Μοιραζόμαστε ποιήματα

Goseithor

Διάσημο μέλος

Ο Νότα στο Διάστημα αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 33 ετών, επαγγέλεται Φοιτητής/τρια και μας γράφει απο Ιωάννινα (Ιωάννινα). Έχει γράψει 2,217 μηνύματα.
Περαστικές-Ουράνης Κ.

Γυναῖκες ποὺ σᾶς εἶδα σ᾿ ἕνα τραῖνο
τὴ στιγμὴ ποὺ κινοῦσε γι᾿ ἄλλα μέρη·
γυναῖκες ποὺ σᾶς εἶδα σ᾿ ἄλλου χέρι
μὲ γέλιο νὰ περνᾶτε εὐτυχισμένο·
γυναῖκες, σὲ μπαλκόνια νὰ κοιτᾶτε
στὸ κενὸ μ᾿ ἕνα βλέμμα ξεχασμένο,
ἢ ἀπὸ ἕνα πλοῖο σαλπαρισμένο
μ᾿ ἕνα μαντήλι ἀργὰ νὰ χαιρετᾶτε:
νὰ ξέρατε μὲ πόση νοσταλγία,
στὰ δειλινὰ τὰ βροχερὰ καὶ κρύα,
σᾶς ξαναφέρνω στὴν ἀναμνησή μου,
γυναῖκες, ποὺ περάσατε μίαν ὥρα
ἀπ᾿ τη ζωή μου μέσα -καὶ ποὺ τώρα
κρατᾶτε μου στὰ ξένα τὴν ψυχή μου!
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Deutsch... Lover

Επιφανές μέλος

Η Everl αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Επαγγέλεται Φιλόλογος ξένων γλωσσών και μας γράφει απο Αθήνα (Αττική). Έχει γράψει 18,613 μηνύματα.
Κ.Π Καβάφης- Θερμοπύλες​
Τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωή των
ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες·
δίκαιοι κ’ ίσιοι σ’ όλες των τες πράξεις,
αλλά με λύπη κιόλας κ’ ευσπλαχνία·
γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν
είναι πτωχοί, πάλ’ εις μικρόν γενναίοι,
πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε·
πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.

Και περισσότερη τιμή τούς πρέπει
όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,
κ’ οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε
.

Το έντονο με τα μεγάλα γράμματα είναι οι αγαπημένοι μου στίχοι από αυτό το ποιήμα
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

parafernalia

Περιβόητο μέλος

Ο Νίκος αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Επαγγέλεται Προγραμματιστής/τρια και μας γράφει απο Αθήνα (Αττική). Έχει γράψει 5,236 μηνύματα.
"Σκλάβοι, ας μη βλαστημούμε τη Ζωή (...)

Η αληθινή Ζωή
είναι απούσα,
δεν βρισκόμαστε στον κόσμο".


Αρθούρος Ρεμπώ
- Μια εποχή στην κόλαση, 1873

Μια νύχτα πήρα την ομορφιά στα γόνατά μου
και τη βρήκα πικρή και τη βλαστήμησα
οπλίστηκα ενάντια στη δικαιοσύνη
δραπέτευσα

Μάγισσες, μιζέρια, μίσος
εσείς θα διαφυλάξετε το θησαυρό μου
κατόρθωσα να ζήσω απ' τα λογικά μου
κάθε ελπίδα ανθρώπινη
με ύπουλο σάλτο χύμηξα σαν θηρίο
πάνω σε όλες τις χαρές
να τις κατασπαράξω

Επικαλέστηκα τους δήμιους
να δαγκάσω πεθαίνοντας τα κοντάρια των όπλων τους
επικαλέστηκα κάθε οργή και μάστιγα
να πνιγώ στο αίμα, στην άμμο
η απόγνωση, ήταν ο θεός μου!

Κυλίστηκα στη λάσπη
στέγνωσα στον αέρα του εγκλήματος
ξεγέλασα την τρέλα
κι η άνοιξη μου πρόσφερε

...το φρικαλέο γέλιο του ηλίθιου. :laugh:

 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Deutsch... Lover

Επιφανές μέλος

Η Everl αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Επαγγέλεται Φιλόλογος ξένων γλωσσών και μας γράφει απο Αθήνα (Αττική). Έχει γράψει 18,613 μηνύματα.
Κ.Π Καβάφης- Όσο μπορείς
Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ' εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Βλα

Πολύ δραστήριο μέλος

Ο Βλαδίμηρος αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 29 ετών και επαγγέλεται Μεταπτυχιακός Φοιτητής/τρια. Έχει γράψει 1,637 μηνύματα.
Το τελευταίο ποίημα του Κώστα Βάρναλη (εκδόθηκε μετά τον θάνατο του μαζί με άλλα 18 αδημοσίευτα γι' αυτό και δεν έχει τίτλο)

Αξίζει να αναφερθεί ότι ο Βάρναλης έκανε συχνά παραλλαγές στα ποιήματα του και αυτό είναι από τα πιο έντονα χαρακτηριστικά του έργου του.
Στο ποιήμα αυτό υπάρχουν δύο εκδοχές.
Η μία είναι του Γ.Π Σαββίδη όπως το δημοσίευσε στη συλλογή "Οργή λαού" μετά τον θάνατο του ποιητή.
Η άλλη εκδοχή είναι του ίδιου του ποιητή, σε απαγγελία που έγινε για εκπομπή της ΕΡΤ λίγο καιρό πριν τον θάνατο του (1974).

[FONT=&quot]Εκδοχή Γ.Π Σαββίδη[/FONT]
[FONT=&quot]Με πάθος την αλήθεια φανερώνω,
μα ποιος μ’ ακούει; Κάτι άγουρα παιδιά.
Γυροκοιτάω, κανένας δε με ξέρει,
όπως κι εγώ δεν ξέρω τον εαυτό μου.
Πλήθος μεγάλοι στο Μουσείο της Τέχνης,
αθάνατοι όλοι, λίγοι μόνο ζούνε.[/FONT]


[FONT=&quot]Εκδοχή Κ. Βάρναλη[/FONT]
[FONT=&quot]Γυροκοιτάω, κανένας δε με ξέρει,
όπως κι εγώ τον ίδιο τον εαυτό μου.
Πλήθος πρωτάτοι στο Μουσείο της Τέχνης,[/FONT]
[FONT=&quot]την πόρτα καμαρώνουνε για να μπουν
αθάνατοι όλοι, μερικοί θα ζήσουν.

[/FONT]
[FONT=&quot]
[/FONT]
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Goseithor

Διάσημο μέλος

Ο Νότα στο Διάστημα αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 33 ετών, επαγγέλεται Φοιτητής/τρια και μας γράφει απο Ιωάννινα (Ιωάννινα). Έχει γράψει 2,217 μηνύματα.
Σαρλ Μπωντλαιρ
.....
Αν το φαρμακι κι η φωτια κι η βια και το μαχαιρι
δεν εχουνε τα φανταχτα κεντιδια ακομα κανει
στο προστυχο της μοιρας μας και αθλιο καμβοπανι
ειναι που λειπει απ'την ψυχη μας το θαρρος-κι απ'το χερι.
Μα μες στις σκυλες, τους σκορπιους, τα φιδια, τα τσακαλια,
τους πανθηρες, τους πιθηκους, τους γυπες, τα θηρια,
που γρουζουν, σερνονται, αλυχτουν κι ουρλιζουν με μανια
μες στων παθων μας τ'ατιμο κλουβι, προβαινει αγαλια,

θεριο πιο βρωμικο, κακο, την ασκημια να δειξει!
Κι αν δε σαλευει κι ουτε ακουει κανενας το ουρλιαχτο του,
ολη τη γης θα ρημαζε, και στο χασμουρητο του
θα θελε να καταπινε τον κοσμο..αυτο'ναι η Πληξη

που, μ'ενα δακρυ αθελητο στα ματια της, κοιταζεις,
καθως καπνιζει τον ουκα, κρεμαλες να στηλωνει.
Και ξερεις, αναγνωστη, αυτο το τερας πως δαγκωνει!
-Ω αναγνωστη υποκριτη, αδερφι, που μου μοιαζεις!



