Αποσπάσματα από βιβλία που αγαπάμε

Nascentes morimur

Διάσημο μέλος

Η Nascentes morimur αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 2,475 μηνύματα.
Ίσως, αν οι άνθρωποι επέτρεπαν στον εαυτό τους να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους για χάιδεμα, δε θα ήταν τόσο επιθετικοί.


Virginia Satir
απόσπασμα από το βιβλίο της "Πλάθοντας Ανθρώπους"
 

Nascentes morimur

Διάσημο μέλος

Η Nascentes morimur αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 2,475 μηνύματα.
Τιμωρούμαστε για τις αρνήσεις μας.
Κάθε παρόρμηση που πολεμάμε να καταπνίξουμε,
μένει κρυμμένη και δουλεύει μέσα στο μυαλό
και μας δηλητηριάζει.
Το σώμα αμαρτάνει μια φορά και ξεμπερδεύει,
γιατί η πράξη είναι ένας τρόπος εξαγνισμού.
Δε μένει τιποτ’ άλλο
παρά η ανάμνηση μιας απόλαυσης
ή η πολυτέλεια της μεταμέλειας.
Ο μόνος τρόπος να ξεφορτωθείς έναν πειρασμό
είναι να ενδώσεις σε αυτόν.
Αν του αντισταθείς ,
η ψυχή σου θ’ αρρωστήσει
απ΄τη λαχτάρα για τα πράγματα
που η ίδια απαγόρευσε στον εαυτό της,
απ’ την επιθυμία για όσα οι τερατώδεις νόμοι της
έχουν κηρύξει τερατώδη και παράνομα.
Κάποιος είπε
ότι τα πιο σημαντικά γεγονότα του κόσμου
συντελούνται μέσα στο μυαλό.
Στο μυαλό, λοιπόν, και μόνο σ’ αυτό
γίνονται και οι μεγαλύτερες αμαρτίες του κόσμου.
Όσκαρ Ουάιλντ
Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ
 

