Το e-steki είναι μια από τις μεγαλύτερες ελληνικές διαδικτυακές κοινότητες με 68.427 εγγεγραμμένα μέλη και 3.561.782 μηνύματα σε 105.925 θέματα. Αυτή τη στιγμή μαζί με εσάς απολαμβάνουν το e-steki άλλα 316 άτομα.
Κάποια αλλαγή στο κλίμα της καρδιάς,
την υγρασία γυρίζει ξηρασία· χρυσάφι
ανεμόδαρτο λυσσάει στον παγωμένο τάφο.
Κάποιος καιρός στην επικράτεια των φλεβών,
κρατάει τη νύχτα μέρα κι ανατέλλει
αιμορραγία το ζωντανό σκουλήκι.
Κάποια αλλαγή στο µάτι δείχνει
το σκελετό της τύφλωσης· κι η μήτρα
οδεύει προς το θάνατο, πηγάζοντας ζωή.
Κάποιο σκοτάδι στο κλίμα του ματιού αρχίζει
να μισοβλέπει· οργιές σωστές
η θάλασσα ξεχύνεται σε γη χωρίς γωνιές.
Ο σπόρος που έπεσε στο δάσος των λαγόνων,
κρατάει το μισό καρπό·
ο άλλος καταρρέει αργά τον ύπνο του ανέμου.
Κάποιος καιρός σε κόκαλα και σάρκα,
είναι υγρασία και ξηρασία· θνητοί-νεκροί
βγαίνουνε σαν φαντάσματα στο μάτι.
Κάποια αλλαγή στο κλίμα αυτού του κόσμου,
κάνει το φάντασμα στοιχειό· κάθε παιδί μητέρας
καθίζει στη διπλή σκιά του.
Κάποια αλλαγή ισχυρίζεται ήλιο στο ολόκληρο φεγγάρι,
κλείνει τις κουρελιασμένες κουρτίνες του σαρκίου
και η καρδιά ξεχνάει τους νεκρούς της.
Κάποια αλλαγή στο κλίμα της καρδιάς
Από τη συλλογή «18 ποιήματα» (1934).
Πηγή: «Ντύλαν Τόμας, Το χρώμα της λαλιάς, Ποιήματα (1934-1953)», μετάφραση Γιώργος Μπλάνας.
Θα έρθει κάποια νύχτα, την ώρα που κοιμάσαι
και θα γλιστρήσει στο κρεβάτι σου
σαν τη γάτα που πάει σιγά σιγά να κλέψει
θα σταθεί να σε κοιτάξει που κοιμάσαι
και θα ζυγιάσει το κορμί σου
σαν ναυτικός σ’ ένα
μπουρδέλο της Τιχουάνα.
οι κουρτίνες θα κουνηθούν
αν τις έχεις κρεμάσει
& εκείνο θα πλησιάσει ακόμη πιο κοντά
μέχρι ν’ ακουμπήσει το πρόσωπό σου
πάλι σαν τη γάτα
θα σου ρουφήξει απ’ τη μύτη την ανάσα
την ώρα που θα κοιμάσαι.
και μαζί με την πνοή σου
θα σου πάρει τα όνειρα
και το μυαλό θα σταματήσει
σαν πεθαμένη μηχανή αυτοκινήτου
που αφήνει το τελευταίο πουφ απ’ την εξάτμιση.
πουλάκια θα τσιτσιρίζουνε
στις τουαλέτες θα τραβάνε καζανάκια
και όλα θα ‘ναι τόσο απλά
όταν θα φύγει από πάνω σου η ζωή
όπως μια γριά που σηκώνεται
απ’ την κουνιστή πολυθρόνα της
το φως σβήνει γίνεται σκοτάδι
μέχρι να χαθεί εντελώς.
έτσι όπως σβήνουν τα φώτα στο δρόμο
γύρω στις 5 το πρωί.
Άνοιξα τα παράθυρα να μπει καθαρός αέρας
και ν' ακούσω τα πουλιά να κελαηδούν,
Αλλά μπήκε μόνο σκατίλα από τις σωληνώσεις της πολυκατοικίας.
Και θόρυβος από χιλιάδες καζανάκια..
Όλοι χέζουν κορονοιό κι εγώ τον αναπνέω..
Έστειλα το sms μου,έγραψα την δήλωση μου και βγήκα να μαζέψω κρίνους..
