Μοιραζόμαστε ποιήματα

shaman

Πολύ δραστήριο μέλος

Ο shaman αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 34 ετών. Έχει γράψει 1,711 μηνύματα.
Ε. Α. ΠΟΕ

ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ


Μεσάνυχτα βαθιά σκοτεινιασμένα· κι εγώ χαμένος στην ερμιά κάποιων παλιών σοφών βιβλίων, κι εγώ μονάχος στον βυθό κάποιων παλιών βιβλίων ξεχασμένων, προσμετρούσα την νύστα και την πλήξη μου, όταν ξάφνου στην πόρτα μου ακούστηκε ένας χτύπος. «Κάποιος χτυπάει», ψιθύρισα. «Κάποιος χτυπάει την πόρτα μου. Κάποιος γυρεύει να με δει. Τι άλλο πια;»


Α, ναι! Θυμάμαι καθαρά εκείνον τον αδέκαστο Δεκέμβρη, την φλόγα την παραμικρή που ξεψυχούσε σέρνοντας στο πάτωμα τον ίσκιο της σκιάς της, την προσμονή να ʼρθεί το φως του πρωινού επιτέλους, την προσδοκία να σταθεί κάποιο βιβλίο φραγμός στην θλίψη —θλίψη επίμονη και μάταιη προσδοκία— για την Ελεονόρα, την τέλεια, την φωτεινή παρθένα, που οι άγγελοι έλεγαν Ελεονόρα κι οι άνθρωποι «απουσία» πια.


Μετάξι η θλίψη πένθιμο στις πορφυρές κουρτίνες, ψιθύριζε φανταστικούς τρόμους, ανατριχίλες που δεν τις ένιωσα ποτέ· χτυπούσε η καρδιά μου κι εγώ αντί να πω: «Καρδιά, πάψε, ησύχασε!», είπα: «Κάποιος χτυπάει την πόρτα μου. Κάποιος γυρεύει να με δει. Έστω κι αργά, κάποιος χτυπάει. Τι άλλο πια;»


Πώς το αποφάσισε η ψυχή μου ξαφνικά; Πώς άφησε τους δισταγμούς; «Κύριε», είπα, «ή κυρία, ζητώ συγνώμη, αλλά, να, είχʼ απογείρει, νύσταζα, χτυπήσατε σιγά. Μα, ναι, χτυπήσατε σιγά, ψιθυριστά· δεν ήμουν καθόλου βέβαιος...» κι άνοιξα την πόρτα μου πλατιά: σκοτάδι γύρω κι ερημιά· τι άλλο πια;


Σκοτάδι γύρω, απορία, φόβος κι εγώ να ξαγρυπνώ όνειρα που δεν τόλμησε θνητός ποτέ να κοιμηθεί. Ως κι η σιωπή είχε βουβαθεί. Ασάλευτα τα πάντα. Μόνο... μια λέξη; Είπε κανείς βαθιά, σιγά και σκοτεινά «Ελεωνόρα»; Όχι· εγώ ψιθύρισα κι απάντησε η νύχτα «Ελεωνόρα!» Ίσως αυτό· μόνο αυτό. Τι άλλο πια;


Φλεγόταν μέσα μου η ψυχή. Μπήκα στην κάμαρά μου, μα πίσω μου δεν άργησε πιο δυνατός να ʼρθεί κείνος χτύπος. «Σίγουρα, μπρος στο παράθυρό μου κάτι συμβαίνει», ψέλλισα. «Να, τώρα πάω εκεί να δω και το μυστήριο θα λυθεί. Ναι, θα λυθεί, θα πάω να δω· μόνο να πάψει να χτυπά έτσι η καρδιά μου! Ο άνεμος θα είναι. Τι άλλο πια;»


Πήγα. Δεν δείλιασα, άνοιξα και είδα να περνά το μεγαλείο των ιερών εκείνων ημερών, που χάθηκαν από καιρό, μπροστά μου: ένα Κοράκι αρχοντικό φτερούγισε ίσια στην κάμαρά μου. Δεν υποκλίθηκε, δεν στάθηκε, δεν γύρισε να δει ποιος το υποδέχθηκε. Απλά, με όση υπεροψία άρχοντας ή αρχόντισσα μπορούν να προσπεράσουν άνθρωπο, σε μια προτομή Παλλάδας, πήγε κι έστησε τον θρόνο του και κάθισε, πάνω απʼ την πόρτα. Μόνο αυτό. Κι ύστερα, τίποτʼ άλλο πια.


Τόση αυστηρότητα κι ευπρέπεια και στυγνή εβένου λάμψη σε φτερά, ξεγέλασαν την θλίψη μου, φαντάστηκα ποιος ξέρει τι και γέλασα για μια στιγμή: «Μα, βέβαια, κι αν στερήθηκες σύρριζα ένα λαμπρό λοφίο, κανένα ασήμαντο πουλί δεν είσαι εσύ, αμείλικτα μακάβριε, αρχαίε περιηγητή της μεθορίου της νύχτας. Πες μου, λοιπόν, πώς προσφωνούν την αφεντιά σου, άρχοντα, στου Άδη τα σκοτάδια;» Και το Κοράκι: «Ποτέ πια».


