Κλείνοντας τον 3ο κύκλο του parafernalia, ένα τελευταίο post αφιερωμένο στον @Δεσμώτη παλιό θαμώνα του στεκιού.
Τα άσματα του Μαλντορόρ είναι ατραπός με μυστική δύναμη.
Αποδίδοντας την απόλυτη τιμή στην μεγαλοφυή πεζή ποίηση του κόμητα του Λοτρεμόν, αναγιγνώσκεται φωναχτά, απαγγελτά, όπως η εκτέλεση ενός τελετουργικού.
Μπροστά στον κόμητα, ο Κιμούλης όταν απαγγέλει Ρεμπώ, ακούγεται σαν πορδή.
Ο ποιητής όμως προειδοποιεί: Δεν είναι σωστό τις σελίδες του να τις διαβάσει όλος ο κόσμος. Λίγοι είναι αυτοί που θα γευτούνε τούτο το φαρμακερό καρπό χωρίς να διατρέξουν κίνδυνο.
Αν και δεν κατατάσσεται φιλολογικά στην beat poetry, νομίζω ότι η θέση του είναι εδώ αφού το πνεύμα του είναι το πιο συγγενικό (και γιατί το θρεντ το άνοιξα εγώ

).
Χαίρετε γερόντισσες του στεκιού, και φέρνετέ με στο νου σας αν τύχει και με διαβάσετε.
Κι εσύ, νέε άνθρωπε που μοιραζόσουνα ποιήματα, μην απελπίζεσαι καθόλου, γιατί μέσα στο ξωτικό, παρά την αντίθετη γνώμη σου γι' αυτό, έχεις ένα φίλο.
Κι αν λογαριάσεις και το acarus sarconte που προκαλεί την ψώρα, τότε θα έχεις δύο.
------------
Πήρα την πέννα που θα στήσει το δεύτερο τραγούδι...σύνεργο αδραγμένο από φτερούγα ρούσου θαλασσαετού!
Τι πάθανε όμως τα δάχτυλά μου; Με το που πάω ν' αρχίσω να δουλεύω, παραλύουν οι κλειδώσεις μου. Κι είναι ανάγκη να γράψω...
Τίποτα! το επαναλαμβάνω πως είναι ανάγκη να γράψω τη σκέψη μου: είναι δικαίωμά μου όπως κι αλλουνού, να υποταχθώ σ' αυτή την έμφυτη διάθεση...
Πάλι τίποτα! Η πέννα δεν προχωρεί... Για δείτε μακριά στην εξοχή πως αστράφτει. Την οικουμένη διατρέχει η καταιγίδα.
Βρέχει... Όλο βρέχει... Πως βρέχει! Ο κεραυνός που έπεσε... όρμησε απ' το μισάνοιχτο παράθυρό μου και χτυπώντας με στο μέτωπο μ' έριξε χάμου.
Κακόμοιρο αγόρι! αρκετά σημαδεμένο ήταν το πρόσωπό σου από τις πρόωρες ρυτίδες και την εκ γενετής του ασκήμια, για να μην του χρειαζότανε κι η μακριά ουλή απ' το θειάφι! (Ενώ η πληγή θ' αργήσει να γιατρευτεί, μου φάνηκε πως έκλεισε.)
Γιατί όμως αυτή η θύελλα, και γιατί να παραλύσουν τα δάχτυλά μου; Να' ναι προειδοποίηση από πάνω, για να με εμποδίσει να γράψω και να σκεφτώ καλύτερα πριν προβώ σ' αυτό που έχω κατά νου, διυλίζοντας πρώτα τον αφρό του τετράγωνου στόματός μου;
Πάντως ο κεραυνός δεν μ' έκανε να φοβηθώ, κι ούτε θα μ' ένοιαζε μια λεγεώνα από δαύτους!
Ωστόσο, αν κρίνω από την πληγή στο μέτωπό μου, οι πράκτορες της ουράνιας αστυνομίας, με πολύ ζήλο φέρνουν σε πέρας την ελεεινή τους αποστολή. Όσο για τον Παντοδύναμο, δεν είμαι εγώ αυτός που θα τον ευχαριστήσει για την σκοπευτική του δεινότητα, που στέλνοντας τον κεραυνό μου χώρισε το πρόσωπο ακριβώς στα δύο, αρχίζοντας από το μέτωπο που είναι κι επικίνδυνο το τραύμα: αφήνω άλλον να τον συγχαρεί!