Nascentes morimur

Διάσημο μέλος

Η Nascentes morimur αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 2,475 μηνύματα.
Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη.
Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη.
Στην ταβέρνα του Πατσοπούλου, ενώ ο βορράς εφύσα, και υψηλά εις τα βουνά εχιόνιζεν, ένα πρωί, εμβήκε να πίη ένα ρούμι να ζεσταθή ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος, διωγμένος από την γυναίκα του, υβρισμένος από την πενθεράν του, δαρμένος από τον κουνιάδον του, ξορκισμένος από την κυρά-Στρατίναν την σπιτονοικοκυράν του, και φασκελωμένος από τον μικρόν τριετή υιόν του, τον οποίον ο προκομμένος ο θείος του εδίδασκεν επιμελώς, όπως και οι γονείς ακόμη πράττουν εις τα «κατώτερα στρώματα», πως να μουντζώνη, να βρίζη, να βλασφημή και να κατεβάζη κάτω Σταυρούς, Παναγιές, κανδήλια, θυμιατά και κόλλυβα. Κι έπειτα, γράψε αθηναϊκά διηγήματα!
Ο προβλεπτικός ο κάπηλος, δια να έρχωνται ασκανδαλίστως να ψωμίζουν αι καλαί οικοκυράδες, αι γειτόνισσαι, είχε σιμά εις τα βαρέλια και τας φιάλας, προς επίδειξιν μάλλον, ολίγον σάπωνα, κόλλαν, ορύζιον και ζάχαριν, είχε δε και μύλον, δια να κόπτη καφέν. Αλλ” έβλεπέ τις, πρωί και βράδυ, να εξέρχωνται ατημέλητοι και μισοκτενισμένοι γυναίκες, φέρουσαι την μίαν χείρα υπό την πτυχήν της εσθήτος, παρά το ισχίον, και τούτο εσήμαινεν, ότι το οψώνιον δεν ήτο σάπων, ούτε ορύζιον ή ζάχαρις.
“Ηρχετο πολλάκις της ημέρας η γριά – Βασίλω, πτωχή, έρημη και ξένη στα ξένα, ήτις δεν είχε προλήψεις κι έπινε φανερά το ρούμι της. Ήρχετο και η κυρά-Κώσταινα η Κλησάρισσα, ήτις εβοηθούσε το κατά δύναμιν εις την εκκλησίαν ισταμένη πλησίον του μανουαλίου, δια να κολλά τα κεριά, και όσας πεντάρας έπαιρνε την Κυριακήν, όλας τας έπινε, μετ” ευσυνειδήτου ακριβείας, την Δευτέραν, Τρίτην και Τετάρτην.
Ήρχετο κι η Στρατίνα, νοικοκυρά με δύο σπίτια, οπού εφώναζεν εις την αυλόπορταν, εις τον δρόμον και εις το καπηλείον όλα τα μυστικά της, δηλ. τα μυστικά των άλλων, και μέρος μεν αυτών έμενον εις την αυλήν, μέρος δε έπιπτον εις το καπηλείον, και τα περισσότερα εχύνοντο εις τον δρόμον, κι εξενομάτιζε τον κόσμον, ποία νοικάρισσα της καθυστερεί δύο νοίκια, ποίος οφειλέτης της χρεωστεί τον τόκον, ποία γειτόνισσα της επήρεν ένα είδος, δανεικόν κι αγύριστον.
Ο μαστρο-Δημήτρης ο φραγκορράφτης της εχρωστούσε τρία νοίκια, ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος πέντε, και τον μήνα που έτρεχεν, εξ. Η Λενιώ, η κουμπάρα της, της πέρασε δευτέραν υποθήκην με δόλον εις το σπίτι, και τώρα ήτον ανάγκη να τρέχη εις δικηγόρους και συμβολαιογράφους, δια να εξασφαλίση τα δίκαιά της. Η Κατίνα, η ανεψιά της από τον πρώτον άνδρα της, της είχεν αφήσει ένα αμανάτι δια να την δανείση δέκα δραχμάς, και τώρα, κατά την εκτίμησιν δύο χρυσοχόων, απεδείχθη, ότι το ασημικόν ήτο κάλπικον και δεν ήξιζεν ούτε όσα ήξιζαν τα δύο φυσέκια με τες σκουριασμένες μπακίρες – που, αφού, κατά την συνήθειάν της (αυτό δεν το έλεγεν, αλλά ήτο γνωστόν), έβγαλεν έξω το γερο-Στρατήν, τον άνδρα της, την κόρην της, την Μαργαρίταν και την εγγονήν της, την Λενούλαν, ήνοιξε την κρύπτην, απέθεσεν εκεί το ενέχυρον, έβγαλε το κομπόδεμα, έλαβε τα φυσέκια, και τα ενεχείρισε με τρόπον, οπού εσήμαινε να τα δώση και να μην τα δώση, κι εφαίνετο ως να εκολλούσαν τα χέρια της, εις την πτωχήν την Κατίναν.
Η Ασημίνα, η παλαιά νοικάρισσά της, τραγουδίστρα το επάγγελμα, όταν εξεκουμπίσθη κι έφυγε, της εχρωστούσε τρία μηνιάτικα και εννέα ημέρας. Και τα μεν έπιπλα, οπού έπρεπε κατά δίκαιον τρόπον να τα εκχωρήση εις την σπιτονοικοκυράν, τα παρέδωκεν εις τον κούκον της, τον τελευταίον αγαπητικόν της, που να τσάκιζε το πόδι της, να μην είχε σώσει ποτέ… Και εις αυτήν δεν έδωκεν άλλο τίποτε, παρά ένα παλιοφυλαχτόν εκεί, λιγδιασμένον, και της είπε μυστηριωδώς, ότι αυτό περιείχε Τίμιον Ξύλον… Σαν εκγρεμοτσακίσθη και έφυγε, το ανοίγει και αυτή εκ περιεργείας, και αντί Τιμίου Ξύλου, τί βλέπει;… κάτι κουρέλια, τρίχες, τούρκικα γράμματα, σκοντάματα, μαγικά, χαμένα πράματα… Τ” ακούτε σεις αυτά;
Εισήλθε, ριγών, ο μαστρο-Παυλάκης και εζήτησεν ένα ρούμι. Το παιδί του καπηλείου, οπού τον ήξευρε καλά, του είπε -Έχεις πεντάρα;
Ο άνθρωπος έσεισε τους ώμους με τρόπον διφορούμενον. -Βάλε συ το ρούμι, είπεν.
Πως να έχει πεντάρα; Καλά και τα λεπτά, καλή η δουλειά, καλό και το κρασί, καλή κι η κουβέντα, όλα καλά. Καλλίτερον απ” όλα η ραστώνη, το ντόλστσε φαρ νιένττε των αδελφών Ιταλών. Αν εις αυτόν ανετίθετο να συντάξη τον κανονισμόν της εβδομάδος, θα ώριζε την Κυριακήν δια σχόλην, την Δευτέραν δια χουζούρι, την Τρίτην δια σουλάτσο, την Τετάρτην, Πέμπτην και Παρασκευήν δι εργασίαν, και το Σάββατον δια ξεκούρασμα. Ποιός λέει, ότι αι εορταί είναι πάρα πολλαί δια τους ορθοδόξους Έλληνας, και αι εργάσιμοι είναι πολύ ολίγαι; Αυτά τα λέγουν όσοι δεν έκαμαν ποτέ σωματικήν εργασίαν και ηξεύρουν μόνον δια τους άλλους να θεσμοθετούν.
Ακριβώς την ώραν ταύτην ήλθεν απ” αντικρύ ο Δημήτρης ο φραγκορράφτης, δια να πίη το πρωινόν του. Μόνην παρηγορίαν είχε, να κάμνη αυτά τα συχνά ραξιδάκια, καθώς τα ωνόμαζε. Διέκοπτεν επί πέντε λεπτά την εργασίαν του, δέκα φοράς την ημέραν, και ήρχετο να πίνη ένα κρασί. Έπαιρνεν εργασίαν από τα μαγαζιά και εδούλευεν ως κάλφας εις το δωμάτιόν του. Εισήλθε και παρήγγειλεν ένα κρασί. Είτα, ιδών τον Παύλον -Βάλε και του μαστρο-Παυλάκη ένα ρούμι, είπεν.
Ως από Θεού σταλμένος, δια να λύση το ζήτημα της πεντάρας, μεταξύ του πελάτου και του υπηρέτου, εκάθισε πλησίον του Παύλου και ήρχισε τοιαύτην ομιλίαν, η οποία ήτο μεν συνέχεια των ιδίων λογισμών του, εις δε τον Παύλον εφάνη ως συνηγορία υπέρ των ιδικών του παραπόνων. -Που σκόλη και γιορτή, μαστρο-Παυλέτο, φίλε μου, είπεν ούτε καθισιό, ούτε χουζούρι. Τ” Άη-Νικολάου δουλέψαμε, τ” Άη-Σπυρίδωνα δουλέψαμε, την Κυριακή προχθές δουλέψαμε. Έρχονται Χριστούγεννα, και θαρρώ, πως θα δουλεύουμε, χρονιάρα μέρα…
Ο Παύλος έσεισε την κεφαλήν.
-Θέλω κάτι να πω, αλλά δεν ξέρω για να τα σταμπάρω περί γραμμάτου μαστρο-Δημήτρη μου, είπε. Μου φαίνεται, πως αυτοί οι μαστόροι, αυτοί οι αρχόντοι, αυτή η κοινωνία πολύ κακά έχουνε διωρισμένα τα πράγματα. Αντί να είναι η δουλειά μοιρασμένη ίσια τις καθημερινές, πέφτει μονομιάς και μονομπάντα. Δουλεύουμε βιαστικά τις γιορτάδες, και ύστερα χασομερούμε εβδομάδες και μήνες τις καθημερινές.
-Είναι και η τεμπελιά εις το μέσο, είπε μετά πονηράς αυθαδείας το παιδί του καπηλείου, ωφεληθέν από μίαν στιγμήν, καθ” ην ο αφέντης του είχεν ομιλίαν εις το κατώφλιον της θύρας και δεν ηδύνατο ν” ακούση.
-Ας είναι, τί να σου κάμη η προκομμάδα και η τεμπελιά; είπεν ο Δημήτρης. Το σωστό είναι, πολλά κεσάτια και ολίγη μαζωμένη δουλειά. Καλά λέει ο μαστρο-Παύλος. Άλλο αν είμαι ακαμάτης εγώ, ας πούμε, ή ο Παύλος, ή ο Πέτρος, ή ο Κώστας ή ο Γκίκας. Εμένα η φαμίλια μου δουλεύει, εγώ δουλεύω, ο γυιός μου δουλεύει, το κορίτσι πάει στη μοδίστρα. Και μ” όλα αυτά, δεν μπορούμε ακόμα να βγάλουμε τα νοίκια της κυρα-Στρατίνας. Δουλεύουμε για την σπιτονοικοκυρά, δουλεύουμε για τον μπακάλη, για τον μανάβη, για τον τσαγκάρη, για τον έμπορο. Η κόρη θέλει το λούσο της ο νέος θέλει το καφενείο του, το ρούχο του, το γλέντι του. Ύστερα, κάμε προκοπή.
-Υγρασία μεγάλη, μαστρο-Δημήτρη, είπεν ο Παυλέτος, αποκρινόμενος εις τους ιδίους στοχασμούς του. Υγρασία κάτω στα μαγαζιά, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαρειά, ρεματισμοί, κρυώματα. Ύστερα κόπιασε, αν αγαπάς, να αργάζης τομάρια. Το δικό μας το τομάρι άργασε πια, άργασε… -Καλά αργασμένο το δικό σου, μαστρο-Παύλο, αυθαδίασε πάλιν ο υπηρέτης, αινιττόμενος ίσως τας μεταξύ του Παύλου και του γυναικαδέλφου του σκηνάς.