Παραξενεύτηκα πολύ, που ένα πλάσμα φτερωτό με άκουσε, κατάλαβε τα λόγια μου, όσο λιγοστή όσο παράταιρη, άσχετη κι αν ήρθʼ η απάντησή του. Γιατί —πώς να το κάνουμε— ποιος ζωντανός αξιώθηκε μια νύχτα να βρεθεί μόνος στην κάμαρά του μʼ ένα πουλί ολοζώντανο πάνω στο άψυχο γλυπτό της πόρτας του, και να το λένε “Ποτέ πια”»;


Μα το Κοράκι ασάλευτο πάνω στην προτομή έδειχνε να ʼχει κατά νου μάλλον την μοναξιά του. Δυο λέξεις μόνο είχε πει, σαν να μην είχε άλλη ψυχή ή να μην ήταν ικανή παρά μονάχα αυτές τις δυο τις λέξεις να βραχνιάσει. Σιωπή, λοιπόν, άκρα φτερού κι εγώ σώπασα μάλλον παρά ψιθύρισα: «Πολλοί πέρασαν φίλοι απʼ την ζωή μου. Πέρασαν, χάθηκαν. Κι αυτό έτσι θα φύγει το πρωί. Θα φύγει όπως έφυγαν οι ελπίδες μου· σαν τα πουλιά!» Κι αυτό ξανάπε: «Ποτέ πια»


Έσπασε μέσα μου η σιωπή χίλια κομμάτια ξαφνικά, καθώς μʼ έπληξε καίρια η εύστοχη απάντησή του. «Σίγουρα», είπα, «μου πουλάει ότι έχει και δεν έχει, το μόνο που κατάφερε να του κληροδοτήσει κάποιος αφέντης δύστυχος, ζωσμένος ξαφνικά από μυριάδες συμφορές που άλωσαν την ψυχή του κι ερήμωσαν στα χείλη του όσα τραγούδια ήξερε κι άφησαν μόνο το πικρό ετούτο μοιρολόγι για τις ελπίδες που έσβησαν, σπάραγμα θρήνου: “Ποτέ πια”«.


Κι όμως με διασκέδαζε. Την θλίψη της δικής μου ψυχής την ξεγελούσε. Γιʼ αυτό αμέσως έσυρα μια πολυθρόνα εκεί μπροστά: μπρος στο πουλί, στην προτομή, στην πόρτα και βυθίστηκα στο μαλακό βελούδο της και πήρα σκέψη σκέψη της φαντασίας την απλωσιά, μήπως και βρω τι σήμαινε δυσοίωνο, σκοτεινό, το αρχαίο Κοράκι που έκρωζε μακάβρια: «Ποτέ πια!»


Στο δίχτυ των συλλογισμών είχα πιαστεί για τα καλά και σώπαινα, κοίταζα το Κοράκι, που πύρωνε τα μάτια του σαν κάρβουνα στο στήθος μου. Κι όλο τραβούσα πιο βαθιά στης μνήμης τον βυθό: βελούδο πορφυρό στο φως το τρυφερό της λάμπας, βελούδο που δεν θʼ άγγιζε τʼ ωραίο πρόσωπό της και φως που δεν θα χάιδευε τα μάγουλά της ποτέ πια!


Και τότε σαν να πύκνωσε ο αέρας που ανάσαινα βαριά, σαν να τον μύρωσε κάποιο αθέατο θυμιατό· βήματα αιθέριων Σεραφείμ θρόισαν στο χαλί. «Δύστυχε», φώναξα, «ο Θεός σε σκέφτεται ακόμη. Έστειλε τους αγγέλους του, σου στέλνει απαντοχή, απαντοχή παυσίλυπη για της Ελεονόρας την απουσία! Πιες, λοιπόν, ξεδίψασε το νηπενθές της λησμονιάς. Την έχασες, κατάλαβέ το, πάει. Και το Κοράκι: «Ποτέ πια!»


«Προφήτη εσύ, σατανικό πλάσμα, όμως προφήτη!» είπα. «Πουλί ή στοιχειό, του Πειρασμού δολοπλοκία ή σκύβαλο αθώο που παρέσυρε του ανέμου η μανία, εσύ που —ό,τι κι αν είσαι— δεν σε τρομάζει η ερημιά, του κόσμου αυτού, το σπίτι αυτό που στοίχειωσε η φρίκη, πες μου, σε ικετεύω, είναι αλήθεια... υπάρχει... το βάλσαμο στην Γαλαάδ, μίλησε, σε παρακαλώ!» Και το Κοράκι: «Ποτέ πια!»


«Προφήτη εσύ, σατανικό πλάσμα, όμως προφήτη!» είπα. «Για χάρη τʼ ουρανού που γέρνει στέγη επάνω μας, για χάρη του Θεού, που προσκυνάμε, μίλησε σε μια ψυχή θαμμένη από την θλίψη, πες μου, στην πόρτα της Παράδεισος με περιμένει η αγκαλιά της πάναγνης παρθένας; Θα μʼ αγκαλιάσει κάποτε η τέλεια, η φωτεινή παρθένα που οι άγγελοι φωνάζουν Ελεονόρα. Και το κοράκι: «Ποτέ πια!»


«Τότε, ας σημάνει η απάντηση αυτή, που λέει μόνο σιωπή, τον αποχωρισμό μας, πουλί ή στοιχειό· τελειώσαμε!» κραύγασα και σηκώθηκα. «Τράβα στην θύελλα που σε σάρωσε ως εδώ, γύρνα στην σκοτεινή μεθόριο του Άδη! Και μην αφήσεις πίσω σου ούτʼ ένα μαύρο πούπουλο το ψέμα της ψυχής σου να θυμίζει! Την μοναξιά μου ατάραχη, θέλω νʼ αφήσεις πια· χάσου από την προτομή! Τράβα το ράμφος που έχωσες βαθιά μες στην καρδιά μου, φύγε από την πόρτα μου!» Και το κοράκι: «Ποτέ πια!»