 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

ΨΑΡΑΚΙ1993

Πολύ δραστήριο μέλος

Η BLOODY MARY αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 31 ετών, επαγγέλεται Παιδαγωγός και μας γράφει απο Ισπανία (Ευρώπη). Έχει γράψει 1,816 μηνύματα.
Γιάννης Ρίτσος - Ρωμιοσύνη Ἔλα κυρὰ μὲ τ᾿ ἁρμυρὰ ματόκλαδα, μὲ φλωροκαπνισμένο χέρι
ἀπὸ τὴν ἔγνοια τοῦ φτωχοῦ κι ἀπ᾿ τὰ πολλὰ τὰ χρόνια -
ἡ ἀγάπη σὲ περμένει μὲς στὰ σκοῖνα,
μὲς στὴ σπηλιά του ὁ γλάρος σου κρεμάει τὸ μαῦρο κόνισμά σου
κι ὁ πικραμένος ἀχινιός σου ἀσπάζεται τὸ νύχι τοῦ ποδιοῦ σου.
Μέσα στὴ μαύρη ρῶγα τοῦ ἀμπελιοῦ κοχλάζει ὁ μοῦστος κατακόκκινος,
κοχλάζει τὸ ροδάμι στὸν καμένο πρῖνο,
στὸ χῶμα ἡ ρίζα τοῦ νεκροῦ ζητάει νερὸ γιὰ νὰ τινάξει ἐλάτι
κ᾿ ἡ μάνα κάτου ἀπ᾿ τὴ ρυτίδα της κρατάει γερὰ μαχαῖρι.
Ἔλα κυρὰ ποὺ τὰ χρυσὰ κλωσσᾶς αὐγὰ τοῦ κεραυνοῦ -
πότε μία μέρα θαλασσιὰ θὰ βγάλεις τὸ τσεμπέρι καὶ θὰ πάρεις πάλι τ᾿ ἄρματα
νὰ σὲ χτυπήσει κατακούτελα μαγιάτικο χαλάζι
νὰ σπάσει ρόιδι ὁ ἥλιος στὴν ἀλατζαδένια σου ποδιὰ
νὰ τὸν μοιράσεις μόνη σου σπυρί-σπυρὶ στὰ δώδεκα ὀρφανά σου,
νὰ λάμψει ὁλόγυρα ὁ γιαλὸς ὡς λάμπει ἡ κόψη τοῦ σπαθιοῦ καὶ τ᾿ Ἀπριλιοῦ τὸ χιόνι
καὶ νάβγει στὰ χαλίκια ὁ κάβουρας γιὰ νὰ λιαστεῖ καὶ νὰ σταυρώσει τὶς δαγκάνες του.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Deutsch... Lover

Επιφανές μέλος

Η Everl αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Επαγγέλεται Φιλόλογος ξένων γλωσσών και μας γράφει απο Αθήνα (Αττική). Έχει γράψει 18,613 μηνύματα.
Τα παιδιά σου δεν είναι παιδιά σου

Είναι οι γιοι και οι κόρες της λαχτάρας της Ζωής για τη Ζωή.

Δημιουργούνται διαμέσου εσένα, αλλά όχι από σένα

Κι αν και βρίσκονται μαζί σου, δε σου ανήκουν.


Μπορείς να τους δώσεις την αγάπη σου, αλλά όχι τις σκέψεις σου

Αφού ιδέες έχουν δικές τους.

Μπορείς να δίνεις μια στέγη στο σώμα τους, αλλά όχι και στις ψυχές τους

Αφού οι ψυχές τους κατοικούν στο σπίτι του αύριο

που εσύ δεν πρόκειται να επισκεφτείς ούτε και στα όνειρά σου.

Μπορείς να προσπαθήσεις να τους μοιάσεις

αλλά μη γυρέψεις να τα κάνεις σαν εσένα

Αφού η ζωή δεν πάει προς τα πίσω ούτε ακολουθεί στο δρόμο του το χτες


Είσαι το τόξο από το οποίο τα παιδιά σου

ωσάν ζωντανά βέλη ξεκινάνε για να πάνε μπροστά.

Ο τοξότης βλέπει το ίχνος της τροχιάς προς το άπειρο

και κομπάζει ότι με τη δύναμή του

τα βέλη του μπορούν να πάνε γρήγορα και μακριά.

Άς χαροποιεί τον τοξοτή ο κομπασμός του

Αφού ακόμα κι αν αγαπάει το βέλος που πετάει

έτσι αγαπά και το βέλος που μένει στάσιμο.”
Χαλίλ Γκιμπράν – Για τα παιδιά
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Βλα

Πολύ δραστήριο μέλος

Ο Βλαδίμηρος αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 29 ετών και επαγγέλεται Μεταπτυχιακός Φοιτητής/τρια. Έχει γράψει 1,637 μηνύματα.
Τέλος, του Ντίνου Χριστιανόπουλου



Τώρα ποὺ βρῆκα πιὰ μίαν ἀγκαλιά,
καλύτερη κι ἀπ᾿ ὅ,τι λαχταροῦσα,
τώρα ποὺ μοῦ ῾ρθαν ὅλα ὅπως τὰ ῾θελα
κι ἀρχίζω νὰ βολεύομαι μὲς στὴν κρυφὴ χαρά μου,
νιώθω πὼς κάτι μέσα μου σαπίζει.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

venividivici

Τιμώμενο Μέλος

Η venividivici αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 23,236 μηνύματα.
Αμοργός - Γκάτσος Nίκος

Kακοί μάρτυρες ανθρώποισιν οφθαλμοί
και ώτα βαρβάρους ψυχάς εχόντων.
HPAKΛEITOΣ

Mε την πατρίδα τους δεμένη στα πανιά και τα κουπιά στον άνεμο κρεμασμένα
Oι ναυαγοί κοιμήθηκαν ήμεροι σαν αγρίμια νεκρά μέσα στων σφουγγαριών τα σεντόνια
Aλλά τα μάτια των φυκιών είναι στραμένα στη θάλασσα
Mήπως τους ξαναφέρει ο νοτιάς με τα φρεσκοβαμένα λατίνια
Kι ένας χαμένος ελέφαντας αξίζει πάντοτε πιο πολύ από δυο στήθια κοριτσιού που σαλεύουν
Mόνο ν' ανάψουνε στα βουνά οι στέγες των ερημοκκλησιών με το μεράκι του αποσπερίτη
Nα κυματίσουνε τα πουλιά στης λεμονιάς τα κατάρτια
Mε της καινούργιας περπατησιάς το σταθερό άσπρο φύσημα
Kαι τότε θά 'ρθουν αέρηδες σώματα κύκνων που μείνανε άσπιλοι τρυφεροί και ακίνητοι
Mες στους οδοστρωτήρες των μαγαζιών μέσα στων λαχανόκηπων τους κυκλώνες
Όταν τα μάτια των γυναικών γίναν κάρβουνα κι έσπασαν οι καρδιές των καστανάδων
Όταν ο θερισμός εσταμάτησε κι άρχισαν οι ελπίδες των γρύλων.