Aχχχ οι κρίνοι..
Θα τους κάνω με μπακαλιάρο και σκορδαλιά!
Έτσι δεν κάνουν σήμερα;
Η γάτα μου με κατακρίνει και διαμαρτύρεται..
Δεν της αρέσει ο κρίνος.
Είναι χειρούργα άλλωστε..
Προτείνει περιστέρια και λιόφυλλα..
Ίσως είναι κατά βάθος εθνικίστρια..
Την έντυσα τσολιά και της άρεσε.
Μου έφερε μάλιστα κάτι μισοκακόμοιρα περιστέρια λαθρομετανάστες
να μου το αποδείξει.
Ίσως τη βάλω στο φούρνο, δεν ξέρω..
θα ταίριαζε με ρίζες λωτού άραγε όπως το είδα σ ένα κινέζικο μάστερ σεφ;
Ο λωτός φέρνει λήθη..
ξεχνάς πως τρως ότι αγαπάς για να πάρεις τα μάτια του και τις δυνάμεις του
Κι ύστερα...
Βγαίνω σα γάτα απ' τον φωταγωγό.
Κερνάω ακούσια ντουμάνια τις γριές που
βηχολογούν συνωστισμένες
κουτσομπολεύοντας ολημερίς
στους κοινόχρηστους χώρους της πολυκατοικίας
Κάθε μέρα σε ώρα ευέλικτη
αλλά πάντα μετά τον όρθρο και πριν το μεσημεριανό
βγάζουν επιτελικές ανακοινώσεις με ντουντούκες
Στη συνέχεια τις κολλούν παντού
στις πόρτες, στους τοίχους, στο ασανσέρ και πάνω μου,
απαγορεύοντας την είσοδο στους ντελιβεράδες
Θα τους ρουφήξω τη ψυχή καθώς κοιμούνται..
για να τη χέσω μετά κι εγώ με τη σειρά μού
στις σωληνώσεις της υπέροχης πολυκατοικίας μας..
Το μυαλό μου φύρανε
απ' το φθινόπωρο και δώθε
αιτία ο αστακός
που κάτω απ' το κρεβάτι μου γαυγίζει.
Κάθε πρωί χαράματα
το μάτι μου είναι κλειστό
απ' το φθινόπωρο και δώθε
αιτία ο κόρφος μου από
ξύλο ροδιάς
που σκληραίνει.
Το κρεβάτι μου είναι σταυρός
απ' το φθινόπωρο και δώθε
αιτία το κορμί σου
που προστάζει
και γελά
όσο εγώ κοιμάμαι.
Έρχονται τα πρωτοβρόχια.
Θέλω τη σάρκα σου να δαγκώνω,
σάρκα αλμυρή και όλο ρώμη,
ξεκινώντας απ´τα όμορφα τα μπράτσα σου,
ίδια με κλαδιά ερυθρίνας,
να συνεχίζω προς το στήθος αυτό που τα όνειρά μου τ’ ονειρεύονται
αυτό το στήθος-σπηλιά όπου το πρόσωπό μου κρύβω
ανασκαλεύοντας την τρυφεράδα,
αυτό το στήθος που τύμπανα αντηχεί και ζωή συνεχή.
Εκεί για κάμποσο να μένω
μπλέκοντας τα χέρια μου
στο δασάκι αυτό από θάμνους που βλασταίνουν,
απαλό και μαύρο κάτω απ’ το γυμνό μου δέρμα,
να συνεχίζω ύστερα στον αφαλό
προς το κέντρο εκείνο απ’ όπου ξεκινάς να γαργαλιέσαι,
και ολοένα να σε δαγκώνω, να σε φιλώ,
ώσπου εκεί να φτάνω,
στο μικρό εκείνο μέρος
-κρυφό και μυστικό-
που χαίρεται στην παρουσία μου
που προχωρά για να μ’ υποδεχτεί
και προς εμένα προελαύνει
με όλην του τη δύναμη την πυρωμένη, ανδρική.
Ύστερα στα πόδια σου να κατεβαίνω
στέρεα σαν τις πεποιθήσεις σου τις αντάρτισσες,
τα πόδια αυτά που το ανάστημά σου ορθώνουν
που σε φέρνουνε σε μένα
και εμένα συγκρατούν,
που τα πλέκεις τη νύχτα στα δικά μου
τα απαλά και θηλυκά.
