Σιωπή και μοναξιά τρέφουν το χόρτο
Που αυξάνει σκοτεινό και δυνατό μες στα ερείπια,
Ενώ το χελιδόνι με κραυγή απόκοσμη
Πάει στον απέραντο αέρα, και κάτω από τον άνεμο
Τα φύλλα στα κλαδιά τρέμουν τεμπέλικα
Όπως στο άγγιγμα αόρατων σωμάτων.
Καθαρή, από ασήμι νεφελώδες, πια σηκώνεται
H κόψη από τη ημισέληνο
Ρίχνοντας πάνω στον κάμπο φιλική ειρήνη,
Και σ' αυτό το αβέβαιο φως τα μαρμάρινα ερείπια
Είναι κατασκευές ωραίες, μουσικές,
Που τ' όνειρο τις γέμισε.
Αυτό ειν' ο άνθρωπος. Κοίταξε
Τη λεωφόρο των τάφων και κυπαρισσιών, και τους δρόμους
που οδηγούνε στην καρδιά πλατείας μεγάλης
Ανοιχτής σ' έναν ορίζοντα από λόφους:
Όλα είναι ίδια, αν και είναι μόνο μια σκιά
Απ' αυτό που υπήρξε πριν αιώνες, μα χωρίς τον κόσμο.
Σηκώνει αυτό το υδραγωγείο τιτανικό
Τόξα σπασμένα και ξερά στην χέρσα την κοιλάδα
Όπου η μυρτιά φυτρώνει με την ανεμώνα,
Ενώ το νερό ελεύθερο ανάμεσα στα βούρλα
Περνά με την αινιγματική του ευγλωττία
Της ομορφιάς που νίκησε τον θάνατο.
Στους άδειους τάφους, οι υδρίες δίχως στάχτες,
Ακόμα μνημονεύουνε λεπτά ανάγλυφα
Νεκρούς που άλλο δεν είναι από απέραντος κι ανώνυμος ο θάνατος,
Μ' όλο που τα λεπτά τους τα κτερίσματα επιζούνε:
Φιάλες με χωρίς άρωμα πια, δαχτυλίδια και κοσμηματάκια
Ή το ειρωνικό το φυλαχτό ενός φαλλού εύρωστου ,
Που η τραγική του χρόνου περιφρόνηση επέτρεψε.
Οι πέτρες που τα πόδια ζωντανά τις άγγιξαν
Αιώνες πριν, ακόμα παραμένουν
Ήσυχες στον τόπο τους, και οι κολώνες
Στην πλατεία, μάρτυρες των πολιτικών αγώνων,
Και οι βωμοί όπου θυσίασαν και έλπισαν,
Και οι τοίχοι που των κορμιών την ηδονή τους έκρυψαν.
Μονάχα εκείνοι δεν υπάρχουν. Αυτή η σιωπή
Μοιάζει να περιμένει της ζωής τους την επιστροφή.
Μα οι άνθρωποι, φτιαγμένοι από αυτή την ύλη τη αποσπασματική
Που μ' αυτή τρέφεται ο κόσμος, κι ας είναι
Ικανοί να πλάσουνε αυτό που αντιστέκεται στο χρόνο,
Αυτοί που μες στο νου τους το αιώνιο συλλαμβάνεται,
'Οπως στο φρούτο ο πυρήνας κλείνουν θάνατο.
Θεέ μου. Εσύ που μας έκανες
Προς θάνατον, γιατί μας έβαλες βαθιά
Τη δίψα του αιώνιου, που κάνει τον ποιητή;
Μπορείς ν' αφήσεις έτσι, αιώνα τον αιώνα,
Να πέφτουν σαν τα χνούδια που τα παίρνει φύσημα
Τα τέκνα του φωτός μες στο φιλάργυρο σκοτάδι;
Αλλά εσύ δεν υπάρχεις. Είσαι μονάχα το όνομα
Που δίνει ο άνθρωπος στο φόβο και την ανημπόρια του,
Και η ζωή χωρίς εσένα είναι αυτό που μοιάζουν
Αυτά τα ίδια ερείπια τα όμορφα στην εγκατάλειψή τους:
Φωτός το παραλήρημα γαλήνιο πια στη νύχτα,
Όμορφο ίσως παραλήρημα όταν είναι μικρό κι ανάλαφρο.
Κάθε τι όμορφο έχει τη στιγμή του, και περνά.
Σημασία έχει σαν αιώνια την στιγμή μας ν' απολαύσουμε.
Εγώ δεν σε φθονώ, Θεέ μου, άφησέ με μόνο
Με τα έργα μου τ' ανθρώπινα που δεν έχουν διάρκεια:
Ο πόθος να γεμίσεις το εφήμερο
Με αιωνιότητα, αξίζει όσο η παντοδυναμία σου.
Αυτό ειν' ο άνθρωπος. Μάθε, λοιπόν, και πάψε
Να κυνηγάς θεούς κουφούς αιώνιους
Που η προσευχή σου τρέφει και η λησμονιά σου εκμηδενίζει.
Η ζωή σου, το ίδιο όπως το άνθος, είναι λιγότερο όμορφη ίσως
Μιας και φυτρώνει και ανοίγεται στα χέρια του θανάτου;
Ιερή και μυστηριώδης πέφτει η νύχτα,
Γλυκιά σαν ένα χέρι φιλικό που σε χαϊδεύει,
Και στο στήθος της, όπως τώρα εγώ, άλλοι μια μέρα
Ανάπαυσαν το μέτωπο, και γέρνω
Ν' αποθαυμάσω πια γαλήνιος τον κάμπο και τα ερείπια.
Ερείπια, του Λουίς Θερνούδα.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.