Από τις πιο "δυσάρεστες" ευχάριστες αναμνήσεις που έχω από τη ζωή μου, είναι όταν ήμουν μικρό παιδάκι που έμενα με τον παππού μου και τη γιαγιά μου. Σαν δεύτεροι γονείς μου, οι γονείς της μάνας μου.
Και τη μάνα μου την αγαπούσα και συνεχίζω να την αγαπώ πολύ, όμως όταν με έπαιρνε μακριά από τη γιαγιά και τον παππού, ήταν σα να μου έκλεβες όλη τη χαρά μέσα από τα χέρια μου.
Θυμάμαι κάθονταν στο μπαλκόνι στο χωριό, την ώρα που φεύγαμε με το αμάξι, και με χαιρετούσαν. Ο παππούς με κείνη τη σκούρη μπλε μαύρη ζακέτα με τους ρόμβους για σχέδιο, ενω η γιαγιά με κεινες τις γήινου χρώματος φούστες και το μαλλί φλοκάτη.
Δυστυχώς όμως πριν χρόνια, πάει ο παππούλης και πέρσι πήγε και η γιαγιούλα.
Όταν οι πόνοι προέρχονται από ξένους, ή είναι μικροί, τους βάζεις όλους σαν ίσα κυβάκια το ένα δίπλα στο άλλο. Εκείνη τη στιγμή που γίνεται, σου φαίνεται τεράστιο. Όμως μετά μικραίνει το κυβάκι και πάει και κάθεται διπλα στο άλλο, και όλα είναι σε μια σειρά ίσα κι όμοια.
Όταν όμως έχεις ζήσει κάτι τέτοιο, μια και δυο φορές, κάνει ένα **κρακ** το μέσα σου. Δεν έχεις περιθώριο να στενοχωριέσαι για κυβάκια. Ξαφνικά υπάρχει μια προτεραιότητα στο "για ποια πράγματα πρέπει να στενοχωριέμαι στη ζωή". Ή "για ποια πράγματα οφείλω να αγχώνομαι και να ανησυχώ".
Γι αυτό δεν λογαριάζω πολλά πια. Γιατι οταν ο άνθρωπος κάνει τόση παρέα με την απώλεια, είτε ο ίδιος, είτε μέσω όσων αγαπά, αρχίζει και αψηφά ή αδιαφορεί για κοινωνικές νόρμες και κανόνες, απλά θέλει να είναι καλά.
Υπάρχει μια περίεργη ηρεμία και καθαρότητα μυαλού στο να βάζεις προτεραιότητα στο τι σε επηρεάζει.