Deutsch... Lover
Επιφανές μέλος
Εν μέσω λογισμών και παραλογισμών
άρχισε κι η βροχή να λιώνει τα μεσάνυχτα
μ' αυτόν τον νικημένο πάντα ήχο
σι, σι, σι.
Ήχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος,
ήχος κανονικός κανονικής βροχής.
Όμως ο παραλογισμός
άλλη γραφή κι άλλην ανάγνωση
μου 'μαθε για τους ήχους.
Κι όλη τη νύχτα ακούω και διαβάζω τη βροχή,
σίγμα πλάι σε γιώτα, γιώτα κοντά στο σίγμα,
κρυστάλλινα ψηφία που τσουγκρίζουν
και μουρμουρίζουν ένα εσύ, εσύ, εσύ.
Κάθε σταγόνα κι ένα εσύ,
όλη τη νύχτα
ο ίδιος παρεξηγημένος ήχος,
αξημέρωτος ήχος,
αξημέρωτη ανάγκη εσύ,
βραδύγλωσση βροχή,
σαν πρόθεση ναυαγισμένη
κάτι μακρύ να διηγηθεί
και λέει μόνο εσύ, εσύ,
νοσταλγία δισύλλαβη,
ένταση μονολεκτική,
το ένα εσύ σαν μνήμη,
το άλλο σαν μομφή
και σαν μοιρολατρία,
τόση βροχή για μια απουσία,
τόση αγρύπνια για μια λέξη,
πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή
μ' αυτή της τη μεροληψία
όλο εσύ, εσύ, εσύ,
σαν όλα τ' άλλα να 'ναι αμελητέα
και μόνο εσύ, εσύ, εσύ.
~ Κ. Δημουλά, Το λίγο του κοσμου, Στιγμή
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 10 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Ρίμα
Χείλια, φρουροί της αγάπης μου που ήταν να σβήσει
χέρια, δεσμά της νιότης μου που ήταν να φύγει
χρώμα προσώπου χαμένου κάπου στη φύση
δέντρα… πουλιά… κυνήγι…
Κορμί, μαύρο μες στο λιοπύρι σαν το σταφύλι
κορμί πλούσιο καράβι μου, πού ταξιδεύεις;
Είναι η ώρα που πνίγεται το δείλι
και κουράζομαι ψάχνοντας τα ερέβη…
(Η ζωή μας κάθε μέρα λιγοστεύει).
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 10 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Khaleeshi
Νεοφερμένος
Σου την έφερα παλιομπάσταρδε.
Κάνω τράκα τσιγαράκι απ’ το πακέτο σου
και μου δίνεις φωτιά.
Φυσάω καρφί το καπνό
στα ξέθωρα απ’ τα γεράματα μάτια σου
και σε ρωτάω κοιτώντας τη φίλη μου
«σου γουστάρει η γκόμενα;»
Βγάζεις απ’ τ’ αρχαίο πορτοφόλι σου
μια φωτογραφία. Είμαι γω 5 χρονών.
Μ’ έναν ηλίθιο φιόγκο στο κεφάλι
πάνω σε μια καρέκλα.
Μου λες με σπασμένη φωνή «κοίτα πως ήσουν μικρή…»
κι είσαι έτοιμος να τα μπήξεις
παλιομπάσταρδε δεν θα με ρίξεις.
Έρχεται η κόρη μου.
Της λες ευχαριστώ για το γλυκό
και μασάς αργά ένα βάτραχο.
Φοβάσαι.
Οι φλέβες σου φουσκώσανε
τα μενίγκια σου χτυπάνε
η σοκολάτα πού ‘φερες για τη μικρή
έχει λιώσει στη τρύπια τσέπη σου
θα ‘χει κολλήσει στο σώβρακό σου.
Είμαστε ξανά οι δυο μας τώρα.
Εσύ συνταξιούχος μωρό μου.
Κι εγώ ανεβασμένη στην καρέκλα
με τον ίδιο ηλίθιο φιόγκο.
Με τον ίδιο ολόιδιο φόβο.
