Κάποτε, οταν ήμουν παιδί, δουλευα σε εναν τυπο και φτιάχναμε μετασχηματιστές. Πλέκεις κάτι μεταλικά Ε και μετά τυλίγεις το συρμα. Στο τέλος κολλάς τις άκρες και έτοιμο. Μονοτονη δουλειά και επιμονη. Ο τυπος ήταν ενας τυχάρπαστος μπατίρης και νόμιζε ότι θα κονομήσει τρελλά θα κάνει βιοτεχνία, βιομηχανία θα γίνει ποιος ξέρει ποιος. Κι εγώ, που δούλευα με το κομμάτι νόμιζα τα ίδια μαζί του.
Μέχρι να γίνει ποιος ξέρει ποιος πάντως δουλεύαμε αυτος εγ΄βω και ο Πέτρος, ενας χαζός που ζουσε στον κοσμο του. Εκείνη τη νυχτα είχαμε ήδη δουλέψει 16 ώρες σερί. Σε μια φάση ο Πέτρος που από όταν τελειωσε το 8ωρο του κι έπειτα όλο γκρίνιαζε για τα λεφτά του, σηκώνεται και φευγει. Περάσαν άλλες δυο ώρες και ποιος ξέρει πόσοι μετασχηματιστές. Δουλεύαμε σαν τα ζωα , δεν θα πλουτίζαμε αν συνεχίζαμε έτσι, θα αποβλακωνόμασταν. Τοτε άκουσα τον "επιχειρηματία" από διπλα να λει
"Εγώ θα φυγω"
"Τι" του λεω
"Εγώ θα φυγω, είπε ο Πέτρος. Σηκωθηκε σαν το κουκλάκι που του πατήσαν το κουμπί, είπε "εγώ θα φύγω" και έφυγε. Ούτε τα λεφτά του δεν ζήτησε. Τόσο πολύ του έστριψε με τη δουλειά"
"Ναι του λεω, μόνο που αυτό έγινε πρίν απο δυο ώρες"
Κοιταχτήκαμε στα ματια σαν ναρκωμένοι. Κι υστερα ξεσπάσαμε στα γέλια. Ήταν τόση η ένταση που είχαμε μαζέψει που γελαγαμε μέχρι δακρύων για πέντε λεπτά.
Εγώ θα φύγω.... είπε η Γιδι, κι έφυγε. Ούτε τα λεφτά της δεν ζήτησε