Δεν σάλεψε, έμεινε εκεί πάνω απʼ την πόρτα, στην ωχρή Παλλάδα, κι έτσι μένει ακόμη, με το βλέμμα του κάτι σατανικό να ονειρεύεται, το φως της λάμπας να ξεχύνει τον ίσκιο του στο πάτωμα: ποτάμι σκοτεινό, και η ψυχή μου έρμαιο να μην μπορεί να βγει απʼ το έρεβός του ποτέ πια.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Terpsi

Νεοφερμένος

Η Terpsi αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 45 ετών. Έχει γράψει 13 μηνύματα.
Επεξεργάστηκε από συντονιστή:

shaman

Πολύ δραστήριο μέλος

Ο shaman αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 34 ετών. Έχει γράψει 1,711 μηνύματα.
ΕΝΤΓΚΑΡ ΑΛΛΑΝ ΠΟΕ

Η Πόλη Στη Θάλασσα

Συμφορά! Πήγε ο θάνατος κι έστησε θρόνο σε μια πόλη αλλόκοτη, πόλη χαμένη, κάτω εκεί στα σκοτάδια της Δύσης, που ο καλός κι ο κακός κι ο φρικτός κι ο αγνός έχουν βρει την αιώνια γαλήνη. Κι οι βωμοί, τα παλάτια, οι πύργοι, εκεί (φαγωμένοι απʼ τον χρόνο οι άπαρτοι πύργοι!) δεν θυμίζουν ανθρώπινο κάτι. Ένα γύρο, απʼ τον άνεμο πια ξεχασμένα, λιμνάζουν νερά. Βαλτωμένα νερά, με μια θλίψη βαθιά, τʼ ουρανού το φορτίο υποφέρουν.

Τα ουράνια δεν στέλνουν ευλογία φωτός στην ατέλειωτη νύχτα της πόλης. Του πελάγου η φρίκη γεννάει μια λάμψη νεκρή, ζοφερή, και τυλίγει βουβά πολεμίστρες και τρούλους και θρόνους κι αψίδες -σαν ράχες τεράστιων βουνών- και τυλίγει ναούς, βαβυλώνια τείχη και κιόσκια παλιά, σκοτεινά, ρημαγμένα, με κισσούς και λουλούδια στην πέτρα βαθιά λαξεμένα,


και βωμούς -Ω, μυριάδες βωμούς, θαυμαστούς!- με ζωοφόρους που πλέκουν τη βιολέτα, τη βιόλα, τη βάτο. Θλιμμένα νερά ξεψυχούν, κι οι σκιές αγκαλιάζουν σφιχτά τους παλιούς προμαχώνες, που λες πως το σύμπαν εκεί στέκει ανάερο πάντα, καθώς από πύργο περήφανο στέλνει το γιγάντιο βλέμμα του ο Θάνατος γύρω.

Γκρεμισμένοι οι ναοί κι ανοιγμένοι οι τάφοι εκεί: ένα βάραθρο ο τόπος που χαίνει και τρέμει μες στο μαύρο το φως. Μα τα πλούτη που αστράφτουν: διαμάντια στων ειδώλων τα μάτια, κι οι νεκροί στολισμένοι βαριά κι ακριβά, τα νερά δεν ταράζουν. Δεν σηκώνεται κύμα καν ένα μικρό, συμφορά! Στη γυάλινην έρημο εκείνη ένα κίνημα αχνό δεν ψελλίζει: «Υπάρχει σʼ άλλα πέλαγα πιο ζωντανά κάποιος άνεμος. Θα ʼρθει όπου να ʼναι!» Ταραχή δεν φωνάζει: «Υπάρχει ένας τόπος φρικτά ερημικός, κι όπου να ʼναι ο αγέρας θα πάει εκεί για να βρει τη γαλήνη!»

Μα, τι γίνεται; Ω, συμφορά! Σαν να σάλεψε κάτι στα σπλάχνα του αγέρα! Το κύμα... ένα κίνημα, να! Σαν να γέρνουν οι πύργοι: βυθίζονται αργά -ανεβαίνει βουβά το νερό- κι οι κορφές τους αφήνουν σημάδια αχνά στʼ ουρανού τη μεμβράνη. Μια κόκκινη λάμψη ποτίζει το κύμα, ανασαίνει το κύμα βαριά. Κατεβαίνει η πόλη βαθιά και βουβαίνοντʼ οι απόκοσμοι αχοί. Κατεβαίνει η πόλη κι η Κόλαση -να!- ανεβαίνει από θρόνους χιλιάδες και την πόλη ευλογεί.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Αρκτούρος

Πολύ δραστήριο μέλος

Ο Αρκτούρος αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Έχει γράψει 868 μηνύματα.
Κάποτε ο έρως...

Κάποτε ο Έρως ξαφνικά κρύφτηκε στην καρδιά μου
κʼ η ομορφιά του μυστικά τρέμισε στη ματιά μου.
Ανίδεη μιαν υψηλή φιλοξενία πως δίνω,
σʼ ό,τι μικρό, σʼ ό,τι γλυκό σʼ ό,τι άσκοπο θα μείνω,
να παίζω με τα πλούσια δώρα και τα στολίδια
που στη γιορτή του μούφερε, με τη γιορτή την ίδια.
Πόσους και πόσους μηνυτές γλυκούς δε μούχε στείλει!
Και γω η φτωχούλα αρκέστηκα μόνο στα ωραία τους χείλη
και πέρασε σα σε όνειρο το μήνυμα στʼ αυτιά μου.
(Όνειρο, ξένη υπόσχεση κιʼ η φλογερή ματιά μου!)
Τι μηνυτής το αστροφεγγο, η αγρυπνιά μου. Το δάκρι
διαμάντι στου χλωμόθωρου προσώπου μου την άκρη.
Ο στεναγμός ανάσα ανθών και τάνθη φιλημάτων
σχήματα. Η αύρα ψίθυρος ερωτικών στομάτων.
Και των κλαδιών η ανάταση, χέρια που θʼ αγκαλιάσουν.
Οι πόθοι, ανήσυχα πουλιά, δε θέλαν να φωλιάσουν.

