
16-03-18

12:56
Sylvia Plath - Daddy
Απόδοση στα ελληνικά: Αρκτούρος
Ρούχο παλιό,
τα χρόνια της ζωής μου τα ευτυχέστερα
που μέσα σου έχω ζήσει,
κι όταν ακόμα ήμουν ανέτοιμη για ρίσκο,
όνειρο παλιό,
τί θέλεις και γυρίζεις;
Θα 'πρεπε να σ' έχω αντιμετωπίσει, πατέρα,
αλλά μου πέθανες μια μέρα του θεού,
μια μέρα σαν όλες τις άλλες.
Κι είσαι τώρα ίδιος με μάρμαρο,
ίδιος κι ολόιδιος με στοιχειωμένο άγαλμα,
κι ας έχεις το θεό ακόμα μέσα σου.
Προσεύχομαι, αλλά μάταια.
Πού να σε βρω;
Που μου 'γινες ένα με του Ατλαντικού την άβυσσο,
σαν τα νερά τα πράσινα που βρέχουν το απέραντο γαλάζιο.
Αηδίασα.
Δεν θα μπορέσω ποτέ να σου μιλήσω,
τα μάτια σου ευθύς να τα κοιτάξω.
Καμιά γλώσσα, καμιά πόλη δεν σε κουβαλάει.
Τα γκρέμισε όλα ο πόλεμος. Τα ξέσκισε.
Συρματοπλέγματα, συρματοπλέγματα, συρματοπλέγματα: κι άνθρωποι πουθενά.
Τους πήρε και τους σήκωσε,
του νου η μανία,
των ανθρώπων η λαλιά η βρώμικη.
Κι εσύ, σαν ένας κι από αυτούς τους θύτες,
ίδιος κι ολόιδιος μαζί τους,
στον πόλεμο πρωτοστατούσες.
Στο Dachau, στο Auschwitz, στο Belsen,
στων καμινάδων των ανθρώπων την ψυχή που ξέρναγαν,
εκεί,
για λίγο σε προφταίνω.
Μετά πας να μεθύσεις,
στην πανέμορφη Βιέννη
να ξεχάσεις τάχα το μηδέν σου,
στου Τιρόλου τα κάτασπρα τα χιόνια
να θάψεις τη σαπίλα σου.
Τι να τα κάνω του κόσμου τα ωραία, πατέρα;
Όταν από σώμα και ψυχή,
στάχτη μόνο μένει.
Αηδίασα, μπαμπά.
Σε φοβόμουν.
Τί να τα κάνω τα παράσημα;
Του ζόφου μνήμες είναι αυτά,
κι εγώ ένα κοριτσάκι.
Μια σημαία κατάμαυρη
μου πέταξες στη μούρη,
κι είπες πως έτσι ένα κορίτσι θα γίνει μια γυναίκα.
Τα πάθη του πολέμου και τα κτήνη,
σαν λατρέψει.
Κτήνος, τ'ακούς;
Τι στέκεσαι και τι κοιτάς;
Όλα καλά εκεί,
στης λήθης μέσα την ασφάλεια;
Είσαι ο διάβολος, τ'ακούς;
Αυτός που την καρδιά μου,
τεμάχισε στα δύο.
Δέκα χρονώ ήμουνα,
στον τάφο σαν σε βάλανε.
Γιατί; Γιατί, μπαμπά;
Γιατί,
τα είκοσι τα χρόνια μου τα πρώτα,
γιατί να τα χαλάσω,
στον τάφο σου να μπω;
Γιατί,
ένα κουβάρι μαζεμένο να 'μαι σήμερα,
ένα μάτσο κόκκαλα, μπαμπά,
όπως όπως καρφωμένα
στην ανάγκη του συλλήβδην;
Τώρα, ξέρω.
Κι ας έχω ξοφλήσει.
Στην άκρη της γραμμής,
στου ακουστικού τη μαύρη προσμονή,
όνειρα γυαλιά καρφιά,
κι οι λέξεις πεταμένες.
Κι όχι,
δεν δέχομαι, τ'ακούς;
Δεν δέχομαι.
Όσο κι αν λέω ναι,
κι ας είναι,
θα περάσει.
Έπρεπε να σε σκοτώσω, μπαμπά.
Σαν σκοτώσεις έναν άνθρωπο,
την ίδια την ζωή έχεις σκοτώσει.
Τί να σε κάνω πια;
Με λερωμένα έγκλημα τα χέρια σου,
κι ένα παλούκι καρφωμένο στην καρδιά σου.
Γύρνα πίσω τώρα.
Κουράστηκα κι εγώ,
κι εσύ να μη με φτάνεις.
Ξόφλησες, μπαμπά.
Ξόφλησες και ξόφλησα κι εγώ μαζί σου.
