Και αν μερικές φορές, στα σκαλιά ενός παλατιού, στο πράσινο χορτάρι ενός χαντακιού, μέσα στη σκυθρωπή μοναξιά της κάμαράς σας, ξυπνάτε, με το μεθύσι κιόλα ελαττωμένο ή χαμένο, ρωτήστε τον αέρα, το κύμα, το άστρο, το πουλί, το ρολόι, το κάθε τι που φεύγει, το κάθε τι που βογκά, το κάθε τι που κυλά, το κάθε τι που τραγουδά, ρωτήστε τι ώρα είναι, και ο αέρας, το κύμα, το άστρο, το πουλί, το ρολόι, θα σας απαντήσουν:
-Είναι η ώρα να μεθύσετε!
Για να μην είσαστε οι βασανισμένοι σκλάβοι του Χρόνου, μεθύστε, μεθύστε χωρίς διακοπή!
Με κρασί, με ποίηση ή με αρετή, όπως σας αρέσει.
Πεζό ποίημα του Charles Baudelaire
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Rempeskes
Επιφανές μέλος
Πέρασμα στους Τεχνητούς Παραδείσους.Πεζό ποίημα του Charles Baudelaire
Λίγο πιο κάτω, ο Μπωντλαίρ γίνεται πιο αψύς:
Με κρασί,
με όπιο,
με Πνεύμα..."
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με --
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ' επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα·
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ' αισθάνονται τα χέρια σαν ν' αγγίζουν πάλι.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται....
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Edgar Allan Poe
The Raven
Once upon a midnight dreary, while I pondered weak and weary,
Over many a quaint and curious volume of forgotten lore,
While I nodded, nearly napping, suddenly there came a tapping,
As of some one gently rapping, rapping at my chamber door.
`'Tis some visitor,' I muttered, `tapping at my chamber door -
Only this, and nothing more.'
Ah, distinctly I remember it was in the bleak December,
And each separate dying ember wrought its ghost upon the floor.
Eagerly I wished the morrow; - vainly I had sought to borrow
From my books surcease of sorrow - sorrow for the lost Lenore -
For the rare and radiant maiden whom the angels named Lenore -
Nameless here for evermore.
And the silken sad uncertain rustling of each purple curtain
Thrilled me - filled me with fantastic terrors never felt before;
So that now, to still the beating of my heart, I stood repeating
`'Tis some visitor entreating entrance at my chamber door -
Some late visitor entreating entrance at my chamber door; -
This it is, and nothing more,'
Presently my soul grew stronger; hesitating then no longer,
`Sir,' said I, `or Madam, truly your forgiveness I implore;
But the fact is I was napping, and so gently you came rapping,
And so faintly you came tapping, tapping at my chamber door,
That I scarce was sure I heard you' - here I opened wide the door; -
Darkness there, and nothing more.
Deep into that darkness peering, long I stood there wondering, fearing,
Doubting, dreaming dreams no mortal ever dared to dream before
But the silence was unbroken, and the darkness gave no token,
And the only word there spoken was the whispered word, `Lenore!'
This I whispered, and an echo murmured back the word, `Lenore!'
Merely this and nothing more.
Back into the chamber turning, all my soul within me burning,
Soon again I heard a tapping somewhat louder than before.
`Surely,' said I, `surely that is something at my window lattice;
Let me see then, what thereat is, and this mystery explore -
Let my heart be still a moment and this mystery explore; -
'Tis the wind and nothing more!'
Open here I flung the shutter, when, with many a flirt and flutter,
In there stepped a stately raven of the saintly days of yore.
Not the least obeisance made he; not a minute stopped or stayed he;
But, with mien of lord or lady, perched above my chamber door -
Perched upon a bust of Pallas just above my chamber door -
Perched, and sat, and nothing more.
Then this ebony bird beguiling my sad fancy into smiling,
By the grave and stern decorum of the countenance it wore,
`Though thy crest be shorn and shaven, thou,' I said, `art sure no craven.
Ghastly grim and ancient raven wandering from the nightly shore -
Tell me what thy lordly name is on the Night's Plutonian shore!'
Quoth the raven, `Nevermore.'
