἀκρογιάλι·
«ἀστροπελέκι μου καλό, γιὰ ξαναφέξε πάλι!».
Τρία ἀστροπελέκια ἐπέσανε, ἕνα ξοπίσω στ᾿ ἄλλο,
πολὺ κοντὰ στὴν κορασιά, μὲ βρόντημα μεγάλο·
τὰ πέλαγα στὴν ἀστραπὴ κι ὁ οὐρανὸς ἀντήχαν,
οἱ ἀκρογιαλιὲς καὶ τὰ βουνὰ μ᾿ ὅσες φωνὲς κι ἂν εἶχαν.
XIX.​
Πιστέψετε π᾿ ὅ,τι θὰ πῶ εἶν᾿ ἀκριβὴ ἀλήθεια,
μὰ τὲς πολλὲς λαβωματιὲς ποὺ μὄφαγαν τὰ στήθια,
μὰ τοὺς συντρόφους πὄπεσαν στὴν Κρήτη πολεμώντας,
μὰ τὴν ψυχὴ ποὺ μ᾿ ἔκαψε τὸν κόσμο ἀπαρατώντας.
(Λάλησε, Σάλπιγγα, κι ἐγὼ τὸ σάβανο τινάζω,
καὶ σχίζω δρόμο καὶ τσ᾿ ἀχνοὺς ἀναστημένους κράζω:
«Μὴν εἴδετε τὴν ὀμορφιὰ ποὺ τὴν Κοιλάδα ἁγιάζει;
Πέστε, νὰ ἰδεῖτε τὸ καλὸ ἐσεῖς κι ὅ,τι σᾶς μοιάζει.
Καπνὸς δὲ μένει ἀπὸ τὴ γῆ· νιὸς οὐρανὸς ἐγίνη.
Σὰν πρῶτα ἐγὼ τὴν ἀγαπῶ καὶ θὰ κριθῶ μ᾿ αὐτήνη».
«Ψηλὰ τὴν εἴδαμε πρωί· τῆς τρέμαν τὰ λουλούδια,
στὴ θύρα τῆς Παράδεισος ποὺ ἐβγῆκε μὲ τραγούδια·
ἔψαλλε τὴν Ἀνάσταση χαροποιὰ ἡ φωνή της,
κι ἔδειχνεν ἀνυπομονιὰ γιὰ νὰ ῾μπει στὸ κορμί της·
ὁ Οὐρανὸς ὁλόκληρος ἀγρίκαε σαστισμένος,
τὸ κάψιμο ἀργοπόρουνε ὁ κόσμος ὁ ἀναμμένος·
καὶ τώρα ὀμπρὸς τὴν εἴδαμε· ὀγλήγορα σαλεύει·
ὅμως κοιτάζει ἐδῶ κι ἐκεῖ καὶ κάποιονε γυρεύει»).
XX.​
Ἀκόμη έβάστουνε ἡ βροντή...
Κι ἡ θάλασσα, ποὺ σκίρτησε σὰν τὸ χοχλὸ ποὺ βράζει,
ἡσύχασε καὶ ἔγινε ὅλο ἡσυχία καὶ πάστρα,
σὰν περιβόλι εὐώδησε κι ἐδέχτηκε ὅλα τ᾿ ἄστρα·
κάτι κρυφὸ μυστήριο ἐστένεψε τὴ φύση
κάθε ὀμορφιὰ νὰ στολιστεῖ καὶ τὸ θυμὸ ν᾿ ἀφήσει.
Δὲν εἶν᾿ πνοὴ στὸν οὐρανό, στὴ θάλασσα, φυσώντας
οὔτε ὅσο κάνει στὸν ἀνθὸ ἡ μέλισσα περνώντας,
ὅμως κοντὰ στὴν κορασιά, ποὺ μ᾿ ἔσφιξε κι ἐχάρη,
ἐσειόνταν τ᾿ ὁλοστρόγγυλο καὶ λαγαρὸ φεγγάρι·
καὶ ξετυλίζει ὀγλήγορα κάτι ποὺ ἐκεῖθε βγαίνει,
κι ὀμπρός μου ἰδοὺ ποὺ βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.
Ἔτρεμε τὸ δροσάτο φῶς στὴ θεϊκιὰ θωριά της,
στὰ μάτια της τὰ ὁλόμαυρα καὶ στὰ χρυσὰ μαλλιά της.
XXI.​
Ἐκοίταξε τ᾿ ἀστέρια, κι ἐκεῖνα ἀναγαλλιάσαν,
καὶ τὴν ἀχτινοβόλησαν καὶ δὲν τὴν ἐσκεπάσαν·
κι ἀπὸ τὸ πέλαο, ποὺ πατεῖ χωρὶς νὰ τὸ σουφρώνει,
κυπαρισσένιο ἀνάερα τ᾿ ἀνάστημα σηκώνει,
κι ἀνεῖ τσ᾿ ἀγκάλες μ᾿ ἔρωτα καὶ μὲ ταπεινοσύνη,
κι ἔδειξε πάσαν ὀμορφιὰ καὶ πάσαν καλοσύνη.
Τότε ἀπὸ φῶς μεσημερνὸ ἡ νύχτα πλημμυρίζει,
κι ἡ χτίσις ἔγινε ναὸς ποὺ ὁλοῦθε λαμπυρίζει.
Τέλος σ᾿ ἐμὲ ποὺ βρίσκομουν ὀμπρός της μὲς στὰ ρεῖθρα,
καταπὼς στέκει στὸ Βοριὰ ἡ πετροκαλαμήθρα,
ὄχι στὴν κόρη, ἀλλὰ σ᾿ ἐμὲ τὴν κεφαλὴ της κλίνει·