Είτα εισήλθεν ο κάπηλος. Ο μαστρο-Δημήτρης απήλθε, να επαναλάβη την εργασίαν του και η ομιλία έπαυσεν.
Ο μαστρο-Παύλος αφέθη εις τας φαντασίας του. Σάββατον σήμερον, μεθαύριον παραμονή, την άλλην Χριστούγεννα. Να είχε τουλάχιστον λεπτά δια να αγοράση ένα γαλόπουλο, να κάμη και αυτός Χριστούγεννα στο σπίτι του, καθώς όλοι! Μετενόει τώρα πικρώς, διότι δεν επήγε τας τελευταίας ημέρας εις τα βυρσοδεψεία να δουλεύση και να βγάλη ολίγα λεπτά, δια να περάση πτωχικά τας εορτάς. «Υγρασία μεγάλη, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαρειά. Κόπιασε να αργάζης τομάρια! Το δικό μας το τομάρι θέλει άργασμα!»
Είχεν ακούσει τον λαϊκόν μύθον δια τον τεμπέλην, οπού επήγαιναν να τον κρεμάσουν, και όστις συγκατένευσε να ζήση υπό τον όρον να είναι «βρεμένο το παξιμάδι». Εγνώριζε και την άλλην διήγησιν δια το τεμπελχανιό, το οποίον ίδρυσε, λέγουν, ο Μεχμέτ Αλής εις την πατρίδα του Καβάλαν. Εκεί, επειδή το κακόν είχε παραγίνει, ο επιστάτης εσοφίσθη να στρώνη μίαν ψάθαν, επί της οποίας ηνάγκαζε τους αέργους να εξαπλώνωνται. Είτα έβαζε φωτιάν εις την ψάθαν. Όποιος επροτίμα να καή, παρά να σηκωθή από την θέσιν του, ήτο σωστός τεμπέλης και εδικαιούτο να φάγη δωρεάν το πιλάφι. Όποιος εσηκώνετο και έφευγε το πυρ, δεν ήτο σωστός τεμπέλης και έχανε τα δικαιώματα. Τόσοι Βαλλιάνοι, τόσοι Αβέρωφ και Συγγροί, εσκέπτετο ο μαστρο-Παύλος, και κανείς εξ αυτών να μην ιδρύση παραπλήσιόν τι εις τας Αθήνας!
Ο μαστρο-Παυλάκης επεριδιάβασεν ακόμη δύο ημέρας και την άλλην ήτο παραμονή. Το γαλόπουλο δεν έπαυσε να το ονειροπολή και να το ορέγεται. Πώς να το προμηθευτή; Αφού ενύκτωσε, διωγμένος καθώς ήτον από το σπίτι, απετόλμησε και ήλθεν από ένα πλάγιον δρομίσκον και ήτον έτοιμος να χωθή εις το καπηλείον. Ο νους του ήτο αναποσπάστως προσηλωμένος εις το γαλόπουλο. Θα εχρησίμευε τούτο, εάν το είχε, και ως μέσον συνδιαλλαγής με την γυναίκα του.
Εκεί, καθώς εστράφη να εμβή εις το καπηλείον, βλέπει εν παιδίον της αγοράς, με μίαν κοφίναν επ” ώμων, ήτις εφαίνετο ακριβώς να περικλείη ένα γάλον, αγριολάχανα, πορτοκάλια, ίσως και βούτυρον και άλλα καλά πράγματα, Το παιδίον εκοίταζε δεξιά και αριστερά και εφαίνετο να αναζητή οικίαν τινά. Ήτο έτοιμον να εισέλθη εις το καπηλείον δια να ερωτήση. Έπειτα είδε τον Παύλον και εστράφη προς αυτόν.
-Ξέρεις, πατριώτη, του λόγου σου, που είναι εδώ χάμου το σπίτι του κυρ-Θανάση του Μπελιοπούλου; -Του κυρ-Θανάση του Μπε…
Αστραπή, ως ιδέα, έλαμψεν εις το πνεύμα του Παύλου.
-Μούπε τον αριθμό και το εξέχασα τώρα γρήγορα έπιασε σπίτι εδώ χάμου, σ” αυτόν το δρόμο… τον είχα μουστερή από πρώτα… μπροστήτερα καθότανε παρά πέρα, στο Γεράνι.
– Του κυρ-Θανάση του Μπελιοπούλου! αυτοσχεδίασε ο μαστρο-Παύλος να, εδώ είναι το σπίτι του. Να φωνάξης την κυρα-Παύλαινα, μέσα στην κάτω κάμαρα, στο ισόγειο… αυτή είναι η νοικοκυρά του… πως να πώ; Είναι η γενειά του… την έχει λύσε-δέσε, σ” όλα τα πάντα… οικονόμισσα στο νοικοκυριό του… είναι κουνιάδα του… μαθές θέλω να πω, ανιψιά του… φώναξέ την και δώσε της τα ψώνια.
Και βαδίσας ο ίδιος πέντε βήματα, κατά την θύραν της αυλής, έκαμε πως φώναξε -Κυρά-Παύλαινα, κόπιασ” εδώ να πάρης τα ψώνιαμ που σου στέλλει ο κύριος… ο αφέντης σου. Καλά ήλθαν τα πράγματα έως τώρα. Ο μαστρο-Παυλάκης έτριβε τας χείρας και ησθάνετο εις την ρίνα του την κνίσαν του ψητού κούρκου. Και δεν τον έμελλε τόσον δια τον κούρκον, αλλά θα εφιλιώνετο με τη γυναίκα του. Την νύκτα επέρασεν εις εν ολονύκτιον καφενείον και το πρωί επήγεν εις την εκκλησίαν.
Όλην την ημέραν προσεκολλήθη εις μίαν συντροφιάν, έπειτα εις μίαν άλλην παλαιών γνωρίμων του, εις το καπηλείον, όπου έμεινε τας περισσοτέρας ώρας ανοικτόν, με τα παράθυρα κλεισμένα, και επέρασε με ολίγους μεζέδες και με αρκετά κεράσματα.
Το βράδυ, αφού ενύκτωσε, επήγε με τόλμην από τας πολλάς σπονδάς και από την ενθύμησιν του κούρκου και έκρουε την θύραν της οικογενείας του. Η θύρα ήτο κλεισμένη έσωθεν.” -Καλησπέρα, κυρα-Παύλαινα, εφώναξεν απ’έξω, χρόνους πολλούς. Πώς πήγε ο γάλος; Βλέπεις, εγώ πάλε;
Ουκ την φωνή, ουδέ ακρόασις. Όλη η αυλή ήτο ήσυχος. Τα ισόγεια, αι τρώγλαι, τα κοτέτσια της κυρα-Στρατίνας, όλα εκοιμώντο. Ο σκύλος μόνον εγνώρισε τον μαστρο-Παύλον, έγρυξεν ολίγον και πάλιν ησύχασεν.
Υπήρχον εκεί εκτός από το ψυχομέτρι τριων ή τεσσάρων οικογενειών, οπού εκατοικούσαν εις τ” ανήλια δωμάτια, δύο γίδες, δώδεκα όρνιθες, τέσσαρες γάτοι, δύο ινδιάνοι και πολλά ζεύγη περιστερών. Αι δύο γίδες ανεχάραζαν βαθιά εις το σκεπασμένο μανδράκι τους, αι όρνιθες έκλωζον υποκώφως εις το κοτέτσια τους, τα περιστέρια είχαν μαζωχθή εις τους περιστερώνας περίτρομα από το κυνήγι, οπού ήρχιζον εναντίον των την νύκτα οι γάτοι. Όλοι αυτοί οι μικροί θόρυβοι ήσαν το ροχάλισμα της αυλής κοιμωμένης.
Πάραυτα ηκούσθη κρότος βημάτων εις το σπίτι.
-Έ, μαστρο-Παύλε, είπε πλησιάσασα η κυρα-Στρατίνα, νάχουμε και καλό ρώτημα… Τί γάλος και γαλίζεις και γυαλίζεις και καλό να μούχης, ασίκη μου; Είδαμε κι επάθαμε να σκεπάσουμε το πράμα, να μη προσβαλθή το σπίτι… Εκείνος που ήτον δικός του ο γάλος, ήλθε μεσάνυκτα κι εφώναζε, έκανε το κακό, και μας φοβέριζεν όλους, κι η φαμίλια σου, επειδής τον είχε κόψει το γάλο, μαθές, και τον είχε βάλει στο τσουκάλι, βρέθηκε στα στενά… κλειδώθηκε μες στην κάμαρα, και δεν ήξευρε τι να κάμη… Είπε και ο κουνιάδος σου.. καλό κελεπούρι ήτανε κι αυτό, μαθές… και επέρασεν η φαμίλια σου όλην την ημέραν κλειδομανταλωμένη μέσα, από φόβον μην ξαναέλθη εκείνος πούχε το γάλο και μας φέρη και την αστυνομία… ήτον φόβος να μην προσβαλθή κι εμένα το σπίτι μου. Άλλη φορά, τέτοιαα αστεία να μην τα κάνης, μαστρο-Παυλάκη. Τέτοια προσβολή να λείπη από το σπίτι μου, εμένα, τ” ακουσες;
Ο μαστρο-Παύλος ηρώτησε δειλά -Τώρα… είναι μέσα η φαμίλια μου;
-Είναι μέσα όλοι τους, κι έχουνε κλειδωμένα καλά, και το φως κατεβασμένο, δια τον φόβο των Ιουδαίων. Κοίταξε, μη σε νοιώση από πουθενά, κείνος ο σκιάς ο κουνιάδος σου, πάλε…
-Είναι μέσα;
-’Η μέσα είναι, ή όπου είναι έφθασε… να, κάπου ακούω τη φωνή του.
Ηκούσθη, τω όντι, μία φωνή εκεί πλησίον, ήτις δεν υπέσχετο καλά δια τον νυκτερινόν επισκέπτην.
-Έ, μαστρο-Παυλίνε, έλεγε, καλός ήταν ο γάλος…
Ποίος ήτον ο ομιλήσας, άδηλον. Ίσως να ήτο ο μαστρο-Δημήτρης ο γείτων. Δυνατόν να ήτο και ο φοβερός γυναικάδελφος του μαστρο-Παύλου.
-Και να μην πάρω κι εγώ ένα μεζέ; παρεπονέθη ως τόσον ο άνθρωπός μας.
Τι σου χρειάζεται ο μεζές, μαστρο-Παυλάκη μου; επανέλαβεν η Στρατίνα. Τα πράματα είναι πολύ σκούρα. Άφσε τα αυτά. Δουλειά, δουλειά! Η δουλειά βγάζει παλληκάρια. Ό,τι έγινε-έγινε, να πας να δουλέψης, να μου φέρης εμένα τα νοίκια μου.
Τ” ακούς;
-Τ” ακούω.
-Φέρε μου εσύ τον παρά, κι εγώ, με όλη τη φτώχεια, την θυσιάζω μια γαλοπούλα και τρώμε. Ηκούσθη από μέσα βραχνός μορμυρισμός, είτα φωνή μικρού παιδιού είπε
-Την υγειά σου, μάτο-Πάλο, τεμελόκυλο, κακέ πατέλα. Τόνε φάαμε το λάλο. Να πάλε κι εσύ πέντε, κι άλλε πέντε, δέκα!
Προφανώς ήτον μέσα ο φοβερός ο γυναικάδελφος, και είχε δασκαλέψει το παιδί να τα φωνάζη αυτά.
-Μη στέκεσαι στιγμή, μαστρο-Παυλέτο, είπεν η Στρατίνα το καλό που σου θέλω! Δρόμο τώρα, και μεθαύριο δουλειά, δουλειά!…
Ηκούσθη κρότος, ως να εσηκώθη τις από μέσα, και να επλησίαζε με βαρύ βήμα προς την θύραν.
-Δρόμο, επανέλαβε μηχανικώς ο Παύλος, συμμορφούμενος εμπράκτως με την λέξιν… δρόμο και δουλειά!
 