Much I marvelled this ungainly fowl to hear discourse so plainly,
Though its answer little meaning - little relevancy bore;
For we cannot help agreeing that no living human being
Ever yet was blessed with seeing bird above his chamber door -
Bird or beast above the sculptured bust above his chamber door,
With such name as `Nevermore.'
But the raven, sitting lonely on the placid bust, spoke only,
That one word, as if his soul in that one word he did outpour.
Nothing further then he uttered - not a feather then he fluttered -
Till I scarcely more than muttered `Other friends have flown before -
On the morrow he will leave me, as my hopes have flown before.'
Then the bird said, `Nevermore.'
Startled at the stillness broken by reply so aptly spoken,
`Doubtless,' said I, `what it utters is its only stock and store,
Caught from some unhappy master whom unmerciful disaster
Followed fast and followed faster till his songs one burden bore -
Till the dirges of his hope that melancholy burden bore
Of "Never-nevermore."'
But the raven still beguiling all my sad soul into smiling,
Straight I wheeled a cushioned seat in front of bird and bust and door;
Then, upon the velvet sinking, I betook myself to linking
Fancy unto fancy, thinking what this ominous bird of yore -
What this grim, ungainly, ghastly, gaunt, and ominous bird of yore
Meant in croaking `Nevermore.'
This I sat engaged in guessing, but no syllable expressing
To the fowl whose fiery eyes now burned into my bosom's core;
This and more I sat divining, with my head at ease reclining
On the cushion's velvet lining that the lamp-light gloated o'er,
But whose velvet violet lining with the lamp-light gloating o'er,
She shall press, ah, nevermore!
Then, methought, the air grew denser, perfumed from an unseen censer
Swung by Seraphim whose foot-falls tinkled on the tufted floor.
`Wretch,' I cried, `thy God hath lent thee - by these angels he has sent thee
Respite - respite and nepenthe from thy memories of Lenore!
Quaff, oh quaff this kind nepenthe, and forget this lost Lenore!'
Quoth the raven, `Nevermore.'
`Prophet!' said I, `thing of evil! - prophet still, if bird or devil! -
Whether tempter sent, or whether tempest tossed thee here ashore,
Desolate yet all undaunted, on this desert land enchanted -
On this home by horror haunted - tell me truly, I implore -
Is there - is there balm in Gilead? - tell me - tell me, I implore!'
Quoth the raven, `Nevermore.'
`Prophet!' said I, `thing of evil! - prophet still, if bird or devil!
By that Heaven that bends above us - by that God we both adore -
Tell this soul with sorrow laden if, within the distant Aidenn,
It shall clasp a sainted maiden whom the angels named Lenore -
Clasp a rare and radiant maiden, whom the angels named Lenore?'
Quoth the raven, `Nevermore.'
`Be that word our sign of parting, bird or fiend!' I shrieked upstarting -
`Get thee back into the tempest and the Night's Plutonian shore!
Leave no black plume as a token of that lie thy soul hath spoken!
Leave my loneliness unbroken! - quit the bust above my door!
Take thy beak from out my heart, and take thy form from off my door!'
Quoth the raven, `Nevermore.'
And the raven, never flitting, still is sitting, still is sitting
On the pallid bust of Pallas just above my chamber door;
And his eyes have all the seeming of a demon's that is dreaming,
And the lamp-light o'er him streaming throws his shadow on the floor;
And my soul from out that shadow that lies floating on the floor
Shall be lifted - nevermore!
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
borat
Επιφανές μέλος
αλλά κʼ εκείνες τες επιθυμίες που για σένα
γυάλιζαν μες στα μάτια φανερά,
κʼ ετρέμανε μες στην φωνή — και κάποιο
τυχαίον εμπόδιο τες ματαίωσε.
Τώρα που είναι όλα πια μέσα στο παρελθόν,
μοιάζει σχεδόν και στες επιθυμίες
εκείνες σαν να δόθηκες — πώς γυάλιζαν,
θυμήσου, μες στα μάτια που σε κύτταζαν·
πώς έτρεμαν μες στην φωνή, για σε, θυμήσου, σώμα.