Πάντα οι θύελλες χτυπούν τους δυνατότερούς τους.
Ώστε έτσι λοιπόν, φριχτέ Θεέ, με της οχιάς το πρόσωπο, μη όντας ευχαριστημένος με το να με σπρώχνεις στην τρέλα, φλομώνοντας την ψυχή μου από αγανάχτηση και το μυαλό μου από οργή, θάνατος αργός και σίγουρος, θεώρησε πρέπον η εξοχότητά σου ύστερα από ώριμη σκέψη, να κάνει να τρέξει κι από το μέτωπό μου ένα φλυτζάνι αίμα!...
Σου είπε όμως κανείς, τίποτα ποτέ;
Το ξέρεις πως καμιά αγάπη δεν σου έχω και μόνο σε μισώ; Γιατί λοιπόν επιμένεις; Πότε επιτέλους η συμπεριφορά σου θα ευαρεστηθεί να σταματήσει να κρύβεται κάτω απ' αυτές τις επιδείξεις της παλαβομάρας;
Μίλησε ειλικρινά σαν να μιλάς σε φίλο : δεν είναι η αμφιβολία που σε κάνει να παίρνεις με τόση βιασύνη, τη στιγμή του αποτρόπαιου κατατρεγμού σου, αυτό το νηφάλιο ύφος, για να μη τυχόν κανένα από τα σεραφείμ σου τολμήσει ν' αντιληφθεί το όλο μασκαριλίκι;
Θυμός που σε πιάνει τώρα! Μάθε λοιπόν, πως αν μ' άφηνες να ζήσω στο ίδιο αμπρί με τους καταδιωγμούς σου, η ευγνωμοσύνη μου θα σου ήταν αιώνια...
Εμπρός Σουλτάνε, απάλλαξέ με με τη γλώσσα σου από τούτο το αίμα πούχει λερώσει το πάτωμα. Η επίδεση της πληγής έγινε: όταν σταμάτησε η αιμοραγία, έπλυνα το μέτωπό μου μ' αλατόνερο κι έφερα τις γάζες σταυρωτά στο πρόσωπό μου. Το αποτέλεσμα ήταν: να μουσκέψουν στο αίμα, μόνο τέσσερα πουκάμισα και δύο μαντήλια.
Ποιος θα μπορούσε να πιστέψει, πως ο Μαλντορόρ με το πελιδνό σαν πεθαμένου πρόσωπο, είχε στις αρτηρίες του τόσο αίμα. Κι όμως έτσι είναι. Μπορεί να ήταν αυτό όλο κι όλο το αίμα που είχε στο κορμί του, κι αυτό που του απόμεινε να είναι ελάχιστο.
Άντε λιμάρικο σκυλί, φτάνει. Άσε το πάτωμα, γέμισε η κοιλιά σου. Όπου να' ναι θ' αρχίσεις να ξερνάς. Άντε χόρτασες, πήγαινε στη γωνιά σου. Σε πελάγη ευτυχίας κολυμπάς που για τρεις μέρες δεν θα σκεφτείς την πείνα, χάρη στα αιμοσφαίρια που κατέβασες μ' έκδηλη βουλιμία στο λαρύγγι σου.
Λέμα, πάρε εσύ μια σκούπα. Μακάρι να μπορούσα να' παιρνα και γω άλλη μία, μου λείπει όμως η δύναμη. Το καταλαβαίνεις πως μου λείπει η δύναμη, δεν είναι έτσι;
Τα δάκρυά σου να ξαναμπούν στη θήκη τους, γιατί θα με κάνεις να πιστέψω πως δεν έχεις το κουράγιο ν' ατενίζεις ψύχραιμα το μεγάλο σημάδι ενός μαρτυρίου που για μένα έχει χαθείς το σκοτάδι των χρόνων που έχουν κυλήσει.
Θα πας να φέρεις απ' τη βρύση δυο κουβάδες νερό, και μια που το πάτωμα πλύθηκε, βάλε τα εσώρουχα στο διπλανό δωμάτιο. Κι αν ξανάρθει απόψε η πλύστρα, -που πρέπει να'ρθει,- τις τα δίνεις.