Τα πέλματά σου να φιλώ, έρωτά μου,
που τόσο, δίχως μου, τους μένει να διαβούν
και πάλι πίσω ν’ ανεβαίνω, σκαλί το σκαλί,
ώσπου τα χείλη να πιέζω στα δικά σου,
ώσπου όλη να γεμίζω απ’ το σάλιο, την ανάσα τη δική σου,
ώσπου μέσα μου να εισβάλλεις
με τη δύναμη του ιλίγγου
και με το πήγαινε να με κατακλύζεις και το έλα σου
σαν θάλασσα ανήμερη,
ώσπου ν’ απομένουμε οι δυο μας ιδρωμένοι τεντωμένοι
στων σεντονιών πάνω την άμμο.
GIOCONDA BELLI
Η Τζιοκόντα Μπέλι (1948) είναι Νικαραγουανή ποιήτρια, μυθιστοριογράφος και πολιτική ακτιβίστρια, ιταλικής καταγωγής. Συμμετείχε στη Νικαραγουανή Επανάσταση σε νεαρή ηλικία και κατείχε σημαντικά αξιώματα στο επαναστατικό κόμμα των Σαντινίστας, απ’ το οποίο όμως απεχώρησε το 1993 λόγω διαφωνίας με τον χαρακτήρα που αυτό είχε αποκτήσει.
"It’s your flaws I want to taste.
Your brooked mouth.
The way you smell after being
out all day. Your knees, so eager
to bend
to whatever song is playing in
your head.
Your chest, as it rises and falls
and rises and falls
on the carpeted ground. Your
sometimes smooth chin.
Your pimpled politeness. Your
tangled hair.
Your good morning,
every morning.
I don’t want to be able to run
my fingers through you easily.
It is no fun writing about
perfections. I want to talk about you.
Flawed. Crooked.
Endlessly
interesting.
You.”
I know a falcon swift and peerless
As e'er was cradled In the pine;
No bird had ever eye so fearless,
Or wing so strong as this of mine.
The winds not better love to pilot
A cloud with molten gold o'er run,
Than him, a little burning islet,
A star above the coming sun.
For with a lark's heart he doth tower,
By a glorious upward instinct drawn;
No bee nestles deeper in the flower
Than he in the bursting rose of dawn.
No harmless dove, no bird that singeth,
Shudders to see him overhead;
The rush of his fierce swooping bringeth
To innocent hearts no thrill of dread.
Let fraud and wrong and baseness shiver,
For still between them and the sky
The falcon Truth hangs poised forever
And marks them with his vengeful eye.
“A heap of broken images, where
the sun beats,
And the dead tree gives no
shelter, the cricket no relief,
And the dry stone no sound of
water.
Only
There is shadow under this red
rock,
(Come in under the shadow of this red rock),
And I will show you something
different from either
Your shadow at morning striding
behind you
Or your shadow at evening rising
to meet you;
I will show you fear in a handful
of dust.”
ταξίδευε με τρένο
έγραφε σε τετράδια με μολύβι και στυλό
έσβηνε με γόμες
μαγείρευε σε μία κατσαρόλα εμαγιέ
άφηνε χώρο στις λέξεις να αναπνέουν
και να κινούνται ανάλαφρες στο χώρο
χωρίς να μαστιγώνουν τον απέναντι
κοιτούσε στα μάτια
χαμογελούσε
φιλούσε και αγκάλιαζε
και είχε φτάσει στην ηλικία αυτή του νου
που πια ήξερε
πως ο έρωτας
δε νοιάζεται καθόλου
ούτε για το κορμί ούτε για την ομορφιά
νοιάζεται για τη θάλασσα
που έχει ο άλλος μέσα του...
Μαριάννα Φρονίμου
A page from one of Edward Hopper's art ledgers.
A record his wife kept of paintings he made.
He'd sketch the finished paintings,she'd write the notes.
«Περίμενες
τους φανοστάτες
να ανάψουν».
