Αποσπάσματα από βιβλία που αγαπάμε

EvanescenceQ

Επιφανές μέλος

Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 28 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
1642445142436.png
 

parafernalia

Περιβόητο μέλος

Ο Νίκος αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Επαγγέλεται Προγραμματιστής/τρια και μας γράφει απο Αθήνα (Αττική). Έχει γράψει 4,800 μηνύματα.
‘Ο χρόνος δεν έχει νόημα χωρίς το θάνατο. Ο θάνατος χρησιμοποιεί το χρόνο. Αυτή είναι μια σωρευτική διαδικασία και έτσι ο χρόνος καταναλώνεται όλο και πιο γρήγορα. Χρόνος είναι αυτό που τελειώνει. Χρόνος είναι ο περιορισμένος χρόνος που βιώνεται από ένα όν το οποίο αισθάνεται το χρόνο δηλαδή κάνει ρυθμίσεις στο χρόνο στο πρότυπο αυτών που ο Korzybski ονομάζει συμπεριφορά νευρο-μυϊκής πρόθεσης αναφορικά με το περιβάλλον σαν σύνολο. Ο έλεγχος χρειάζεται χρόνο. Ο έλεγχος έχει ανάγκη το ανθρώπινο χρόνο. Ο έλεγχος χρειάζεται τα δικά σου σκατά, κάτουρα, πόνο, οργασμό, θάνατο. Τι σκοπεύει λοιπόν να κάνει ο έλεγχος με αυτό το τόσο όμορφο εμπόρευμα? (Όπως και οι ιερείς των Μάγια) σκοπεύει να χρησιμοποιήσει τον ανθρώπινο χρόνο για να φτιάξει περισσότερο χρόνο. Αν ο χρόνος είναι αυτό που βιώνει ένα όν που αισθάνεται, τότε ο θάνατος για το όν αυτό είναι το τέλος του χρόνου. Και αν πάρουμε το θάνατο σαν μηδενικό τότε μπορούν να συμπληρωθούν επιταγές για οποιαδήποτε χρονικά ποσά προσθέτοντας μηδενικά.’
Ο Α Πουκ είναι εδώ, William Burroughs
 

RafAspa94

Περιβόητο μέλος

Η RafAspa94 αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Επαγγέλεται Καθηγητής/τρια. Έχει γράψει 4,733 μηνύματα.
Μεγάλη κολυμπήθρα τα δάκρυα, παιδί μου…
Θα βρούμε, εκεί που πάμε, το Θεό. Και θα τον βρούμε, όχι όπως τον παριστάνουν όσοι δεν τον είδαν ποτέ τους, ένα ροδομάγουλο γέρο, που κάθεται μακάρια σε πουπουλένια σύννεφα και προστάζει. Μα σα μικρή φωνή που τινάζεται από τα σωθικά μας και σηκώνει πόλεμο.
Χαίρουμαι, άνθρωπος είμαι, όταν μου τύχει ένα καλό, μα πιο πολύ χαίρουμαι όταν πλακώσει η δύσκολη ώρα! Γιατί λέω: τώρα θα δείξεις, παπα-Φώτη, αν είσαι άντρας αληθινός ή κουνέλι.
Όταν πολυσυχάσει το νερό, βουρκιάζει, όταν πολυσυχάσει η ψυχή, βουρκιάζει.
Και στο πιο μικρό πετραδάκι, και στο πιο ταπεινό λουλούδι, και στην πιο σκοτεινή ψυχή, βρίσκεται ολάκερος ο Θεός.
Νίκος Καζαντζάκης. Ο Χριστός ξανά σταυρώνεται
 

Nascentes morimur

Διάσημο μέλος

Η Nascentes morimur αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 2,435 μηνύματα.
"Αν η αναγκαιότητα αποδειχτεί στην καθημερινότητα,
στην κοινωνία, στο κράτος, ως οικείο πάθος, τότε
ξυπνάει ο τρόμος. Μέσα στην εξέγερση που ταράζει
τον άνθρωπο και τον κάνει να φωνάζει δυνατά: “Αυτό δεν
είναι δυνατόν”, υπάρχει ήδη η απελπισμένη
βεβαιότητα ότι «αυτό» είναι δυνατόν".

Αλμπερ Καμύ,
Στοχασμοί
 

EvanescenceQ

Επιφανές μέλος

Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 28 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
Κάθομαι εδώ στο παράθυρο,

κοιτάω τους διαβάτες και κοιτάζομαι μέσα στα μάτια τους.

Θαρρώ πως είμαι μια σιωπηλή φωτογραφία μες στη παλιά κορνίζα της , κρεμασμένη έξω από το σπίτι,στο δυτικό τοίχο εγώ και το παράθυρο μου.

Κοιτάζω κάποτε ο ίδιος , ετούτη τη φωτογραφία με τα ερωτικά,

κουρασμένα της μάτια.

Ένας ίσκιος αποκρύβει το στόμα,..η επίπεδη λάμψη από το τζάμι της κορνίζας.

Στιγμές-στιγμές , αντίκρυ στο ηλιόγερμα ή στο φεγγαρόφωτο , σκεπάζει ολόκρηρο το πρόσωπο κι είμαι κρυμμένος πίσω από ένα τετράγωνο φως χλωμό ή ασημένιο ή ρόδινο και μπορώ ελεύθερα να κοιτάζω τον κόσμο χωρίς κανένας να με βλέπει.

Ελεύθερα-και τι να πούμε;

Δεν μπορώ να σαλέψω τη πλάτη μου… ο νωτισμένος ήπυρωμένος τοίχος στο στήθος μου το ψυχρό τζάμι οι μικρές φλέβες των ματιών μου διακλαδωμένες μέσα στο γυαλί.

~Το παράθυρο~ Γ.Ρίτσος.
 

parafernalia

Περιβόητο μέλος

Ο Νίκος αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Επαγγέλεται Προγραμματιστής/τρια και μας γράφει απο Αθήνα (Αττική). Έχει γράψει 4,800 μηνύματα.
Ω! πάψε πια, ανθρωπάκο! Υπάρχουν δυο λογιών ήχοι, το ουρλιαχτό της καταιγίδας στις Βουνοκορφές και οι πορδές σου! Δεν είσαι παρά μια πορδή και θαρρείς πως μοσχοβολάς βιολέτα.
(Άκου ανθρωπάκο - Wilhelm Reich)

Υ/Γ: αφορμή από έναν instant τύπο εδώ μέσα που μας τα έχει κάνει @@νο!
 

