Τα ερειπια της ευτυχίας παραμενουν ερημωμενα
Όπως μια μελωδια που δεν ακουσε ποτε κανενας
Ενω δακρυα απο ασημι τρέχουν απο το πρόσωπο σου
Θρηνωντας για κατι που ποτε δεν ήταν δικο σου
Τους φοβους σου σε εμένα ελεγες
Και εγω προσπαθουσα να αναστησω τη πληγωμένη σου ψυχη
Το σώμα σου σαν ενα άγαλμα απο κερι
Και ασημένια δάκρυα εκλαιγες.
Δεν μπορεσα να βρω παρηγοριά στα δυο σου χλωμα ματια τα ψυχρα
Που ειδα την ζωη για μια τελευταία φορα
Βαθια μεσα στη μιζερια θα χαθω
Το μυαλό μου δε θα ησυχασει αν δε νιωσω οτι δεν πονω
Τα χερια μου υψηθηκαν στον αερα σαν τα κλαδια που παρασερνονται απ το ποταμι
Σαν ενα θυμα μιας ανιατης ασθενειας το έδαφος ακουμπω
Ενα μειγμα θλιψης και φοβου εχει κανει
Τα ματια μου να κοκκινίζουν γεματα πονο μεσα στου δωματίου τον καπνο
Κοιταζω πισω , μονο η σκια μου βρίσκεται εκει
Να αγναντεύει τη γαληνη που δεν υπήρχε απ την αρχη
Η σκέψη με ακολουθει κι εγω τρεχω να ξεφυγω
Θα τραγουδησω αυτο το τραγούδι του πονου που μεσα στον αιθερα θα ακουστει
Τη θλίψη δε θα σβησω δακρυα θα ριξω
Για οτι εχει πλέον χαθει
Και σαν μια ασήμαντη οντοτητα
Ο χειμώνας στη ψυχή σου με έχει παγωσει ως την αιωνιότητα
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 5 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.