τὴν κοίταζα ὁ βαριόμοιρος, μ᾿ ἐκοίταζε κι ἐκείνη.
Ἔλεγα πὼς τὴν εἶχα ἰδεῖ πολὺν καιρὸν ὀπίσω,
κὰν σὲ ναὸ ζωγραφιστὴ μὲ θαυμασμὸ περίσσο,
κάνε τὴν εἶχε ἐρωτικὰ ποιήσει ὁ λογισμός μου,
κὰν τ᾿ ὄνειρο, ὅταν μ᾿ ἔθρεφε τὸ γάλα τῆς μητρός μου·
ἤτανε μνήμη παλαιή, γλυκειὰ κι ἀστοχισμένη,
ποὺ ὀμπρός μου τώρα μ᾿ ὅλη της τὴ δύναμη προβαίνει.
[Σὰν τὸ νερὸ ποὺ τὸ θωρεῖ τὸ μάτι ν᾿ ἀναβρύζει
ξάφνου ὀχ τὰ βάθη τοῦ βουνοῦ, κι ὁ ἥλιος τὸ στολίζει.]
Βρύση ἔγινε τὸ μάτι μου κι ὀμπρὸς του δὲν ἐθώρα,
κι ἔχασα αὐτὸ τὸ θεϊκὸ πρόσωπο γιὰ πολληώρα,
γιατί ἄκουσα τὰ μάτια της μέσα στὰ σωθικά μου·
ἔτρεμαν καὶ δὲ μ᾿ ἄφηναν νὰ βγάλω τὴ μιλιά μου.
Ὅμως αὐτοὶ εἶναι θεοί, καὶ κατοικοῦν ἀπ᾿ ὅπου
βλέπουνε μὲς στὴν ἄβυσσο καὶ στὴν καρδιὰ τ᾿ ἀνθρώπου,
κι ἔνιωθα πὼς μοῦ διάβαζε καλύτερα τὸ νοῦ μου
πάρεξ ἂν ἤθελε τῆς πῶ μὲ θλίψη τοῦ χειλιοῦ μου:
………………………………………………………
«Τ᾿ ἀδέλφια μου τὰ δυνατὰ οἱ Τοῦρκοι μοῦ τ᾿ ἀδράξαν,
τὴν ἀδελφή μου ἀτίμησαν κι ἀμέσως τὴν ἐσφάξαν,
τὸ γέροντα τὸν κύρη μου ἐκάψανε τὸ βράδυ
καὶ τὴν αὐγή μοῦ ρίξανε τὴ μάνα στὸ πηγάδι.
Στὴν Κρήτη..............
Μακριὰ ῾πὸ κεῖθ᾿ ἐγιόμισα τὲς φοῦχτες μου κι ἐβγῆκα.
Βόηθα, Θεά, τὸ τρυφερὸ κλωνάρι μόνο νά ῾χω·
σὲ γκρεμὸ κρέμουμαι βαθύ, κι αὐτὸ βαστῶ μονάχο».
XXII.​
Ἐχαμογέλασε γλυκὰ στὸν πόνο τῆς ψυχῆς μου,
κι ἐδάκρυσαν τὰ μάτια της κι ἐμοιάζαν τῆς καλῆς μου.
Ἑχάθη, ἀλί μου, ἀλλ᾿ ἄκουσα τοῦ δάκρυου της ραντίδα
στὸ χέρι, πού ῾χα σηκωτὸ μόλις ἐγὼ τὴν εἶδα. —
Ἐγὼ ἀπὸ κείνη τὴ στιγμὴ δὲν ἔχω πλιὰ τὸ χέρι,
π᾿ ἀγνάντευεν Ἀγαρηνὸ κι ἐγύρευε μαχαίρι·
χαρὰ δὲν τοῦ ῾ναι ὁ πόλεμος· τ᾿ ἁπλώνω τοῦ διαβάτη
ψωμοζητώντας, κι ἔρχεται μὲ δακρυσμένο μάτι·
κι ὅταν χορτάτα δυστυχιὰ τὰ μάτια μου ζαλεύουν,
ἀργά, κι ὀνείρατα σκληρὰ τὴν ξαναζωντανεύουν,
καὶ μέσα στ᾿ ἄγριο πέλαγο τ᾿ ἀστροπελέκι σκάει,
κι ἡ θάλασσα νὰ καταπιεῖ τὴν κόρη ἀναζητάει,
ξυπνῶ φρενίτης, κάθομαι, κι ὁ νοῦς μου κινδυνεύει,
καὶ βάνω τὴν παλάμη μου, κι ἀμέσως γαληνεύει. —
Καὶ τὰ νερά ῾σχιζα μ᾿ αὐτό, τὰ μυριομυρωδάτα,
μὲ δύναμη ποὺ δὲν εἶχα μήτε στὰ πρῶτα νιάτα,
μήτε ὅταν ἐκροτούσαμε, πετώντας τὰ θηκάρια,
μάχη στενὴ μὲ τοὺς πολλοὺς ὀλίγα παλληκάρια,
μήτε ὅταν τὸν μπομπο-Ἰσοὺφ καὶ τσ᾿ ἄλλους δύο βαροῦσα
σύρριζα στὴ Λαβύρινθο π᾿ ἀλαίμαργα πατοῦσα.
Στὸ πλέξιμο τὸ δυνατὸ ὁ χτύπος τῆς καρδιᾶς μου
(κι αὐτό μοῦ τ᾿ αὔξαιν᾿,) ἔκρουζε στὴν πλεύρα τῆς κυρᾶς μου.