EvanescenceQ

Επιφανές μέλος

Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 28 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
Αποσπάσματα| Χαμογέλα ρε τι σου ζητάνε; | Χρόνης Μίσσιος
Το νόημα της ελευθερίας

Πιστεύω πως το πρόβλημα της ελευθερίας του ανθρώπου ξεκινάει από το σώμα του. Άμα δεν έχεις το δικαίωμα να χρησιμοποιήσεις το σώμα σου όπως σου γουστάρει, τότε μπορεί να αρνείσαι ένα ανελεύθερο σύστημα, αλλά ταυτόχρονα να αναπαραγάγεις ένα νέο σύστημα καταπίεσης.
Και η ευτυχία του ανθρώπου δε μπορεί να νοηθεί διαφορετικά, παρά μονάχα μες από την ελευθερία του σώματός του, μες από την ελευθερία της συμπεριφοράς του.
Νομίζω πως το πιο κρίσιμο πρόβλημα, για την εποχή μας τουλάχιστον, σχετικά με την ευτυχία του ανθρώπου είναι το πρόβλημα της ελευθερίας του, η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, χωρίς εξαρτήσεις, όρους ή περιορισμούς. Η απελευθέρωσή του από κάθε μορφή εξουσίας, ιεραρχίας και αυθεντίας.

Οι άνθρωποι δε θα δουλεύουν από ανάγκη για να ζήσουν, αλλά από την ανάγκη της χαράς, της δημιουργίας. Ο καθένας στο παιχνίδι του, στο άθλημά του.

Η “κωλοεφεύρεση” που τη λένε ρολόι

Η ζωή μας μια φορά μας δίνεται, άπαξ, που λένε, σα μια μοναδική ευκαιρία. Τουλάχιστον μ’ αυτή την αυτόνομη μορφή της δεν πρόκειται να ξανα-υπάρξουμε ποτέ. Και μείς τι την κάνουμε ρε, αντί να τη ζήσουμε; Τι την κάνουμε; Τη σέρνουμε από δω κι από κει δολοφονώντας την.
Οργανωμένη κοινωνία, οργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις. Μα αφού είναι οργανωμένες, πώς είναι σχέσεις; Σχέση σημαίνει συνάντηση, σημαίνει έκπληξη, σημαίνει γέννα συναισθήματος, πώς να οργανώσεις τα συναισθήματα.

Έτσι, μ’ αυτή την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, σπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες σα να μας είναι βάρος, και μας είναι βάρος, γιατί δε ζούμε, κατάλαβες; Όλο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι φτου κι απ’ την αρχή.
Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που θα τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν “αξίες”, σαν “ηθική”, σαν “πολιτισμό”.

Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να παίξουμε και να χαρούμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να κάνουμε έρωτα, να απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας.
Όλα, όλα τα αφήνουμε για το αύριο που δε θα ‘ρθει ποτέ… Αφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος και δεν πάμε πουθενά αλλού, παρά μόνο στο θάνατο, και εμείς οι μαλάκες, αντί να κλαίμε το δειλινό που χάθηκε άλλη μια μέρα απ’ τη ζωή μας, χαιρόμαστε.

“Τολμάτε ρε!”

Τολμάτε ρε, τολμάτε! Γράψτε αυτό που θέλετε, αυτό που σκέφτεστε. Απορρίψτε τις σκοπιμότητες.
Εγώ έγραφα, κι έγραφα με την ψυχή, κι όταν με είπαν συγγραφέα πρώτη φορά τα ‘χασα! Μα, σοβαρά μιλάτε ρε παιδιά, συγγραφέας; Δεν είχα καμία τέτοια πρόθεση απλά στις παρέες, στον κήπο, τους έλεγα ιστορίες και μου έλεγαν, ρε Χρόνη γιατί δεν τα γράφεις αυτά τα πράγματα; Κι έτσι βγήκε.
Γιατί τα βιώματα ήταν ουσιαστικά. Κατάλαβες; Ζούσαμε. Είχε συνέχεια η ζωή μας, δεν ήταν αυτή η γκρίζα καθημερινότητα, αλλά ήταν μεγάλο κατόρθωμα να παραμείνεις άνθρωπος.
Ήταν πολύ σημαντικό να μπορείς να κοιτάξεις τη μάπα σου το πρωί στον καθρέφτη και να πεις, “είμαστε εντάξει ρε μάγκα, πάμε”.
Ο μόνος δρόμος

Εκείνο που μπορώ να υποστηρίξω το υποστηρίζω: ότι ο μόνος δρόμος, ο οποίος δεν μας οδηγεί σε κανένα λάκκο, σε καμιά λακκούβα, σε κανένα κακό συναπάντημα, είναι ο δρόμος της αγάπης, είναι ο δρόμος της τρυφερότητας, είναι ο δρόμος της κατανόησης, είναι ο δρόμος της υπεράσπισης της διαφορετικότητας του άλλου! Αυτός είναι ο μόνος δρόμος. Αν τον ακολουθήσουμε αυτόν τον δρόμο δεν κινδυνεύουμε. Ούτε εμείς ούτε οι συνάνθρωποί μας.

Να ‘σαι άνθρωπος δημιουργικός και ευαίσθητος. Και να αγαπάς. Να αγαπάς! Να μπορείς να μετατρέπεις κάθε μέρα την αγάπη σε αγαπημένο. Η φρέζα μου που είναι εκεί φυτεμένη την αγαπάω, την βλέπω κάθε πρωί, καταλαβαίνεις; Ή έναν συγκεκριμένο άνθρωπο… Όλα τα άλλα… Παρέες, ρε, μπορείς να κάνεις παρέες; Φιλία. Έρωτα! Κάντε έρωτα, αγαπηθείτε κάντε τις παρέες σας, σκεφτείτε, αναπτύξτε την κριτική σας σκέψη
 

EvanescenceQ

Επιφανές μέλος

Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 28 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
Συνήθως, η αλήθεια υφίσταται μεγαλύτερη ζημιά από το ζήλο των υπερμάχων της παρά από τα επιχειρήματα των πολεμίων της.