Έτσι πολύ όμως που έβρεξε εδώ και μια ώρα και συνεχίζει να βρέχει, δεν νομίζω να βγει από το σπίτι της. Αν σε ρωτήσει από που είναι αυτό το αίμα, δεν είσαι υποχρεωμένος να της απαντήσεις.
Εξαντλημένος που νιώθω! Ας είναι. Τη δύναμη να σηκώσω τον κοντυλοφόρο και να τριβολίσω τη σκέψη μου θα την έχω. Και τι κέρδισε ο Δημιουργός με το να με τρομάξει λες κι ήμουνα παιδί, κρύβοντας τον κεραυνό μέσα στην καταιγίδα;
Η απόφασή μου να γράψω, παραμένει αμείωτη. Αυτές οι γάζες πολύ μ' ενοχλούν, κι η κάμαρά μου μυρίζει αίμα...
******
Ποτέ να μην έρθει η μέρα, που ο Λόεγκριν και γω, θα πέρναμε στο δρόμο πλάι-πλάι, χωρίς να κοιταχτούμε, σκουντώντας τον αγκώνα μας, σαν δυο βιαστικοί περαστικοί. Ούτε θέλω να το βάζει ο νους μου, πως είναι δυνατό να συμβεί αυτό!
Τέτοιον θέλησε να φτιάσει τον κόσμο, ο Ύψιστος: και θα' δειχνε περισσότερη φρονιμάδα, αν σ' αυτό το ίδιο χρονικό διάστημα που χρειάστηκε να ανοίξει το κεφάλι μιας γυναίκας, χτυπώντας το μ' ένα σφυρί, ξεχνούσε την άυλη υπόστασή του, και μας αποκάλυπτε τα μυστήρια όπου σφαδάζει μέσα σε δαύτα, σαν ψάρι στο αμπάρι, η ύπαρξή μας.
Όμως, έτσι πολύς και μεγάλος που είναι, αυτό μας το δίνει να το καταλαβαίνουμε με την δύναμη των επινοήσεών του. Αν κάποτε συνδιαλεγόταν με τους ανθρώπους, όλες οι ντροπές θα ξεπήδαγαν στα μούτρα του. Τι άθλιος που είσαι! γιατί δεν κοκκινίζεις; Σαν να μην μας έφτανε η στρατιά από τους φυσικούς και ψυχικούς πόνους που μας περικυκλώνει, σκαρφίστηκε: το μυστικό της ξεσκισμένης μοίρας μας να το κρατήσει απόρρητο.
Τον ξέρω εγώ τον Παντοδύναμο... όπως κι αυτός ξέρει εμένα.
Κι αν τύχει να βρεθούμε στο ίδιο μονοπάτι, μόλις με πάρει το μάτι του από μακριά που τίποτα δεν του ξεφεύγει, αλλάζει δρόμο, για ν' αποφύγει το λευκόχρυσο τριπλό κεντρί που μου'δωσε για γλώσσα η φύση!
Μεγάλη θα μου κάνεις ευχαρίστηση, Δημιουργέ, να μ' αφήσεις να σου εξωτερικεύσω τα αισθήματά μου. Κι όπως ξέρω να χειρίζομαι τις φοβερές ειρωνείες ψύχραιμα και σταθερά, σε προειδοποιώ πως η καρδιά μου θα βαστάξει για να σε πολεμήσω ως την τελευταία μου στιγμή.
Θα φάει μια αυτή η κούφια σου καρκάσα, που θα κάνω να ξεπεταχθούν από μέσα όλα τ' απομεινάρια της νόησης, που κρατάς καταχωνιασμένα στους λοβούς του εγκεφάλου σου, μην τυχόν κι εξισωθεί ο άνθρωπος μαζί σου, ύπουλε ληστή, λες και δεν το' ξερες πως θα'ρχότανε η μέρα, που αυτά δεν θα ξέφευγαν απ' το άγρυπνο μάτι μου, και πως αρπάζοντάς τα θα τα μοίραζα στους συνανθρώπους μου.
Όπως κι έκανα, και τώρα πια δεν σε φοβούνται και σ' αντιμετωπίζουν δύναμη προς δύναμη.