5 χρονών. 19 χρονών. 20. 30.
Όλη μου η ζωή πατέρα.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 10 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Deutsch... Lover
Επιφανές μέλος
απάνω η νύχτα, και βαθιά να γίνονται τα χάη.
Ούτε του πόνου η θύμηση σε λίγο πια δε μένει,
κι είμαι άνθος που φυλλοροεί στο χέρι σου και πάει
Φύγε καθώς τα χρόνια κείνα εφύγανε, που μόνον
μια λέξη σου ήταν, στη ζωή, για μένα σαν παιάνας.
Τώρα τα χείλη μου διψούν το φίλημα της μάνας,
της μάνας γης, και ανοίγοντας στο γέλιο των αιώνων
Φύγε, η καρδιά μου νοσταλγεί την άπειρη γαλήνη!
Ταράζει και η ανάσα σου τα μαύρα της Στυγός
νερά, που με πηγαίνουν, όπως είμαι ναυαγός,
εκεί, στο απόλυο Μηδέν, στην Απεραντοσύνη.
~ Καρυωτάκης- Φύγε, η καρδιά μου νοσταλγεί
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 10 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Nefeli Graf
Περιβόητο μέλος
Ἔπεσε τὸ πούσι ἀποβραδὶς
-τὸ καραβοφάναρο χαμένο-
κ᾿ ἔφτασες χωρὶς νὰ σὲ προσμένω
μὲς στὴν τιμονιέρα νὰ μὲ δεῖς.
Κάτασπρα φορᾶς κ᾿ ἔχεις βραχεῖ,
πλέκω σαλαμάστρα τὰ μαλλιά σου.
Κάτου στὰ νερὰ τοῦ Port Pegassu
βρέχει πάντα τέτοιαν ἐποχή.
Μᾶς παραμονεύει ὁ θερμαστὴς
μὲ τὰ δυό του πόδια στὶς καδένες.
Μὴν κοιτᾶς ποτέ σου τὶς ἀντένες
μὲ τὴν τρικυμία· θὰ ζαλιστεῖς.
Βλαστημᾶ ὁ λοστρόμος τὸν καιρὸ
κ᾿ εἶν᾿ ἀλάργα τόσο ἡ Τοκοπίλλα.
Ἀπὸ νὰ φοβᾶμαι καὶ νὰ καρτερῶ
κάλλιο περισκόπιο καὶ τορπίλλα.
Φύγε! Ἐσὲ σοῦ πρέπει στέρεα γῆ.
Ἦρθες νὰ μὲ δεῖς κι ὅμως δὲ μ᾿ εἶδες
ἔχω ἀπ᾿ τὰ μεσάνυχτα πνιγεῖ
χίλια μίλια πέρ᾿ ἀπ᾿ τὶς Ἐβρίδες.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 10 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Και μ όλες τις αναστολές που πήραν τα όνειρά μας
πάντα θα σκέφτομαι μιαν υψικάμινο, πολύξερη
με χιλιάδες εργάτες να της καθαρίζουν τα δόντια
να την ταίζουν σίδερο και κάρβουνο.
Μιαν υψικάμινο που θα καπνίζει
όσο δεν καπνίσαμε όλα τα τελευταία χρόνια,
που δε θα κόβει το τσιγάρο της στα δυο,
που δε θ αφήνει τη λαχτάρα της στη μέση,
κι όλο θα βγάζει ατσάλι
να δένονται οι μεγάλες σκαλωσιές
που παν να φτάσουνε τον ουρανό.
Τίτος Πατρίκιος
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 10 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Deutsch... Lover
Επιφανές μέλος
απόψε που δεν έπνεε έξω ανάσα,
κι έλεγα: Θάρθει απόψε απ' τα νερά
κι από τα δάσα.
Θάρθει, αφού φλετράει μου η ψυχή,
αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι
και θα μυρίζει ήλιο και βροχή
και νειό φεγγάρι . . .