Η αποκάλυψη μιας αλήθειας γίνεται πάντα με ζήλο κι εκείνοι που είναι σίγουροι γι' αυτήν τείνουν να είναι ενθουσιώδεις. Τούτο όμως αποτελεί το αδύνατο σημείο τους σε μια φιλονικία. Επομένως, είναι προτιμότερο ο ζήλος να στρέφεται εναντίον της καθαυτό αμαρτίας και όχι εναντίον των ανθρώπων ή των σφαλμάτων τους.

William Penn, Καρποί της Μοναξιάς, εκδ. Ροές
 

Nascentes morimur

Διάσημο μέλος

Η Nascentes morimur αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 2,435 μηνύματα.

«Ο κύριος Μπεν ήταν ο άνθρωπος μυστήριο στη γειτονιά του. Ζούσε με τη γυναίκα του σ’ ένα σπίτι με κήπο. Ήταν λιγόλογος και με τους γείτονες πολύ βαρύς. Κανένας δεν τολμούσε να του πει άλλο από καλημέρα-καλησπέρα και έπρεπε να ’ναι ευχαριστημένος αν έπαιρνε για απάντηση ένα μουγκρητό. Γρρρ…
Από μουγκρητό, άλλο τίποτα, και μέσα στο σπίτι. Τη γυναίκα του τη φώναζε Μου. Μου, όπως κάνει η αγελάδα. Αν κανένας τολμούσε να τον πάρει στο τηλέφωνο, ε, τότε ακούγονταν γαβγίσματα απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο.
Πολύ συχνά όμως, σχεδόν κάθε μέρα, όταν έβγαινε στο μικρό του κήπο, τον άκουγαν πίσω απ’ το φράχτη να ξεκαρδίζεται και να φλυαρεί τιτιβίζοντας! Μυστήριο…».

Σοφία Ζαραμπούκα, Ο κύριος Μπεν η Μου και τα σκουπίδια,
 

EvanescenceQ

Επιφανές μέλος

Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 28 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
Αλλά όσο περισσότερο βούταγε την εικόνα της στη λάσπη του πολέμου τόσο περισσότερο ο πόλεμος έμοιαζε με την Αμαράντα. Έτσι,είχε βασανιστεί στην εξορία, ψάχνοντας να βρεί τρόπο να τη σκοτώσει με τον ίδιο το θάνατο του.
Έσκαψε τόσο βαθιά στα αισθήματα του και αναζητώντας το συμφέρον, συνάντησε τον έρωτα, γιατί προσπαθώντας να την κάνει να τον αγαπήσει, κατέληξε να την αγαπήσει αυτός.
Τη συνάντησε στην εικόνα που πλημμύριζε την ίδια την τρομερή του μοναξιά.

Μετά από τόσα χρόνια θάνατο, ήταν τόση η λαχτάρα για τους ζωντανούς, τόσο πιεστική η ανάγκη για συντροφιά, τόσο τρομακτική η προσέγγιση σε εκείνον τον άλλο θάνατο που υπάρχει μέσα στο θάνατο, που ο Προυδένσιο Αγκιλάρ είχε φτάσει να αγαπήσει τον χειρότερο εχθρό του.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες “100 χρόνια μοναξιάς”
 

parafernalia

Περιβόητο μέλος

Ο Νίκος αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Επαγγέλεται Προγραμματιστής/τρια και μας γράφει απο Αθήνα (Αττική). Έχει γράψει 4,800 μηνύματα.
Δυστυχισμένος είναι ο άνδρας που αγαπά μια γυναίκα και την παίρνει για σύζυγο, χύνοντας ιδρώτα απ' το δέρμα του, αίμα απ' το σώμα του και ζωή απ' την καρδιά του. Εκείνος που θέτει στα χέρια της τον καρπό του μόχθου του, την αμοιβή της εργατικότητάς του. Σαν αφυπνίζεται σιγά-σιγά, ανακαλύπτει πως η καρδιά που μόχθησε ν' αγοράσει δίνεται ελεύθερα κι αληθινά σ' έναν άλλο άνδρα για την απόλαυση των κρυμμένων μυστικών του και της βαθύτατης αγάπης.
Δυστυχισμένη είναι η γυναίκα που ξυπνάει από την αδιαφορία και την ανυπομονησία της νιότης και βρίσκεται στο σπίτι ενός άνδρα που την πνίγει στα χρυσαφικά και τα πολύτιμα δώρα, την τιμά με σπάταλες απολαύσεις, αλλά είναι ανίκανος να ικανοποιήσει την ψυχή της με το ουράνιο κρασί που χύνει ο Θεός από τα μάτια ενός άνδρα στην καρδιά μιας γυναίκας.
(Khalil Gibran - Επαναστατημένα Πνεύματα)
 

EvanescenceQ

Επιφανές μέλος

Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 28 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
"...Δεν έκανα τίποτα άλλο από το να ονειρεύομαι. Αυτό ήταν, και μόνο αυτό, το νόημα της ζωής μου. Ποτέ δεν είχα άλλη πραγματική ενασχόληση πέρα από την εσωτερική μου ζωή. Οι μεγαλύτερες συμφορές της ζωής μου σβήνουν όταν ανοίγοντας το παράθυρο μέσα μου μπορώ και τις ξεχνώ κοιτάζοντας την αδιάλειπτη κίνηση εντός μου.
Ποτέ δεν θέλησα να είμαι τίποτα άλλο πέρα από ονειροπόλος. Σε όποιον μου είπε να ζήσω δεν έδωσα ποτέ σημασία. Ανήκα ανέκαθεν σ' αυτό που δεν είναι όπου είμαι και σ' αυτό που ποτέ δεν μπόρεσα να είμαι. Ό,τι δεν είναι δικό μου, όσο ταπεινό και να είναι, είχε πάντα ποίηση για μένα. Ποτέ δεν αγάπησα άλλο από το τίποτα. Ποτέ δεν επιθύμησα άλλο από αυτό που δεν μπορούσα να φανταστώ. Από τη ζωή τίποτα άλλο δεν ζήτησα πέρα από το να περάσει από μέσα μου χωρίς να την αισθανθώ. Από την αγάπη το μόνο που ζήτησα ήταν να μείνει για πάντα ένα όνειρο μακρινό. Από τα εσωτερικά μου τοπία, όλα τους μη πραγματικά, αυτό που με είλκυε ήταν το μακρινό, και τα τοξωτά γεφύρια που έσβηναν, σχεδόν στην απόσταση των τοπίων των ονείρων μου, είχαν μια γλυκύτητα ονείρου σε σχέση με άλλα μέρη του τόπου-μια γλυκύτητα που μ' έκανε να τ' αγαπώ.
Η μανία μου να δημιουργώ έναν κόσμο ψεύτικο με συνοδεύει ακόμα, και μόνο με το θάνατό μου θα μ' εγκαταλείψει…"