Έπειτα στην απόχρωση της βραδινής γαλήνης,
εσύ σκιά που την ψυχή γλυκά θα μου απαλύνης
και θα μου πάρης τρυφερά να την αποκοιμίσης
την έγνια μου μεσʼ στους λωτούς και κει θα την αφήσης.
Το γέλιο που δε φαίνεται, ο πόθος που λικνίζει,
σα μια πνοή, φύλλα, νερά και γέννηση οιωνίζει.
Το άπλωμα του λαχταριστού χεριού πάντα να δώση,
να δώση. κʼ είνε ανύποπτο για μα δύναμη τόση.
Σπάταλο κίνημα παντού και σʼ ό,τι δεν αξίζει.
- Καθώς ο χρόνος κιʼ ο καιρός περνά και δε γυρίζει.
Κιʼ ο ύπνος που με τόνειρο μούκλεβε εμπιστοσύνη.
Ανάσταση το ξύπνημα και το πρωί αγιοσύνη.
Και λίγο λίγο τα μικρά και τα γλυκά που φτάναν,
μʼ έπαιρναν πάλι ξένιαστη και σκλάβα τους με κάναν.
Αχ, πως μπερδέφτηκα, κουτή, χωρίς φιλοδοξία,
μʼ αυτά τα λίγα μʼ έδεσε η χαρά τους προδοσία
και μοναχά κατάλαβα τι μούλειψε στʼ αλήθεια,
όταν τον είδα επίσημα να φεύγει με τα πλήθια
των δώρων του, πιστότατην ακολουθία. Χαθήκαν
περήφανα, ανεπίστροφα, σαν που να πλανηθήκαν.
Τώρα μʼ αυτό που μʼ άφησε μένω τʼ ομοίωμά του,
(αφήνει κάποτε ίχνη του σε κάποιο πέρασμά του)
κιʼ εμπρός σʼ αυτό το ομοίωμα - ω πλάνη αυτού του κόσμου!
Μαδώ πικρά κι αχρείαστα τα ρόδα του αίματος μου.


Μαρία Πολυδούρη, "Ηχώ στο Χάος"

ΥΓ: Να σημειωθεί ότι τα ορθογραφικά λάθη δεν διορθώθηκαν, για να παραμείνει, όπως λένε, πρωτότυπο στις γενιές το έργο της Πολυδούρη.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Niyia

Διάσημο μέλος

Η Niyia αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Επαγγέλεται Χορευτής. Έχει γράψει 2,858 μηνύματα.
Το ψέμα λατρεύεται με ευκολία απ' τις καρδιές.
Σου δίνει φτερά και το μόνο που ζητάει είναι να στα πάρει πίσω βίαια μια μέρα.
Δώσε μου λοιπόν και μένα κάτι από το ψέμα σου και μη σκεφτείς τίποτα.
Το πως θα πέσω είναι δική μου υπόθεση.

ΟΝΑΡ
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Isiliel

Επιφανές μέλος

Η Φεγγάρω αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 52 ετών και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 13,854 μηνύματα.
non credevi che il paradiso fosse solo lì [al primo piano]


εντεκα χιλιαδες χρονια πριν
ενας ανθρωπος σκαλισε
για πρωτη φορα την αγκαλια
δυο ανθρωπων
εκεινη την αγκαλια
που δεν περισσευει τιποτα
εκεινη την αγκαλια που
αλλα τοσα χρονια κι αν περασουν
δεν την ξεχνας αμα τη ζησεις
και που αμα την ξεχασεις
δε ζεις


"lovers", british museum, london. ο τιτλος του ποστ στιχος απο το "via del campo" του fabrizio de andre που ακουγεται στο μπακραουντ (ακου το ολο προσεχτικα ή ακου τουλαχιστον το τελευταιο διστιχο που λεει οτι απ'τα διαμαντια δε γεννιεται τιποτα, απ' την κοπρια γεννιουνται τα λουλουδια).​

Northaura

σημείωση: Πήρα ολόκληρη την δημοσίευση του northy ...μην περιμένετε να ακούσετε τίποτα στο backround...
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Iduna

Εκκολαπτόμενο μέλος

Η Iduna αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 153 μηνύματα.
Αλλά σαν έφτασε στο ικρίωμα - Brecht

Αλλά σαν έφτασε στο ικρίωμα για να τον σκοτώσουν
έφτασε σ'ένα ικρίωμα, που το χαν όμοιοι του φτιάξει.
Ακόμα κι ο μπαλτάς που τον περίμενε
απ' όμοιους του ήτανε φτιαγμένος. Είχανε φύγει μοναχά
ή δεν τους είχαν διώξει, όμως εκεί
μέσα στο έργο τους βρίσκοταν τα χέρια τους. Ως και το φως
στους διαδρόμους που πέρασε για να πάει στο θάνατο
δε θα υπήρχε χωρίς αυτούς. Ακόμα και το σπίτι
απ' όπου τον αρπάξανε, ακόμα κι όποιο άλλο σπίτι.
Γιατί
λοιπόν να 'ναι ολομόναχος, αυτός που μιλούσε για χάρη τόσων άλλων;
Επειδή
οι καταπιεστές ενώνονται μα οι καταπιεσμένοι μένουν χωρισμένοι.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Iduna