EvanescenceQ

Επιφανές μέλος

Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 28 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.

Τα χταποδάκια,​

Μ. Καραγάτσης,​

(διήγημα)
Οι νοτιάδες φέρναν σύγνεφα εκείνο το χειμώνα, μα όχι το 'να πίσω από τ' άλλο. Άφηναν και ώρες, την κάθε μέρα, που ξαστέρωνε λιγάκι ο ουρανός. Αυτό γινόταν περί το δειλινό. Κι όταν ο ήλιος, όσο δεν παίρνει χρυσαφής, κάτι σα μέλι φωτεινό, ξεχυνόταν στο μικρό λιμάνι, στ' αργοσάλευτα καΐκια του, στις μπαταρισμένες βάρκες, στα δίχτυα των ψαράδων που στέγνωναν απλωμένα, στη θάλασσα που σιγανάσαινε, στους ανθρώπους που τριγυρνούσαν πέρα δώθε, άγνωστο γιατί. Περί τη νύχτα θα χάλαγε πάλι ο καιρός. Αυτό το καταλάβαινες από τους γλάρους που πετούσαν χαμηλά, έξυναν τη θάλασσα με τις φτερούγες τους, κλαγγάζοντας κάποιαν ακατάληπτη ανησυχία. Και το όντις, σε λίγο έφταναν ξανά τα σύγνεφα, αβγατίζοντας πολύ το βραδινό σκοτάδι, έτσι που 'σφιγγε η ψυχή του ανθρώπου.
Έτσι λοιπόν, την ώρα που ο Αστέρας* πάλευε με τα σύγνεφα, μπήκε ο λεγάμενος στο μαγαζάκι, μποτζάροντας* δώθε κείθε, σαν τραμπάκουλο* σε σοροκάδα*. Κοντός ήταν και κακοσούσουμος, αρκούντως γηραλέος, όχι καλοντυμένος ούτε καθαρός, μ' ένα μαντίλι ματωμένο γύρω στο κεφάλι — σίγουρα φρεσκοσπασμένο ήταν. Η μύτη του μάλιστα είχε μεγάλα χάλια, γδαρμένη, πρησμένη, σκεπασμένη κομμάτια αίμα πηχτό. Ή κουτρουβάλα είχε πάρει ο ερίφης*, ή ξύλο γερό είχε πέσει, μπερντάχι*, με σύστημα, πάνω χέρι - κάτω χέρι, του αλατιού τον είχαν κανωμένο. Τώρα γινωμένος* ήταν όταν τις έφαγε, ή τα κοπάνισε κατόπι, να πνίξει στο κράσι το μεράκι του καβγά; Αυτό δεν το ξέρουμε. Το βέβαιο είναι, λίαν σουρωμένος ήταν όταν μπήκε στο μαγαζί, κρατούσε μάλιστα στο χέρι κατιτίς τυλιγμένο σε χαρτί, φαγώσιμο πρέπει να ήταν. Προχώρησε, το λοιπόν, κατά το μπεζαχτά, χαιρετώντας πολύ εγκάρδια τις δυο παρέες που βρίσκονταν την ώρα εκείνη στο μαγαζί. Μα δεν πήρε αντιχαιρέτισμα, ένεκα που οι μεν —δυο μαντράχαλοι— ήσαν πολύ απασχολημένοι με τις κοπέλες τους και δεν είχαν καιρό για κουβέντες άχρηστες. Όσο για τους δε, αυτοί πίναν το κρασί τους λίαν βαρύθυμοι και σέρτικοι*, είχαν φαίνεται τις στεναχώριες τους. Τι να κάνει λοιπόν, κι αυτός; Παράγγειλε ούζο καραφάκι, κι έπιασε κουβέντα με το μαγαζάτορα, ένεκα που ο Θεός τον έκανε άνθρωπο κοινωνικό, πολύ συσχετικό, η μουγκαμάρα κι η περισυλλογή ποσώς* δεν του επήγαιναν. Είπε μάλιστα τη γνώμη του δυνατά, να την ακούσει όλος ο κόσμος:
— Όποιος δε μιλάει, πεθαμένος είναι και θάβουν τον!
Ακούμπησε το στράτσο στον μπεζαχτά κι άρχισε ν' αδειάζει το καραφάκι σε δυο νεροπότηρα, προσέχοντας φοβερά στη μοιρασιά, μήπως τυχόν και στάξει κόμπος στο 'να πιότερο από τ' άλλο. Αφού τέλειωσε τη δίκαιη αυτή κατανομή, πήρε το πρώτο ποτήρι και το ήπιε, ήπιε και το δεύτερο, θαραπάηκαν* τα σωθικά του κι άρχισε μεγάλο λακριντί* με το μαγαζάτορα. Ένεκα όμως που η παρέα μας βρισκόταν κάμποσο μακριά, δεν έδωσε κανείς μας προσοχή, εξάλλου είχαμε δικές μας κουβέντες να πούμε, πολύ σοβαρές και διόλου ευτράπελες. Πες πως τον αλησμονήσαμε κι αυτόν, και τα σπασμένα μούτρα του, και το στράτσο και το μεθύσι του και το λακριντί του. Όταν, έξαφνα, κουβέντες σε ύφος έντονο τράβηξαν την προσοχή μας:
— Όχι, κύριος, δε θέλουμε το κέρασμά σου!
— Και γιατί, δηλαδής; Εγώ εκινήθην από την ευγενής πρόθεσις...
Κόβε λόγια και στρι!* Πολύ ψείρα μάς γίνηκες!
Η παρεξήγηση συνέβαινε με την άλλη παρέα που ο ερίφης θέλησε να την κεράσει, άγνωστο γιατί. Ίσως που το κρασί τον έκανε πολύ κοινωνικό, πρόθυμο να πιάσει σχέσεις εύκολες και γκαρδιακές με τον πάσα τυχών*. Ίσως πάλι και να του γυάλισαν τα κορίτσια, ήθελε να κάνει το κομμάτι του. Οι μαντράχαλοι όμως πήραν αλλιώς το πράμα, εξ ου κι ο καβγάς — «περικαλώ, κύριος!» και «με το μπαρδόν, δεν είσαστε εν τάξει εν πάση περιπτώσει!». Ο ένας μάλιστα από τους δυο —άνθρωπος ευερέθιστος— σηκώθηκε μια στιγμή, κι είπε λόγια βαριά που προδίκαζαν* χειροδικία. Τσίριξαν τα κορίτσια: «Μανόλη! Για τ' όνομα της Παναγιάς!», μπήκε στη μέση κι ο άλλος, ο πλέον ψύχραιμος, και το επεισόδιο θεωρείται λήξαν. Ο ερίφης υποχώρησε κανονικά κατά τον μπεζαχτά, όπου τον τραβούσε από το μανίκι ο ταβερνιάρης αυταρχικότατα:
— Ήπιες το ούζο σου, Παναγιωτάκη; Πλέρωνε και στρίβε! Όχι ιστορίες στο μαγαζί μου!
Σαν ν' αποφάσισε να ησυχάσει ο Παναγιωτάκης, αλλά για να φύγει, ούτε λόγος! Ήθελε, σώνει και καλά, ν' ανοίξει την καρδιά του, να πει τον πόνο του, να μιλήσει με άνθρωπο. Κανείς να μην τον θέλει, κανείς να μην καταλαβαίνει, όλοι να τον διώχνουν — τι κακό πάλι αυτό!
Εξάλλου, ο άνθρωπος είχε πια τα πιο φιλειρηνικά αισθήματα. Ξεδίπλωσε το στράτσο, τράβηξε δυο χταποδάκια που ήταν μέσα, τα καμάρωσε κι εδήλωσε πως έχει κάθε δικαίωμα να τα μαγειρέψει και να τα φάει ποτίζοντάς τα με μπόλικον κράσο, ένεκα που το χταπόδι χωρίς ένα πρώτο κρασί δε μαγειρεύεται, και δίχως ένα δεύτερο δε χωνεύεται. Άρχισε, λοιπόν, μεγάλες συνεννοήσεις με το μαγαζάτορα, να του χρήσει τα χταπόδια, να τα φάει εδώ που βρίσκεται, δηλαδή να τα φάνε παρέα, ένεκα που η μοναξιά κι αυτός δεν συνταιριάζουν, ανέκαθεν ντερμπεντέρης* άνθρωπος ήταν. Ο μαγαζάτορας όμως είχε μεγάλες αντιρρήσεις. Των αδυνάτων αδύνατο! Η φουβού* ήταν πιασμένη με τις γόπες, κατόπι θα τηγάνιζε πατάτες, ύστερα θα έρχονταν η πελατεία και θα παράγγελνε της ώρας πράματα, συκωτάκια, μπαρμπουνάκια, σαγανάκια.
— Ό,τι άλλο, Παναγιωτάκη μου, αυτό όμως μη μου το ζητάς!
— Δεν έχω, δηλαδής, το δικαίωμα να φάω κι εγώ ένα μεζέ σαν άνθρωπος —να, τα χταποδάκια μου— και να πιω το κρασί μου, σα φιλήσυχος πολίτης;
— Δε γίνεται, Παναγιωτάκη μου! του είπε ο άλλος κοφτά. Να πας στην Ευταλία να στα μαγειρέψει. Κι άντε τσαμπούκ τσαμπούκ*, άδειαζέ μου το μαγαζί κι έχω δουλειά! Πλακώνει πελατεία.
Ο ερίφης σώπασε, σα να είδε πως τίποτα δε γίνεται, πως έπρεπε να το πάρει απόφαση. Τύλιξε τα χταποδάκια στο στράτσο, τα έβαλε υπομάλης και τράβηξε κατά την πόρτα. Μα η αγανάχτηση τον έπνιξε. Γύρισε, το λοιπόν, κι άρχισε καινούρια δημηγορία:
— Στην Ευταλία... Αιντε συ να πεις στην Ευταλία να στα μαγειρέψει! Συ, που δεν είσαι άντρας της... Εγώ, δηλαδή, δεν έχω δικαίωμα να φάω ένα μεζέ, να πιω ένα κρασί;
Αργά κατάλαβε πως μιλούσε στα κούφια, ένεκα που ο μαγαζάτορας είχε αποτραβηχτεί στην κουζίνα. Σήκωσε, το λοιπόν, τους ώμους και τράβηξε πάλι κατά την πόρτα. Φαίνεται όμως πως δε βολούσε η ψυχή του να ξεκολλήσει εύκολ' απ' το μαγαζί. Περνώντας μπροστά στην παρέα μας κοντοστάθηκε. Ήθελε κουβέντα.
— Έχει τσιγάρο;
Απόκριση καμιά. Είδαμε τι κολλιτσίδα ήταν, αν του μιλούσαμε ξεκολλημό δε θα 'χε. Αυτός όμως εκεί!
— Θέλω τσιγάρο.
— Δεν έχει! του λέει ο Αγλέουρας.
— Πώς δεν έχει, αφού καπνίζετε!
Ήταν κι αναιδής.
— Άιντε στο καλό! του λέει ο υποπλοίαρχος, κι άσε μας ήσυχους. Ακούς;
Αυτό δεν του άρεσε του φίλου. Πήρε αμέσως ύφος κουτσαβάκικο*, προκλητικό, μπεχλιβάνικο*. Κι αμόλησε την πρόστυχη κουβέντα:
— Επειδή, δηλαδής, έχεις δυόμισι γαλόνια στο μανίκι, μας κάνεις και τον κάργα;*
Ο υποπλοίαρχος χαμογέλασε κάτω από τα μουστάκια του. Μα ο Αγλέουρας σηκώθηκε, άρπαξε τον Παναγιωτάκη από τις πλάτες και απλά, αυστηρά, θετικά τον έβγαλ' έξω από το μαγαζί. Τον έβγαλε, δεν τον πέταξε. Όλα γίνηκαν μ' ευγένεια και κατανόηση, ως αρμόζει να φέρεται κανείς σ' έναν μεθυσμένο, έναν ακαταλόγιστο. Κι αυτός δεν έφερε καμιάν αντίσταση, ψοφοδεής* ήταν, μόνο λόγια και τίποτες άλλο. Ανθρωπάκος, που το κρασί τον εχτυπούσε παράξενα, τον έκανε να λέει μπούρδες δίχως να τις συλλογιστεί.
Ο Αγλέουρας εγύρισε και ξανακάθισε στη θέση του. Κέφι δεν είχαμ' εξαρχής, τώρα το λίγο που είχε απομείνει ξανεμίστηκε κι αυτό. Δεν ήταν να 'ρθει κι αυτό τ' αυτοκίνητο, να πάμε στις δουλειές μας! Η νύχτα είχε πέσει πια, ήρθαν πάλι τα σύγνεφα, μαύρισε ο ουρανός διπλό σκοτάδι, το ίδιο κι η θάλασσα. Μόλις έβλεπες τα κατάρτια των καϊκιών ν' αργοσαλεύουν πέρα δώθε πάνω στο μουντό στερέωμα, σα μετρονόμια* που κράταγαν στον άνεμο το ρυθμό των νερών. Πρέπει και να ψιλόβρεχε, εμείς δεν το βλέπαμε, έτσι στο βάθος που καθόμαστε. Μα έρχονταν από το πέλαγο οσμή υγρού νοτιά, μύριζε και το χώμα, μουλιασμένο ως ήταν.
Και να, δεν πέρασαν ούτε τρία λεφτά, και ξαναπαρουσιάστηκε στην πόρτα. Έκανε να μπει πάλι στο μαγαζί, ένεκα που είχε μεθύσι πεισματάρικο, επίμονο, τίποτα δεν τον έκανε ν' αλλάξει το κέφι του. Μεμιάς όμως όλοι σηκωθήκαμε, η παρέα μας, η άλλη παρέα, ο μαγαζάτορας:
— Πάλι εδώ είσαι; Έξω! Έξω! Φεύγ' από δω! Πήγαινε στο σπίτι σου! Μπεκρούλιακα! Προστυχόμουτρο! Κολλιτσίδα! Ψείρα! Ψείρα!
Αυτό γίνηκε τίμια κι αυθόρμητα, μας είχε φέρει ως εδώ, ο αλιτήριος! Όσο εμείς ξαφνιαστήκαμε από το φέρσιμό μας, άλλο τόσο κι αυτός. Η κατακραυγή χίμηξε απάνω του, τόνε βάρεσε στο στήθος, τον σταμάτησε, τον πισωπλάτισε. Απόμεινε ασάλευτος, κρατώντας τα τυλιγμένα χταπόδια στο χέρι το ζερβί, κι έριξε ματιά γεμάτη δέος ολοτρόγυρα. Πρέπει τα μούτρα μας να ήσαν τόσο άγρια, που φοβήθηκε.
— Καλά... μουρμούρισε... Καλά! Θα φύγω... Αφού δε με θέλετε... Μα πού να πάω; Πού; Στην Ευταλία; Ένας λόγος είναι αυτός. Ούτε κι αυτή με θέλει, όπως κι εσείς. Κανείς! Κανείς... Τον έπιασε κάτι σαν παράπονο, κι άπλωσε το χέρι όπου κρατούσε τα χταπόδια:
— Να! Αυτά τα χταπόδια. Στη χόβολη... Όλοι μαζί θα τα τρώγαμε. Ένα μεζέ κι ένα κρασί. Σαν άνθρωπος κι εγώ. Σαν άνθρωπος...
Μας κοίταγε και πρόσμενε κατανόηση, σαν άνθρωπος από τους ανθρώπους. Μα μόνο φάτσες παγωμένες αντίκρισε, μάτια γεμάτα σκληράδα και κακία. Κακία ανθρώπινη.
Τότε, κατάλαβε. Κάτι σαν αποκαρδίωση τον έπιασε, όλα έσπασαν εντός του. Έπεσε αδύναμο το χέρι που κρατούσε τα δυο χταπόδια στο στράτσο το χαρτί, μάταιη προσφορά στην κατανόηση των ανθρώπων. Πήρε αργή στροφή, βγήκε πάλι από το μαγαζί, έπεσε βαρύς στο σκαλοπάτι κι απόμεινε ασάλευτος, με το τσακισμένο του κεφάλι μες στις δυο παλάμες. Δεν εμίλησε πια, τίποτα δεν είπε, μα έσμιξε την ψυχή του με τη νύχτα του νοτιά, τη σκέπασε με σύγνεφα, την τύλιξε με πνοές όστριας* χειμωνιάτικης. Όσο για μας, ξανασκύψαμε στα ποτήρια, στις εφημερίδες, στις κουβέντες μας, μην καταλαβαίνοντας, μη θέλοντας να καταλάβουμε. Πέρασε έτσι ώρα αρκετή, ίσως και δέκα λεφτά, ίσως και τέταρτο ολόκληρο. Κι όταν ανασήκωσα τα μάτια και κοίταξα την πόρτα, εκεί που είχε καθίσει δεν τον είδα πια. Είχε φύγει, τράβηξε μέσα στη νύχτα, ποιος ξέρει για πού, να μαγειρέψει τα χταπόδια του, να πιει ένα κρασί, σαν άνθρωπος. Σαν άνθρωπος, ακριβώς...,
 