Μπερνάρντο Σοάρες
(Φερνάντο Πεσσόα),
Απόσπασμα από "Το βιβλίο της ανησυχίας"
μετάφραση Μαρία Παπαδήμα,
εκδόσεις Εξάντας,
 

parafernalia

Περιβόητο μέλος

Ο Νίκος αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Επαγγέλεται Προγραμματιστής/τρια και μας γράφει απο Αθήνα (Αττική). Έχει γράψει 4,800 μηνύματα.
Όταν η παρουσίαση ξεπερνάει το βιβλίο. Τζιμάκο μας λείπεις. :redface:

 

EvanescenceQ

Επιφανές μέλος

Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 28 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
” Ένα κορίτσι πέφτει σ’ένα πηγάδι. Ένα αγόρι περνά από εκεί, το βλέπει, πηδάει μες στο πηγάδι και σώζει το κορίτσι. Αυτό τον ευχαριστεί και τον ρωτά: Γιατί το έκανες αυτό; Το αγόρι λέει:Γιατί η ζωή μου δε θα’χε καμμιά αξία αν σ’έβλεπα να πεθαίνεις. Γιατί δεν υπάρχει καμμιά διαφορά ανάμεσα σε σένα και μένα. Γιατί κάθε φορά που πεθαίνει ένας από μας, πεθαίνουμε όλοι από λίγο ”
” Εκεί που ο Θεός έρχεται μόνο για να κλάψει” της Siba Shakib
 

parafernalia

Περιβόητο μέλος

Ο Νίκος αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Επαγγέλεται Προγραμματιστής/τρια και μας γράφει απο Αθήνα (Αττική). Έχει γράψει 4,800 μηνύματα.
Μείναμε έτσι, με τα χέρια ενωμένα, για μερικά λεπτά. Διάβαζα μέσα στα μάτια του τους αρχέγονους φόβους που η πραγματική αγάπη επιβάλλει σαν ανυπέρβλητα εμπόδια. Διάβασα την άρνηση της προηγούμενης νύχτας, το μακρύ διάστημα που είχαμε ζήσει χωριστά ο ένας από τον άλλο, τα χρόνια στο μοναστήρι, σε αναζήτηση ενός κόσμου όπου δε συνέβαιναν τέτοια πράγματα.
Διάβαζα στα μάτια του τις χιλιάδες φορές που είχε φανταστεί τούτη τη στιγμή, το διάκοσμο που είχε στήσει γύρω μας, το χτένισμα που θα είχα, το χρώμα των ρούχων μου. Ήθελα να πω ναι, πως θα ήταν καλόδεχτος, πως η καρδιά μου είχε κερδίσει τη μάχη. Ήθελα να του πω πόσο τον αγαπούσα, πόσο τον ποθούσα τούτη τη στιγμή.
Αλλά έμεινα βουβή. Παρακολουθούσα, σαν μέσα σε όνειρο, την εσωτερική του πάλη. Είδα ότι είχε απέναντί του την άρνησή μου, το φόβο μη με χάσει, τα σκληρά λόγια που είχε ακούσει σε ανάλογες περιπτώσεις -γιατί όλοι περνάμε τέτοιες στιγμές και συσσωρεύουμε ουλές.
Τα μάτια του άρχισαν να λάμπουν. Ήξερε πως γκρέμιζε όλους του τους φραγμούς.
Τότε του άφησα το ένα χέρι. Έπιασα το ποτήρι και το ακούμπησα άκρη άκρη στο τραπέζι.
“Θα πέσει”, μου είπε.
“Σωστά. Και θέλω να το πετάξεις”.
“Να σπάσω το ποτήρι;”
Ναι, να σπάσει ένα ποτήρι. Μια κίνηση απλή, φαινομενικά, η οποία ωστόσο υπονοεί φοβίες που δεν καταφέρνουμε να τις καταλάβουμε ποτέ. Πού είναι το κακό στο να σπάσεις ένα κοινό ποτήρι -κάτι που το έχουμε κάνει όλοι άθελά μας κατά καιρούς;


“Να σπάσω ένα ποτήρι?”επανέλαβε. “Για ποιό λόγο?”
“Θα μπορούσα να σου δώσω κάποιες εξηγήσεις. Αλλά, στην πραγματικότητα, έτσι, απλά… για να το σπάσεις.”
“Αντί για εσένα?”
“Όχι βέβαια!”
Κοίταξε το ποτήρι στην άκρη του τραπεζιού ανήσυχος από την πιθανότητα της πτώσης του.
Είναι ένα περαστικό καπρίτσιο, ήθελα να του πω. Είναι το απαγορευμένο. Δε σπας ποτήρια στα καλά καθούμενα, επίτηδες. Όταν μπαίνουμε σ’ ένα εστιατόριο ή στο σπίτι μας, προσέχουμε να μην αφήσουμε τα ποτήρια στην άκρη του τραπεζιού. Ο κόσμος μας απαιτεί να προσέχουμε να μην αφήνουμε τα ποτήρια να πέφτουν και να σπάνε. Ωστόσο, σκέφτηκα, τυχαίνει να σπάσουμε άθελά μας ένα ποτήρι και τότε βλέπουμε πως στο κάτω κάτω δεν ήταν και τίποτα σοβαρό. Το γκαρσόνι λέει “Α, δεν είναι τίποτα” και δεν έχω δει ποτέ να σου χρεώνουν ένα σπασμένο ποτήρι στο λογαριασμό. Το να σπας ποτήρια αποτελεί μέρος της ύπαρξης, και δεν αδικούμε κανένα, ούτε τον εαυτό μας, ούτε το εστιατόριο, ούτε τον διπλανό μας.
Χτύπησα το τραπέζι με την παλάμη. Το ποτήρι ταλαντεύτηκε, αλλά δεν έπεσε.
“Πρόσεχε!” είπε αυθόρμητα.
“Σπάσε το ποτήρι” επέμεινα.
Σπάσε το ποτήρι, συλλογίστηκα, γιατί είναι μια κίνηση συμβολική. Προσπάθησε να καταλάβεις ότι έσπασα μέσα μου πολύ πιο σημαντικά πράγματα από ένα ποτήρι και ότι είμαι ευτυχισμένη. Σκέψου τη δική σου εσωτερική πάλη και σπάσε τούτο το ποτήρι. Γιατί οι γονείς μας μας έμαθαν να προσέχουμε τα ποτήρια και τα σώματα. Μας έμαθαν πως τα παιδικά πάθη ανήκουν στο χώρο του αδύνατου, πως δεν πρέπει να απομακρύνουμε τους άντρες από την ιεροσύνη, πως οι άνθρωποι δεν κάνουν θαύματα και πως κανένας δεν φεύγει για ταξίδι χωρίς να ξέρει πού πάει. Σπάσε αυτό το ποτήρι, σε παρακαλώ, και απελευθέρωσέ μας από όλες τις καταραμένες προκαταλήψεις, από αυτή τη μανία να τα εξηγούμε όλα και να μην κάνουμε παρά μόνο αυτό που εγκρίνουν οι άλλοι.
“Σπάσε το ποτήρι”, του ζήτησα για άλλη μια φορά.
Κάρφωσε το βλέμμα του στο δικό του. Ύστερα, αργά, το χέρι του γλίστρησε στην επιφάνεια του τραπεζιού ώσπου άγγιξε το ποτήρι. Το έσπρωξε με μια κοφτή κίνηση και το πέταξε καταγής.
Ο θόρυβος τράβηξε την προσοχή των θαμώνων. Αντί να ζητήσει συγγνώμη με κοίταξε χαμογελώντας. Του αντιγύρισα το χαμόγελο.
“Δεν είναι τίποτα”, φώναξε το γκαρσόνι που εξυπηρετούσε κάποιους πελάτες. αλλά εκείνος δεν το άκουσε. Είχε σηκωθεί, με είχε αρπάξει από τα μαλλιά και με φιλούσε.