Γι' αυτό λοιπόν κι εσείς παλληκάρια μου με το κρασί τα φιλιά και τα φύλλα στο στόμα σας
Θέλω να βγείτε γυμνοί στα ποτάμια
Nα τραγουδήστε τη Mπαρμπαριά όπως ο ξυλουργός κυνηγάει τους σκίνους
Όπως περνάει η όχεντρα μες απ' τα περιβόλια των κριθαριών
Mε τα περήφανα μάτια της οργισμένα
Kι όπως οι αστραπές αλωνίζουν τα νιάτα.

Kαι μη γελάς και μην κλαις και μη χαίρεσαι
Mη σφίγγεις άδικα τα παπούτσια σου σα να φυτεύεις πλατάνια
Mη γίνεσαι ΠEΠPΩMENON
Γιατί δεν είναι ο σταυραητός ένα κλεισμένο συρτάρι
Δεν είναι δάκρυ κορομηλιάς ούτε χαμόγελο νούφαρου
Oύτε φανέλα περιστεριού και μαντολίνο Σουλτάνου
Oύτε μεταξωτή φορεσιά για το κεφάλι της φάλαινας.
Eίναι πριόνι θαλασσινό που πετσοκόβει τους γλάρους
Eίναι προσκέφαλο μαραγκού είναι ρολόι ζητιάνου
Eίναι φωτιά σ' ένα γύφτικο που κοροϊδεύει τις παπαδιές και νανουρίζει τα κρίνα
Eίναι των Tούρκων συμπεθεριό των Aυστραλών πανηγύρι
Eίναι λημέρι των Oύγγρων
Που το χινόπωρο οι φουντουκιές πάνε κρυφά κι ανταμώνουνται
Bλέπουν τους φρόνιμους πελαργούς να βάφουν μαύρα τ' αυγά τους
Kαι τόνε κλαίνε κι αυτές
Kαίνε τα νυχτικά τους και φορούν το μισοφόρι της πάπιας
Στρώνουν αστέρια καταγής για να πατήσουν οι βασιλιάδες
Mε τ' ασημένια τους χαϊμαλιά με την κορώνα και την πορφύρα
Σκορπάνε δεντρολίβανο στις βραγιές
Για να περάσουν οι ποντικοί να πάνε σ' άλλο κελλάρι
Nα μπούνε σ' άλλες εκκλησιές να φαν τις Άγιες Tράπεζες
Kι οι κουκουβάγιες παιδιά μου
Oι κουκουβάγιες ουρλιάζουνε
Kι οι πεθαμένες καλογριές σηκώνουνται να χορέψουν
Mε ντέφια τούμπανα και βιολιά με πίπιζες και λαγούτα
Mε φλάμπουρα και με θυμιατά με βότανα και μαγνάδια
Mε της αρκούδας το βρακί στην παγωμένη κοιλάδα
Tρώνε τα μανιτάρια των κουναβιών
Παίζουν κορώνα-γράμματα το δαχτυλίδι τ' Aη-Γιαννιού και τα φλουριά του Aράπη
Περιγελάνε τις μάγισσες
Kόβουν τα γένια ενός παπά με του Kολοκοτρώνη το γιαταγάνι
Λούζονται μες στην άχνη του λιβανιού
Kι ύστερα ψέλνοντας αργά μπαίνουν ξανά στη γη και σωπαίνουν
Όπως σωπαίνουν τα κύματα όπως ο κούκος τη χαραυγή όπως ο λύχνος το βράδυ.

Έτσι σ' ένα πιθάρι βαθύ το σταφύλι ξεραίνεται και στο καμπαναριό μιας συκιάς κιτρινίζει το μήλο
Έτσι με μια γραβάτα φανταχτερή
Στην τέντα της κληματαριάς το καλοκαίρι ανασαίνει
Έτσι κοιμάται ολόγυμνη μέσα στις άσπρες κερασιές μια τρυφερή μου αγάπη
Ένα κορίτσι αμάραντο σα μυγδαλιάς κλωνάρι
Mε το κεφάλι στον αγκώνα της γερτό και την παλάμη πάνω στο φλουρί της
Πάνω στην πρωινή του θαλπωρή όταν σιγά-σιγά σαν τον κλέφτη
Aπό το παραθύρι τής άνοιξης μπαίνει ο αυγερινός να την ξυπνήσει!

Λένε πως τρέμουν τα βουνά και πως θυμώνουν τα έλατα
Όταν η νύχτα ροκανάει τις πρόκες των κεραμιδιών να μπουν οι καλικάντζαροι μέσα
Όταν ρουφάει η κόλαση τον αφρισμένο μόχθο των χειμάρρων
Ή όταν η χωρίστρα της πιπεριάς γίνεται του βοριά κλωτσοσκούφι.

Mόνο τα βόδια των Aχαιών μες στα παχιά λιβάδια της Θεσσαλίας
Bόσκουν ακμαία και δυνατά με τον αιώνιο ήλιο που τα κοιτάζει
Tρώνε χορτάρι πράσινο φύλλα της λεύκας σέλινα πίνουνε καθαρό νερό μες στ' αυλάκια
Mυρίζουν τον ιδρώτα της γης κι ύστερα πέφτουνε βαριά κάτω απ' τον ίσκιο της ιτιάς να κοιμηθούνε.



Συνεχίζεται...
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

anwnymos

Δραστήριο μέλος

Ο anwnymos αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 424 μηνύματα.
Πατέρες

Κωστής Παλαμάς

Παιδί, το περιβόλι μου που θα κληρονομήσεις,
Όπως το βρεις κι’ όπως το δεις να μη το παρατήσεις.

Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και φράξε το πιο στέρεα,
και πλούτισε τη χλώρη του και πλάτηνε τη γη του,
κι ακλάδευτο όπου μπλέκεται να το βεργολογήσεις,
και να του φέρεις το νερό το αγνό της βρυσομάνας.

Κι άν αγαπάς τ’ ανθρώπινα κι’ όσα άρρωστα δεν είναι,
ρίξε αγιασμό και ξόρκισε τα ξωτικά, να φύγουν,
και τη ζωντάνια σπείρε του μ’ όσα γερά, δροσάτα.

Γίνε οργοτόμος ,φυτευτής , (γίνε) διαφεντευτής.

Κι αν είναι κι έρθουνε χρόνια δίσεχτα,
πέσουν καιροί οργισμένοι,
κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιασμένα, κι όσα δέντρα,
για τίποτ’ άλλο δε φελάν παρά για μετερίζια,
μη φοβηθείς το χαλασμό. Φωτιά ! τσεκούρι !τράβα !,
ξεσπέρμεψέ το , χέρσωσε το περιβόλι, κόφ’ το,
και χτίσε κάστρο απάνω του και ταμπουρώσου μέσα,
για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούργια γέννα.

Π’ όλο την περιμένουμε κι όλο κινάει για νάρθει,
κι’ όλο συντρίμμι χάνεται στο γύρισμα των κύκλων.