Ἄλλὰ τὸ πλέξιμ᾿ ἄργουνε, καὶ μοῦ τ᾿ ἀποκοιμοῦσε,
ἠχός, γλυκύτατος ἠχός, ὁποῦ μὲ προβοδοΰσε.
Δὲν εἶναι κορασιᾶς φωνὴ στὰ δάση ποὺ φουντώνουν,
καὶ βγαίνει τ᾿ ἄστρο τοῦ βραδιοῦ καὶ τὰ νερὰ θολώνουν,
καὶ τὸν κρυφό της ἔρωτα τῆς βρύσης τραγουδάει,
τοῦ δέντρου καὶ τοῦ λουλουδιοῦ ποὺ ἀνοίγει καὶ λυγάει.
Δὲν εἶν᾿ ἀηδόνι, κρητικὸ ποὺ σέρνει, τὴ λαλιά του
σὲ ψηλοὺς βράχους κι ἄγριους ὅπ᾿ ἔχει τὴ φωλιά του,
κι ἀντιβουΐζει ὁλονυχτὶς ἀπὸ πολλὴ γλυκάδα
ἡ θάλασσα πολὺ μακριά, πολὺ μακριὰ ἡ πεδιάδα,
ὥστε ποὺ πρόβαλε ἡ Αὐγὴ καὶ ἔλιωσαν τ᾿ ἀστέρια,
κι ἀκούει κι αὐτὴ καὶ πέφτουν της τὰ ρόδα ἀπὸ τὰ χέρια.
Δὲν εἶν᾿ φιαμπόλι τὸ γλυκὸ ὁποὺ τ᾿ ἀγρίκαα μόνος
στὸν Ψηλορείτη ὅπου συχνὰ μ᾿ ἐτράβουνεν ὁ πόνος,
κι ἔβλεπα τ᾿ ἄστρο τ᾿ οὐρανοῦ μεσουρανὶς νὰ λάμπει
καὶ τοῦ γελοῦσαν τὰ βουνά, τὰ πέλαγα κι οἱ κάμποι·
κι ἐτάραζε τὰ σπλάχνα μου ἐλευθεριᾶς ἐλπίδα
κι ἐφώναζα: «ὢ θεϊκιὰ κι ὅλη αἵματα Πατρίδα»
κι ἅπλωνα κλαίοντας κατ᾿ αὐτὴ τὰ χέρια μὲ καμάρι·
καλή ῾ν᾿ ἡ μαύρη πέτρα της καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι.
Λαλούμενο, πουλί, φωνή, δὲν εἶναι νὰ ταιριάζει,
ἴσως δὲ σώζεται στὴ γῆ ἦχος ποὺ νὰ τοῦ μοιάζει·
δὲν εἶναι λόγια· ἦχος λεπτός...
δὲν ἤθελε τὸν ξαναπεῖ ὁ ἀντίλαλος κοντά του.
Ἂν εἶν᾿ δὲν ἤξερα κοντά, ἂν ἔρχονται ἀπὸ πέρα·
σὰν τοῦ Μαϊοῦ τὲς εὐωδιὲς γιομίζαν τὸν ἀέρα,
γλυκύτατοι, ἀνεκδιήγητοι...
μόλις εἶν᾿ ἔτσι δυνατὸς ὁ Ἔρωτας καὶ ὁ Χάρος.
Μ᾿ ἄδραχνεν ὅλη τὴν ψυχή, καὶ νά ῾μπει δὲν ἠμπόρει
ὁ οὐρανὸς κι ἡ θάλασσα, κι ἡ ἀκρογιαλιά, κι ἡ κόρη·
μὲ ἄδραχνε, καὶ μ᾿ ἔκανε συχνὰ ν᾿ ἀναζητήσω
τὴ σάρκα μου νὰ χωριστῶ γιὰ νὰ τὸν ἀκλουθήσω.
Ἔπαψε τέλος κι ἄδειασεν ἡ φύσις κι ἡ ψυχή μου,
ποὺ ἐστέναξε κι ἐγιόμισεν εὐθὺς ὀχ τὴν καλή μου·
καὶ τέλος φθάνω στὸ γιαλὸ τὴν ἀρραβωνιασμένη,
τὴν ἀπιθώνω μὲ χαρά, κι ἤτανε πεθαμένη.
1833
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Chimera