Εκκολαπτόμενο μέλος

Η Iduna αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 153 μηνύματα.
Iσραφήλ - Ε.Α. Poe

Στον ουρανό ένα πνεύμα κατοικεί
"Πόχει χορδές λαγούτου για καρδιά του"
Κανείς φωνή τόσο μελωδική
Σαν του άγγελου Ίσραφηλ δεν έχει εκεί
Και τ' άστρα(λεν οι θρύλοι οι μθστικοί)
Σα μεθυσμένα,ακούν τη μαγική
Σωπαίνοντας λαλιά του.

Μεσουρανεί ψηλά
Κι ως αργοπάει με χάρη
Το πορφυρό φεγγάρι
Μ' αγάπη του γελά,
Και,ν' ακούει τ' αστοπελέκι
(Με την Πούλια που παρέκει
Εφτάδα πλέκει),
Στα ουράνια στέκει.

Κι όλα λεν (η αστοπλημμύρα
Κι ό,τι ακούει του την ωδή)
Πως του Ίσραφηλ η πύρα
Γεννιέται από τη λύρα
Πόχει και τραγουδάει -
Το ζωντανό κρουστήρα
Που κρούει κάθε χορδή.

Μα αυτός στα ουράνια περπατάει,
Που βασιλεύει η συλλογή η βαθιά -
Που Θεός η Αγάπη κυβερνάει -
Που φτερουγούν τα Ουρί μ' αιθέρια
Μάτια,γιομάτη απ' τη μορφιά
Που εμείς λατρεύμουμε στ΄αστέρια

Γι΄αυτό,δεν έχεις λάθος,
Άν,ω Ίσραφήλ,καταφρονείς
Ένα τραγούδι δίχως πάθος
Δικό σου είναι της δάφνης τ' άνθος
Γιατ' είσαι ο πιο καλός τραγουδιστής!
Εύθυμα ζήσε στων καιρών το βάθος!

Τα λόγια σου τα φλογερά
Σ' υπέργειες έκστασες αρμόζουν πλέρια -
Το μίσος σου,η αγάπη,κ΄η λύπη,κ' η χαρά,
Του ολόθερμου λαγούτου σου είναι ταίρια -
Καλά και δε μιλούν τ' αστέρια!

Τα ουράνια ναι,δικά σου όμως εμείς
Στον κόσμο μας δεν έχουμε αγγελούδια
Κ' ειν τα λουλούδια μας μονο - λουλούδια
Της ευτυχίας σου ο ίσκιος της τρανής
Για μας είναι ήλιος και τραγούδια

Εκεί να 'μουν εγώ
Ψηλά να κατοικώ
Και να 'ταν ο Ίσραφηλ κάπου εδώ περα,
Ίσως δε θα 'βανε σκοπό τόσο γλυκό
Από μια ανθρώπινη φλογέρα,
Ενώ θα ηχούσε εν' ασμα πιο μαγευτικό
Μεσ' απ' τη λύρα μου στα ουράνια περα.

Aν και οκ, ο Ποε (οπως και ο καθε ποιητης αλλα αναφερομαι στον Ποε γτ οι περισσοτεροι ξερουν αγγλικα) διαβαζεται μονο στην γλωσσα του.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Γίδι

Τιμώμενο Μέλος

Η Γίδι αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 22,554 μηνύματα.
...Μιλημένα τά σώματα καί οί βάρκες πού έκρουζαν γλυκά
Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τά "πίστεψέ με" και τα "μή"
Μιά στόν αέρα μιά στή μουσική...

Ελύτης, Μονόγραμμα...
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Γίδι

Τιμώμενο Μέλος

Η Γίδι αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 22,554 μηνύματα.
Γιάννης Ρίτσος - Τὸ κυκλάμινο

Μικρὸ πουλὶ τριανταφυλλί, δεμένο μὲ κλωστίτσα,
μὲ τὰ σγουρὰ φτεράκια του στὸν ἥλιο πεταρίζει.
Κι ἂν τὸ τηράξεις μιὰ φορά, θὰ σοῦ χαμογελάσει
κι ἂν τὸ τηράξεις δυὸ καὶ τρεῖς, θ' ἀρχίσεις τὸ τραγούδι.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

allen

Νεοφερμένος

Ο allen αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Έχει γράψει μόλις ένα μήνυμα.
Γράμμα σ' ενα Φίλο