Θυμήσου, Σώμα... - Κ.Π. Καβάφης.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Neraida
Επιφανές μέλος
χωρίς εσύ να πας να κόψεις το μεσημέρι
σαν ένα γαλάζιο λουλούδι, χωρίς εσύ να περπατάς
πιο αργά ανάμεσα στην ομίχλη και στους πλίνθους,
χωρίς εκείνο το φως που κρατάς στο χέρι
που ίσως άλλοι δεν θα δουν να χρυσίζει,
που ίσως κανείς δεν έμαθε ότι βλασταίνει
σαν την κόκκινη καταγωγή του τριαντάφυλλου,
χωρίς εσύ να είσαι, επιτέλους, χωρίς να έρθεις
απότομη, ερεθιστική, να γνωρίσεις τη ζωή μου,
καταιγίδα από ροδώνα, σιτάρι του ανέμου,
και από τότε είμαι γιατί εσύ είσαι,
και από τότε είσαι, είμαι και είμαστε,
και για χάρη του έρωτα θα είμαι, θα είσαι, θα είμαστε. ... Π. Νερούντα
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
roumana
Διάσημο μέλος
Από τα Πρώιμα Δημοσιεύματα (1905)
Ο ΞΕΝΟΣ
"Ξένε, ποιος είναι ο τόπος σου, και ποιο 'ναι τ' όνομά σου;"
"Κι αν είμαι ακόμα στ' όνειρο, ξένος εγώ δεν είμαι.
βλέπω γαλάζια ακρογιαλιά κ' ελιές λιγνοϋφασμένες,
βλέπω και κάστρο, στο γυαλί να πέφτει του πελάγου".
"Μα σε ποιον κάβον άραξε το τρεχαντήρι πού 'ρθες;"
"Το πνίγει του νησιού το φως. Μα κάλλιο εσύ προβόδα.
δείξε μου πού 'ναι οι κήποι σας, πού 'ν' τα χτυσά τα μήλα.
Και μη μου πεις για τις χαλκές του θείου Αλκίνου σκύλες.
μα κράτησε του περβολιού το φύλακα, για νά 'μπω,
κ' εκεί σου λέω πώς λέγομαι και πώς και πώς στον τόπο ήρθα.
Κ' έπειτα δείξε μου, ω καλή, τις αγιασμένες στράτες,
που ο Σολωμός συνήθαγε ν' ακολουθάει, τα βράδια".
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
BrokenHeart
Πολύ δραστήριο μέλος
Η πρώτη φορά
Ήταν η πρώτη φόρα…
Η πρώτη φορά που σε είδα από κοντά…
η πρώτη φορά που σου μίλησα
η πρώτη φορά που σε άγγιξα
η πρώτη φορά που σου χαμογέλασα
Κι όμως, αυτή η πρώτη φορά
ήταν αρκετή για να σε ερωτευτώ.
Τώρα, εύχομαι αυτή η πρώτη φορά
να μην είχε υπάρξει ποτέ…
να μην σου είχα μιλήσει
να μην σε είχα αγγίξει
να μην σου είχα χαμογελάσει
να μην σε είχα ερωτευτεί.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
fosia
Νεοφερμένος
[/FONT][FONT=Arial, Verdana, MS Sans Serif, Tahoma]'Εχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - Μα πού γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους.
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της χίμαιρας
Ριγώνοντας μ' αφρό τη θύμηση!
Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια
[/FONT]
[FONT=Arial, Verdana, MS Sans Serif, Tahoma] - Μα πού γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σου' λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
'Η πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου. [/FONT]
[FONT=Arial, Verdana, MS Sans Serif, Tahoma]'Εχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ' άρωμα των γυακίνθων - Μα πού γύριζες
[/FONT]
[FONT=Arial, Verdana, MS Sans Serif, Tahoma] Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα
'Ηταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ' έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ' όνομά του
'Οπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας[/FONT]
[FONT=Arial, Verdana, MS Sans Serif, Tahoma] 'Ακουσε ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
'Εχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο καλοκαίρι,
Για ν' αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
'Η για να πας καβάλα στο μαίστρο.
Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου. [/FONT]
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Neraida
Επιφανές μέλος
Επειδή σ'αγαπώ καί στην αγάπη ξέρω
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ'αχανή σεντόνια
Νά μαδάω γιασεμιά κι έχω τή δύναμη
Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε
Ακουστά σ' έχουν τά κύματα
Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ"
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά
Πάντα εσύ τ'αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά
Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά
Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες
Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ
Επειδή σ'αγαπώ καί σ'αγαπώ
Πάντα Εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό
Εξαργυρώνει:
Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο
Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ'ουρανού με τ'άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή
Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο
Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
Νά μυρίζω από σένα καί ν'αγριεύουν οί άνθρωποι
Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ'αλλού φερμένο
Δέν τ'αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ'ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου
ΝΑ ΜΙΛΩ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ.
"Το Μονόγραμμα" του Ο.Ελύτη
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Πάει. Αυτό είταν.
Χάθηκε η ζωή μου φίλε
μέσα σε κίτρινους ανθρώπους
βρώμικα τζάμια
κι ανιστόρητους συμβιβασμούς.
'Αρχισα να γέρνω
σαν εκείνη την ιτιούλα
που σούχα δείξει στη στροφή του δρόμου.
Και δεν είναι που θέλω να ζήσω.
Είναι το γαμώτο που δεν έζησα
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Η μοναξιά...
δεν έχει το θλιμένο χρώμα στα μάτια
της συννεφένιας γκόμενας.
Δεν περιφέρεται νωχελικά κι αόριστα
κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών
και στα παγωμένα μουσεία.
Δεν είναι κίτρινα κάδρα παλαιών "καλών" καιρών
και ναφθαλίνη στα μπαούλα της γιαγιάς
μενεξελιές κορδέλες και ψάθινα πλατύγυρα.
Δεν ανοίγει τα πόδια της με πνιχτά γελάκια
βοιδίσο βλέμα κοφτούς αναστεναγμούς
κι ασορτί εσώρουχα.
Η μοναξιά.
Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά
και μετριέται πιάτο-πιάτο
μαζί με τα κομμάτια τους
στον πάτο του φωταγωγού.
Στέκεται υπομονετικά όρθια στην ουρά
Μπουρνάζι - Αγ. Βαρβάρα - Κοκκινιά
Τούμπα - Σταυρούπολη - Καλαμαριά
Κάτω από όλους τους καιρούς
με ιδρωμένο κεφάλι.
Εκσπερματώνει ουρλιάζοντας κατεβάζει μ΄αλυσίδες τα τζάμια
κάνει κατάληψη στα μέσα παραγωγής
βάζει μπουρλότο στην ιδιοχτησία
είναι επισκεπτήριο τις Κυριακές στις φυλακές
ίδιο βήμα στο προαύλιο ποινικοί κι επαναστάτες
πουλιέται κι αγοράζεται λεφτό λεφτό ανάσα ανάσα
στα σκλαβοπάζαρα της γης - εδώ κοντά είναι η Κοτζιά-
ξυπνήστε πρωί.
Ξυπνήστε να τη δείτε.
Είναι πουτάνα στα παλιόσπιτα
το γερμανικό νούμερο στους φαντάρους
και τα τελευταία
ατελείωτα χιλιόμετρα ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ-ΚΕΝΤΡΟΝ
στα γατζωμένα κρέατα από τη Βουλγαρία.
Κι όταν σφίγγει το αίμα της και δεν κρατάει άλλο
που ξεπουλάν τη φάρα της
χορεύει στα τραπέζια ξυπόλυτη ζεμπέκικο
κρατώντας στα μπλαβιασμένα χέρια της
ένα καλά ακονισμένο τσεκούρι.
Η μοναξιά
η μοναξιά μας λέω. Για τη δική μας λέω
είναι τσεκούρι στα χέρια μας
που πάνω από τα κεφάλια σας γυρίζει γυρίζει γυρίζει γυρίζει
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
borat
Επιφανές μέλος
Θά πενθώ πάντα -- μʼακούς; -- γιά σένα,
μόνος,στόν Παράδεισο
Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές
Τής παλάμης,η Μοίρα,σάν κλειδούχος
Μιά στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός
Πώς αλλιώς,αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα
Μέ τό δριμύ του μαύρου του θανάτου.