Δραστήριο μέλος

Η Chimera αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 723 μηνύματα.
Η Αγάπη

Δεν ωφελεί να καρτεράς όρθιος στη πόρτα του σπιτιού
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα.
Αν είναι να 'ρθει, θε να 'ρθεί, δίχως να νιώσεις από που,
και πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβησμένα.
Θε να σου κλείσει απαλά, με τ' άσπρα χέρια της τα δυό,
τα μάτια που κουράστηκαν στους δρόμους να κοιτάνε,
κι όταν γελώντας να της πεις θα σε ρωτήσει: "Ποιά ειμ' εγώ;"
απ' της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποιά 'ναι.
Δεν ωφελεί να καρτεράς... Αν είναι να 'ρθει,θε να 'ρθεί.
Κλειστά όλα να 'ναι, θα τη δεις έξαφνα 'μπρος σου να βρεθεί
κι ανοίγοντας τα μπράτσα της πρώτη θα σ'αγκαλιάσει.
Ειδέ κι αν έχεις φωτεινό, το σπίτι για να τη δεχθείς,
και σα φανεί, τρέξεις σ' αυτή κι εμπρός στα πόδια της συρθείς,
αν είναι να 'ρθει, θε να 'ρθεί, αλλιώς θα προσπεράσει.


του Κώστα Ουράνη



Απλά συγκλονιστικό
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Kakerlak

Περιβόητο μέλος

Η Kakerlak αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 39 ετών. Έχει γράψει 6,204 μηνύματα.
σε καθε βημα που κανω σκεφτομαι εσενα...
καθε κινηση μου οριζετε απο τα δικα σου θελω...
καθε σκεψη ατενιζει στον οριζοντα σου...
διαγραφοντας θελκτικες τροχιες...:redface:
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

bisbirikos

Πολύ δραστήριο μέλος

Ο bisbirikos αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 53 ετών και επαγγέλλεται Μουσικός. Έχει γράψει 812 μηνύματα.
[FONT=&quot]W. H. Auden[/FONT]
[FONT=&quot]
Stop all the clocks, cut off the telephone,
Prevent the dog from barking with a juicy bone,
Silence the pianos and with muffled drum
Bring out the coffin, let the mourners come.

Let aeroplanes circle moaning overhead
Scribbling on the sky the message He Is Dead,
Put crepe bows round the white necks of the public doves,
Let the traffic policemen wear black cotton gloves.

He was my North, my South, my East and West,
My working week and my Sunday rest,
My noon, my midnight, my talk, my song;
I thought that love would last for ever: I was wrong.

The stars are not wanted now: put out every one;
Pack up the moon and dismantle the sun;
Pour away the ocean and sweep up the wood.
For nothing now can ever come to any good.[/FONT]
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Isiliel

Επιφανές μέλος

Η Φεγγάρω αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 52 ετών και μας γράφει από Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 13,854 μηνύματα.
A BIRTHDAY

"Aug." 10, 1911"

FULL moon to-night; and six and twenty years
Since my full moon first broke from angel spheres!
A year of infinite love unwearying ---
No circling seasons, but perennial spring!
A year of triumph trampling through defeat,
The first made holy and the last made sweet
By this same love; a year of wealth and woe,
Joy, poverty, health, sickness --- all one glow
In the pure light that filled our firmament
Of supreme silence and unbarred extent,
Wherein one sacrament was ours, one Lord,
One resurrection, one recurrent chord,
One incarnation, one descending dove,
All these being one, and that one being Love!

You sent your spirit into tunes; my soul
Yearned in a thousand melodies to enscroll
Its happiness: I left no flower unplucked
That might have graced your garland. I induct
Tragedy, comedy, farce, fable, song,
Each longing a little, each a little long,
But each aspiring only to express
Your excellence and my unworthiness ---
Nay! but my worthiness, since I was sense
And spirit too of that same excellence.

So thus we solved the earth's revolving riddle:
I could write verse, and you could play the fiddle,
While, as for love, the sun went through the signs,
And not a star but told him how love twines
A wreath for every decanate, degree,
Minute and second, linked eternally
In chains of flowers that never fading are,
Each one as sempiternal as a star.

Let me go back to your last birthday. Then
I was already your one man of men
Appointed to complete you, and fulfil
From everlasting the eternal will.
We lay within the flood of crimson light
In my own balcony that August night,
And conjuring the aright and the averse
Created yet another universe.

We worked together; dance and rite and spell
Arousing heaven and constraining hell.
We lived together; every hour of rest
Was honied from your tiger-lily breast.
We --- oh what lingering doubt or fear betrayed
My life to fate! --- we parted. Was I afraid?
I was afraid, afraid to live my love,
Afraid you played the serpent, I the dove,
Afraid of what I know not. I am glad
Of all the shame and wretchedness I had,
Since those six weeks have taught me not to doubt you,
And also that I cannot live without you.

Then I came back to you; black treasons rear
Their heads, blind hates, deaf agonies of fear,
Cruelty, cowardice, falsehood, broken pledges,
The temple soiled with senseless sacrileges,
Sickness and poverty, a thousand evils,
Concerted malice of a million devils; ---
You never swerved; your high-pooped galleon
Went marvellously, majestically on
Full-sailed, while every other braver bark
Drove on the rocks, or foundered in the dark.

Then Easter, and the days of all delight!
God's sun lit noontide and his moon midnight,
While above all, true centre of our world,
True source of light, our great love passion-pearled
Gave all its life and splendour to the sea
Above whose tides stood our stability.

Then sudden and fierce, no monitory moan,
Smote the mad mischief of the great cyclone.
How far below us all its fury rolled!
How vainly sulphur tries to tarnish gold!
We lived together: all its malice meant
Nothing but freedom of a continent!