Φτάνει μια ιδέα να στο πει, μια ιδέα να στο προστάξει,
κορώνα ιδέα , ιδέα σπαθί, που θα είναι απάνου απ’ όλα
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Deutsch... Lover

Επιφανές μέλος

Η Everl αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Επαγγέλεται Φιλόλογος ξένων γλωσσών και μας γράφει απο Αθήνα (Αττική). Έχει γράψει 18,613 μηνύματα.
Το παρακάτω υπέροχο ποίημα το ανακάλυψα τυχαία... Το είδα στον πίνακα ανακοινώσεων του σχολείου μου:
"ΑΝ" Ράντγιαρντ Κίπλινγκ
Αν μπορείς να κρατάς την ψυχραιμία σου,
όταν οι άλλοι χάνουν την δική τους
και ρίχνουν σε σένα την ευθύνη
και την αιτία της αδυναμίας τους·
Αν έχεις πίστη στον εαυτό σου,
όταν οι άλλοι αμφιβάλλουν για σένα
και δεν σε πειράζει αυτή η δυσπιστία τους·
Αν μπορείς καρτερικά να περιμένεις
χωρίς να σε κουράζει η αναμονή,
ή όταν διαδίδουν ψέματα για σένα
να μην ξεπέφτεις και συ στο ψέμα,
ή όταν φανερά σου δείχνουν μίσος
να μην αφήνεις το μίσος να σε καταλάβει·
κι όμως να μη φαίνεσαι πολύ αγαθός
μήτε πολύ στοχαστικός στα λόγια·
Αν να ονειρεύεσαι είσαι ικανός δίχως να
γίνεσαι σκλάβος των ονείρων·
Αν μπορείς να σκέφτεσαι,αλλά όχι
για χάρη της ίδιας σου της σκέψης·
Αν να δέχεσαι μπορείς θρίαμβο και όλεθρο,
το ίδιο και να αντιμετωπίζεις παρόμοια
και τα δύο.
Αν είσαι σε θέση να υπομένεις ακούγοντας
την αλήθεια που σύ είπες, να επαναλαμβάνεται
αλλοιωμένη απο πονηρούς που επιδιώκουν έτσι
να παγιδέψουν αφελείς ή να παρατηρείς αυτά
που συ τους έδωσες ζωή, σπασμένα να κείτονται
και παραπεταμένα και να τα φτιάχνεις εξαρχής
με εργαλεία φθαρμένα.
Αν τολμάς όλα σου τα πλούτη μαζεμένα να τα
παίζεις κορώνα γράμματα με μιάς,
να χάνεις κι απ'την αρχή να ξεκινάς χωρίς να
μέμφεσαι για τη μοίρα σου κανέναν·
Αν μπορείς να κάνεις καρδιά, νεύρα και μυς
να σε υπηρετούν ακόμη κι όταν έχουν καταρρεύσει
και γερά να κρατάς, ενώ δεν υπάρχει εντός σου
τίποτε πέρα από τη θέληση που τους λέει
«Βαστάτε!».
Αν μπορείς να μιλάς με χιλιάδες κι όμως να κρατάς
την αρετή σου ή να περπατάς με κυβερνήτες
κι όμως να μην αλλάζεις την απλή ζωή σου·
Αν ούτε εχθροί να σε βλάψουν μπορούν μα ούτε
και οι κοντινότεροι φίλοι·
Αν όλοι έχουν την ίδια αξία για σένα
και κανείς πιο πολύ από τους άλλους·
Αν μπορείς να γεμίζεις τη μέρα σου με εικοσιτέσσερις
ώρες άξιας ζωής, τότε δική σου θα
είναι όλη η Γη με όλα τα αγαθά της κι ακόμη:
αληθινά θα είσαι Άνθρωπος παιδί μου.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Βλα

Πολύ δραστήριο μέλος

Ο Βλαδίμηρος αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 29 ετών και επαγγέλεται Μεταπτυχιακός Φοιτητής/τρια. Έχει γράψει 1,637 μηνύματα.
Το παρακάτω υπέροχο ποίημα το ανακάλυψα τυχαία... Το είδα στον πίνακα ανακοινώσεων του σχολείου μου:
"ΑΝ" Ράντγιαρντ Κίπλινγκ
Αν μπορείς να κρατάς την ψυχραιμία σου,
όταν οι άλλοι χάνουν την δική τους
και ρίχνουν σε σένα την ευθύνη
και την αιτία της αδυναμίας τους·
Αν έχεις πίστη στον εαυτό σου,
όταν οι άλλοι αμφιβάλλουν για σένα
και δεν σε πειράζει αυτή η δυσπιστία τους·
Αν μπορείς καρτερικά να περιμένεις
χωρίς να σε κουράζει η αναμονή,
ή όταν διαδίδουν ψέματα για σένα
να μην ξεπέφτεις και συ στο ψέμα,
ή όταν φανερά σου δείχνουν μίσος
να μην αφήνεις το μίσος να σε καταλάβει·
κι όμως να μη φαίνεσαι πολύ αγαθός
μήτε πολύ στοχαστικός στα λόγια·
Αν να ονειρεύεσαι είσαι ικανός δίχως να
γίνεσαι σκλάβος των ονείρων·
Αν μπορείς να σκέφτεσαι,αλλά όχι
για χάρη της ίδιας σου της σκέψης·
Αν να δέχεσαι μπορείς θρίαμβο και όλεθρο,
το ίδιο και να αντιμετωπίζεις παρόμοια
και τα δύο.
Αν είσαι σε θέση να υπομένεις ακούγοντας
την αλήθεια που σύ είπες, να επαναλαμβάνεται
αλλοιωμένη απο πονηρούς που επιδιώκουν έτσι
να παγιδέψουν αφελείς ή να παρατηρείς αυτά
που συ τους έδωσες ζωή, σπασμένα να κείτονται
και παραπεταμένα και να τα φτιάχνεις εξαρχής
με εργαλεία φθαρμένα.
Αν τολμάς όλα σου τα πλούτη μαζεμένα να τα
παίζεις κορώνα γράμματα με μιάς,
να χάνεις κι απ'την αρχή να ξεκινάς χωρίς να
μέμφεσαι για τη μοίρα σου κανέναν·
Αν μπορείς να κάνεις καρδιά, νεύρα και μυς
να σε υπηρετούν ακόμη κι όταν έχουν καταρρεύσει
και γερά να κρατάς, ενώ δεν υπάρχει εντός σου
τίποτε πέρα από τη θέληση που τους λέει
«Βαστάτε!».
Αν μπορείς να μιλάς με χιλιάδες κι όμως να κρατάς
την αρετή σου ή να περπατάς με κυβερνήτες
κι όμως να μην αλλάζεις την απλή ζωή σου·
Αν ούτε εχθροί να σε βλάψουν μπορούν μα ούτε
και οι κοντινότεροι φίλοι·
Αν όλοι έχουν την ίδια αξία για σένα
και κανείς πιο πολύ από τους άλλους·
Αν μπορείς να γεμίζεις τη μέρα σου με εικοσιτέσσερις
ώρες άξιας ζωής, τότε δική σου θα
είναι όλη η Γη με όλα τα αγαθά της κι ακόμη:
αληθινά θα είσαι Άνθρωπος παιδί μου.

Κώστας Βάρναλης - Το "αν" του Κίπλινγκ

Αν μπορείς την παλαβή να κάνεις, όταν οι άλλοι
σου κάνουνε το γνωστικό κι όλοι σε λένε φταίχτη·
αν δεν πιστεύεις τίποτα κι άλλοι δε σε πιστεύουν·
αν σχωρνάς όλα τα δικά σου, τίποτα των άλλων·
κι αν το κακό, που πας να κάνεις, δεν το αναβάλλεις
κι αν σ' όσα ψέματα σου λεν με πιότερ' απανταίνεις·
κι αν να μισείς ευφραίνεσαι κι όσους δε σε μισούνε
κι αν πάντα τον πολύξερο και τον καλόνε κάνεις.

Αν περπατάς με την κοιλιά κι ονείρατα δεν κάνεις
κι αν να στοχάζεσαι μπορείς μονάχα το ιντερέσο·
το νικημένο αν παρατάς και πάντα διπλαρώνεις
το νικητή, μα και τους δυο ξετσίπωτα προδίνεις·
αν ό,τι γράφεις κι ό,τι λες, το ξαναλέν κι οι άλλοι
γι' αληθινό - να παγιδεύουν τον κουτό κοσμάκη·
αν λόγια κι έργα σου καπνόν ο δυνατός αέρας
τα διαβολοσκορπά κι εσύ ξαναμολάς καινούριον.