Και να, το κάθισμά σου σιγυρνώ,
στολνώ την κάμαρά μας αγριομέντα,
και να, μαζί σου κιόλας αρχινώ
χρυσή κουβέντα:
. . . Πως – να, θα μείνει ο κόσμος με το "μπά"
που μ' έλεγε τρελόν πως είχες γίνει
καπνός και - τάχας - σύγνεφα θαμπά
προς τη Σελήνη . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Νύχτωσε και δεν φάνηκες εσύ·
κίνησα να σε βρω στο δρόμο - ωιμένα -
μα σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα) χρυσή
κι εσύ με μένα.
Τόσο πολύ σ' αγάπησα Κερά,
που άκουγα διπλά τα βήματα μου!
Πάταγα γω - στραβός - μεσ' τα νερά;
κι εσύ κοντά μου . . .
Ουλαλούμ- Γιάννης Σκαρίμπας
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 10 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Ήταν σα να σε πρόσμενα Κερά
απόψε που δεν έπνεε έξω ανάσα,
κι έλεγα: Θάρθει απόψε απ' τα νερά
κι από τα δάσα.
Θάρθει, αφού φλετράει μου η ψυχή,
αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι
και θα μυρίζει ήλιο και βροχή
και νειό φεγγάρι . . .
Και να, το κάθισμά σου σιγυρνώ,
στολνώ την κάμαρά μας αγριομέντα,
και να, μαζί σου κιόλας αρχινώ
χρυσή κουβέντα:
. . . Πως – να, θα μείνει ο κόσμος με το "μπά"
που μ' έλεγε τρελόν πως είχες γίνει
καπνός και - τάχας - σύγνεφα θαμπά
προς τη Σελήνη . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Νύχτωσε και δεν φάνηκες εσύ·
κίνησα να σε βρω στο δρόμο - ωιμένα -
μα σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα) χρυσή
κι εσύ με μένα.
Τόσο πολύ σ' αγάπησα Κερά,
που άκουγα διπλά τα βήματα μου!
Πάταγα γω - στραβός - μεσ' τα νερά;
κι εσύ κοντά μου . . .
Ουλαλούμ- Γιάννης Σκαρίμπας
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 10 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Deutsch... Lover
Επιφανές μέλος
ἄνεμος, σκοτεινιά.
Τὰ λόγια ἀνθοὺς τὰ μάδησες, μὰ τώρα αὐτὰ μοῦ ἀνοίγουν
κακὲς πληγὲς βαθιά.
Οὔτε σκιά, οὔτε ὄνειρο ἔτσι ποὺ νὰ διαβαίνη
γοργὰ πρὸς τὸ χαμό.
Καπνὸς ἡ ἀγάπη. Σύννεφο, τὰ λόγια σου, μοῦ ραίνει
σταγόνες τὸν καημό.
Τώρα σαπίζουν μέσα μου πρώιμες οἱ πληγές μου.
Ἡ θύμηση ἀσπασμὸς
προδοτικός, νὰ μοῦ γελοῦν κρυφὰ κάποιες στιγμές μου
ν᾿ αὐξαίνη ὁ ἀπελπισμός!
Μαρία Πολυδούρη- Τα λόγια σου
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 10 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Soleado Febrero ~
Πολύ δραστήριο μέλος
Γιατί μ’ αγάπησες (Μαρία Πολυδούρη)Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.
Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.
Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάη
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάη,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.
Έρωτας!!!
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 10 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
venividivici
Τιμώμενο Μέλος
Μια από κείνες τις ανοιξιάτικες βραδιές, που η κουφοβράση
κι η πνιγούρα μαζί με τις μακρινές αστραπές μηνάνε καταιγίδα.
Ο Ιούδας ξέκοψε, κατά τη συνήθεια του, από τους άλλους συντρόφους,
που κρυμμένοι μέσα σ’ έν’ αμπέλι, μοιράζονται ό,τι αυτός κατάφερε να τους έβρει για φαγί.
Και προσεύχονται.
Ο ορισμένος από τις Γραφές παράνομος μαθητής ανέβηκε πάνου σ’ ένα λόφον από άμμο.
Μορφή αχαμνή, νέος ακόμα, φαίνεται να ’χει πολύ υποφέρει.