Δρόμοι μεγάλοι,
οι φλέβες μιας μεγάλης πολιτείας
που μέσα της κυλούμε,
την θρέφουμε και την κάνουμε ακόμη μεγαλύτερη.
Δρόμοι πολύβουοι
κι όμως ούτε μια ανθρώπινη φωνή.
Παλιέ μου φίλε που να βρίσκεσαι τώρα;
Σε ποιο δρόμο να κυλάς και ποια πόλη να θρέφεις;
Σε θυμάμαι καθώς ήμασταν παιδιά
που κοιτούσαμε τα πεύκα
να χιμούν στις πλαγιές με το φύσημα του αγέρα.
Μελίσσι ο κόσμος βούιζε γύρω μας
μα εσύ στεκόσουν και κοίταζες μόνο τα πεύκα.
Κι ήταν προς το απόγευμα, όταν γύρισες και μου είπες
δείχνοντας τα: «Είναι σαν κι εμάς».
Μα τα πεύκα συνέχιζαν να χιμούν στις πλαγιές
καθώς εμείς μεγαλώναμε και τα σώματα μας
πήραν τη θέση άλλων στους μεγάλους δρόμους.
Και σε ξαναθυμήθηκα πολύ καιρό μετά
όταν ζήτησα να ξαποστάσω
κάτω από ένα μοναχικό πεύκο
που δρόσιζε το μέτωπο ενός βράχου δίπλα στη θάλασσα
τρίβοντας ολοένα και περισσότερο το δέρμα μου
για να διώξω τη σκόνη των μεγάλων δρόμων
αυτή που μας την είπαν μοναξιά.
Δρόμοι μεγάλοι,
ένα μεγάλο δίχτυ που απλώθηκε και μας παγίδεψε.
Και τρέχουμε ψάχνοντας τις στροφές
προσπαθώντας να κρυφτούμε
και να αποφύγουμε τους γυάλινους ανθρώπους,
τα μηνύματα και τα σήματα
που ολοένα και περισσότερο λογχίζουν τις ψυχές μας
και δεν φτουρούν πλέον κείνα τα ξύλινα σπαθιά
που είχαμε παιδιά
για να τους πολεμήσουμε.
Όμως τι να σ' έφερε στη μνήμη μου παλιέ μου φίλε
σήμερα που ξεκουράζομαι σαν ασθενής που ξυπνά από τη νάρκωση
σε τούτη την παραλία;
Μήπως τούτα τα πεύκα
που τα δέσαμε μεταξύ τους με σχοινιά σαν άλογα
να γυρνάνε με το φύσημα του αγέρα
στεγνώνοντας τα άπλυτα μας
κι αλέθοντας όλες μας τις παραξενιές,
ή μήπως εκείνο το «Είναι σαν κι εμάς»;

Χ. Μανωλάχης


Πρόσφατα ανακάλυψα ένα site (www.manolachis.gr) που είχε αυτό το ποίημα
πού το έκρινα ως πολύ ενδιαφέρον.
Εσεις τι λέτε;
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Αρκτούρος

Πολύ δραστήριο μέλος

Ο Αρκτούρος αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Έχει γράψει 868 μηνύματα.
Γλυκιά Ερανώ

- Γλυκιά Ερανώ, τα χάδια μου τ' αρνήθηκες

και τόσες άλλες μάταια σε ποθούνε.

Στ' αντρίκια τ' αγκαλιάσματα μη γύρισες;

Οι φιλενάδες σου έχουν να το πούνε.

Ποιός τάχα να σε χαίρετ' αγαπητικιά;

Πες μου, Ερανώ. Γιατί σε είδα ψες αργά

σ' απόκρυφο περβόλι, μοναχή

ν' αποτραβιέσαι;

- Μην πλανιέσαι,

κι έλα, ω Ξανθώ, σιμά μου, να σου πω

κάτι παράξενο• μα κράτα το για σένα.

Αγάπησα και χαίρουμαι την ίδια εμένα!

Σαν ξαφνιασμένο ελάφι με κοιτάς,

μα άκουσε, συ που ξέρεις ν' αγαπάς

μόνο τους άλλους, άκουσε να δεις.

Μέσα στην κάψα του μεσημεριού,

ξαπλώθηκα μια μέρα καταγής

γυμνή, στο βάθος του περιβολιού.

Ένα λεπτό κλωνάρι λουλουδιού

μου χάιδευε τα στήθια• χλιαρό

του ρυακιού το διάφανο νερό

μου ξέπλενε τα πόδια• απ' τα κλαριά

της φουντωτής μηλιάς τ' αηδόνι

με γλυκοτρέμουλη άρχισε φωνή

να τραγουδά τον Έρωτα και να με λιώνει...

Κι ως μού 'σφιγγε τα στήθια η Ηδονή,

ο νους μου γύρισε στα περασμένα

κι αναθυμόταν έναν ένα

τους νιούς, που χάρηκαν την αγκαλιά μου

τα φλογερά φιλιά και τη δροσιά μου,

κι αναθυμιόταν τις κόρες

που ερχόντανε σε με στεφανοφόρες

και βύζαιναν της ηδονής το γάλα.

Δυό γέρικα πλατάνια τρισμεγάλα

με δρόσιζαν με τα πλατιά τους φύλλα,

τριγύρω μου των λουλουδιών τα μύρα

σαν καταιγίδα επέφτανε. Διψούσα

για μια καινούριαν ηδονή. Βογγούσα

απ' την που μ' είχε ζώσει ανατριχίλα.



Τότε, Ξανθώ, χωρίς να καλονιώθω

τί κάνω, φρενιασμένη από τον πόθο.



Καθώς τυλίγει ο κύκνος το λαιμό

κάτω απ' το μαλακό φτερό

και σ' όνειρα βυθίζεται γλυκά,

έτσι διπλώθηκα κι εγώ

γύρω απ' τον ίδιο μου εαυτό,

κι απόλαψα - ώ, τρανή χαρά! -

την ίδια μου την ομορφιά.