Αν όσα κέρδισες μπορείς να τα πληθαίνεις πάντα
και την πατρίδα σου κορώνα γράμματα να παίζεις·
κι αν να πλερώνεις την πεντάρα, που χρωστάς, αρνιέσαι
και μόνο να πληρώνεσαι σωστό και δίκιο το 'χεις·
αν η καρδιά, τα νεύρα σου κι ο νους σου εν αμαρτίαις
γεράσανε κι όμως εσύ τα στύβεις ν' αποδίδουν·
αν στέκεις πάντα δίβουλος και πάντα σου σκυμμένος
κι όταν φωνάζουν οι άλλοι «εμπρός!» εσύ φωνάζεις «πίσω!»

Αν στην πλεμπάγια να μιλάει αρνιέται η αρετή σου
κι όταν ζυγώνεις δυνατούς, στα δυο λυγάς στη μέση·
κι αν μήτε φίλους μήτ' εχθρούς ποτέ σου λογαριάζεις
και κάνεις πως τους αγαπάς, αλλά ποτέ κανέναν
αν δεν αφήνεις ευκαιρία κάπου να κακοβάνεις
και μόνο, αν κάνεις το κακό, η ψυχή σου γαληνεύει,
δικιά σου θα 'ναι τούτ' η Γης μ' όλα τα κάλλη που 'χει
κι έξοχος θα 'σαι Κύριος, αλλ' Ανθρωπος δε θα'σαι!
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

edweimaste

Πολύ δραστήριο μέλος

Η edweimaste αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 32 ετών και μας γράφει απο Αθήνα (Αττική). Έχει γράψει 1,050 μηνύματα.
Τα παιδιά σου δεν είναι παιδιά σου

Είναι οι γιοι και οι κόρες της λαχτάρας της Ζωής για τη Ζωή.

Δημιουργούνται διαμέσου εσένα, αλλά όχι από σένα

Κι αν και βρίσκονται μαζί σου, δε σου ανήκουν.


Μπορείς να τους δώσεις την αγάπη σου, αλλά όχι τις σκέψεις σου

Αφού ιδέες έχουν δικές τους.

Μπορείς να δίνεις μια στέγη στο σώμα τους, αλλά όχι και στις ψυχές τους

Αφού οι ψυχές τους κατοικούν στο σπίτι του αύριο

που εσύ δεν πρόκειται να επισκεφτείς ούτε και στα όνειρά σου.

Μπορείς να προσπαθήσεις να τους μοιάσεις

αλλά μη γυρέψεις να τα κάνεις σαν εσένα

Αφού η ζωή δεν πάει προς τα πίσω ούτε ακολουθεί στο δρόμο του το χτες


Είσαι το τόξο από το οποίο τα παιδιά σου

ωσάν ζωντανά βέλη ξεκινάνε για να πάνε μπροστά.

Ο τοξότης βλέπει το ίχνος της τροχιάς προς το άπειρο

και κομπάζει ότι με τη δύναμή του

τα βέλη του μπορούν να πάνε γρήγορα και μακριά.

Άς χαροποιεί τον τοξοτή ο κομπασμός του

Αφού ακόμα κι αν αγαπάει το βέλος που πετάει

έτσι αγαπά και το βέλος που μένει στάσιμο.”
Χαλίλ Γκιμπράν – Για τα παιδιά

Το συγκεκριμένο μας το είχαν βάλει στη σχολή και από τότε το αγάπησα...πάρα πολύ ωραίο!!
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Deutsch... Lover

Επιφανές μέλος

Η Everl αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Επαγγέλεται Φιλόλογος ξένων γλωσσών και μας γράφει απο Αθήνα (Αττική). Έχει γράψει 18,613 μηνύματα.
Το συγκεκριμένο μας το είχαν βάλει στη σχολή και από τότε το αγάπησα...πάρα πολύ ωραίο!!

''Αφού η ζωή δεν πάει προς τα πίσω ούτε ακολουθεί στο δρόμο του το χτες'' αυτο ειναι το καλυτερο κομματι κατ εμε... Εμεις το εχουμε κανει σε μια σχολικη γιορτη και το διαβαζα! Απο τοτε εχει μπει στα αγαπημενα μου!
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Guest 781029

Επισκέπτης

αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμέν. Δεν έχει γράψει κανένα μήνυμα.
Τάκης Σινόπουλος

ΑΝ

Απ’ το πρωί ο άνεμος ξεκάρφωνε τον ουρανό.
Απ’ το πρωί ο ήλιος κάπνιζε ανάμεσα στα ερείπια.
Αν το πρόσωπό σου, το πρόσωπο ασπίδα.
Και το σύν-νεφο εκείνο κι ο τόπος τοπίο, και τα μάτια σου στρέ-φοντας ξαφνικά
δεν είχαν σκοτώσει την εικόνα που κοίταζαν λίγο πιο πριν.
Αν το χέρι σου ήταν. Αν τα μάτια σου. Αν το χέρι σου.
Αν η λέξη που πήγες να πεις.
Λοιπόν όλη τη μέρα ο άνεμος.
Όλη τη νύχτα οι στάχτες της φωτιάς σου.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Βλα

Πολύ δραστήριο μέλος

Ο Βλαδίμηρος αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 29 ετών και επαγγέλεται Μεταπτυχιακός Φοιτητής/τρια. Έχει γράψει 1,637 μηνύματα.
Ύμνος της νιότης, του Κώστα Βάρναλη



Με της άνοιξης τον ήλιο
Μόλις σκάει απ’ το βουνό,
ήλιος κι άνοιξη κινάμε
για έναν κόσμον αυριανό.

Η μελλούμενη ανθρωπότη
είμαστε τα νιάτα. Ορτοί
για το θρίαμβο της Αλήθειας
μ’ οδηγό την Αρετή.

Σε στεριά και σε πελάγη
με χαρά και μ’ εμπνοή
με τα μπράτσα, με το πνέμα
πλάθουμε τη νέα ζωή!

Σε μια λεύτερη πατρίδα
δίχως άλυσες, ντροπή,
σκέψη λεύτερη και λόγος
θέληση και προκοπή.

Κι όμοια λεύτερη όλ’ η πλάση
στον αγώνα του καλού,
χίλιοι τόποι, χίλιοι τρόποι,
χίλια θάματα παντού.

Κι ανεβάζουμε όσο πάει
μ’ ολοφώτεινα φτερά
την ανθρώπινην αξία
πιο ψηλά κάθε φορά.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Deutsch... Lover

Επιφανές μέλος

Η Everl αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Επαγγέλεται Φιλόλογος ξένων γλωσσών και μας γράφει απο Αθήνα (Αττική). Έχει γράψει 18,613 μηνύματα.
Σ’ αγαπάω μ’ ακούς;

Κλαίω, πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

κλαίω για τα χρόνια που έρχονται χωρίς εμάς

και τραγουδάω για τα αλλά που πέρασαν, εάν είναι αλήθεια.

Για τα «πίστεψέ με» και τα «μη.»

Μια στον αέρα μια στη μουσική,

εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδάω

κλαίω για το σώμα πού άγγιξα και είδα τον κόσμο.

Έτσι μιλώ για ‘σένα και για ‘μένα..

Επειδή σ’ αγαπάω και στην αγάπη

ξέρω να μπαίνω σαν πανσέληνος

από παντού, για ‘σένα

μέσα στα σεντόνια, να μαδάω λουλούδια κι έχω τη δύναμη.