It was the forest and the river that knew
The fact that one and one do not make two.
We worked, we walked, we slept, we were at ease,
We cried, we quarrelled; all the rocks and trees
For twenty miles could tell how lovers played,
And we could count a kiss for every glade.
Worry, starvation, illness and distress?
Each moment was a mine of happiness.

Then we grew tired of being country mice,
Came up to Paris, lived our sacrifice
There, giving holy berries to the moon,
July's thanksgiving for the joys of June.

And you are gone away --- and how shall I
Make August sing the raptures of July?
And you are gone away --- what evil star
Makes you so competent and popular?
How have I raised this harpy-hag of Hell's
Malice --- that you are wanted somewhere else?

I wish you were like me a man forbid,
Banned, outcast, nice society well rid
Of the pair of us --- then who would interfere
With us? --- my darling, you would now be here!

But no! we must fight on, win through, succeed,
Earn the grudged praise that never comes to meed,
Lash dogs to kennel, trample snakes, put bit
In the mule-mouths that have such need of it,
Until the world there's so much to forgive in
Becomes a little possible to live in.

God alone knows if battle or surrender
Be the true courage; either has its splendour.
But since we chose the first, God aid the right,
And damn me if I fail you in the fight!
God join again the ways that lie apart,
And bless the love of loyal heart to heart!
God keep us every hour in every thought,
And bring the vessel of our love to port!

These are my birthday wishes. Dawn's at hand,
And you're an exile in a lonely land.
But what were magic if it could not give
My thought enough vitality to live?
Do not then dream this night has been a loss!
All night I have hung, a god, upon the cross;
All night I have offered incense at the shrine;
All night you have been unutterably mine,
Miner in the memory of the first wild hour
When my rough grasp tore the unwilling flower
From your closed garden, mine in every mood,
In every tense, in every attitude,
In every possibility, still mine
While the sun's pomp and pageant, sign to sign,
Stately proceeded, mine not only so
In the glamour of memory and austral glow
Of ardour, but by image of my brow
Stronger than sense, you are even here and now
Miner, utterly mine, my sister and my wife,
Mother of my children, mistress of my life!

O wild swan winging through the morning mist!
The thousand thousand kisses that we kissed,
The infinite device our love devised
If by some chance its truth might be surprised,
Are these all past? Are these to come? Believe me,
There is no parting; they can never leave me.
I have built you up into my heart and brain
So fast that we can never part again.
Why should I sing you these fantastic psalms
When all the time I have you in my arms?
Why? 'tis the murmur of our love that swells
Earth's dithyrambs and ocean's oracles.

But this is dawn; my soul shall make its nest
Where your sighs swing from rapture into rest
Love's thurible, your tiger-lily breast."


ALEISTER CROWLEY. (ω ναι, κι αυτός είχε αγαπήσει...)
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

roumana

Διάσημο μέλος

Η Εμμα αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 52 ετών, επαγγέλλεται Γονιός/Οικοκυρικά και μας γράφει από Ρόδος (Δωδεκάνησα). Έχει γράψει 3,923 μηνύματα.
αφιερωμένο...:)

How Do I Love Thee?

poem by Elizabeth Barrett Browning

How do I love thee? Let me count the ways.
I love thee to the depth and breadth and height
My soul can reach, when feeling out of sight
For the ends of Being and ideal Grace.

I love thee to the level of everyday's
Most quiet need, by sun and candlelight.
I love thee freely, as men strive for Right;
I love thee purely, as they turn from Praise.

I love thee with the passion put to use
In my old griefs, and with my childhood's faith.
I love thee with a love I seemed to lose
With my lost saints, I love thee with the breath,
Smiles, tears, of all my life! and, if God choose,
I shall but love thee better after death.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Isiliel

Επιφανές μέλος

Η Φεγγάρω αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 52 ετών και μας γράφει από Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 13,854 μηνύματα.
The Starred Coverlet


A difficult achievement for true lovers
Is to lie mute, without embrace or kiss,
Without a rustle or a smothered sigh,
Basking each in the other's glory.

Let us not undervalue lips or arms
As reassurances of constancy,
Or speech as necessary communication
When troubled heart go groping through the dusk;

Yet lovers who have leaned this last refinement -
To lie apart, yet sleep and dream together
Motionless under their starred coverlet -
Crown love with wreaths of myrtle.


Robert Graves
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Isiliel

Επιφανές μέλος

Η Φεγγάρω αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 52 ετών και μας γράφει από Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 13,854 μηνύματα.
Σάγαπώ κι αγαπώντας σε,σε περιέχω.



Στο εδώ είναι το παντού και στο καθετί τα πάντα.
Είμαι ήσυχη και κίνδυνο δεν έχω.
Γιατί τον πόνο και τη χαρά αρχίζω να τη δέχομαι με την ίδια ευγνωμοσύνη,
το μικρό και το μεγάλο με την ίδια έκπληξη κι όλα τα πλάσματα
ν' αποδέχομαι με τον ίδιο σεβασμό, ακόμα κι εμένα.
Το τίποτα και το όλα αρχίζω να κοιτώ σαν όψεις του ίδιου νομίσματος
που δίχως τη μιαν όψη είναι κίβδηλο.