Για πρώτη φορά ο πόνος κι η απελπισιά καθαρίζουν έτσι καλά τη σκέψη του
και της δίνουνε μια τραγική στροφή.
Τα χείλη του, καθώς τα σφίγγει, παίρνουνε, θαρρείς, το σκήμα του φιλιού.
Αμμόσκονη πολλά ψιλή, δίχως αγέρα μήδ’ αχό,
πνίγει τον κόκκινο ουρανό, που δίχως ήλιο ανάβει.
Λιγάκι ψήλος αερινό, μια στάλ’ ανάσα, — αγκομαχώ!
Άμποτε να με βούλιαζε ξυλάρμενο καράβι,
ω βράδυ καλοκαιρινόν, η μπόρ’ αυτή, που αστράβει.
Βλέπω την πόλη από μακριά, την Άγια Πόλη, π’ αγαπώ.
Απάνω της μια χαρακιά γραμμένη με το μέλι.
Απ’ την κλεισμένη μου καρδιά περνάς, σοκάκι χαρωπό,
γλιστράς, γυναίκα, πράσινο μέσα στο κύμα χέλι, —
την ερημιά βαρέθηκα κι η πόλη δε μας θέλει!
Ξυπόλυτοι, μ’ ένα ραβδί κι ένα ταγάρι σταυρωτά,
τη μέρα να κρυβόμαστε, τη νύχτα να δρομάμε, —
ξυπνούν αλάργα τα σκυλιά και μας γαβγίζουν σερπετά·
πόσες ημέρες νηστικοί, θυμάμαι δε θυμάμαι!—
αχ! δε βαστώ, καρδούλα μου, κι ό,τι λογιάζεις κάμε.
Άρχισε να κλονίζεται και δεν το κρύβει πια ο Θωμάς.
Ο Πέτρος κακομίλητος τα φρύδια του ζαρώνει.
Και ξαφνικά ξεκόβοντας ο νιος Ιωάννης από μας παραλαλεί
κι αλλόκοτα φαντάσματα ξαμώνει.
Όλους μάς καταντήσατε φαντάσματ’ άγρια, Πόνοι!
Καρδιά, πουλί τρεμάμενο, χωρίς φωλιά πάνω στη Γη,
κυνηγημένη πας ομπρός και πίσω δε γυρίζεις.
Τί να ’ναι τάχα: θέληση, φόβος, συνήθεια προσταγή;…
Μα κάπου θα ’ναι ανάπαψη, κάπου γαλήνια ορθρίζεις
σε θάλασσα και σε πλαγιές, Άνοιξη, που μυρίζεις.
Μα κείνος τίποτα δε λέει. Διάφανο σώμα κι αδειανό πάνου
απ’ το χώμα σηκωτό βαδίζει στον αέρα.
Στα νοτισμένα μάτια του κοιτάς τον άπατο ουρανό.
Λόγος γλυκύς, που, κι αν μιλά κι αν δε μιλά, κοφτέρα
βυθίζεται μες στις καρδιές σε νύχτα και σε μέρα.
Στην Άγια Πόλη ως μπήκαμε — βάγια πολλά και φοινικιές! —
και ξένοι αρχόντοι και δικοί κρυμμένοι τρέμαν όλοι,
γιατ’ άνεμος ξεσήκωνε τα πλήθη (ελπίδες ξαφνικές!) του ’πα σιγά: —
«Τώρα καιρός για τη Μεγάλη Σκόλη!» —
«Ουράνιο το βασίλειο μου κι ουράνια, μάθε, η Πόλη»!
Μ’ αρνιέσαι τάφο, Θάνατε, πώς θα με φέρεις στη Χαρά;
Βαθιά στο χώμα, οργιές πολλές, μονάχα κρύα σκουλήκια.
Τούτ’ η καρδιά, και που μισεί και δικιοσύνη λαχταρά,
ζητάει δικά της δω στη Γης δυο πιθαμές χαλίκια,
απ’ τ’ αγαθά, που ’δώσε ο Θεός, ζητάει μερίδα δίκια!