(Στις όχθες του ποταμού Πιέδρα κάθισα και έκλαψα - Paulo Coelho)
 

EvanescenceQ

Επιφανές μέλος

Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 28 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
”Η αγάπη δεν είναι βασικά μιά σχέση προς ένα ιδιαίτερο άτομο.Είναι μιά στάση, ένας προσανατολισμός του χαρακτήρα που καθορίζει τη σχέση ενός ατόμου προς τον κόσμο σαν σύνολο κι όχι προς ένα ‘αντικείμενο’ αγάπης. Αν ένα άτομο αγαπά μόνο ένα άλλο άτομο κι είναι αδιάφορο προς τους άλλους συνανθρώπους του, η αγάπη του δεν είναι ακριβώς αγάπη αλλά μια συμβιοτική προσκόλληση ή ένας διογκωμένος εγωισμός. Ωστόσο, οι πιο πολλοί άνθρωποι πιστεύουν πως η αγάπη είναι το αντικείμενο κι όχι η ψυχική ικανότητα. Στην πραγματικότητα φτάνουν στο σημείο να πιστεύουν ότι: όταν δεν αγαπάνε κανέναν άλλον παρά μόνο το ‘αγαπημένο’ πρόσωπο, αυτό είναι μια απόδειξη της έντασης της αγάπης τους. … Αν πραγματικά αγαπώ έναν άνθρωπο, αγαπώ όλους τους ανθρώπους, αγαπώ τον κόσμο, αγαπώ τη ζωή. Αν μπορώ να πω σε κάποιον άλλον ”σ’αγαπώ”, πρέπει να ειμαι ικανός να πω ”αγαπώ σε σένα όλους, αγαπώ μέσα από σένα όλο τον κόσμο, αγαπώ σε σένα και τον εαυτό μου”.
Λέγοντας ωστόσο ότι η αγάπη είναι ένας προσανατολισμός που αναφέρεται σ’όλους και όχι στον ένα,δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στις διάφορες μορφές της αγάπης….”
Εριχ Φρομ- ”Η τέχνη της αγάπης”
 