ΙΙ.
Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τά χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τʼάλλα πού πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια
Μιλημένα τά σώματα καί οί βάρκες πού έκρουζαν γλυκά
Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τά "πίστεψέ με" και τα "μή"
Μιά στόν αέρα μιά στή μουσική
Τα δυό μικρά ζώα,τά χέρια μας
Πού γύρευαν νʼανέβουνε κρυφά τό ένα στό άλλο
Η γλάστρα μέ τό δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες
Καί τά κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απʼτίς ξερολιθιές,πίσω άπʼτούς φράχτες
Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού
Κι έτρεμες τρείς φορές τό μώβ τρείς μέρες πάνω από
τούς καταρράχτες
Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Τό ξύλινο δοκάρι καί τό τετράγωνο φαντό
Στόν τοίχο μέ τή Γοργόνα μέ τά ξέπλεκα μαλλιά
Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά
Παιδί μέ τό λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό
Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων τό απλησίαστο
Πενθώ τό ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος.
ΙΙΙ.
Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα
Επειδή σʼαγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στʼαχανή
σεντόνια
Νά μαδάω γιασεμιά κι έχω τή δύναμη
Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε
Ακουστά σʼέχουν τά κύματα
Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ"
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά
Πάντα εσύ τʼαστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά
Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά
Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες
Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ
Επειδή σʼαγαπώ καί σʼαγαπώ
Πάντα Εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό
Εξαργυρώνει:
Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο
Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τʼουρανού με τʼάστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή
Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο
Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
Νά μυρίζω από σένα καί νʼαγριεύουν οί άνθρωποι
Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απʼαλλού φερμένο
Δέν τʼαντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μʼακούς
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου
Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα.
ΙV.
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μʼακούς
Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα μʼακούς
Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό,μʼακούς
Μαχαίρι
Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς
Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει,μʼακούς
Είμʼεγώ,μʼακούς
Σʼαγαπώ,μʼακούς
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ
Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας,μʼακούς
Πού μʼαφήνεις,πού πάς καί ποιός,μʼακούς
Σού κρατεί τό χέρι πάνω απʼτούς κατακλυσμούς
Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες
Θάʼρθει μέρα,μʼακούς
Νά μάς θάψουν κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα,μʼακούς
Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά,νʼακούς
Τών ανθρώπων
Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει
Στά νερά ένα-- ένα , μʼακούς
Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ,μʼακούς
Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία,μʼακούς
Όπου κάποτε οί φιγούρες Τών Αγίων
βγάζουν δάκρυ αληθινό,μʼακούς
Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μʼακούς
Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω
Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δέν πάω ,μʼακους
Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μʼακούς
Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μʼακούς
Τής αγάπης
Μιά γιά πάντα τό κόψαμε
Καί δέν γίνεται νʼανθίσει αλλιώς,μʼακούς
Σʼάλλη γή,σʼάλλο αστέρι,μʼακούς
Δέν υπάρχει τό χώμα δέν υπάρχει ο αέρας
Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μʼακούς
Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σʼάλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μʼακούς
Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μʼακούς
Μές στή μέση τής θάλασσας
Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης,μʼακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μʼακούς
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου,άκου
Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει -- ακούς;
Είμʼεγώ πού φωνάζω κι είμʼεγώ πού κλαίω,μʼακούς
Σʼαγαπώ,σʼαγαπώ,μʼακούς.
V.
Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς
Μέ σοφές παραμάνες καί μʼαντάρτες απόμαχους
Από τί νάʼναι πού έχεις τή θλίψη του αγριμιού
Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
Καί γιατί,λέει,νά μέλει κοντά σου νάʼρθω
Πού δέν θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό
Καί γιά σένα κανείς δέν είχε ακούσει
Γιά σένα ούτε τό δίκταμο ούτε τό μανιτάρι
Στά μέρη τʼαψηλά της Κρήτης τίποτα
Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί τό χέρι
Πιό δω,πιό κεί,προσεχτικά σʼόλα τό γύρο
Του γιαλού του προσώπου,τούς κόλπους,τά μαλλιά
Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά
Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου
Βυθού,μέσα στό σπίτι μέ τό σκρίνιο τό παλιό
Τίς κίτρινες νταντέλες καί τό κυπαρισσόξυλο
Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς
Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής
Μέ τʼάλογο του Αγίου καί τό αυγό της Ανάστασης
Σάν από μιά τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή
Νά χωράς στό κεράκι τή στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή
Πού κανείς νά μήν έχει δεί καί ακούσει
Τίποτα μές στίς ερημιές τά ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυρο
Γιά σένα,ούτε η γερόντισσα νʼόλα της τά βοτάνια
Γιά σένα μόνο εγώ,μπορεί,καί η μουσική
Πού διώχνω μέσα μου αλλʼαυτή γυρίζει δυνατότερη
Γιά σένα τό ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο
Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Πού βρίσκει μές στό σώμα καί πού τρυπάει τή θύμηση
Καί νά τό χώμα,νά τά περιστέρια,νά η αρχαία μας γή.
VI.
Έχω δεί πολλά καί η γή μέςʼαπʼτό νού μου φαίνεται ωραιότερη
Ώραιότερη μές στούς χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή,ωραιότερα
Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μές στά κύματα
Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τά βουνά
τής θάλασσας
Έτσι σʼέχω κοιτάξει πού μου αρκεί
Νάʼχει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μές στό αυλάκι που τό πέρασμα σου αφήνει
Σάν δελφίνι πρωτόπειρο νʼακολουθεί
Καί νά παίζει μέ τʼάσπρο καί τό κυανό η ψυχή μου !
Νίκη,νίκη όπου έχω νικηθεί
Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί
Γιά τή ρολογιά καί τό γκιούλ-μπιρσίμι
Πήγαινε,πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί
Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί
νεογέννητο
Μόνος,καί ας είμʼεγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος,ο αέρας δυνατός καί μόνος τʼολοστρόγγυλο
Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο !
VII.
Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα
Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μές στʼάπατα μιάν ηχώ
Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
Νά σέ βλέπω μισή να περνάς στό νερό
και μισή να σε κλαίω μές στόν Παράδειο.
Οδυσσέας Ελύτης <<ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ>>
full version dedicated to neraida
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Neraida
Επιφανές μέλος
full version dedicated to neraida
..Danke vielmals....!
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Νίκος Εγγονόπουλος
[/FONT]
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
I am the escaped one,
After I was born
They locked me up inside me
But I left.
My soul seeks me,
Through hills and valley,
I hope my soul
Never finds me.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Ah Vastness of Pines
Ah vastness of pines, murmur of waves breaking,
slow play of lights, solitary bell,
twilight falling in your eyes, toy doll,
earth-shell, in whom the earth sings!
In you the rivers sing and my soul flees in them
as you desire, and you send it where you will.
Aim my road on your bow of hope
and in a frenzy I will flee my flock of arrows.
On all sides I see your waist of fog,
and your silence hunts down my afflicted hours;
my kisses anchor, and my moist desire nests
in your arms of transparent stone.
Ah your mysterious voice that love tolls and darkens
in the resonant and dying evening!
