Όχι!!! Αντί χαράς...


: Σου φαίνεται ο κόσμος τούτος χαρούμενος ή, έστω ακόμη, χαζοχαρούμενος; Θαρρώ, πως ούτε κι οι «τυφλοί» θα μπορούσαν να υποθέσουν κάτι τέτοιο! Ο κόσμος αυτός , ο κόσμος μας, δε δέχτηκε τον Ιησού Χριστό. Εκείνος ήταν και είναι η τέλεια έκφραση της ζωής, όπως τη θέλει ο Θεός. Η αποσπασματική ζωή του κόσμου έχει ακεραιοποιηθεί μέσα στη ζωή Του. Ο Ιησούς Χριστός είναι ο κτύπος της καρδιάς του κόσμου κι ο κόσμος Τον θανάτωσε. Αλλά μʼ αυτό το φονικό πέθανε ο ίδιος ο κόσμος. Έχασε την τελευταία του ευκαιρία να γίνει ο παράδεισος, που ο Θεός τον προόρισε να γίνει. Μπορούμε να χτίζουμε ολοένα νέους ουρανοξύστες, νέες πόλεις. Μπορούμε να οικοδομήσουμε μία ανθρωπινότερη κοινωνία, που ενδεχόμενα να μας αποτρέψει ακόμα κι απʼ το να εξολοθρεύομε ο ένας τον άλλο. Αλλά την ώρα που ο Ιησούς Χριστός, η αληθινή ζωή του κόσμου, διώχτηκε απʼ τον κόσμο, την ώρα εκείνη σήμανε και η αρχή του τέλους. Το διώξιμο αυτό είχε κάτι τελειωτικό: Εκείνος σταυρώθηκε για πάντα και έκτοτε «βρίσκεται σε αγωνία έως το τέλος του κόσμου», όπως το διαπίστωσε (και μας το είπε) κι ο Πασκάλ.
Συχνά ο Χριστιανισμός μολοντούτο φαίνεται να κηρύττει, ότι αν οι άνθρωποι δοκιμάσουμε, «βάζοντας τα δυνατά μας», να ζήσουμε τη «χριστιανική ζωή», η σταύρωση μπορεί με κάποιον τρόπο να παραγραφτεί. Αυτό συμβαίνει επειδή ο Χριστιανισμός λησμόνησε τον εαυτό του,
λησμόνησε πως πρέπει πάντα πρώτʼ απʼ όλα να βρίσκεται στο σταυρό. Όχι πως αυτός κόσμος δεν μπορεί να γίνει καλύτερος. Ίσα-ισά, ένας από τους σκοπούς που έχουμε είναι ασφαλώς να εργαστούμε για την ειρήνη, τη δικαιοσύνη, την ελευθερία. Όμως, ενώ μπορεί να γίνει καλύτερος, δεν μπορεί να γίνει ο τόπος που ο Θεός θέλησε να είναι.. Γιατί ο Θεός δεν θέλησε έναν κόσμο γυάλινο, έναν κόσμο από άμμο και διοξείδιο του πυριτίου, συμμαζεμένο μόλις σε μερικά τσιπάκια, αλλά έναν αειφόρο παράδεισο, του νερού και της χλωροφύλλης, του έρωτα και της χαράς.
Ο Χριστιανισμός δεν καταδικάζει τον κόσμο. Ο κόσμος καταδίκασε τον εαυτό του, όταν στο Γολγοθά καταδίκασε τον Ένα, τον Λόγο, που ήταν ο αληθινός εαυτός του: «
Εν τω κόσμω ήν, και ο κόσμος διʼ αυτού εγένετο και ο κόσμος αυτόν ουκ έγνω»!
Αν συλλογιστούμε σοβαρά το αληθινό νόημα- την αληθινή έκταση που παίρνουν αυτά τα λόγια- τότε γνωρίζουμε ότι, ως Χριστιανοί και όσοι είμαστε Χριστιανοί, είμαστε πρώτα από όλα μάρτυρες αυτού του
τέλους: του τέλους κάθε φυσικής χαράς, του τέλους κάθε ικανοποίησης του ανθρώπου με τον κόσμο και με τον εαυτό του, του αληθινού τέλους της ζωής της ίδιας, αν τη θεωρήσουμε αυτήν, ως μία λογική και λογικά οργανωμένη «επιδίωξη της ευτυχίας».
Αν και στη διάρκεια της μακρόχρονης ιστορίας του οι Χριστιανοί πάρα πολύ συχνά λησμονήσαμε το νόημα του σταυρού και χαρήκαμε τη ζωή σα «σα να μη συνέβη τίποτα», παρά ταύτα γνωρίζουμε, πως στον κόσμο μέσα, όπου ο Ιησούς Χριστός θανατώθηκε, η «φυσική ζωή» έλαβε τέλος. Κι όμως, από την πρώτη του αρχή ο Χριστιανισμός στάθηκε η διακήρυξη της χαράς, της μόνης δυνατής χαράς πάνω στη γη. Κάθε άλλη χαρά, που θεωρούμε συνήθως δυνατή, έγινε με τον Χριστιανσιμό αδύνατη ή μη πραγματική. Μέσα σε αυτήν όμως την αδυνατότητα, κάτω στον έσχατο βυθό αυτής της σκοτεινιάς, ο Χριστιανισμός ανάγγειλε και μετάδωσε μία νέα χαρά, που τα περικλείει όλα και με τη χαρά αυτή μεταμόρφωσε το Τέλος σε Αρχή. Χωρίς τη διακήρυξη της χαράς αυτής ο Χριστιανισμός είναι ακατανόητος (αν όχι και ανόητος!). Μονάχα ως χαρά η Εκκλησία θριάμβεψε στον κόσμο, και έχασε τον κόσμο όταν έχασε την χαρά, όταν έπαψε να μαρτυράει τη χαρά. Από όλες τις κατηγορίες κατά των Χριστιανών, την τρομερότερη την πρόφερε ο αξιομνημόνευτος Νίτσε, όταν είπε πως οι Χριστιανοί δεν έχουμε χαρά…
Σου φαίνεται λοιπόν ο κόσμος τούτος χαρούμενος ή, έστω ακόμη, χαζοχαρούμενος;