Nascentes morimur

Διάσημο μέλος

Η Nascentes morimur αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 2,435 μηνύματα.
Ζητείται Ελπίς
Ὅταν μπῆκε στὸ καφενεῖο, κεῖνο τὸ ἀπόγεμα, ἤτανε νωρὶς ἀκόμα. Κάθισε σ᾿ ἕνα τραπέζι, πίσω ἀπὸ τὸ μεγάλο τζάμι ποὺ ἔβλεπε στὴ λεωφόρο. Παράγγειλε καφέ.
Σὲ ἄλλα τραπέζια, παίζανε χαρτιὰ ἢ συζητούσανε.
Ἦρθε ὁ καφές. Ἄναψε τσιγάρο, ἤπιε δυὸ γουλιές, κι ἄνοιξε τὴν ἀπογευματινὴ ἐφημερίδα.
Καινούριες μάχες εἶχαν ἀρχίσει στὴν Ἰνδοκίνα. «Αἱ ἀπώλειαι ἑκατέρωθεν ὑπῆρξαν βαρύταται», ἔλεγε τὸ τηλεγράφημα.
Ἕνα ἀκόμα ἰαπωνικὸ ἁλιευτικὸ ποὺ γύρισε μὲ ραδιενέργεια.
«Ἡ σκιὰ τοῦ νέου παγκοσμίου πολέμου ἁπλοῦται εἰς τὸν κόσμον μας», ἦταν ὁ τίτλος μιᾶς ἄλλης εἴδησης.
Ὕστερα διάβασε ἄλλα πράγματα: τὸ ἔλλειμμα τοῦ προϋπολογισμοῦ, προαγωγὲς ἐκπαιδευτικῶν, μιὰ ἀπαγωγή, ἕνα βιασμό, τρεῖς αὐτοκτονίες. Οἱ δυό, γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους. Δυὸ νέοι, 30 καὶ 32 χρονῶ. Ὁ πρῶτος ἄνοιξε τὸ γκάζι, ὁ δεύτερος χτυπήθηκε μὲ πιστόλι.
Ἀλλοῦ εἶδε κριτικὴ γιὰ ἕνα ρεσιτὰλ πιάνου, ἔπειτα κάτι γιὰ τὴ μόδα, τέλος τὴν «Κοσμικὴ Κίνηση»: «Κοκταίηλ προχθὲς παρὰ τῷ κυρίῳ καὶ τῇ κυρίᾳ Μ. Τ. Χάρμα εὐμορφίας καὶ κομψότητος ἡ κυρία Β. Χ. μὲ φόρεμα κομψότατο ἐμπριμὲ καὶ τὸκ πολὺ σίκ. Ἐλεγκάντικη ἐμφάνισις ἡ δεσποινὶς Ο. Ν.»
Ἄναψε κι ἄλλο τσιγάρο. Ἔριξε μιὰ ματιὰ στὶς «Μικρὲς Ἀγγελίες»:
ΠΩΛΕΙΤΑΙ νεόδμητος μονοκατοικία, κατασκευὴ ἀρίστη, ἐκ 4 δωματίων, χόλ, κουζίνας, λουτροῦ πλήρους, W.C.
ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ εἰς σοβαρὸν κύριον δωμάτιον εἰς β´ ὄροφον, εὐάερον, εὐήλιον...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ πιάνο πρὸς ἀγοράν...
Σκέψεις γυρίζανε στὸ νοῦ του.
Ἀπὸ τότε ποὺ τέλειωσε ὁ δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, ἡ σκιὰ τοῦ τρίτου δὲν εἶχε πάψει νὰ βαραίνει πάνω στὸν κόσμο μας. Καὶ στὸ μεταξύ, τὸ αἷμα χυνότανε, στὴν Κορέα χτές, στὴν Ἰνδοκίνα σήμερα, αὔριο...
Πέρασε τὸ χέρι του στὰ μαλλιά του. Σκούπισε τὸν ἱδρώτα στὸ μέτωπό του· εἶχε ἱδρώσει, κι ὅμως δὲν ἔκανε ζέστη.
Ὁ πόλεμος, ἡ βόμβα ὑδρογόνου, οἱ αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, ἡ «Κοσμικὴ Κίνησις»... Τὸ πανόραμα τῆς ζωῆς!
Δὲν εἶχε ἀλλάξει διόλου πρὸς τὸ καλύτερο ἡ ζωή μας ὕστερ᾿ ἀπὸ τὸν πόλεμο. Ὅλα εἶναι, τὰ ἴδια σὰν καὶ πρίν. Κι ὅμως εἶχε ἐλπίσει κι αὐτός, ὅπως εἶχαν ἐλπίσει ἑκατομμύρια ἄνθρωποι σ᾿ ὅλη τὴ γῆ, πῶς ὕστερ᾿ ἀπὸ τὸν πόλεμο, ὕστερ᾿ ἀπὸ τόσο αἷμα ποὺ χύθηκε, κάτι θ᾿ ἄλλαζε. Πὼς θἀρχόταν ἡ εἰρήνη, πὼς ὁ ἐφιάλτης τοῦ πολέμου δὲ θὰ ἴσκιωνε πιὰ τὴ γῆ μας, πὼς δὲ θὰ γίνονταν τώρα αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, πὼς...
Σουρούπωνε. Μερικὰ φῶτα εἶχαν ἀνάψει κιόλας στὰ μαγαζιὰ ἀντίκρυ. Στὸ καφενεῖο δὲν εἴχανε ἀνάψει ἀκόμα τὰ φῶτα. Τοῦ ἄρεσε ἔτσι τὸ ἡμίφως.
Σκέφτηκε τὴ σύγχυση ποὺ ἐπικρατεῖ στὸν κόσμο μας σήμερα. Σύγχυση στὸν τομέα τῶν ἰδεῶν, σύγχυση στὸν κοινωνικὸ τομέα, σύγχυση...
Δὲν ἔφταιγε ἡ ἐφημερίδα ποὺ ἔκανε τώρα αὐτὲς τὶς σκέψεις. Τὰ σκεφτότανε ὅλα αὐτὰ τὸν τελευταῖο καιρό, πότε μὲ λιγότερη, πότε μὲ περισσότερη ἔνταση. Σκεφτότανε τὸ σκοτεινὸ πρόσωπο τῆς ζωῆς. Τὴν εἰρήνη, τὴ βαθιὰ τούτη λαχτάρα, ποὺ κρέμεται ἀπὸ μιὰ κλωστή. Σκεφτότανε τὴ φτώχεια, τὴν ἀθλιότητα. Σκεφτότανε τὸ φόβο ποὺ ἔχει μπεῖ στὶς καρδιές.
Στὸν καθρέφτη, δίπλα του, εἶδε τὸ πρόσωπό του. Ἕνα πολὺ συνηθισμένο πρόσωπο. Τίποτα δὲ μαρτυροῦσε τὴν ταραχὴ ποὺ εἶχε μέσα του.
Εἶχε πολεμήσει κι αὐτὸς στὸν τελευταῖο πόλεμο. Καὶ εἶχε ἐλπίσει. Μὰ τώρα ἤτανε πιὰ χωρὶς ἐλπίδα. Ναί, δὲ φοβότανε νὰ τὸ ὁμολογήσει στὸν ἑαυτό του πῶς ἤτανε χωρὶς ἐλπίδα.
Μιὰ σειρὰ ἀπὸ διαψεύσεις ἐλπίδων ἦταν ἡ ζωή του. Εἶχε ἐλπίσει τότε,...
Εἶχε ἐλπίσει ὕστερα...
Κάποτε, πρὶν ἀπὸ χρόνια, εἶχε ἐλπίσει στὸν κομμουνισμό. Μὰ εἶχε διαψευσθεῖ κι ἐκεῖ. Τώρα δὲν εἶχε ἐλπίδα σὲ καμιὰ ἰδεολογία!
Ζήτησε ἕνα ποτήρι νερὸ ἀκόμα. Αὐτὴ ἡ διάψευση ἀπὸ τὶς λογῆς-λογῆς ἰδεολογίες ἤτανε βέβαια γενικὸ φαινόμενο. Καὶ παραπάνω ἀπὸ τὴ διάψευση, ἡ κούραση, ἡ ἀδιαφορία, ποὺ οἱ πιὸ πολλοί, ἡ μεγάλη πλειοψηφία νιώθει μπροστὰ στὶς διάφορες ἰδεολογίες.
Κοίταζε τὰ τρόλλεϋ ποὺ περνάγανε ὁλοένα στὴ λεωφόρο, τὸ πλῆθος... Μπροστά του, ἡ ἐφημερίδα ἀνοιχτή. Ὅλα αὐτὰ ποὺ εἶχε δεῖ καὶ πρωτύτερα: ἡ σκιὰ τοῦ καινούριου πολέμου, ἡ Ἰνδοκίνα, οἱ δυὸ αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, ἡ «Κοσμικὴ Κίνησις»...
Τσιγάρα! ἕνας πλανόδιος μπῆκε.
Πῆρε ἕνα πακέτο.
Στὶς ἕξι σελίδες τῆς ἐφημερίδας: ἡ ζωή. Κι αὐτός, ἤτανε τώρα ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει ἐλπίδα.
Θυμήθηκε, πρὶν ἀπὸ χρόνια, ἤτανε παιδὶ ἀκόμα, εἶχε ἀρρωστήσει βαριὰ μιὰ θεία του, ξαδέρφη τῆς μητέρας του. Τὴν εἴχανε σπίτι τους. Ἦρθε ὁ γιατρός· βγαίνοντας ἀπὸ τὸ δωμάτιο τῆς ἄρρωστης, εἶπε μὲ ἐπίσημο ὕφος:
Δὲν ὑπάρχει πλέον ἐλπίς!
Ἔτσι κι αὐτός, τώρα, εἶχε φτάσει στὸ σημεῖο νὰ λέει:
- Δὲν ὑπάρχει πλέον ἐλπίς!
Τοῦ φάνηκε φοβερὸ ποὺ ἤτανε χωρὶς ἐλπίδα. Εἶχε τὴν αἴσθηση πὼς οἱ ἄλλοι στὸ καφενεῖο τὸν κοιτάζανε κι ἄλλοι ἀπὸ τὸ δρόμο σκέφτονταν καὶ ψιθυρίζανε μεταξύ τους: «Αὐτὸς ἐκεῖ δὲν ἔχει ἐλπίδα!» Σὰ νὰ ἦταν ἔγκλημα αὐτό. Σὰ νὰ εἶχε ἕνα σημάδι πάνω του ποὺ τὸ μαρτυροῦσε. Σὰ νὰ ἤτανε γυμνὸς ἀνάμεσα σὲ ντυμένους.
Σκέφτηκε τὰ διηγήματα ποὺ εἶχε γράψει, δίνοντας ἔτσι μιὰ διέξοδο στὴν ἀγωνία του. Ἄγγιζε θέματα τοῦ καιροῦ μας: τὸν πόλεμο, τὴν κοινωνικὴ δυστυχία... Ὡστόσο, δὲν τὸ ἀποφάσιζε νὰ τὰ ἐκδώσει. Φοβότανε! Φοβότανε τὴν ἐτικέτα ποὺ θὰ τοῦ δίνανε σίγουρα οἱ μὲν καὶ οἱ δέ. Ὄχι, ἔπρεπε νὰ τὰ βγάλει. Στὸ διάολο ἡ ἐτικέτα! Αὐτὸς ἦταν ἕνας ἄνθρωπος, τίποτε ἄλλο. Οὔτε ἀριστερὸς οὔτε δεξιός. Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε ἐλπίσει ἄλλοτε, καὶ τώρα δὲν ἔχει ἐλπίδα, καὶ ποὺ νιώθει χρέος του νὰ τὸ πεῖ αὐτό. Βέβαια, ἄλλοι θἄχουν ἐλπίδα, σκέφτηκε. Δὲν μπορεῖ παρὰ νἄάχουν.
Ξανάριξε μιὰ ματιὰ στὴν ἐφημερίδα: ἡ Ἰνδοκίνα, ἡ «Κοσμικὴ Κίνησις», τὸ ρεσιτὰλ πιάνου, οἱ δυὸ αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, οἱ «Μικρὲς Ἀγγελίες»...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ γραφομηχανή...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ραδιογραμμόφωνον...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ τζὶπ ἐν καλῇ καταστάσει...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ τάπης γνήσιος περσικὸς...
Ἔβγαλε τὴν ἀτζέντα του, ἔκοψε ἕνα φύλλο κι ἔγραψε μὲ τὸ μολύβι του:
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ἐλπίς
Ὕστερα πρόσθεσε τὸ ὄνομά του καὶ τὴ διεύθυνσή του. Φώναξε τὸ γκαρσόνι. Ἤθελε νὰ πληρώσει, νὰ πάει κατευθείαν στὴν ἐφημερίδα, νὰ δώσει τὴν ἀγγελία του, νὰ παρακαλέσει, νὰ ἐπιμείνει νὰ μπεῖ ὁπωσδήποτε στὸ αὐριανὸ φύλλο.