Ποιός το φτωχό μου το κορμί και την ψυχή μου τη φτωχιά
απ’ τον κρυφό το Φαρισαίο κι απ’ τον τραχύ Λατίνο,
από τον ξένο γέρακα θα σώσει κι απ’ την ντόπια οχιά;
Αυτούς σ’ ατάραγη ζωή κι αράθυμη ν’ αφήνω
κι εγώ ανεμόσκαλα σωμού στο γαλανό να στήνω;
Δεν είναι μοναχά η δικιά μου μοίρα, που με τυραννά,
μαύροι συντρόφοι της δουλειάς και της απελπισίας.
Ήλιος ζεστός και γόνιμος τα χρόνια μας τα σκοτεινά για κείνους,
που την αρετή μάς θέλουν της θυσίας.
Ήρθε γι’ αυτούς, — για μας ακόμ’ αργεί ο ωραίος Μεσσίας.
Σε λογισμό και σε καρδιάν ανάμεσα όχτρητα πολλή.
Καθάρια το πρεπούμενο στο νου μου λαγαρίζει,
μα σίντα πάω να κουνηθώ λίγο, το σώμα παραλεί,
πιότερο σφίγγει τ’ άλυτο σκοινί Του, που μ’ ορίζει·
ψυχή και σώμ’ αντίμαχα σε δυο μού τα χωρίζει.
(Θυμάται τη μάνα του)
Τα κλάηματά σου, μάνα μου, φτάνουν εδώ στην ερημιά.
Μες στα λιγνά χεράκια σου νυχτόημερα δεμένη,
ώρες κοιτώντας χαμηλά τελειώνεις με λιγοθυμιά.
Μες στ’ άδειο σου θυμητικό άλλο από με δε μένει.
Του ζωντανού θανάτου εμείς χρόνια καταραμένοι!
Για σας, μανάδες κι αδερφοί και τώρα κι ύστερα,
σιγά θα κάνω απόψε, που νογώ, της ανταρσίας το κρίμα.
Και ξέρω τί καταλαλιά τη μνήμη μου θα κυνηγά!
Αν δεν πετύχει τούτο δα το πρώτο μέγα βήμα,
θα πουν οι εμπόροι των θεών: «Τον πρόδωσε για χρήμα»!
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 10 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Italian dream...
Διάσημο μέλος
Ναι αγαπημένη μου, πολύ πριν να σε συναντήσω εγώ σε περίμενα… πάντοτε σε περίμενα. Σαν ήμουνα παιδί και με έβλεπε λυπημένο η μητέρα μου, έσκυβε και με ρωτούσε, τι έχεις αγόρι μου ; Δεν μίλαγα… μονάχα κοίταζα πίσω απ’ τον ώμο της έναν κόσμο άδειο από σένα… και καθώς πηγαινόφερνα το παιδικό κονδύλι ήταν για να μάθω να σου γράφω τραγούδια… Όταν ακούμπαγα στο τζάμι της βροχής ήταν που αργούσες ακόμα, όταν τη νύχτα κοίταζα τα αστέρια ήταν γιατί μου λείπανε τα μάτια σου, και όταν χτύπαγε η πόρτα μου και άνοιγα δεν ήτανε κανείς. Κάπου όμως μες στον κόσμο, ήταν η καρδιά σου που χτυπούσε. Έτσι έζησα πάντοτε…
Και όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά θυμάσαι; Μου άπλωσες τα χέρια τόσο τρυφερά, σαν να με γνώριζες από χρόνια… μα και βέβαια με γνώριζες. Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρα μου… αγαπημένη…