Και κάποιον, τέλος,
«τοις κείνων ρήμασι πειθόμεναν»
«με ένα πουκάμισο καλοπλυμένο»
να περάσει
οδεύοντας
για το ικρίωμα…
«Όμως κανείς δεν πέρασε»
οι φανοστάτες δεν άναψαν
η πόλη δεν είχε κτιστεί
και Εσύ
δεν είχες ποτέ αγαπήσει…
Ποια απάντηση, ποιος χτύπος στο κοιμισμένο στήθος σου αγόρι
γαζωμένο από τις σύγχρονες μηχανές σε σχήμα χελιδονιού
άγγελε με χλωρή γενειάδα κάτω από τις ερπύστριες
συνείδηση βαμμένη στον τοίχο και στις πέτρες
σώπασες τ’ όνομά σου μες στη βοή της λάσπης
περιστέρι μπροστά στα ηλεκτροφόρα σύρματα
με το σύνθημα της δικαιοσύνης στο χώμα.
Με το τραγούδι χαιρετίζω όσους μοχθούν
για τη ζωή, όχι στο χαμό της
για την τροφή, όχι τη στέρηση της
για τη γνώση, με τη γνώση
ενάντια στις αριθμομηχανές των κρεάτων
ενάντια στον οργασμό της κατανάλωσης
ενάντια στις τρομερές λυχνίες της δισχιλιετηρίδας.
Θα ‘ρθει ένας κόσμος χλόης αγόρι
και θα δουλεύουμε στη μοιρασιά των λουλουδιών.
Απόψε σε φαντάζομαι λευκότερη απ’ τα κρίνα,
μες στο σκοτάδι το πηχτό. Σαν κάποια αγνή θεότη
στο μαύρο φόντο της νυχτιάς λαμποκοπάς. Μ’ αχτίνα
μοιάζεις που ο Φοίβος φεύγοντας λησμόνησε στα σκότη.
Ναι, σε θωρώ. Απ’ τον ουρανό ξεφεύγουνε τ’ αστέρια
και σαν πετράδια ατίμητα στολίζουν τα μαλλιά σου.
Ο Γαλαξίας άσπρο φως στα μάγουλα, στα χέρια
σου χύνει· μες στο γάλα του βουτά την ομορφιά σου.
Νά και τα μάτια σου! Τα βλέπω: σιγανοίγουν
εκεί ψηλά στη σκοτεινιά, μεγάλα, ογρά, θλιμμένα·
σαν δυο ποτάμια φωτερά τα βλέμματά μας σμίγουν:
εσύ κοιτάζεις μένανε κι εγώ κοιτάζω εσένα.
Από το στόμα σου φωνή δε βγαίνει, μα μου κρένεις.
Τα δακρυσμένα μάτια σου: «Τραγουδιστή», μου λένε,
«μην τραγουδάς, κι είναι κοντά η μέρα που πεθαίνεις».
Αυτά μού λεν τα μάτια σου, τα μάτια σου που κλαίνε.
Κώστας Καριωτάκης
Και να κάνουμε έρωτα στις τρεις το πρωί και κάπως με κάποιο τρόπο, να σου εκφράζω έστω και λίγο τον ακάθεκτο, τον ακατάλυτο, τον ακατάσβεστο, τον μεταρσιωτικό, τον ψυχαναλυτικό, τον άνευ όρων τον τα πάντα πληρούντα τον δίχως τέλος και δίχως αρχή έρωτά μου για σένα.»
«Λαχταρώ», Σάρα Κέιν
ΥΓ: για τις ερωτευμένες και χαρούμενες ψυχές, μια γωνίτσα
I like a thorn on the earth, in the dessert
you like heavy rain, you make me green (grow)
hey, hey, hey
If I am alone on the earth in the nights
You like the big moon looking me
hey,hey,hey
if there is no rain in the empty sand deserts
lonely tron will not survive, it will die in dry
what can I say lonely, when darkness comes
I scare in darkness if moonlight is gone
hey,hey
Άκου τον ήχο σπάζει πέτρες
Και πέφτουνε πεφτάστερα στους στίβους
Στα γήπεδα πηδούν οι μπάλες
Σαν μπάλες ρούγκμπι σαν πεπόνια
Κομψές κυρίες στις κερκίδες
Και κορασίδες με pull-over
Χειροκροτούν κι όλο φωνάζουνε
«Goal! Goal! στα δίχτυα των εχθρών
Όχι ποτέ στα δίχτυα του θανάτου»
Το forum μας χρησιμοποιεί cookies για να βελτιστοποιήσει την εμπειρία σας.
Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, συναινείτε στη χρήση cookies στον περιηγητή σας.