Αντώνης Σαμαράκης

,,,.jpg
 

EvanescenceQ

Επιφανές μέλος

Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 28 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
Ιστορία δύο πόλεων
«Ήταν η καλύτερη εποχή, ήταν η χειρότερη εποχή, ήταν η εποχή της σοφίας, ήταν η εποχή της ανοησίας, ήταν η εποχή της πίστης, ήταν η εποχή της δυσπιστίας, ήταν η εποχή του φωτός, ήταν η εποχή του σκότους, ήταν η άνοιξη της ελπίδας, ήταν ο χειμώνας της απελπισίας. "

-Ιστορία δύο πόλεων (Charles Dickens)-
 

Nascentes morimur

Διάσημο μέλος

Η Nascentes morimur αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 2,435 μηνύματα.
Να λυπάσαι το έθνος με το πλήθος τα δόγματα και την κούφια θρησκεία.
Να λυπάσαι το έθνος οπού ρούχα φορεί που δεν ύφανε το ίδιο
ψωμοτρώει από στάρι που εκείνο δε θέρισε το κρασί του δεν γίνηκε απ' τις δικές του πατούσες.
Να λυπάσαι το έθνος που δοξάζει μ' εγκώμια τον τραμπούκο σαν ήρωα και τον κατακτητή του με την κίβδηλη λάμψη θεωρεί ευεργέτη.
Να λυπάσαι το έθνος που αψηφά τους κινδύνους μοναχά στα ονείρατα μα και πάλι κιοτεύει το πρωί σαν ξυπνήσει.
Να λυπάσαι το έθνος που υψώνει φωνή σε κηδείες μονάχα και φουσκώνει σα διάνος σε ερείπια αρχαία.
Και που δεν ξεσηκώνεται παρά μόνο ανίσως ο λαιμός του βρεθεί ανάμεσα σε σπαθί και κουτσούρι.
Να λυπάσαι το έθνος που έχει πολιτικό την αλεπού τον σαλτιμπάγκο για φιλόσοφό του και που η τέχνη του είναι τέχνη πιθηκισμού και μπαλωμάτων.
Να λυπάσαι το έθνος που δέχεται κάθε νέο αφέντη με σάλπιγγες και τον διώχνει πνιγμένο στα «γιούχα» για να φέρει μετά τον επόμενο με σαλπίσματα πάλι.
Να λυπάσαι το έθνος που οι σοφοί του από χρόνια βουβάθηκαν κι οι σπουδαίοι του άντρες είν' ακόμα στην κούνια.
Να λυπάσαι το έθνος που έχει γίνει κομμάτια και που κάθε κομμάτι του παριστάνει το έθνος.