Εμπρός λοιπόν, στείλε μου το θάνατο, για να κάνεις την τόλμη μου να μετανοιώσει: το στήθος μου το ξεγύμνωσα και με ταπεινοσύνη περιμένω.
Παρουσιαστείτε, γελοία σκιάχτρα των αιώνιων τιμωριών!...εμφαντικές παράτες συμβόλων πολυξασκουσμένων! Τώρα κάνει πως δεν μπορεί να σταματήσει την κυκλοφορία του αίματός μου που τον κοροϊδεύει.
Έλα όμως που εγώ έχω αποδείξεις, πως δεν διστάζει καθόλου να κόβει τη ζωή ανθρώπων πάνω στο άνθος της ηλικίας τους, τότε που μόλις αρχίζουν να γεύονται τις απολαύσεις της ζωής.
Απλούστατα είναι άσπλαχνος, κατά τη μέτρια γνώμη τη δική μου.
Αφού τον έχω δει ν' ανοίγει την όρεξη της ανώφελης σκληρότητάς του, με το να βάζει φωτιές και να χάνονται μέσα σε δαύτες γέροντες και παιδιά! Δεν είμαι εγώ που αρχίζω την επίθεση, αυτός με αναγκάζει να τον κάνω να βουρλίζεται σαν σβούρα με χαλυβδόσκοινο ματσούκι.
Ή μήπως τις κατηγόριες που εξακοντίζω εναντίον του, δεν μου τις έβαλε στο στόμα ο ίδιος;
Τον ασίγαστο οίστρο μου, με τίποτα δεν θα τον κάνει α στερέψει, γιατί τρέφεται με εφιαλτικά παραληρήματα, που βασανίζουν τις αϋπνίες μου.
Ό,τι προηγήθηκε, γράφτηκε για χάρη του Λόεγκριν: ας ξαναγυρίσουμε λοιπόν σ' αυτόν.
Από φόβο, μήπως γίνει κι αυτός αργότερα σαν τους άλλους ανθρώπους, είχα πάρει την απόφαση να τον σκοτώσω, χτυπώντας τον με μαχαίρι, μόλις άφηνε την ηλικία της αθωότητας.
Το σκέφτηκα όμως καλά κι εγκατέλειψα έγκαιρα την απόφασή μου. Δεν χωράει αμφιβολία πως η ζωή του επί ένα τέταρτο της ώρας διέτρεξε κίνδυνο. Τα πάντα ήταν έτοιμα και το μαχαίρι αγορασμένο.
Κομψό που ήταν εκείνο το στιλέτο! Βέβαια, η χάρη κι η κομψότητα είναι κάτι που τα προσέχω ακόμα και στα φονικά όργανα; ήταν μακρύ και μυτερό. Ένα μόνο χτύπημα στο λαιμό, διαπερνώντας μια απ' τις αρτηρίες της καροτίδας, νομίζω θα ήταν αρκετό.
Πάντως είμαι ευχαριστημένος για τη στάση που κράτησα, γιατί αργότερα θα μετανοούσα.
Τώρα λοιπόν, Λόεγκριν, κάνε όπως θες και όπως σου αρέσει.
Θέλεις να με κλείσεις σ' ένα μπουντρούμι για όλη μου τη ζωή, έχοντας συντροφιά μου τους σκορπιούς, θέλεις να μου βγάλεις το μάτι και να το πετάξεις, εγώ δεν πρόκειται να σου κάνω το παραμικρό παράπονο ποτέ.
Είμαι δικός σου, σου ανήκω, και δεν ζω παρά μόνο για σένα.
Ο πόνος που θα μου προξενήσεις, δεν θα συγκρίνεται με την ευτυχία του να ξέρω, πως εκείνος που με πληγώνει με τα δολοφόνα χέρια του, είναι βουτηγμένος σ' ένα μύρο πιο ιερό από κείνο των συνανθρώπων του!
Εξακολουθεί να είναι ωραίο να δίνει κανείς τ ζωή του για μια ανθρώπινη ύπαρξη, διατηρώντας έτσι την ελπίδα πως όλοι οι άνθρωποι δεν είναι κακοί, αφού υπήρξε ένας που μπόρεσε να κατανικήσει τη δυσπιστία μου και μ' έκανε να τον συμπαθήσω.