Nascentes morimur

Διάσημο μέλος

Η Nascentes morimur αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 2,475 μηνύματα.
"Ο καθένας μας λοιπόν είν' ένα ημίτομον ανθρώπου, σχισμένος όπως είναι από ένας σε δύο, καθώς οι γλώσσες τα ψάρια.
Και ζητεί διαρκώς ο καθένας το άλλο του ημίτομον...
Η αιτία τούτου είναι, ότι αυτή ήταν η πρωταρχική φύση και ότι κάποτε ήμασταν ολόκληροι.
Του ολοκλήρου λοιπόν ο πόθος και η ορμή έχει τ' όνομα έρως.
Πρωτύτερα - το επαναλαμβάνω - ήμασταν ένα.
Τώρα όμως για τις αμαρτίες μας μας έχει διαμελίσει ο θεός, όπως οι Σπαρτιάτες τους Αρκάδες.
Είναι φόβος μάλιστα, αν δεν είμαστε σωστοί προς τους θεούς, να μας διαμελίσει και δεύτερη φορά και να γυρίζουμε τότε σε κατάσταση ανάλογη με τις ανάγλυφες μορφές, που εικονίζονται κατά κρόταφον στις στήλες, πριονισμένοι στο μέσον από τη μύτη, στο κατάντημα διχοτομημένου αστραγάλου."

Απόσπασμα από το "Συμπόσιο" του Πλάτωνα, στο οποίο παίρνει τον λόγο ο Αριστοφάνης και μιλά για τον έρωτα και τη φύση του ανθρώπου.
 

EvanescenceQ

Επιφανές μέλος

Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 28 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
Τομ Ρόμπινς, “Τρυποκάρυδος”

«Το σημαντικότερο πράγμα είναι ο έρωτας», είπε η Λη – Τσέρι. «Τώρα το ξέρω. Δεν υπάρχει λόγος να σώσουμε τον κόσμο αν πρέπει για αυτό να χάσουμε το φεγγάρι». Η Λη – Τσέρι έστειλε αυτό το μήνυμα στον Μπέρναρντ με τον δικηγόρο του. Το μήνυμα συνέχιζε: «Δεν είμαι καλά-καλά 20 χρόνων, αλλά χάρη σε σένα, έμαθα κάτι που πολλές σημερινές γυναίκες δεν μαθαίνουν ποτέ: ο Μαγεμένος Πρίγκιπας είναι πράγματι βάτραχος. Και η ωραία πριγκίπισσα έχει δυσοσμία του στόματος. Το συμπέρασμα είναι ότι (α) οι άνθρωποι ποτέ δεν είναι τέλειοι ενώ ο έρωτας μπορεί να είναι, (β) Αυτός είναι ο μόνος και μοναδικός τρόπος να βελτιωθούν οι μέτριοι ευτελείς, και (γ) κάνοντας τον, τον κάνεις. Ο έρωτας κάνει έρωτα. Ο έρωτας κάνει τον εαυτό του. Χάνουμε τον καιρό μας ψάχνοντας για τον τέλειο εραστή αντί να δημιουργούμε τον τέλειο έρωτα. Μήπως αυτός είναι ο τρόπος να κάνουμε τον έρωτα να μείνει;». Την άλλη μέρα, ο δικηγόρος του Μπέρναρντ της παρέδωσε αυτή την απάντηση: «O έρωτας είναι ο ύστατος παράνομος. Απλώς δεν παραδέχεται κανονισμούς. Το περισσότερο που εμείς μπορούμε να κάνουμε είναι να προσυπογράψουμε σαν συνεργοί του. Το περισσότερο την άλλη μέρα αντί να ορκιζόμαστε τιμή και υπακοή καλύτερα να ορκιζόμαστε βοήθεια και παρακίνηση. Αυτό σημαίνει πως η ασφάλεια αποκλείεται. Οι λέξεις ”κάνω” και να “μείνει” καταντάνε ακατάλληλες. Ο έρωτάς μου για σένα δεν δέχεται δεσμά. Σε αγαπώ ελεύθερα και τζάμπα». Η Λη – Τσέρι ελεύθερα βγήκε στις βατομουριές και έκλαψε. «Θα τον ακολουθήσω ως την άκρη του κόσμου» μονολόγησε με λυγμούς. Ναι χρυσή μου, μόνο που ο κόσμος δεν έχει άκρη. Ο Κολόμβος το διευκρίνισε.
 

Nascentes morimur

Διάσημο μέλος

Η Nascentes morimur αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 2,475 μηνύματα.
"Καθίστε παρακαλώ. Κοιτάξτε αυτό το δωμάτιο. Γυμνό, είναι αλήθεια, μα καθαρό. Σαν πίνακας του Βερμέερ, δίχως έπιπλα και κουζινικά. Και δίχως βιβλία, έπαψα να διαβάζω εδώ και πολύ καιρό. Άλλοτε, το σπίτι μου ήταν γεμάτο μισοδιαβασμένα βιβλία. Θέαμα το ίδιο αηδιαστικό μ' εκείνο που παρουσιάζουν οι άνθρωποι που αρχίζουν να τσιμπολογούν λίγο από ένα φουαγκρά και πετάνε το υπόλοιπο. Εξάλλου, το μόνο που μου αρέσει πια είναι οι εξομολογήσεις, και οι συγγραφείς που προβαίνουν σε εκμυστηρεύσεις γράφουν προπάντων για να μην εκμυστηρευτούν, για να μην αποκαλύψουν τίποτα απ' όσα ξέρουν. Όταν διατείνονται ότι θα προβούν σε ομολογίες, τότε θα πρέπει να δείξεις δυσπιστία, ετοιμάζονται να διαστρεβλώσουν τα πάντα. Πιστέψτε με, είμαι ειδήμων."

ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ - "Η Πτώση"
 

EvanescenceQ

Επιφανές μέλος

Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 28 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
Αν από κάποιο πολύ δυνατό συναίσθημα ανάψουν όλα τα σπίρτα που έχουμε μέσα μας, παράγουν μεμιάς μια λάμψη τόσο δυνατή, ώστε φωτίζει έκταση πέρα απ'οση μπορούμε να δούμε κανονικά΄και τότε μπροστά στα μάτια μας εμφανίζεται ένα θαυμάσιο τούνελ, που μας δείχνει το δρόμο που ξεχνάμε όταν γεννιόμαστε και μας καλεί να βρούμε τη χαμένη μας θεκή προέλευση.Η ψυχή επιθυμεί να επανέλθει στον τόπο από όπου προήλθε αφήνοντας το σώμα αδρανές.

''Σαν νερό για ζεστή σοκολάτα'' Λάουρα Εσκιβελ
 

EvanescenceQ

Επιφανές μέλος

Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 28 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
kazuo-ishiguro-28-apospasmata-apo-ta-vivlia-tou-pou-tha-sas-saginepsoun.jpg
 

Euge.loukia

Εκκολαπτόμενο μέλος

Η Ευγενία Λουκία αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 20 ετών. Έχει γράψει 174 μηνύματα.
Πάουλο Κοέλο, “Αλχημιστής”

«Επειδή δεν ζω ούτε στο παρελθόν ούτε στο μέλλον, επικεντρώνω το ενδιαφέρον μου μόνο στο παρόν. Αν μπορείς να προσηλώνεσαι πάντα στο παρόν, θα είσαι ευτυχισμένος»
 

Nascentes morimur

Διάσημο μέλος

Η Nascentes morimur αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 2,475 μηνύματα.
“Λαχταρώ έναν κόσμο, όπου οι άντρες και οι γυναίκες θα’ ναι σιωπηλοί σαν τα δέντρα έναν κόσμο όπου οι ποταμοί – ανώνυμοι, άγνωστοι, ελεύθεροι από κάθε μυθολογία – θα σε κουβαλούν από μέρος σε μέρος και θα σε φέρνουν σ’ επαφή μ’ άλλους ανθρώπους και θα σε βοηθούν να γνωρίσεις την αρχιτεκτονική, τη θρησκεία, τα φυτά και τα ζώα διάφορων τόπων. Ποθώ μεγάλους κι αδάμαστους ποταμούς, χωρίς βάρκες και πλοία, ποταμούς που μέσα τους θα πνίγονται τα ανθρώπινα όντα, βουλιάζοντας όχι πια στο μύθο, την παράδοση, τα βιβλία και τη σκόνη του παρελθόντος, αλλά στο χρόνο, στο διάστημα και στην ιστορία.''

Henry Miller (τροπικός του καρκίνου)
Αυτόματη ένωση συνεχόμενων μηνυμάτων:
 
Τελευταία επεξεργασία:

EvanescenceQ

Επιφανές μέλος

Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 28 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
Έρμαν Έσσε, “Ο Λύκος της Στέπας”

“Αχ, είναι δύσκολο να βρεις αυτό το θεϊκό μονοπάτι μέσα σ’ αυτή τη ζωή που κάνουμε, σε τούτη δω την αποβλακωμένη και ανούσια εποχή με την πνευματική της στειρότητα, την αρχιτεκτονική της, τις επιχειρήσεις της, την πολιτική της, τους ανθρώπους της! Πως θα μπορούσα να μην καταντήσω ένας μοναχικός λύκος, ένας άξεστος ερημίτης, αφού δεν συμμερίζομαι τους στόχους της και τις αξίες της και δεν καταλαβαίνω καμιά από τις απολαύσεις της; Δεν μπορώ να μείνω για πολλή ώρα ούτε στο θέατρο ούτε στον κινηματογράφο. Σπάνια διαβάζω εφημερίδα κι ακόμα πιο σπάνια κάποιο μοντέρνο βιβλίο. Δεν μπορώ να καταλάβω ποια ευχαρίστηση και ποια χαρά βρίσκουν οι άνθρωποι με το να συνωστίζονται στα ξενοδοχεία και στους σιδηροδρόμους, στα κέντρα με την αποπνιχτική ατμόσφαιρα και την απαίσια μουσική, στα μπαρ και στα βαριετέ, στις διεθνείς εκθέσεις και στον ιππόδρομο……..
Από την άλλη μεριά, όσα μου συμβαίνουν στις σπάνιες ώρες τις χαράς μου, όσα για μένα είναι ζωή, ευδαιμονία, έκσταση και πνευματική ανάταση, οι άνθρωποι, γενικά, τα αναζητούν μόνο στην φαντασία. Στην πραγματική ζωή τα βρίσκουν παράλογα και απίθανα. Κι έτσι, αν οι άνθρωποι έχουν δίκιο, αν αυτή η μουσική των νυχτερινών κέντρων είναι απόλαυση, αν αυτή η μαζική διασκέδαση δίνει χαρά κι αν αυτό το αμερικανοποιημένο πλήθος που ευχαριστιέται με το τίποτα έχει δίκιο, τότε εγώ έχω άδικο, είμαι τρελός. Είμαι στ’ αλήθεια ο Λύκος της Στέπας, όπως συχνά αποκαλώ τον εαυτό μου, αυτό το ξεστρατισμένο αγρίμι, που δε βρίσκει ούτε σπιτικό, ούτε χαρά, ούτε ελπίδα σ’ ένα κόσμο παράξενο και ακατανόητο”
 

Nascentes morimur

Διάσημο μέλος

Η Nascentes morimur αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 2,475 μηνύματα.
Ὅταν βλέπω κάποιον νὰ περπατῇ ἐπάνω-κάτω, ὅπως ὁ μακαρίτης ὁ Βέρθερος, καὶ νὰ μελετᾷ μίαν ἐρωτικὴν ἐκδίκησιν, λέγω ἀπὸ μέσα μου: «Ἰδοὺ ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ ἑτοιμάζεται νὰ κάμῃ μίαν ἀνοησίαν!».
Kαθένας τὴν κάμνει μὲ τὸν τρόπον του. Ἄλλος φονεύει. Ἀλλὰ ὁ θάνατος εἶναι μυστήριον. Ἄλλος αὐτοκτονεῖ. Ἀλλὰ ἡ αὐτοκτονία εἶναι μία ἠλιθιότης. Ἄλλος σπεύδει νὰ ὑπανδρευθῇ μὲ τὸ πρῶτον ἀδέσποτον θῆλυ, ποὺ συναντᾷ εἰς τὸν δρόμον του, φανταζόμενος ὅτι ἐκδικεῖται μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ἐκείνην, ποὺ ἔπαυσε νὰ τὸν ἀγαπᾷ. Αὐτὸ εἶναι ξεκαρδιστικὴ κωμῳδία. Ἄλλος γράφει ἕνα δρᾶμα, εἰς τὸ ὁποῖον καυτηριάζει τὰς γυναῖκας μὲ πεπυρακτωμένον σίδηρον. Αὐτός, ἁπλούστατα μαξιλαρώνεται. Ὑπῆρξεν ἕνας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος, διὰ νὰ ἐκδικηθῇ τὴν γυναῖκα του, κατήργησεν, ἐν στιγμῇ παραφορᾷς, τὸ φῦλον του μὲ τὴν μάχαιραν τοῦ δημίου. Μὲ αὐτὸν γελοῦν οἱ αἰῶνες. Κανείς, μὲ μίαν λέξιν, δὲν ἐστάθη ἱκανὸς νὰ ἐκδικηθῇ ἐπαξίως μίαν γυναῖκα εἰς τὸν κόσμον αὐτόν.
Tο πρᾶγμα εἶναι εὐεξήγητον. Ὅλοι οἱ ἐκδικηταὶ τῆς γυναικείας ἀπιστίας ἐνεργοῦν μ᾿ ἕνα τρόπον ἐσφαλμένον εἰς τὴν βάσιν του. Ἐνεργοῦν δηλαδὴ μ᾿ ἕνα τρόπον ὑπερβολικὰ σοβαρὸν καὶ πολὺ συχνὰ τραγικόν. Προτιμοῦν τὴν τραγῳδίαν ἐκεῖ, ὅπου κατ᾿ ἐξοχὴν θὰ ἦτο ἐνδεδειγμένη ἡ φάρσα. Ὑποδύονται τὸν κόθορνον τοῦ τραγῳδοῦ, ἐνῷ ὁ ἀκαταλληλότερος ἄνθρωπος διὰ νὰ παίξῃ ἕνα σοβαρὸν ρόλον εἰς τὸ θέατρον τῆς ζωῆς εἶναι ὁ ἀτυχήσας ἐραστής. Καί, ἐνῷ ὀρέγεται τὰς δάφνας ἑνὸς Τάλμα, δέχεται τὰ μαξιλάρια τῆς πλατείας ἐπὶ τῆς κεφαλῆς του.
Δι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς οἱ σοφώτεροι δὲν περιπατοῦν πιὰ ἐπάνω-κάτω, μετὰ τὴν προδοσίαν ἢ τὴν ἐγκατάλειψιν, ὅπως ὁ μακαρίτης Βέρθερος, καὶ δὲν μελετοῦν μίαν ἐκδίκησιν. Σηκώνονται ἀπὸ τὸ γεῦμα, ὅπου ἐμισοτελείωσαν τὸ φαγί των, σκουπίζουν τὸ στόμα των μὲ τὴν πετσέταν, πληρώνουν καὶ φεύγουν, ὡς νὰ μὴ τοὺς συνέβη τίποτε, ἀφίνοντες ἕναν ἄλλον ν᾿ ἀποτελειώσῃ τὴν μερίδα των. Ἔτσι διασῴζουν τὴν ἀξιοπρέπειάν των, χωρὶς νὰ μείνουν καὶ ἐντελῶς ἀνεκδίκητοι. Διότι γνωρίζουν ὅτι εἶναι ἐντελῶς περιττὸν νὰ ἐκδικῆται καθένας χωριστὰ τὴν αἰωνίαν γυναῖκα. Δι᾿ αὐτὴν ὑπάρχουν οἱ ἐκ Θεοῦ ἀπεσταλμένοι ἐκδικηταί, ποὺ εἶναι οἱ Δὸν Ζουὰν ὅλων τῶν τόπων καὶ ὅλων τῶν ἐποχῶν, καὶ οἱ ὁποῖοι δὲν κάμνουν ἄλλο, παρὰ νὰ ἐκδικοῦνται διαρκῶς διὰ τὸν ἑαυτόν τους καὶ διὰ τοὺς ἄλλους.
Ἐν τούτοις, ὀφείλομεν νὰ κάμωμεν τιμητικὴν ἐξαίρεσιν διὰ τὸν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν ἐπραγματοποίησε πρωτότυπον ἐκδίκησιν εἰς τὴν Ἀκρόπολιν αὐτὴν τῆς κοινοτοπίας, ποὺ εἶναι αἱ Ἀθῆναι. Εἴδατε ἀπὸ τὰς ἐφημερίδας, τί ἔκαμεν ὁ μεγαλοφυὴς αὐτός. Ἐπῆγε νύκτα εἰς τὴν θύραν τῆς ἀπίστου καὶ τῆς ἐτοιχοκόλλησε μίαν ἐπιγραφήν: «Ἐδῶ ὑπάρχει εὐλογιά». Τίποτε ἄλλο! Τὸ ἄλλο πρωὶ οἱ διαβᾶται ἐπερνοῦσαν, ἐσταματοῦσαν, ἐδιάβαζαν καὶ ἔφευγαν ἔντρομοι μακρυά. Ὁ γαλατὰς δὲν ἐκτύπησε τὴν θύραν ἐκεῖνο τὸ πρωί. Ὁ μανάβης δὲν ἐσταμάτησεν. Ὁ γραμματοκομιστής, ποὺ ἔφερνε μίαν ἐρωτικὴν ἐπιστολήν, τὴν ἐξανάβαλεν εἰς τὸν σάκκον του καὶ ἔφυγεν. Ὁ νέος ἐραστής, μόλις ἐπλησίασεν εἰς τὴν γωνίαν τοῦ δρόμου καὶ πρὶν παρελάση ἀκόμη ὑπὸ τὸ θρυλικὸν παράθυρον, ἀνέκρουσε μὲ τρόπον πρύμναν καὶ δὲν ἐφάνη πλέον. Ὅταν ἡ ἄπιστος ἀντελήφθη τὴν συμφορὰν καὶ ἔστειλε νὰ ξεσχίσουν τὴν καταχθονίαν ἐπιγραφήν, ἦτο πλέον ἀργά. Ὁ προδοθεὶς ἐραστὴς εἶχεν ἐκδικηθῆ! Καὶ εἶχεν ἐκδικηθῆ κυρίως, διότι ἡ ἄπιστος τὸν ἐφαντάζετο ξεκαρδισμένον ἀπὸ τὰ γέλια εἰς μίαν γωνίαν τοῦ δρόμου, ἐνῷ θὰ ἤθελε νὰ τὸν φαντασθῇ ἀπηγχονισμένον ἀπὸ τὴν ὀροφὴν τοῦ δωματίου του.
Ὅταν τὸν ἐρώτησαν εἰς τὴν Ἀστυνομίαν, διατὶ προέβη εἰς τὴν ἀθλίαν αὐτὴν πρᾶξιν, λέγουν ὅτι ἀπεκρίθη ἀφελέστατα:

- Ἤθελα νὰ τῆς στείλω τὴ βλογιὰ στὰ ὄμορφα μουτράκια της. Ἀφοῦ δὲν μποροῦσα νὰ τὸ κάμω, τῆς τὴν ἔστειλα στὴν πόρτα της. Ἂς μπολιασθῇ νὰ εἶναι ἥσυχη!

Καὶ ἡ Ἀστυνομία ἀπέλυσε τὸν ἐραστὴν καὶ ἔστειλε τὸν ἀστυίατρον νὰ ἐμβολιάσῃ τὴν ἐρωμένην, διὰ κάθε ἐνδεχόμενον καὶ διὰ τὴν ἡσυχίαν τῆς συνοικίας. Ἡ φάρσα καὶ ἡ ἐκδίκησις ἔλαβε τοιουτοτρόπως τὴν ὡραίαν της συνέχειαν.

Παύλος Νιρβάνας
Ἐρωτικαὶ ἐκδικήσεις
 

ultraviolence

Τιμώμενο Μέλος

Ο ultraviolence αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Επαγγέλεται Μουσικός και μας γράφει απο Γαλλία (Ευρώπη). Έχει γράψει 13,796 μηνύματα.

EvanescenceQ

Επιφανές μέλος

Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 28 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
tumblr_1fc11ff0703848b64e0893d06d7617b1_f905b730_400.jpg


«Το πρώτο σου χρέος πλαταίνοντας το εγώ σου είναι, στην αστραπόχρονη τούτη στιγμή που περπατάς στη γη, να μπορέσεις να ζήσεις την απέραντη πορεία, την ορατή και την αόρατη, του εαυτού σου.»
-Νίκος Καζαντζάκης, «ο βραχόκηπος»
 

Nascentes morimur

Διάσημο μέλος

Η Nascentes morimur αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 2,475 μηνύματα.
Στο χιονισμένο κάμπο, ένας κοκκινολαίμης, λίγο πιο μεγάλος από μια σταγόνα αίμα, πατάει για μια στιγμή στο χιόνι, κοιτάει τριγύρω, μάταια, για κανά σπόρο, βγάζει ένα «τσιρπ» και ξαναφεύγει.
Μένουν τα ίχνη των ποδιών του, ελάχιστοι αστερίσκοι, πάνω σε αχανή, λευκή σελίδα, όχι όμως για πολύ· καινούργιο χιόνι, νέα λευκή σελίδα τα σκεπάζει.
Κάποιος, ωστόσο, ήταν εκεί και πρόλαβε να δει τους αστερίσκους και να διαβάσει εκείνη την απελπισμένη υποσημείωση στην άσπλαχνη ωραιότητα, κείνο το «τσιρπ».

Αργύρης Χιόνης,
Εφτά ασήμαντα περιστατικά
 

EvanescenceQ

Επιφανές μέλος

Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 28 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
«Δεν πουλώ ύφος, στυλ, λογοτεχνία. Δεν γράφω διηγήματα. Καταθέτω γεγονότα και συμπτώματα της εποχής που ζω. Όλα όσα γράφω συνέβησαν. Σε μένα ή σε άλλους. Χρόνια τώρα σπαταλιέμαι, παρακολουθώντας όλα κι όλους.
Η ζωή περνά από μέσα μου, με διαποτίζει με την ασκήμια της, με γεμίζει λύσσα με την αδικία της την οργανωμένη, με ταπεινώνει με την ανημποριά μου ν’ αντιδράσω, να επαναστατήσω αποτελεσματικά, να υπερασπιστώ το μαζικό μας εξευτελισμό.
Αν ξαναγινόμουν είκοσι χρόνων θα ξεκινούσα από τις κορφές των βουνών, αντάρτης, ληστής, πειρατής, ν’ ανοίξω τα μάτια εκείνων που δέχονται αδιαμαρτύρητα τη μοίρα τους, όσο και κείνων που εθελοτυφλούν. Όχι, η επανάστασή μου δε θα στρεφόταν κατά του καταστημένου και του συστήματός του, αλλά εναντίον εκείνων που το ανέχονται. Θα σκότωνα, θα τσάκιζα την κακομοιριά, την υποταγή, την ταπεινοφροσύνη.
Η γη έτσι κι αλλιώς δε χωρά άλλους ταπεινούς και καταφρονεμένους. Όπως δε χωρά άλλα φερέφωνα προκάτ επανάστασης.
Η ζωή γίνηκε πια πάρα πολύ απάνθρωπη για να την καλουπώνουμε σε σχήματα, δε μας ανήκει καν, όπως δε μας ανήκει τίποτα, από τη γη που κατοικούμε ως τα πρόσωπά μας.
Όταν ο κάθε τυχάρπαστος, ο κάθε τιποτένιος, μπορεί να μάς δέσει πάνω σε μια καρέκλα, σ’ έναν πάγκο ή σ’ ένα κρεβάτι, να μάς φτύσει, να μάς μαστιγώσει, να μάς βιάσει.
Το Σύστημα αποχαλινωμένο καλλιεργεί σκόπιμα την ασυνειδησία, την αγριότητα, το χάος, καταλύοντας το σεβασμό για τον ανθρώπινο παράγοντα. Δεν άφησε τίποτα ανεκμετάλλευτο, από το “χάσμα των γενιών” που αποκόβει τους ανθρώπους μεταξύ τους και ετοιμάζει τους αυριανούς παιδιά-καταδότες του Χίτλερ, ως την κατάργηση της οικογένειας.
Ο άνθρωπος βγαίνει στο σφυρί. Για να μη βρίσκει το Σύστημα καμιά αντίδραση και να μπορέσει αύριο να βγάλει ελεύθερα στο σφυρί και τις πατρίδες.
Ο Παπαδόπουλος ήταν μια δοκιμή και στον ευρωπαϊκό χώρο, κατά το σύστημα των χιλιάδων πειραμάτων που πραγματοποιούνται σ’ όλες τις περιοχές του πλανήτη. Η συνταγή είναι πια κοινή: Όταν ένας λαός σηκώσει κεφάλι κατά του κυβερνήτη του, εκπρόσωπου του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, βρείτε έναν αλήτη και αναθέστε του να περάσει χειροπέδες σ’ αυτό το λαό. Κι αφήστε τον να εξουθενωθεί.
Το πιθανότερο είναι να συνηθίσει και να ζήσει εξουδετερωμένος από τριάντα μέχρι σαράντα χρόνια, όπως συνέβη στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Επειδή όμως οι καιροί αλλάζουν, τα πράματα πάνε γρηγορότερα, η συνταγή τροποποιήθηκε.
Πάρτε τα κλειδιά από τον αλήτη, δώστε τα στον παλιό κυβερνήτη και στείλτε τον να ξεκλειδώσει τις χειροπέδες. Ο λαός θα του γλείφει τα χέρια, βλέποντάς τον σαν ελευθερωτή του.
Γι’ αυτό και μεις, τα σύγχρονα πειραματόζωα, οφείλουμε να χρησιμοποιούμε πάντα τον όρο π.Χ., που θα σημαίνει τώρα πια “προ Χούντας”, και μ.Χ., “μετά τη Χούντα”. Γιατί το πείραμα πέτυχε και δεν πρέπει να το λησμονούμε ούτε στιγμή. Η Ελλάδα εκδίδεται, συνειδητά και ασύνειδα. Κι ούτε ένας αθώος. Ανεύθυνος κανένας».