Αποκοιμισμένο, να φυσάω να σε πηγαίνω παντού,

σ’ έχουν ακούσει τα κύματα πως χαϊδεύεις,

πώς φιλάς, πώς λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε.»

Πάντα εμείς το φως κι η σκιά.

Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτάδι,

πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει.

Το κλειστό παντζούρι εσύ, ο αέρας πού το ανοίγει εγώ.
~ Οδυσσέας Ελύτης Μονόγραμμα ( απόσπασμα)
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Emilouko

Περιβόητο μέλος

Η Γιούκου αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 28 ετών, επαγγέλεται Φοιτητής/τρια και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 5,143 μηνύματα.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος -Τάσος Λειβαδίτης

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν΄αγωνίζεσαι για την ειρήνη και
για το δίκαιο.
Θα βγείς στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα
ματώσουν απ΄τις φωνές
το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες – μα ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων
Κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζει την αδικία.
Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.
Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια
αφήνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις
πολιτείες
μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα
αύριο οι άνθρωποι θα χάνουνται στη νύχτα του πολέμου
έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω από τις οβίδες.
Δεν έχεις καιρό
δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί ν΄αφήσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη
ή το παιδί σου.
Δε θα διστάσεις.
Θ΄απαρνηθείς τη λάμπα σου και το ψωμί σου
Θ΄απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι
για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.
Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις κι ούτε θα φοβηθείς.
Το ξέρω, είναι όμορφο ν΄ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδυ,
να κοιτάς έν΄ άστρο, να ονειρεύεσαι
είναι όμορφο σκυμένος πάνω απ΄το κόκκινο στόμα της αγάπης σου
Να την ακούς να σου λέει τα όνειρα της για το μέλλον.
Μα εσύ πρέπει να τ΄αποχαιρετήσεις όλ΄αυτά και να ξεκινήσεις
γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου,
για όλα τ΄άστρα, για όλες τις λάμπες και
για όλα τα όνειρα
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή
και περισσότερα χρόνια
μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη,
τη μάνα σου και τον κόσμο.
Εσύ και μες απ΄ το τετραγωνικό μέτρο του κελλιού σου
θα συνεχίσεις τον δρόμο σου πάνω στη γη .
Κι΄ όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα
θα χτυπάς τον τοίχο του κελλιού σου με το δάχτυλο
απ΄τ΄άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.
Εσύ, κι ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου και ν΄ ασπρίζουν
τα μαλλιά σου
δε θα γερνάς.
Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος
Αφού όλο και νέοι αγώνες θ΄ αρχίζουνε στον κόσμο
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό
γράμμα στη μάνα σου
Θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία, τ΄αρχικά του ονόματος σου και μια λέξη :
Ειρήνη
σα ναγραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.
Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό
να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια
σα να στεκόσουνα μπροστά σ΄ολάκαιρο το μέλλον.
Να μπορείς, απάνω απ΄την ομοβροντία που σε σκοτώνει
εσύ ν΄ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που
τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Guest 781029

Επισκέπτης

αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμέν. Δεν έχει γράψει κανένα μήνυμα.
Η Σονάτα του Σεληνόφωτος - Γιάννης Ρίτσος

(Ανοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μία ηλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στα μαύρα μιλάει σ' έναν νέο. Δεν έχουν ανάψει φως. Απ' τα δυο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα να πω ότι η γυναίκα με τα μαύρα έχει εκδώσει δυο-τρεις ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής. Λοιπόν, η Γυναίκα με τα μαύρα μιλάει στον νέο.)

Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!
Είναι καλό το φεγγάρι, - δε θα φαίνεται
που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι
θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Όταν έχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι,
αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,
ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου
λησμονημένα λόγια - δε θέλω να τ' ακούσω. Σώπα.

Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου
λίγο πιο κάτου, ως τη μάντρα του τουβλάδικου,
ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται
η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο,
τόσο αδιάφορη κι αϋλη,
τόσο θετική σαν μεταφυσική
που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις
πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κ' η φθορά του.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα,
κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας
μπορεί να φαντάζουμε κιόλας πως θα πετάξουμε,
γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη, ακούω το θόρυβο του φουστανιού μου,
σαν το θόρυβο δυο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν,
κι όταν κλείνεσαι μέσα σ' αυτόν τον ήχο του πετάγματος
νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου,
κι έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα,
μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους,
δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις
ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου,
(δεν είναι τούτο η λύπη μου - η λύπη μου είναι που δεν ασπρίζει κ' η καρδιά μου).
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,
μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει –
θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε,
τα κάδρα ρίχνονται σε να βουτάνε στο κενό,
οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα
όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου
απ’ την κρεμάστρα στο σκοτεινό διάδρομο
όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής απ’ τα γόνατά της
ή όπως πέφτει μια λουρίδα φεγγάρι στην παλιά, ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.

Κάποτε υπήρξε νέα κι αυτή, - όχι η φωτογραφία που κοιτάς με τόση δυσπιστία –
λέω για την πολυθρόνα, τόσο αναπαυτική,
μπορούσες ώρες ολόκληρες να κάθεσαι
και με κλεισμένα μάτια να ονειρεύεσαι ό,τι τύχει
- μιαν αμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη από φεγγάρι,
πιο στιλβωμένη απ’ τα παλιά λουστρίνια μου που κάθε μήνα τα
δίνω στο στιλβωτήριο της γωνιάς,
ή ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος
λικνισμένο απ’ την ίδια του ανάσα,
τριγωνικό πανί σα μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στα δυο
σα να μην είχε τίποτα να κλείσει
ή να κρατήσει ή ν’ ανεμίσει διάπλατο σε αποχαιρετισμό. Πάντα μου
είχα μανία με τα μαντίλια,
όχι για να κρατήσω τίποτα δεμένο,
τίποτα σπόρους λουλουδιών ή χαμομήλι μαζεμένο στους αγρούς
με το λιόγερμα
ή να το δέσω τέσσερις κόμπους σαν το σκουφί που φοράνε
οι εργάτες στο αντικρινό γιαπί
ή να σκουπίσω τα μάτια μου, - διατήρησα καλή την όρασή μου
ποτέ μου δεν φόρεσα γυαλιά. Μια απλή ιδιοτροπία τα μαντίλια.