Έρχεται η ώρα που θα λυτρωθώ από σένα!
Και θα λυτρωθώ από σένα αγαπώντας σε περισσότερο,
με της αγάπης το άμετρο μέτρο που είναι η περίσσια.
Θα σ' αγαπώ τόσο που δεν θα σ' απαιτώ δικό μου.
Να είσαι μόνο καλά εσύ χωρίς να ψάχνομαι πόσο καλά είμαι εγώ
από το καλά σου.
Ακόμα κι αν κοντά σε άλλην είσαι καλά, εγώ πάλι θα χαίρομαι
όπως να ήσουν μαζί μου.

Ούτε και γράμματα έχω ανάγκη να σου γράφω πια.
Υπάρχω μόνο και σ' αγαπώ κι αυτό το "σ' αγαπώ" μου που δεν έχει ανάγκη
καμιά ούτε καν γι ανταπόδοση, θα πλημμυρίσει, θα γεμίσει
με τον κυματισμό του τον κόσμο όλο,
θα έρχεται και σε σένα κι εσύ θα μπορείς, όποτε θες, να τ' ακούς.
Φτάνει να το θες.
Σ' αγαπώ κι αγαπώντας σε, σε περιέχω, σε έχω αφού είμαι,
είμαι από σένα και μαζί σου κι όπου κι αν είμαι έρχεσαι.
Είμαστε στο παντού και στο πάντα τώρα που σ' αγάπησα
κι η αγάπη μου μας κάνει αδιαίρετους.


Εσύ καλέ μου μου δίδαξες σκληρά την καταστροφή του να σ' αγαπώ λίγο.
Το λίγο ανοίγει ρωγμές να γλιστρά μέσα ο ακόρεστος εγωϊσμός,
να σ' απαιτεί, να σε διεκδικεί.
Η αγάπη δεν είναι κατά περίσταση, η αγάπη είναι άνευ όρων,
δεν παζαρεύει δούναι και λαβείν, η αγάπη είναι έξοδος
γιατί το εγώ το κάνει εσύ και σε λυτρώνει.


Όχι καλέ μου , εσύ δεν τελειώνεις, το τέλος σου δεν έχει τελειωμό.
Τα πράγματα δεν τελειώνουν έτσι εύκολα όπως το λέμε,
τα πράγματα μεταλλάζονται κι εγώ τώρα μεταλλάζω
τον απάνθρωπο έρωτά μου σ' αγάπη φιλάνθρωπη.
Δε θέλω να μιλώ άλλο για μένα.

Οι λέξεις είναι φυλακή, κατακρατούν τα δεύτερα και τους ξεφεύγει
το κύριο που πετά πέρα σαν ήχος καμπάνας που σε τίποτα δε φυλακίζεται.
Οι λέξεις ταριχεύουν το ζωντανό και δεν το αφήνουν να περπατήσει.


Σ' αγαπώ πια τόσο που δεν σ' έχω ανάγκη.
Σ' αγαπώ τόσο που σ' απαλάσσω από μένα.
Σ' αγαπώ αληθινά και δε σε φοβάμαι!


Αρχίζω να εμπιστεύομαι τη ζωή και να μην έχω αγωνία.
Ζωή δεν είπαμε πως είναι το άλλο όνομα της αλήθειας;

Οι λέξεις είναι ξένα σώματα.

Μ' ενοχλούν.

Μπορώ πια να σωπάσω.

ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Isiliel

Επιφανές μέλος

Η Φεγγάρω αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 52 ετών και μας γράφει από Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 13,854 μηνύματα.
Να με συμπαθάτε μα δεν μπορώ να μη σχολιάσω αυτό το -1 προς τη Μάρω Μαμβουνάκη.

...είθισται να δολοφονούν τους ποιητάς ~ Νίκος Εγγονόπουλος
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

diotima

Διάσημο μέλος

Ο diotima αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Έχει γράψει 2,480 μηνύματα.
Shall I compare thee to a summer's day?
Thou art more lovely and more temperate:
Rough winds do shake the darling buds of May,
And summer's lease hath all too short a date:
Sometime too hot the eye of heaven shines,
And often is his gold complexion dimm'd;
And every fair from fair sometime declines,
By chance, or nature's changing course untrimm'd;
But thy eternal summer shall not fade,
Nor lose possession of that fair thou ow'st;
Nor shall Death brag thou wander'st in his shade,
When in eternal lines to time thou grow'st:

So long as men can breathe, or eyes can see,
So long lives this, and this gives life to thee.


William Shakespeare
Sonnet XVIII

 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

roumana

Διάσημο μέλος

Η Εμμα αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 52 ετών, επαγγέλλεται Γονιός/Οικοκυρικά και μας γράφει από Ρόδος (Δωδεκάνησα). Έχει γράψει 3,923 μηνύματα.
Έπος καρδίας

Μετά σου το παν, νομίζω, προσηνές με μειδιά,
στον καθρέπτη των ματιών σου την χαράν αντανακλά.
Στάσου, φως μου, και ακόμη δεν σε είπα τα μισά
απʼ εκείνα που πιέζουν την ερώσαν μου καρδιά και στα χείλη μου
ορμούνε με μια μόνη σου ματιά.
Μη με ομιλής αν θέλης, μη με πης γοητευτικά λόγια αγάπης και
λατρείας.
Φθάνει να ʼσαι εδώ κοντά,
να σε λέγω πως σε θέλω, να σʼ εγγίζω, την δροσιά του πρωιού
που αναπνέεις νʼ αναπνέω· κι αν και αυτά υπερβολικά τα βρίσκης,
να σε βλέπω μοναχά!