Απόδοση στα ελληνικά: Αρκτούρος
Ρούχο παλιό,
τα χρόνια της ζωής μου τα ευτυχέστερα
που μέσα σου έχω ζήσει,
κι όταν ακόμα ήμουν ανέτοιμη για ρίσκο,
όνειρο παλιό,
τί θέλεις και γυρίζεις;
Θα 'πρεπε να σ' έχω αντιμετωπίσει, πατέρα,
αλλά μου πέθανες μια μέρα του θεού,
μια μέρα σαν όλες τις άλλες.
Κι είσαι τώρα ίδιος με μάρμαρο,
ίδιος κι ολόιδιος με στοιχειωμένο άγαλμα,
κι ας έχεις το θεό ακόμα μέσα σου.
Προσεύχομαι, αλλά μάταια.
Πού να σε βρω;
Που μου 'γινες ένα με του Ατλαντικού την άβυσσο,
σαν τα νερά τα πράσινα που βρέχουν το απέραντο γαλάζιο.
Αηδίασα.
Δεν θα μπορέσω ποτέ να σου μιλήσω,
τα μάτια σου ευθύς να τα κοιτάξω.
Καμιά γλώσσα, καμιά πόλη δεν σε κουβαλάει.
Τα γκρέμισε όλα ο πόλεμος. Τα ξέσκισε.
Συρματοπλέγματα, συρματοπλέγματα, συρματοπλέγματα: κι άνθρωποι πουθενά.
Τους πήρε και τους σήκωσε,
του νου η μανία,
των ανθρώπων η λαλιά η βρώμικη.
Κι εσύ, σαν ένας κι από αυτούς τους θύτες,
ίδιος κι ολόιδιος μαζί τους,
στον πόλεμο πρωτοστατούσες.
Στο Dachau, στο Auschwitz, στο Belsen,
στων καμινάδων των ανθρώπων την ψυχή που ξέρναγαν,
εκεί,
για λίγο σε προφταίνω.
Μετά πας να μεθύσεις,
στην πανέμορφη Βιέννη
να ξεχάσεις τάχα το μηδέν σου,
στου Τιρόλου τα κάτασπρα τα χιόνια
να θάψεις τη σαπίλα σου.
Τι να τα κάνω του κόσμου τα ωραία, πατέρα;
Όταν από σώμα και ψυχή,
στάχτη μόνο μένει.
Αηδίασα, μπαμπά.
Σε φοβόμουν.
Τί να τα κάνω τα παράσημα;
Του ζόφου μνήμες είναι αυτά,
κι εγώ ένα κοριτσάκι.
Μια σημαία κατάμαυρη
μου πέταξες στη μούρη,
κι είπες πως έτσι ένα κορίτσι θα γίνει μια γυναίκα.
Τα πάθη του πολέμου και τα κτήνη,
σαν λατρέψει.
Κτήνος, τ'ακούς;
Τι στέκεσαι και τι κοιτάς;
Όλα καλά εκεί,
στης λήθης μέσα την ασφάλεια;
Είσαι ο διάβολος, τ'ακούς;
Αυτός που την καρδιά μου,
τεμάχισε στα δύο.
Δέκα χρονώ ήμουνα,
στον τάφο σαν σε βάλανε.
Γιατί; Γιατί, μπαμπά;
Γιατί,
τα είκοσι τα χρόνια μου τα πρώτα,
γιατί να τα χαλάσω,
στον τάφο σου να μπω;
Γιατί,
ένα κουβάρι μαζεμένο να 'μαι σήμερα,
ένα μάτσο κόκκαλα, μπαμπά,
όπως όπως καρφωμένα
στην ανάγκη του συλλήβδην;
Τώρα, ξέρω.
Κι ας έχω ξοφλήσει.
Στην άκρη της γραμμής,
στου ακουστικού τη μαύρη προσμονή,
όνειρα γυαλιά καρφιά,
κι οι λέξεις πεταμένες.
Κι όχι,
δεν δέχομαι, τ'ακούς;
Δεν δέχομαι.
Όσο κι αν λέω ναι,
κι ας είναι,
θα περάσει.
Έπρεπε να σε σκοτώσω, μπαμπά.
Σαν σκοτώσεις έναν άνθρωπο,
την ίδια την ζωή έχεις σκοτώσει.
Τί να σε κάνω πια;
Με λερωμένα έγκλημα τα χέρια σου,
κι ένα παλούκι καρφωμένο στην καρδιά σου.
Γύρνα πίσω τώρα.
Κουράστηκα κι εγώ,
κι εσύ να μη με φτάνεις.
Ξόφλησες, μπαμπά.
Ξόφλησες και ξόφλησα κι εγώ μαζί σου.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 7 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.