(Απόσπασμα από το βιβλίο: Επάγγελμα πόρνη, της Λιλής Ζωγράφου εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1998)
 

Nascentes morimur

Διάσημο μέλος

Η Nascentes morimur αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 2,475 μηνύματα.
Τον ύπνο μας
τάραζαν αλλότριοι έρωτες:
Τα νιαουρίσματα στα κεραμίδια,
οι αγαπητικοί με τα βιολιά
που κάναν σερενάτα
και αναστάτωναν τη νύχτα
με τις πιστολιές.
Κουδούνιζαν στ' αυτιά μας
και τα ντέφια του δρομάκου εκείνου.
Κι ακόμη μας ξυπνούσαν
κάτι ανικανοποίητοι
και μισοεκτρωμένοι έρωτες
δικοί μας.
Μας άφηναν συντρίμμια
μέσα στην εξουθένωση,
πάνω στ' αθώα μας
ενοχοποιητικά
σεντόνια.
Για τούτο μας συμβούλευαν πως πρέπει να πλαγιάζουμε πάνω στο δεξιό πλευρό.

Κ. Πολίτης
Eroica, 1938.
 

EvanescenceQ

Επιφανές μέλος

Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 28 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
Μέσα στο μυαλό μου έχω πια την σιγουριά ότι μπορώ να είμαι ελεύθερη μόλις το θελήσω. Μέσα στο μυαλό μου έχω τη δύναμη να καλωσορίσω την κάθε μονότονη μέρα. Μέσα στο μυαλό μου βρίσκω την δύναμη να ανέβω την ανηφόρα χωρίς να υποφέρω. Είμαι εγώ και είμαι ζωντανή και αυτόφωτη σαν ήλιος. Και από τίποτα πια δεν έχω ανάγκη, αφού δοκιμάστηκα στα γρανάζια της ζωής και της περιπέτειας . Αφού έμαθα τις αληθινές αξίες κι έδωσα αξία στον εαυτό μου. Είμαι ελεύθερη και μοναδική.
Μπόρεσα, μπόρεσα! Ξυπνώ πια το πρωί και φωνάζω, “μπορώ” γιατί το ‘χω πιστέψει πως όλα τα μπορώ. Κι είναι αλήθεια. Είμαι παντοδύναμη και κανείς δεν μπορεί να μου κλέψει όλες τις όμορφες στιγμές που τόλμησα να ζήσω.
Όχι, δεν έχω ενοχές. Η απόλυτη ευτυχία κι η γνώση εκείνου που ζητάς δεν σου αφήνει ποτέ ενοχές. Ενοχές σου αφήνουν όλα εκείνα που δεν έζησες, όχι γιατί δεν μπόρεσες ,αλλά γιατί φοβήθηκες την δύναμη τους ,την μαγεία τους. Όλη εκείνη την μαγεία που μια ζωή αναζητάς κι όταν σου πέφτει στο κεφάλι σαν ευλογία ,την αρνείσαι χωρίς ουσιαστικό λόγο παρά μόνο επειδή διστάζεις να πας παραπέρα ,να δεις τι γίνεται μέσα από το σύνορο που σ έχουν φυλακίσει. Κι όταν περνούν τα χρόνια και οι εποχές ,και τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει την ανελέητη φθορά, θυμάσαι, σκέφτεσαι και σε πιάνουν όλοι οι φόβοι, όλες οι απελπισίες. Γιατί είναι ανάγκη να είσαι δυνατός.
Μόνοι γεννιόμαστε, μόνοι πεθαίνουμε και τίποτα δεν μας μένει πέρα από τις στιγμές που ζήσαμε. Τις όμορφες. Όλες εκείνες που ξεπέρασαν για λίγο την μιζέρια και την θλίψη , όλες εκείνες που ταυτίστηκαν μαζί μας, που ανήκουν πια μόνο σε μας.
Επειδή πάνω απ όλα, θέλει τόλμη η ζωή, θέλει πολλά κότσια η ευτυχία. Κι η μοίρα δεν είναι κάτι απλό κι ουδέτερο, αλλά κάτι που πλάθεται όπως το θες. Οι δυστυχίες που έρχονται παλεύονται .Οι ευτυχίες που δεν λένε να φανούν είναι εκείνες που γίνονται οι εφιάλτες μιας ζωής. Όλες εκείνες οι μικρές σπίθες που μας δίνονται έτοιμες, ολοζώντανες κάθε μέρα και τις αφήνουμε να χαθούν σαν να μην υπήρξαν είναι τα απωθημένα που δεν θα μας αφήσουν να γεράσουμε με αξιοπρέπεια.
Θεέ μου, δως μου τις δυστυχίες που μου αναλογούν, αφού δεν γίνεται αλλιώς, αλλά βοήθησε με να αξιωθώ κι όλες τις ευτυχισμένες ώρες που αιωρούνται σαν άστρα πάνω από το κεφάλι μου.
Να ζήσω τον χρόνο μου ,να τον ποτιστώ μέχρι την πιο μικρή μου ίνα, να μπορέσω να γίνω ένα μαζί του. Να έχω συντρόφισσες όμορφες στιγμές, να ξέρω πως έζησα, να μετανιώνω για κείνα που έκανα και να ψάχνω να βρω κι άλλα να κάνω.
Οι στιγμές, οι ώρες και τα αγγίγματα, η αναστάτωση κι οι κόμποι στο στομάχι, το βαρύ στο στήθος απ’ τον πανικό της ευτυχίας, η απόλαυση του κορεσμού και της σοφίας, το κύμα μέσα στο κεφάλι μου, η τρικυμία που δεν λέει να κοπάσει, ο φόβος για το ύστερα, για το μετά, οι ευωδιές των χυμών και οι επιλογές.
Να η ζωή! Να η ζωή, φωνάζω μ’ όση δύναμη μου απομένει. Μα είναι λίγη και πολύτιμη κι είναι δική μου, μόνο δική μου σαν τον αέρα που ανασαίνω. Δεν θ αφήσω να μου την πάρει μήτε άνθρωπος μήτε Θεός. Κι εύχομαι όλες οι αναστολές κι οι δισταγμοί μου να ξεκινούν μόνο από αγάπη. Αγάπη για κάτι άλλο πιο βαθύ, πιο ωραίο.
Εύα Ομηρόλη – “Οι Αναλφάβητοι του ‘Ερωτα”
 

Nascentes morimur

Διάσημο μέλος

Η Nascentes morimur αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 2,475 μηνύματα.
Για ορισμένους, η προσπέλασή του ήταν παράξενα εύκολη· για άλλους, περιβαλλόταν από μία αθωότητα θαυμαστά λεία από έξω, από μέσα όμως φτιαγμένη απ' τις χιλιάδες αγκίδες ενός πολύ σκληρού κρυστάλλου, εις τρόπον ώστε με την παραμικρή απόπειρα προσέγγισης, κινδύνευε να ξεσχιστεί από τις επιμήκεις και λεπτές βελόνες της αθωότητάς του.
Ήταν εκεί ελαφρώς αποτραβηγμένος, μιλώντας πολύ λίγο, με λέξεις πολύ φτωχές και πολύ κοινότυπες· ήταν σχεδόν βυθισμένος στην πολυθρόνα, με μια ακινησία ενοχλητική, με τις μεγάλες παλάμες του να κρέμονται, κουρασμένες, στις άκρες των μπράτσων του.

Παρ' όλ' αυτά τον κοιτάζαμε μόλις και μετά βίας· επιφυλασσόμασταν να τον κοιτάξουμε αργότερα.
Όταν τον ξαναφέρνω στο μυαλό μου έτσι : ήταν ένας άνθρωπος τσακισμένος ; Τι περίμενε ; Τι ήλπιζε να σώσει ; Τι μπορούμε να κάνουμε γι' αυτόν ; Γιατί ρουφάς τόσο άπληστα κάθε κουβέντα μας ; Είσαι εντελώς εγκαταλελειμμένος ; Δεν μπορείς να μιλήσεις για τον εαυτό σου ; Πρέπει να σκεφτούμε το ελάττωμά σου, να πεθάνουμε στη θέση σου ;

Ο τελευταίος άνθρωπος
Blanchot Maurice
 

Χρήστες Βρείτε παρόμοια

Top