βγαίνω από την πολυκατοικία.
ΑΝτικρύζω μια αρμαθιά μαύρων με καροτσάκια φορτωμένα με λάστιχα,
ίσα που μπορούσαν να τσουλήσουν.
Απέναντι μου είχε κάνει στάση ο πρώτος στην άκρη του δρόμου
για να περάσει ένα αμάξι, χαιρέτησε στρατιωτικά κι ύστερα με κοίταξε.
Μου έκλεισε το μάτι, μου έριξε ένα αυθόρμητο ευγενικό χαμόγελο.
Του χαμογέλασα κι εγώ, βυθισμένος σε σκέψεις και βυσματωμένος στο mp3κινητό.
Όταν τον προσπέρασα γύρισα πίσω το κεφάλι.
Συνέχισε τον δρόμο του και τον συνέχισα κι εγώ.
Στην πορεία μου, είδα μικρούς φωτεινούς αντικατοπτρισμούς
στην άσφαλτο από τα κρεμασμένα cd των μπαλκονιών του πρώτου.
Σαν κάτι να με προϋπαντούσε.
βλέπω στην είσοδο μιας πολυκατοικίας λίγα μέτρα παραπάνω,
γραμμένο κάτι:
υψώνω τείχη επίτηδες για να 'ρθεις να με κλέψεις.
κάποια Ελένη μένει εδώ.
Ας απομακρυνθώ, είπα μέσα μου, μην μου έρθει κανένα βέλος
από το πουθενά.
Γέλασα με τις μλκ μου, σαν σαικοπαθ.
Κατά το γυρισμό, κοντοστάθηκα κουρασμένος με κάτι γάλατα στο χέρι,
και κατάλαβα τον Σάμσων Ρακά όταν έλεγε:
σήκωσα τη σκιά μου όρθια και ξάπλωσα στο δρόμο
Έχει τη φάση της η ζωή.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.