Ηχώ ενός απομακρυσμένου ουρλιαχτού...
Αυτό είναι οι σπασμωδικές γκρίνιες, τα παράπονα, που ξεμυτίζουν μέσα από μια γαλήνια ψυχή κατα διαστήματα που όλο και περισσότερο απλώνονται το ένα από το άλλο. Στην αρχή κάθε ώρα, μετα κάθε μέρα, ύστερα κάθε 2 ημέρες και πάει λέγοντας. Όχι γιατί ξεχνιούνται, αλλά γιατί ξεθωριάζουν όπως ένα ηχητικό κύμα...
Είναι η ηχώ εκείνης της νύχτας που ο τιμωρός σου, άνθρωπος που συνήθως γνώριζες και εμπιστεύτηκες βαθιά, σου κράταγε το στόμα κλειστό με το ένα χέρι, όσο με το άλλο σου ξεκοίλιαζε χωρίς λόγο την ψυχή από κάθε τι καλό που είχε μέσα της. Σαν μια λεηλασία μιας πλούσιας και πανέμορφης πόλης ώστε ο επόμενος να μην βρει τίποτα καλό σε αυτή. Το γέννημα και θρέμμα της ζήλειας και της κατωτερότητας, η καταστροφή κάθε όμορφου, γιατί απλά μας θυμίζει τη δική μας ασχήμια.
Κι εσυ πανικόβλητος από τη μια που δεν ξέρεις απο που να ξεφύγεις, και ισοπεδωμένος από την άλλη, λόγω του αδειάσματος που νιώθεις για όσα ήσουν κι έδωσες. Αυτές οι μικρές στιγμές "αναποφασιστικότητας" που δεν ξέρεις αν πρέπει να βάλεις τα κλάματα σαν μικρό παιδί ή να λιποθυμήσεις από το σοκ. Μα τίποτα από τα δυο δεν σε συμφέρει, το μεν πρώτο γιατί δεν θα προκαλέσει κανέναν οίκτο, το δε δεύτερο γιατί θα σε θέσει ακόμα πιο υποτελή στο βάσανο.
Η αναποφασιστικότητα ίσως και να σε σώζει εκείνη την ώρα... Ίσως και να σε ωθεί προς την τελική αντίστασή σου. Ναι πρέπει να αντισταθείς!
"Μην ουρλιάξεις, άσε με μόνο να νιώσω λίγο καλύτερα για μένα" σου ψιθυρίζει. "Δε θα κρατήσει πολύ" συμπληρώνει, "Θα εξαφανιστείς σα να ήσουν ένα τίποτα" καταλήγει, όλο αλαζονεία.
Και γύρω ησυχία, παντού ησυχία, κι εσυ να προσπαθείς να ουρλιάξεις και να το καταφέρνεις μια στο τόσο, μα με κανέναν να μη σε ακούει, γιατί το μαύρο πέπλο της κακίας τους έχει καλύψει τη νύχτα γύρω σου και πνίγει τις προσπάθειές σου να βρεις το δίκιο σου.
Μα ναι, πρέπει να αντισταθείς!
Ακόμα κι όταν βρίσκεις αυτή την τελική στιγμή αντίστασης και αποκοπείς οριστικά, η μνήμη παραμένει...
Ακόμα κι όταν διηγηθείς την ιστορία σου στους φίλους σου, στους δικούς σου ανθρώπους, όλοι θα δουν τα κύματα αυτής της ηχούς σαν ζωγραφιά στο χαρτί, όλοι θα δούν την εικόνα, μα κανένας δεν θα καταφέρει ούτε τότε να ακούσει τον ήχο εκείνης της νύχτας.
Ήσουν καλός άνθρωπος μα η ψυχή σου ξεριζώθηκε με τη βια, άδικα. Δεν έχει σημασία ποιός, που, πως. Το αποτέλεσμα παραμένει, αυτό μονάχα έχει σημασία.
Ένας μόνιμος φόβος εσωτερικός, μια σιωπή και χίλιες σκέψεις και που και που ενας θυμός, σα ζώο που γρατζουνάει τους γύρω του γιατί υποφέρει και δεν ξέρει πως αλλιώς να το φωνάξει.
"Άσε με να νιώσω λίγο καλύτερα για μένα, πέθαινε εσυ για χρόνια, για να ζήσω εγω μια στιγμή".
Σαν το ακούς, δεν ξε-ακούγεται, και σαν το νιώθεις δεν ξε-νιώθεται.
Εκείνη τη στιγμή ευχήθηκα μόνο ένα πράγμα: να υπάρχει Θεος να το δει...
Και υπάρχει.