Θυμάσαι αλήθεια την πρώτη μεγάλη μέρα μας; Σου πήγαινε αυτό το κίτρινο φόρεμα, ένα απλό φτηνό φόρεμα μα ήταν τόσο όμορφα κίτρινο… οι τσέπες του κεντημένες με μεγάλα καφετιά λουλούδια… σου πήγαινε στο πρόσωπο σου ο ήλιος, σου πήγαινε στην άκρη του δρόμου αυτό το τριανταφυλλένιο σύννεφο, και αυτή η φωνή μακριά ενός πλανόδιου ακονιστή σου πήγαινε… Έβαζα τα χέρια μου στις τσέπες, τα ξανάβγαζα, βαδίζαμε δίχως λέξη… μα και την να πει κανείς όταν ο κόσμος είναι τόσο φωτεινός και τα μάτια σου, τόσο μεγάλα. Ένα παιδί στη γωνιά τραγούδαγε τις λεμονάδες του, ήπιαμε μια στα δυο, και αυτό το χελιδόνι που πέρασε ξαφνικά πλάι στα μαλλιά σου, τι σου είπε λοιπόν ; Είναι τόσο όμορφα τα μαλλιά σου… δεν μπορεί κάτι θα σου’ πε. Το ξενοδοχείο ήταν μικρό σε μια παλιά συνοικία πλάι στο σταθμό. Μα μες την αντηλιά κοιτάζαμε να μανουβράρουμε τα τρένα. Αλήθεια εκείνη η άνοιξη, εκείνο το πρωινό, εκείνη η απλή κάμαρα της ευτυχίας, αυτό το σώμα σου που κράταγα πρώτη φορά γυμνό, αυτά τα δάκρυα που δεν μπόρεσα στο τέλος να κρατήσω, πόσο σου πήγαιναν…
Κι ύστερα ξαφνικά εκείνο το βράδυ, έβρεχε, ανέβηκα τέσσερα-τέσσερα τα σκαλιά, κανείς στην κάμαρα. Έτρεμε στο ανοιχτό παράθυρο η κουρτίνα. ‘’Φεύγω, μην ζητήσεις να με βρεις’’, έγραφε. Η χτένα της ξεχασμένη πάνω στο τραπέζι ανάμεσα στις χυμένες πούδρες, σαν ένα μικρό, παιδικό φέρετρο, μέσα στη σκόνη. Που είσαι λοιπόν πες μου? Που είσαι, σ’ αναζητάω, σαν τον τυφλό που ψάχνει να βρει το πόμολο τις πόρτας σε ένα σπίτι που πιάσε φωτιά…
Τις νύχτες σηκώνομαι αλαφιασμένος, ντύνομαι και σε περιμένω. Δεν θα χτυπούσες καν την πόρτα. Θα πέταγες με βιάση το παλτό σου στην καρέκλα. Η κάμαρα όλη θα λιποθυμούσε όπως θα’ λυνες ξαφνικά , εκείνα τα ασύγκριτα τυραννικά μαλλιά σου. Η παλιά ντουλάπα, θα’ τρέχε και σαν μια ταπεινή υπηρέτρια θα σου βγάζε τα παπούτσια. Θα γελούσαν οι καθρέφτες , θα ξυπνούσαν οι γείτονες… Όλα έχουν μείνει όπως τα αφίσες θα σου’ λεγα… Και η χτένα σου, να τη εκεί. Η μαύρη μεγάλη χτένα σου , σαν ένας έρημος κατασκότεινος δρόμος που τον περνάω κάθε νύχτα…
Άσε με τώρα να κοιτάζω τα παράθυρα σου ξέροντας πως μέσα ένας άλλος σε παίρνει. Ένας άλλος βυθίζεται μες την μεγάλη σου άνοιξη. Εγώ και ποδοπατημένη από χιλιάδες άντρες σ’ αγαπώ… Άσε με εδώ στη γωνιά, δεν πειράζει ας χιονίζει… Αυτό το μικρό τετράγωνο φως που ρίχνει το παράθυρο σου επάνω στο χιόνι εμένα είναι ο κόσμος μου. Δεν θα σου πω τίποτα μόλις βγεις θα περπατάω δίπλα σου αμίλητος, και αν αυτό σε πειράζει μπορώ να’ ρχομαι πίσω σου σαν το σκυλί… Και όταν πεθάνω, το χώμα που θα με σκεπάζει δεν θα’ ναι για μένα το σκληρό χώμα τον νεκρών, μα η απαλή τρυφερή γη, που κάποτε πλαγιάσαμε γυμνοί πάνω της… ποδοπάτησε με να’ χω τουλάχιστον την ευτυχία να μ’ αγγίζεις…