Μυρτιώτισσα
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

nefnef

Νεοφερμένος

Η Νεφέλη αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 35 ετών και επαγγέλεται Φοιτητής/τρια. Έχει γράψει 96 μηνύματα.
(Απόσπασμα από το Μαρία-Νεφέλη του Ο.Ελύτη)

Κοιμήθηκα όπως μόνον μπορεί να κοιμηθεί κανείς πάνω σε ένα κρεββάτι που το ζέσταιναν οι ράχες άλλων.
Βάδιζα λέει σε παραλία ερημική όπου η σελήνη αιμορραγούσε και δεν άκουγες παρά του ανέμου τα πατήματα πάνω στα σάπια ξύλα. Ως το γόνατο μες στα νερά πήρα να φέγγω... από μέσα μου μεράκι αλλόκοτο, άνοιξα τα πόδια.
τα σπλάχνα μου άρχισαν μωβ πορτοκαλιά κυανά να πέφτουν. Με στοργή σκύβοντας τα 'πλενα ένα ένα.
προσεχτικά προπάντων στα σημεία που έβλεπα να έχουν αφήσει ουλές οι δαγκωματιές του αοράτου.
ώσπου τα μάζεψα όλα στην ποδιά μου, δίχως να βηματίσω προχωρούσα... φυσούσε η μουσική και με έσπρωχνε....
κομμάτια θάλασσες εδώ, κομμάτια θάλλασες πιο πέρα...
Θεέ μου, που πάει κανείς όταν δεν έχει μοίρα; που πάει κανείς όταν δεν έχει αστέρι;
άδειο το μυαλό, άδειο το σώμα και μόνο η πίκρα στρογγυλή γεμάτη, μες στη σελήνη τη μισή σαλεύοντας τα αγκάθια της... ένας ακόμα που δε γίνεται ποτέ να πιάσεις θηλυκός αχινός!!
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

nefnef

Νεοφερμένος

Η Νεφέλη αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 35 ετών και επαγγέλεται Φοιτητής/τρια. Έχει γράψει 96 μηνύματα.
Μισό μήλο εμείς, άλλο μισό ο απέραντος κόσμος
Μισό μήλο εμείς, άλλο μισό οι άνθρωποι
Μισό μήλο εσύ, άλλο μισό εγώ...
Εμείς



Η πιο όμορφη θάλασσα είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμη ταξιδέψει
Το πιο όμορφο παιδί δεν έχει ακόμη μεγαλώσει
Τις πιο όμορφες μέρες μας κανείς δεν τις έζησεν ακόμη
Και όσα είχα να σου πω, τα πιο όμορφα, δε σου τα 'χω πει ακόμη


(Ν.Χικμέτ)
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

nefnef

Νεοφερμένος

Η Νεφέλη αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 35 ετών και επαγγέλεται Φοιτητής/τρια. Έχει γράψει 96 μηνύματα.
Δυο Σταγόνες -Χέρμπερτ

Τα δάση καίγονταν-
εκείνοι πάντως
με τα χέρια τους σαν
μπουκέτα τριαντάφυλλα στεφάνωναν
ο ένας το λαιμό του άλλου

Οι άλλοι τρέχαν στα καταφύγια-
εκείνος είπε
θα μπορούσε να κρυφτεί κανείς στα
βάθη της κόμης της γυναίκας

Σκεπασμένοι με μια κουβερτα
ψιθύριζαν αδιάντροπα λόγια
-η λιτανεία των εραστών

κι όταν έγινε ανυπόφορο
πήδηξαν ο ένας μέσα στα μάτια του άλλου
κι έκλεισαν ερμητικά

Τόσο ερμητικά ώστε δεν ένιωσαν τις
φλόγες που έφτασαν ως τις βλεφαρίδες

Μέχρι το τέλος έμειναν γενναίοι
Μέχρι το τέλος έμειναν πιστοί
Μέχρι το τέλος έμειναν ίδιοι
Σα δυο σταγόνες κολλημένες
στο χείλος του προσώπου
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Isiliel

Επιφανές μέλος

Η Φεγγάρω αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 52 ετών και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 13,854 μηνύματα.
Η Μπαλάντα του κυρ-Mέντιου

Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρημάδια!
Kούτσα μια και κούτσα δυο,
της ζωής το ρημαδιό.

Mεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι·
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και μ' αφήναν νηστικό.

Tα παιδιά, τα καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στην παίδεια,
με κοτρώνια στα ψαχνά,
φούχτες μύγα στ' αχαμνά!

Aνωχώρι, Kατωχώρι,
ανηφόρι, κατηφόρι
και με κάμα και βροχή,
ώσπου μού βγαινε η ψυχή.

Eίκοσι χρονώ γομάρι
σήκωσα όλο το νταμάρι
κ' έχτισα, στην εμπασιά
του χωριού, την εκκλησιά.

Kαι ζεβγάρι με το βόδι
(άλλο μπόι κι άλλο πόδι)
όργωνα στα ρέματα
τ' αφεντός τα στρέμματα.

Kαι στον πόλεμ' "όλα για όλα"
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί
για τ' αφέντη το φαΐ.

Kαι γι' αφτόνε τον ερίφη
εκουβάλησα τη νύφη
και την προίκα της βουνό,
την τιμή της ουρανό!

Aλλ' εμένα σε μια σφήνα
μ' έδεναν το Mάη το μήνα
στο χωράφι το γυμνό
να γκαρίζω, να θρηνώ.

Kι ο παπάς με την κοιλιά του
μ' έπαιρνε για τη δουλειά του
και μου μίλαε κουνιστός:
― Σε καβάλησε ο Xριστός!

Δούλεβε για να στουμπώσει
όλ' η Xώρα κ' οι Kαμπόσοι.
Mη ρωτάς το πώς και τί,
να ζητάς την αρετή!

― Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου!
― Nτράπου! Tις προγόνοι ντράπου!
― Aντραλίζομαι!... Πεινώ!...
― Σουτ! Θα φας στον ουρανό!