Κ. Καβάφης
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Πατρεύς

Περιβόητο μέλος

Ο Πέτρος αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 38 ετών, επαγγέλλεται Μεταπτυχιακός Φοιτητής/τρια και μας γράφει από Ρέθυμνο (Ρέθυμνο). Έχει γράψει 5,268 μηνύματα.
"Ερωτικός Λόγος" του Γιώργου Σεφέρη
(από την έκδοση "Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα", Ίκαρος, 1989) [SIZE=-1]

Έστι δε φύλον εν ανθρώποισι ματαιότατον,[/SIZE]

[SIZE=-1]όστις αισχύνων επιχώρια παπταίνει τα πόρσω,[/SIZE]
[SIZE=-1]μεταμώνια θηρεύων ακράντοις ελπίσιν.[/SIZE]
[SIZE=-1]ΠΙΝΔΑΡΟΣ[/SIZE]

Α'
Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις
μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί
κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να δώσεις
κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί.

Του κύκλου σου το ανέβασμα ζωντάνευε τη χτίση
από τ' αγκάθι σου έφευγε το δρόμου ο στοχασμός
η ορμή μας γλυκοχάραζε γυμνή να σ' αποχτήσει
ο κόσμος ήταν εύκολος. Ένας απλός παλμός.

Β'
Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ' ακρογιάλια
η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό.
Λάμπουνε ξάφνου πορφυρά της μνήμης τα κοράλλια...
Ω μην ταράξεις... πρόσεξε ν' ακούσεις τ' αλαφρό

ξεκίνημά της... τ' άγγιξες το δέντρο με τα μήλα
το χέρι απλώθη κι η κλωστή δείχνει και σε οδηγεί...
Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα
να 'σουν εσύ που θα 'φερνες την ξεχασμένη αυγή!

Στον κάμπο του αποχωρισμού να ξανανθίζουν κρίνα
μέρες ν' ανοίγουνται ώριμες, οι αγκάλες τ' ουρανού,
να φέγγουν στο αντηλάρισμα τα μάτια μόνο εκείνα
αγνή η ψυχή να γράφεται σαν το τραγούδια αυλού...

Η νύχτα να 'ταν που έκλεισε τα μάτια; Μένει αθάλη,
σαν από δοξαριού νευρά μένει πνιχτό βουητό,
μια στάχτη κι ένας ίλιγγος στο μαύρο γυρογιάλι
κι ένα πυκνό φτερούγισμα στην εικασία κλειστό.

Ρόδο του ανέμου, γνώριζες μα ανέγνωρους μας πήρες
την ώρα που θεμέλιωνε γιοφύρια ο λογισμός
να πλέξουνε τα δάχτυλα και να διαβούν δυο μοίρες
και να χυθούν στο χαμηλό κι αναπαμένο φως.

Γ'
Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα!
Πρόβαλε ανάστημα άγρυπνο στο πλήθος της σιωπής
σήκωσε το κεφάλι σου από τα χέρια τα καμπύλα
το θέλημά σου να γενεί και να μου ξαναπείς

τα λόγια που άγγιζαν και σμίγαν το αίμα σαν αγκάλη
κι ας γείρει ο πόθος σου βαθύς σαν ίσκιος καρυδιάς
και να μας πλημμυράει με των μαλλιών σου τη σπατάλη
από το χνούδι του φιλιού στα φύλλα της καρδιάς.

Χαμήλωναν τα μάτια σου κι είχες το χαμογέλιο
που ανιστορούσαν ταπεινά ζωγράφοι αλλοτινοί.
Λησμονημένο ανάγνωσμα σ' ένα παλιό ευαγγέλιο
το μίλημά σου ανάσαινε κι η ανάλαφρη φωνή:

"Είναι το πέρασμα του χρόνου σιγαλό κι απόκοσμο
κι ο πόνος απαλά μες στην ψυχή μου λάμνει
χαράζει η αυγή τον ουρανό, τ' όνειρο μένει απόντιστο
κι είναι σαν να διαβαίνουν μυρωμένοι θάμνοι.

Με του ματιού τ' αλάφιασμα, με του κορμιού το ρόδισμα
ξυπνούν και κατεβαίνουν σμάρι περιστέρια
με περιπλέκει χαμηλό το κυκλωτό φτερούγισμα
ανθρώπινο άγγιγμα στο κόρφο μου τ' αστέρια.

Την ακοή μου ως να 'σμιξε κοχύλι βουίζει ο αντίδικος
μακρινός κι αξεδιάλυτος του κόσμου ο θρήνος
μα είναι στιγμές και σβήνουνται και βασιλεύει δίκλωνος
ο λογισμός του πόθου μου, μόνος εκείνος.

Λες κι είχα αναστηθεί γυμνή σε μια παρμένη θύμηση
σαν ήρθες γνώριμος και ξένος, ακριβέ μου
να μου χαρίσεις γέρνοντας την απέραντη λύτρωση
που γύρευα από τα γοργά σείστρα του ανέμου..."