Χαλίλ Γκιμπράν, Ο κήπος του προφήτη (1933)
 

EvanescenceQ

Επιφανές μέλος

Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 28 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
To σπίτι μας ήταν στη γωνία, στον πρώτο όροφο μιας τούβλινης τριώροφης οικοδομής. Δίπλα ακριβώς ήταν το χαμόσπιτο του Μαρενγκλέν, του καλύτερού μου φίλου, με τις αμέτρητες φακίδες και απέναντι, πάνω από το φούρνο, έμενε ο Φρανσουά που ζωγράφιζε ωραία. Από πάνω ακριβώς έμενε ο Αχμέντ που καθόταν στο πίσω θρανίο και με ενοχλούσε συνέχεια –καμιά φορά παίζαμε και ξύλο, πότε νικούσε αυτός πότε εγώ. Δίπλα ήταν το μόνο σπίτι με αυλή και όμορφα λουλούδια, του διπλανού μου στο θρανίο, του Φρεντ, που η μάνα του μας κυνηγούσε όταν παίζαμε μπάλα κοντά στην αυλή τους, γιατί έπεφτε συχνά στα λουλούδια.

Στην άλλη γωνία του δρόμου, ήταν το ψιλικατζίδικο του Τόνι, που τον είχαμε ρημάξει εγώ κι η παρέα. Αυτοί τον απασχολούσαν ρωτώντας διάφορα, εγώ έβαζα κάτω απ’ τη μπλούζα μου ή στις τσέπες μου ό,τι μπορούσα και μετά τα μοιραζόμασταν κάτω από τη γέφυρα. Μέχρι που μία μέρα ο Τόνι με είδε, έβαλε μία φωνή, σκόρπισε η παρεά τρέχοντας. Εγώ δεν πρόλαβα να φύγω, με έπιασε απ’το χέρι, περίμενα το χαστούκι, αλλά εκείνος μου είπε “αν δεν έχεις να τα αγοράσεις, να μου τα ζητάς, μην κλέβεις”. Μου άνοιξε τις χούφτες, τις γέμισε καραμέλες, και μου είπε “πήγαινε τώρα”. Έτσι έκανα, έτρεξα, τα έδωσα όλα στην παρέα και δεν ξαναέκλεψα τίποτα από τότε.

Απέναντι ήταν η συναγωγή. Από έξω ήταν επιβλητική, από μέσα δεν ξέραμε πώς ήταν. Μόνο απ’ έξω μπορούσαμε να ρίχνουμε κλεφτές ματιές. Τα Σάββατα η Ρόζα ντυμένη με τα καλά της ανέβαινε τα σκαλιά και εγώ κάθε Σάββατο την ερωτευόμουν λιγάκι περισσότερο. Γελούσαν τα αδέρφια μου με την αφέλειά μου. Κάποτε το ξεφούρνισαν στους γονείς και γέλασαν κι εκείνοι. “Δεν γίνεται να την παντρευτείς” μου έλεγαν, αλλά εγώ με πείσμα δήλωνα ότι όταν μεγαλώσω θα πάω να τη ζητήσω σε γάμο. Ο πατέρας μου γέλασε ακόμη περισσότερο κι είπε “ακόμη κι αν σ’ αγαπήσει, δεν θα σε θέλουν εκείνοι, ρε βλάκα”. Δεν καταλάβαινα ποιοι ήταν “εκείνοι”, εγώ τη Ρόζα ήθελα. Με έπιανε απελπισία στη σκέψη ότι εκτός από τη Ρόζα έπρεπε να πείσω και κάποιους άγνωστους και αόρατους “εκείνους”.

Ένα πράγμα ήξερα με σιγουριά τόσα χρόνια. Ότι τα πάντα ξεκίνησαν να πηγαίνουν στραβά στη ζωή μου από τότε που ο πατέρας πήρε την απόφαση να γυρίσουμε πίσω στην πατρίδα, δηλαδή από τότε που αποφάσισε να την υλοποιήσει, γιατί την απόφαση αυτή την είχε πάντα στο μυαλό του, μ’ αυτή μετανάστευσε, ποτέ δεν ξεκόλλησε απ’ το κεφάλι του. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου για μία επιστροφή άκουγα κι εγώ και τα αδέρφια μου. Κανείς δεν μας ρώτησε αν θέλαμε να επιστρέψουμε κάπου από όπου δεν είχαμε φύγει ποτέ, κανείς δεν σκέφτηκε ότι για μας ήταν φυγή κι όχι επιστροφή. Έτσι, σαν του πατέρα, μια απόφαση κόλλησε στο δικό μου μυαλό: να επιστρέψω κι εγώ κάποτε εκεί απ’ όπου έφυγα. Αρκεί να γυρνούσα κι όλα θα διορθώνονταν –έτσι πίστευα. Και να που γύρισα, τόσα χρόνια μετά, και δεν βρήκα τίποτα απολύτως, ούτε το σπίτι μου ούτε τα σπίτια των φίλων μου ούτε το μαγαζί του Τόνι ούτε τη συναγωγή. Μόνο μία γέφυρα, βρώμικους τοίχους, εγκαταλειμμένα αμάξια, γκράφιτι και πολλά σκουπίδια. Κι έτσι που κάθομαι και τα βλέπω τώρα είναι σαν να ήθελα σ’ όλη μου τη ζωή να επιστρέψω σε ένα μέρος που δεν υπήρξε ποτέ.


Διήγημα: “Γυρισμός”
Του Άγγελου Μανουσόπουλου //
 

Χρήστες Βρείτε παρόμοια

Top