Thus in the deep hours I have seen, over the fields,
the ears of wheat tolling in the mouth of the wind.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
fantasmenos
Τιμώμενο Μέλος
Άγγελε χαρούμενε, γνωρίζεις την αγωνία,
Την ντροπή, τις τύψεις, τους λυγμούς, τις έγνοιες
Και τους ακαθόριστους φόβους από τις τρομερές νύχτες
Που συμπιέζουν τη καρδιά σε χαρτί που τσαλακώνεις;
Άγγελε χαρούμενε, γνωρίζεις την αγωνία;
Άγγελε καλοσυνάτε, γνωρίζεις το μίσος,
Τις σφιγμένες γροθιές στη σκιά και της χολής τα δάκρυα
Όταν η εκδίκηση χτυπά το καταχθόνιο της κάλεσμα
Και γίνεται ο καπετάνιος των ικανοτήτων μας;
Άγγελε καλοσυνάτε, γνωρίζεις το μίσος;
Άγγελε υγιέστατε γνωρίζεις τους πυρετούς,
Που ξυστά στους μεγάλους τοίχους
Σαν τους εξόριστους με σερνάμενα βήματα φεύγουν
Αναζητώντας το σπάνιο ήλιο και κινώντας τα χείλη;
Άγγελε υγιέστατε γνωρίζεις τους πυρετούς;
Άγγελε πανέμορφε, γνωρίζεις τις ρυτίδες,
Το φόβο να γεράσεις και αυτό το απαίσιο βάσανο
Να διαβάζεις τη κρυφή φρίκη της αφοσίωσης
Σε μάτια, όπου πολύ καιρό ξεδιψούσαν ταʼ άπληστα μάτια μας;
Άγγελε πανέμορφε, γνωρίζεις τις ρυτίδες;
Άγγελε ευτυχισμένε, χαρούμενε, φωτολουσμένε,
Ο Δαβίδ πεθαίνοντας θα ζητούσε την ευφορία
Από τις διαχύσεις του μαγικού σου κορμιού
Αλλά δε γυρεύω, άγγελε παρά μόνο τις προσευχές σου
Άγγελε ευτυχισμένε, χαρούμενε, φωτολουσμένε
Όταν ο Baudelaire είχε κέφια
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Άκουσα πως τίποτα δε θέλετε να μάθετε.
Απ' αυτό βγάζω το συμπέρασμα πως είσαστε εκατομμυριούχοι.
Το μέλλον σας είναι σιγουρεμένο - το βλέπετε
μπροστά σας σ' άπλετο φως. Φρόντισαν
οι γονείς σας για να μη σκοντάψουνε τα πόδια σας
σε πέτρα. Γι' αυτό τίποτα δε χρειάζεται
να μάθεις. Έτσι όπως είσαι
εσύ μπορείς να μείνεις.
Κι έτσι κι υπάρχουνε ακόμα δυσκολίες, μιας κι οι καιροί
όπως έχω ακούσει είναι ανασφαλείς,
τους ηγέτες σου έχεις, που σου λένε ακριβώς
τι έχεις να κάνεις για να πας καλά.
Έχουνε μαθητέψει πλάι σε κείνους
που ξέρουν τις αλήθειες που ισχύουνε
για όλους τους καιρούς
μα και τις συνταγές που πάντα βοηθάνε.
Μιας και για σένα γίνονται τόσο πολλά
δε χρειάζεται ούτε δαχτυλάκι να κουνήσεις.
Βέβαια, αν τα πράματα ήταν διαφορετικά
Η μάθηση θα 'τανε υποχρέωσή σου.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Χρήστες Βρείτε παρόμοια
-
Τα παρακάτω 0 μέλη και 4 επισκέπτες διαβάζουν μαζί με εσάς αυτό το θέμα:Tα παρακάτω 143 μέλη διάβασαν αυτό το θέμα:
- Reader
- Kate1914
- giannhs2001
- nearos
- Εριφύλη
- Joji
- jellojina
- charmander
- Μήτσος10
- rafaela11
- Indiana Jones
- kamekiwii23
- Memetchi
- kiyoshi
- Δροσουλίτης
- Emmanouela.
- KORA
- Euge.loukia
- roumana
- προσωπομπουκ
- Scandal
- hirasawayui
- troll4laif
- Athens2002
- Libertus
- ιμοτζι
- Isida
- SlimShady
- louminis
- chester20080
- Viedo
- Unboxholics
- Hooponopono
- nicole1982
- Mt73
- snowy
- Χρυσάφη Μελίτου
- sunsetpp
- m.kannavia3
- Darkking
- Νομάρχης
- ManinaK
- orchidea
- tsiobieman
- jj!
- Ace of Spades
- T C
- User0
- harry akritas
- EiriniS20
- kogba
- Βλα
- Darkirenit
- Εχέμυθη
- Alma Libre
- anathimatikos
- Griff
- Μάρκος Βασίλης
- Τάσος97
- GiorgosAsi
- Έμμα
- Jocaste
- Ελαφίνα
-
Φορτώνει...
-
Το forum μας χρησιμοποιεί cookies για να βελτιστοποιήσει την εμπειρία σας.
Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, συναινείτε στη χρήση cookies στον περιηγητή σας.