Τώρα τα διπλώνω στα τέσσερα, στα οχτώ, στα δεκάξι
ν’ απασχολώ τα δάχτυλα μου. και τώρα θυμήθηκα
πως έτσι μετρούσα τη μουσική σαν πήγαινα στο Ωδείο
με μπλε ποδιά κι άσπρο γιακά, με δυο ξανθές πλεξούδες
- 8, 16, 32, 64 -
κρατημένη απ’ το χέρι μιας μικρής φίλης μου ροδακινιάς
όλο φως και ροζ λουλούδια,
(συγχώρεσέ μου αυτά τα λόγια – κακή συνήθεια) – 32, 64 -
κ’ οι δικοί μου στήριζαν
μεγάλες ελπίδες στο μουσικό μου τάλαντο.
Λοιπόν, σου ‘λεγα για την πολυθρόνα –
ξεκοιλιασμένη – φαίνονται οι σκουριασμένες σούστες, τα άχερα –
έλεγα να την πάω δίπλα στο επιπλοποιείο,
μα που καιρός και λεφτά και διάθεση – τι να πρωτοδιορθώσεις; -
έλεγα να ρίξω ένα σεντόνι πάνω της, - φοβήθηκα
τα’ άσπρο σεντόνι σε τέτοιο φεγγαρόφωτο. εδώ κάθισαν
άνθρωποι που ονειρεύθηκαν μεγάλα όνειρα,
όπως κι εσύ κι όπως κι εγώ άλλωστε,
και τώρα ξεκουράζονται κάτω απ’ το χώμα
δίχως να ενοχλούνται απ’ τη βροχή ή το φεγγάρι.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Θα σταθούμε λιγάκι στην κορφή της μαρμάρινης σκάλας τ’ Αι Νικόλα,
ύστερα εσύ θα κατηφορίσεις κι εγώ θα γυρίσω πίσω
έχοντας στ’ αριστερό πλευρό μου τη ζέστα
απ’ το τυχαίο άγγιγμα του σακακιού σου
κι ακόμη μερικά τετράγωνα φώτα από μικρά συνοικιακά παράθυρα
κι αυτή την πάλλευκη άχνα απ’ το φεγγάρι
που ‘ναι σα μια μεγάλη συνοδεία ασημένιων κύκνων –
και δε φοβάμαι αυτή την έκφραση, γιατί εγώ
πολλές ανοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα άλλοτε με το Θεό που μου εμφανίστηκε
ντυμένος την αχλύ και τη δόξα ενός τέτοιου σεληνόφωτος,
πυρπολημένη απ’ τα’ αδηφάγα μάτια των αντρών
κι απ’ τη δισταχτικήν έκσταση των εφήβων,
πολιορκημένη από εξαίσια, ηλιοκαμένα σώματα,
άλκιμα μέλη γυμνασμένα στο κολύμπι, στο κουπί, στο στίβο,
στο ποδόσφαιρο (που έκανα πως δεν τα ‘βλεπα)
μέτωπα, χείλη και λαιμοί, γόνατα, δάχτυλα και μάτια,
στέρνα και μπράτσα και μηροί (κι αλήθεια δεν τα ‘βλεπα)
- ξέρεις, καμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνάς ό,τι θαυμάζεις,
σου φθάνει ο θαυμασμός σου, -
θέ μου, τι μάτια πάναστρα, κι ανυψωνόμουν
σε μιαν αποθέωση αρνημένων άστρων
γιατί, έτσι πολιορκημένη απ’ έξω κι από μέσα,
άλλος δε μου ‘μενε παρά μονάχα προς τα πάνω ή προς τα κάτω. –
Όχι, δε φτάνει.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Το ξέρω η ώρα είναι πια περασμένη. Άφησέ με,
γιατί τόσα χρόνια, μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια, έμεινα μόνη
ανένδοτη, μόνη και πάναγνη,
ακόμη στη συζυγική μου κλίνη πάναγνη και μόνη,
γράφοντας ένδοξους στίχους στα γόνατα του Θεού,
στίχους που, σε διαβεβαιώ, θα μείνουνε σα λαξευμένοι σε άμεμπτο μάρμαρο
πέρα απ’ τη ζωή μου και τη ζωή σου, πέρα πολύ. δε φτάνει.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Τούτο το σπίτι δε με σηκώνει πια.
Δεν αντέχω να το σηκώνω στη ράχη μου.
Πρέπει πάντα να προσέχεις,
να στεριώνεις τον τοίχο με το μεγάλο μπουφέ
να στεριώνεις τον μπουφέ με το πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι
να στεριώνεις το τραπέζι με τις καρέκλες
να στεριώνεις τις καρέκλες με τα χέρια σου
να βάζεις τον ώμο σου κάτω απ’ το δοκάρι που κρέμασε.
Και το πιάνο, σα μαύρο φέρετρο κλεισμένο. Δεν τολμάς να τ’ ανοίξεις.
Όλο να προσέχεις, να προσέχεις, μην πέσουν, μην πέσεις. Δεν αντέχω.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Τούτο το σπίτι, παρ’ όλους τους νεκρούς του, δεν εννοεί να πεθάνει.
Επιμένει να ζει με τους νεκρούς του
να απ’ τους νεκρούς του
να ζει απ’ τη βεβαιότητα του θανάτου του
και να νοικοκυρεύει ακόμη τους νεκρούς του σ’ ετοιμόρροπα κρεβάτια και ράφια.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Εδώ, όσο σιγά κι αν περπατήσω μες την άχνα της βραδιάς,
είτε με τις παντούφλες, είτε ξυπόλητη,
κάτι θα τρίξει, - ένα τζάμι ραγίζει ή κάποιος καθρέφτης,
κάποια βήματα ακούγονται, - δεν είναι δικά μου.
Έξω, στο δρόμο μπορεί να μην ακούγονται τούτα τα βήματα, -
ή μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα, -
κι αν κάνεις αν κοιτάξεις σ’ αυτόν ή στον άλλον καθρέφτη,
πίσω απ’ τη σκόνη και τις ραγισματιές,
διακρίνεις πιο θαμπό και πιο τεμαχισμένο το πρόσωπό σου,
το πρόσωπο σου που άλλο δε ζήτησες στη ζωή
παρά να το κρατήσεις καθάριο κι αδιαίρετο.
Τα χείλη του ποτηριού γυαλίζουν στο φεγγαρόφωτο
σαν κυκλικό ξυράφι – πώς να το φέρω στα χείλη μου;
όσο κι αν διψώ, - πώς να το φέρω; - Βλέπεις;
έχω ακόμη διάθεση για παρομοιώσεις, - αυτό μου απόμεινε,
αυτό με διαβεβαιώνει ακόμη πως δε λείπω.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Φορές-φορές, την ώρα πού βραδιάζει, έχω την αίσθηση
πως έξω άπ’ τα παράθυρα περνάει ο αρκουδιάρης
με την γριά βαριά του αρκούδα
με το μαλλί της όλο αγκάθια και τριβόλια
σηκώνοντας σκόνη στο συνοικιακό δρόμο
ένα ερημικό σύννεφο σκόνη που θυμιάζει το σούρουπο
και τα παιδιά έχουν γυρίσει σπίτια τους για το δείπνο
και δεν τ' αφήνουν πια να βγουν έξω
μ' όλο πού πίσω απ' τούς τοίχους
μαντεύουν το περπάτημα της γριάς αρκούδας –
κ' η αρκούδα κουρασμένη πορεύεται μες στη σοφία της μοναξιάς της,
μην ξέροντας για που και γιατί –
έχει βαρύνει, δεν μπορεί πια να χορεύει στα πισινά της πόδια
δεν μπορεί να φοράει τη δαντελένια σκουφίτσα της
να διασκεδάζει τα παιδιά, τούς αργόσχολους τους απαιτητικούς
και το μόνο που θέλει είναι να πλαγιάσει στο χώμα
αφήνοντας να την πατάνε στην κοιλιά, παίζοντας έτσι το τελευταίο παιχνίδι της, δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για παραίτηση,
την ανυπακοή της στα συμφέροντα των άλλων,
στους κρίκους των χειλιών της, στην ανάγκη των δοντιών της,
την ανυπακοή της στον πόνο και στη ζωή
με τη σίγουρη συμμαχία του θανάτου - έστω κ' ενός αργού θανάτου-
την τελική της ανυπακοή στο θάνατο με τη συνέχεια και τη γνώση της ζωής
που ανηφοράει με γνώση και με πράξη πάνω απ' τη σκλαβιά της.

Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι;
Κ' η αρκούδα σηκώνεται πάλι και πορεύεται
υπακούοντας στο λουρί της, στους κρίκους της, στα δόντια της,
χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλια της στις πενταροδεκάρες
που τις ρίχνουνε τα ωραία και ανυποψίαστα παιδιά
(ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα)
και λέγοντας ευχαριστώ. Γιατί οι αρκούδες που γεράσανε
το μόνο που έμαθαν να λένε είναι: ευχαριστώ , ευχαριστώ.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Τούτο το σπίτι με πνίγει. Μάλιστα η κουζίνα
είναι σαν το βυθό της θάλασσας. Τα μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν
σα στρόγγυλα, μεγάλα μάτια πίθανων ψαριών,
τα πιάτα σαλεύουν αργά σαν τις μέδουσες,
φύκια και όστρακα πιάνονται στα μαλλιά μου
– δεν μπορώ να τα ξεκολλήσω ύστερα,
δεν μπορώ ν’ ανέβω πάλι στην επιφάνεια –
ο δίσκος μου πέφτει απ’ τα χέρια άηχος, - σωριάζομαι
και βλέπω τις φυσαλίδες απ’ την ανάσα μου ν’ ανεβαίνουν, ν’ ανεβαίνουν
και προσπαθώ να διασκεδάσω κοιτάζοντας τες
κι αναρωτιέμαι τι θα λέει αν κάποιος βρίσκεται από πάνω και βλέπει αυτές τις φυσαλίδες,
τάχα πως πνίγεται κάποιος ή πως ένας δύτης ανιχνεύει τους βυθούς;

Κι αλήθεια δεν είναι λίγες οι φορές που ανακαλύπτω εκεί,
στο βάθος του πνιγμού,
κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων,
απρόοπτες συναντήσεις, και χτεσινά και σημερινά και μελλούμενα,
μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας,
κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λένε,
μιαν ευτυχία, μια μέθη, κι ενθουσιασμόν ακόμη,
κοράλλια και μαργαριτάρια και ζαφείρια
μονάχα που δεν ξέρω να τα δώσω – όχι, τα δίνω
μονάχα που δεν ξέρω αν μπορούν να τα πάρουν – πάντως εγώ τα δίνω.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Μια στιγμή, να πάρω τη ζακέτα μου.
Τούτο τον άστατο καιρό, όσο να ‘ναι, πρέπει να φυλαγόμαστε.
Έχει υγρασία τα βράδια, και το φεγγάρι
δε σου φαίνεται, αλήθεια, πως επιτείνει την ψύχρα;

Άσε να σου κουμπώσω το πουκάμισο – τι δυνατό το στήθος σου,
τι δυνατό φεγγάρι, - η πολυθρόνα, λέω
– κι όταν σηκώνω το φλιτζάνι απ’ το τραπέζι
μένει από κάτω μια τρύπα σιωπή, βάζω αμέσως την παλάμη μου επάνω
να μην κοιτάξω μέσα, - αφήνω πάλι το φλιτζάνι στη θέση του
και το φεγγάρι μια τρύπα στο κρανίο του κόσμου – μην κοιτάξεις μέσα,
είναι μια δύναμη μαγνητική που σε τραβάει – μην κοιτάξεις, μην κοιτάχτε,
ακούστε που σας μιλάω – θα πέσετε μέσα. Τούτος ο ίλιγγος
ωραίος, ανάλαφρος – θα πέσεις, -
ένα μαρμάρινο πηγάδι το φεγγάρι,
ίσκιοι σαλεύουν και βουβά φτερά, μυστηριακές φωνές – δεν τις ακούτε;

Βαθύ βαθύ το πέσιμο,
βαθύ βαθύ το ανέβασμα,
το αέρινο άγαλμα κρουστό μες στ’ ανοιχτά φτερά του,
βαθιά βαθιά η αμείλικτη ευεργεσία της σιωπής, -
τρέμουσες φωταψίες της άλλης όχθης,
όπως ταλαντεύεσαι μες στο ίδιο σου το κύμα,
ανάσα ωκεανού. Ωραίος ανάλαφρος
ο ίλιγγος τούτος, - πρόσεξε, θα πέσεις. Μην κοιτάς εμένα,
εμένα η θέση μου είναι το ταλάντευμα – ο εξαίσιος ίλιγγος.
Έτσι κάθε απόβραδο
έχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες.

Συχνά πετάγομαι στο φαρμακείο απέναντι για καμιάν ασπιρίνη
άλλοτε πάλι βαριέμαι και μένω με τον πονοκέφαλό μου
ν' ακούω μες στους τοίχους τον κούφιο θόρυβο
πού κάνουν οι σωλήνες του νερού,
ή ψήνω έναν καφέ, και, πάντα αφηρημένη,
ξεχνιέμαι κ' ετοιμάζω δυο - ποιος να τον πιει τον άλλον; -
αστείο αλήθεια, τον αφήνω στο περβάζι να κρυώνει
ή κάποτε πίνω και τον δεύτερο, κοιτάζοντας
απ' το παράθυρο τον πράσινο γλόμπο του φαρμακείου
σαν το πράσινο φως ενός αθόρυβου τραίνου που έρχεται να με πάρει
με τα μαντίλια μου, τα σταβοπατημένα μου παπούτσια,
τη μαύρη τσάντα μου, τα ποιήματά μου,
χωρίς καθόλου βαλίτσες - τι να τις κάνεις; -
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

«Α, φεύγεις; Καληνύχτα.» Όχι, δε θα ‘ρθω. Καληνύχτα.
Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί επιτέλους, πρέπει
να βγω απ' αυτό το τσακισμένο σπίτι.
Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, - όχι, όχι το φεγγάρι –
την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία του μεροκάματου,
την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της
την πολιτεία που όλους μας αντέχει στην ράχη της
με τις μικρότητές μας, τις κακίες, τις έχτρες μας,
με τις φιλοδοξίες, την άγνοια μας και τα γερατειά μας,-
ν' ακούσω τα μεγάλα βήματα της πολιτείας,
να μην ακούω πια τα βήματά σου
μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και τα δικά μου βήματα. Καληνύχτα.

(Το δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πως κάποιο σύννεφο θα ‘κρυβε το φεγγάρι. Μονομιάς, σαν κάποιο χέρι να δυνάμωσε το ραδιόφωνο του γειτονικού μπαρ, ακούστηκε μία πολύ γνώστη μουσική φράση. Και τότε κατάλαβα πως όλη τούτη τη σκηνή τη συνόδευε χαμηλόφωνα η «Σονάτα του Σεληνόφωτος», μόνο το πρώτο μέρος. Ο νέος θα κατηφορίζει τώρα μ' ένα ειρωνικό κ' ίσως συμπονετικό χαμόγελο στα καλογραμμένα χείλη του και μ' ένα συναίσθημα απελευθέρωσης. Όταν θα φτάσει ακριβώς στον Αϊ-Νικόλα, πριν κατεβεί τη μαρμάρινη σκάλα, θα γελάσει, -ένα γέλιο δυνατό, ασυγκράτητο. Το γέλιο του δε θ' ακουστεί καθόλου ανάρμοστα κάτω απ' το φεγγάρι. Ίσως το μόνο ανάρμοστο να ‘ναι το ότι δεν είναι καθόλου ανάρμοστο. Σε λίγο, ο Νέος θα σωπάσει, θα σοβαρευτεί και θα πει «η παρακμή μίας εποχής». Έτσι, ολότελα ήσυχος πια, θα ξεκουμπώσει πάλι το πουκάμισό του και θα τραβήξει το δρόμο του. Όσο για τη γυναίκα με τα μαύρα, δεν ξέρω αν βγήκε τελικά απ' το σπίτι. Το φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Και στις γωνιές του δωματίου οι σκιές σφίγγονται από μιαν αβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν οργή, όχι τόσο για τη ζωή όσο για την άχρηστη εξομολόγηση. Ακούτε; το ραδιόφωνο συνεχίζει.)
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Επεξεργάστηκε από συντονιστή:

Χρήστες Βρείτε παρόμοια

Top