Το ραγισμένο ηλιόγερμα λιγόστεψε κι εχάθη
κι έμοιαζε πλάνη να ζητάς τα δώρα τ' ουρανού.
Χαμήλωναν τα μάτια σου. Του φεγγαριού τ' αγκάθι
βλάστησε και φοβήθηκες τους ίσκιους του βουνού.
.
..Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας, πώς πάει και λιγοστεύει
μέσα στον ύπνο τα όνειρα, σκολειό της λησμονιάς
μέσα στα βάθη του καιρού, πώς η καρδιά στενεύει
και χάνεται στο λίκνισμα μιας ξένης αγκαλιάς...

Δ'
Δυο φίδια ωραία κι αλαργινά, του χωρισμού πλοκάμια
σέρνουνται και γυρεύουνται στη νύχτα των δεντρών,
για μιαν αγάπη μυστική σ' ανεύρετα θολάμια
ακοίμητα γυρεύουνται δεν πίνουν και δεν τρων.

Με γύρους και λυγίσματα κι η αχόρταγή τους γνώμη
κλώθει, πληθαίνει, στρίβει, απλώνει κρίκους στο κορμί
που κυβερνούν αμίλητοι του έναστρου θόλου οι νόμοι
και του αναδεύουν την πυρή κι ασίγαστη αφορμή.

Το δάσος στέκει ριγηλό της νύχτας αντιστύλι
κι είναι η σιγή τάσι αργυρό όπου πέφτουν οι στιγμές
αντίχτυποι ξεχωρισμένοι, ολόκληροι, μια σμίλη
προσεχτική που δέχουνται πελεκητές γραμμές...

Αυγάζει ξάφνου το άγαλμα. Μα τα κορμιά έχουν σβήσει
στη θάλασσα στον άνεμο στον ήλιο στη βροχή.
Έτσι γεννιούνται οι ομορφιές που μας χαρίζει η φύση
μα ποιος ξέρει αν πέθανε στον κόσμο μια ψυχή.

Στη φαντασία θα γύριζαν τα χωρισμένα φίδια
(Το δάσος λάμπει με πουλιά βλαστούς και ροδαμούς)
μένουν ακόμη τα σγουρά γυρέματά τους, ίδια
του κύκλου τα γυρίσματα που φέρνουν τους καημούς.

Ε'
Πού πήγε η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει;
Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να 'ναι για μας πλωτός;
Δε θα βρεθεί ένας ουρανός τη δρόσο να σταλάξει
για την ψυχή που νάρκωσε κι ανάθρεψε ο λωτός;

Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα
που ανοίγει τα επουράνια κι είν' όλα βολετά
προσμένουμε τον άγγελο σαν το πανάρχαιο δράμα
την ώρα που του δειλινού χάνουνται τ' ανοιχτά

τριαντάφυλλα... Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας,
μόνο στη μνήμη απέμεινες, ένας βαρύς ρυθμός
ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας
τρίκυμισμα της θάλασσας... Ο κόσμος είναι απλός.

Αθήνα, Οχτώβρης '29 - Δεκέμβρης '30

Ένα από τα καλύτερα ερωτικά ποιήματα!
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Nininaou

Διάσημο μέλος

Η Ρηνούλα αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 33 ετών και μας γράφει από Πειραιάς (Αττική). Έχει γράψει 2,455 μηνύματα.
Μαρία Πολυδούρη...

Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες
σε περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες.

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι' αυτό είμαι σαν κρίνο ολάνοιχτο
κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

Μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάει
είδα τη λυγερή σκιά μου ως όνειρο
να παίζει, να πονάει,
μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες.

Γιατί, μόνο γιατί σε σεναν άρεσε
γι' αυτό έμειν' ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ' ακολουθούσες όπου πήγαινα
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Μόνο γιατί σε σεναν άρεσε.

Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα
γι' αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.

Υπάρχει και μελοποιημένο. Με τη φωνή της Ελ. Αρβανιτάκη.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

^^ποντικάκι^^

Νεοφερμένος

Η θεανώ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Επαγγέλλεται Φοιτητής/τρια. Έχει γράψει 18 μηνύματα.
Σ'αγαπαώ

καρδούλα μου πολύτιμη
αγάπη μου μοναδική
ξέρεις πως ζω γιατί υπάρχεις..
ξέρεις πως πεθαίνω στην σκέψη πως θα είμαι μακριά σου..
ξέρεις πως λιώνω στο κάθε σου άγγιγμα...

η ζωή μου ένα τίποτα πριν σε γνωρίσω..
η καρδιά μου κενή πρωτού σε ανταμώσω..
ακαταστασία μες την καρδιά και αναστάτωση...
νεκρή, ζωντανή
τι σημασία είχε?

μα όταν αντίκρησα εσένα..
Ω!ένας γαλλάζιος ουρανός γεμάτος ζωή και χρώμα!
ένας ουρανός στο αποκορύφωμα της ζωντάνιας!
χρώματα παντού,
η ζωή μου απέκτησε νόημα ξαφνικά
και το καινούριο κεφάλαιο ελπίζω να μην τελειώσει ποτέ....

Σ'ΑΓΑΠΩ

και τα λόγια αυτά δεν συμαίνουν τίποτα αν δεις την πραγματικότητα βαθειά
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Χρήστες Βρείτε παρόμοια

Top