K' έλεα: όταν μιαν ημέρα
παρασφίξουνε τα γέρα,
θα ξεκουραστώ κ' εγώ,
του θεού τ' αβασταγό!

Όχι ξύλο! Φόρτωμα όχι!
Θα μου δώσουνε μια κόχη,
λίγο πιόμα και σανό,
σύνταξη τόσω χρονώ!

Kι όταν ένα καλό βράδι
θα τελειώσει μου το λάδι
κι αμολήσω την πνοή
(ένα πουφ! είν' η ζωή),

η ψυχή μου θενά δράμει
στη ζεστή αγκαλιά τ' Aβράμη,
τ' άσπρα, τ' αχερένια του
να φιλάει τα γένια του!...

Γέρασα κι ως δε φελούσα
κι αχαΐρευτος κυλούσα,
με πετάξανε μακριά
να με φάνε τα θεριά.

Kωλοσούρθηκα και βρίσκω
στη σπηλιά τον Άη Φραγκίσκο:
-"Xαίρε φως αληθινόν
και προστάτη των κτηνών!

Σώσε το γέρο κυρ Mέντη
απ' την αδικιά τ' αφέντη
συ που δίδαξες αρνί
τον κυρ λύκο να γενεί!

Tο σκληρόν αφέντη κάνε
από λύκο άνθρωπο κάνε!..."
Mα με την κουβέντ' αφτή
πόρτα μού κλεισε κι αφτί.

Tότενες το μάβρο φίδι
το διπλό του το γλωσσίδι
πίσου από την αστοιβιά
βγάζει και κουνάει με βια:

― "Φως ζητάνε τα χαϊβάνια
κ' οι ραγιάδες απ' τα ουράνια,
μα θεοί κι οξαποδώ
κει δεν είναι παρά δω.

Aν το δίκιο θες, καλέ μου,
με το δίκιο του πολέμου
θα το βρείς. Oπού ποθεί
λεφτεριά, παίρνει σπαθί.

Mη χτυπάς τον αδερφό σου -
τον αφέντη τον κουφό σου!
Kαι στον ίδρο το δικό
γίνε συ τ' αφεντικό.

Xάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο,
χάιντε Σύμβολον αιώνιο!
Aν ξυπνήσεις, μονομιάς
θά ρτει ανάποδα ο ντουνιάς.

Kοίτα! Oι άλλοι έχουν κινήσει
κ' έχ' η πλάση κοκκινήσει
κι άλλος ήλιος έχει βγει
σ' άλλη θάλασσ', άλλη γη".



(από τα Ποιητικά, O Kέδρος 1956)

Διαβάζει ο Κώστας Βάρναλης
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Νωεύς

Τιμώμενο Μέλος

Ο Ιάσων αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Επαγγέλεται Μαθητής/τρια και μας γράφει απο Άγιο Πνεύμα (Σέρρες). Έχει γράψει 5,713 μηνύματα.
Η σχέση μου

Τι σχέση έχω εγώ,
Με τον Θεό που ενώνει τους ανθρώπους;
Ποιος μου ʽπε πως Αυτός με τιμωρεί;
Των μάγων που μαγεύουνε παιδιά με δώρα
Είμαι παιδί εγώ στην αλική
Είμαι το άλας ενός κόσμου
Που τον ενώνει μόνον μία φυλακή

Τι σχέση έχω εγώ,
Με τον Θεό των ζωντανών ανθρώπων;
Ποιος μου ʽπε πως Αυτός μʼ επιτηρεί;
Των φαύλων που υμνολογούν νεκρούς σε φόρα
Είμαι νεκρός εγώ σε μιάν αυλή
Είμαι με σάρκα και οστά ανθρώπου
Που με εμπνέει μόνον λίγη ηδονή.
Νωεύς
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

stella1

Νεοφερμένος

Η στελλα. αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Επαγγέλεται Ζωγράφος. Έχει γράψει 42 μηνύματα.
δικα μας ποιηματα γραφουμε εδω?
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Palladin

Διάσημο μέλος

Η Palladin αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 2,415 μηνύματα.

stella1

Νεοφερμένος

Η στελλα. αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Επαγγέλεται Ζωγράφος. Έχει γράψει 42 μηνύματα.
ΝΙΚΗΣΑΜΕ!!!!!!
ενα βουνο απ οραμα σε οραμα ταιριαζω
δροσοσταλιδα πρωινη θα σταξει προσμονη
και περισκεψη απ το φως στο φως
το φως που μας ταιριαζει
το φως που μας ενωνει
το φως που ανασαινει
Ανοιγει η πρωινη δροσια του δρομου την αρμαδα
να ταξιδεψουμε απλετα σε δρομους απο κυμα
βουνισιο και θαλασσινο και ονειρα γεματο
το κυμα που μας εφερε
το κυμα που μας γεννησε
το κυμα που μας παιρνει
Κατασαρκα φορω, φορας ,φοραμε ελπιδα
και ολου του κοσμου η πειθω αγουροξυπνημενη
μολις ανασηκωθηκε απ τον βαθυ τον υπνο
η μαχη που δεν δωσαμε
η μαχη που κουραστηκε
η μαχη που κερδηθηκε.
Κοιτα
φως ,κυμα και μαχη
ενα τριπτυχο στο δρομο της ζωης μας
ελπιδα το μοναχικο, απατητο λημερι
και εμεις τα αφησαμε γιατι θελαμε να ανεβουμε
εκει που η αετου φωλια
εκει που μας αξιζει
νικησαμε.
στελλα
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Χρήστες Βρείτε παρόμοια

Top