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 10 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
προς τι να γίνομαι τόσο σαφής, αφού αρχίζουμε πάντα εκεί που
κάτι έχει για πάντα τελειώσει, κι εγώ ονειρεύτηκα να 'μαι ένα
πρόσωπο μυθιστορηματικό, κι ας γελάνε μαζί μου,
κι έπειτα κάθονται κι απορούνε με πόση ευκολία μαθαίνεις ένα
όργανο, δεν ξέρουν πόσα χρόνια άναβες με οικονομία το φως, κι
αργότερα δε θα 'χει πια καμιά σημασία το θύμα - ο δολοφόνος
σκοτώνει πάντα κάτι άλλο,
- πόσα πράγματα μισοτελειωμένα: ένας δρόμος που τρόμαξες
και γύρισες βιαστικά, μια παιδική προσευχή που την έκοψε το τρένο
στη μέση, κι όλο ν' ανοίγουν την πόρτα απρόοπτα - έτσι δεν μπόρε-
σα να αποτελειώσω καμιά ηλικία,
ύστερα μ' έσυραν στη μέση της κάμαρας και με όρκισαν να
τους αγαπώ, πράγμα που έβλαψε την υπόθεσή μου - γιατί τώρα
έπρεπε κάθε νύχτα να ξεπερνάω τα όρια, όπως ένας νεκρός τον
εαυτό του ή σαν ένα παιδί που το αθώωσαν για να μην έχει τίποτα
δικό του,
κι ω έρημοι δρόμοι, που μπορείς όλα να τους τα πεις, χωρίς να
τ' ακούσουν - ταπεινώσεις, με την ανεξιχνίαστη ηδονή, σαν να
'δωσες επιτέλους μόνος σου την απάντηση-
τότε ήταν που μου 'πεσε και το γράμμα, σκύψαμε κι οι δυο -
αλλά η μητέρα στεκόταν ήσυχη στην πόρτα, παχύσαρκη σαν τη
Βίβλο (και σκέφτομαι πως ήταν χωρίς λόγο που παντρεύτηκε, αφού
με είχε από πάντα δικό της, σαν την ευγνωμοσύνη ενός κηπουρού,
ή σαν τη φλόγα του κεριού που τρέμει, μην ξέροντας τι να διαλέ-
ξει),
- ας αφήσουμε, λοιπόν, το καθετί να παίζει το μοιραίο του
ρόλο, βέβαιοι για το άγνωστο της έκβασης, σαν τον τυφλό στο
σπίτι που γερνάει χωρίς να το βλέπει ή σαν τις μικρές βασιλείες
στα καπηλειά που τελειώνουν στην πόρτα -
κι όταν μεσάνυχτα ήρθε κι ο άλλος, κρατούσε ακόμα στο χέρι
το παλιό καπέλο, από αυτά που βρίσκει κανείς πρόχειρα μες στην
ανωνυμία, "κρύψε με, μου λέει, με κυνηγούν",
αλλά ποιος να τα 'χει μ' ένα τόσο τιποτένιο πρόσωπο, ή ποιος
να σε βοηθήσει σε μια τόσο συνηθισμένη υπόθεση -
και πεθαίνουμε, τέλος, άγνωστοι στην πιο σκοτεινή γωνιά του
ποιήματος.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 10 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Goseithor
Διάσημο μέλος
Δυo θάλασσες μ κυνηγούν η ζωή και ο θάνατος
δυο ρεύματα π᾿ ανάθεματα στήν καρδιά μου...
Ψάχνω για να βρω μέσ᾿ στο σκυλοπιωμένο κεφάλι μου
δεύτερη κτητικη αντωνυμία
δε βρίσκω - νοημοσύνη. Δε μαρμάρωσα τίποτα
Να παίζουμε τους ανέμους
να παίζουμε γλυκα τοὺς κολασμένους
Τί βρέφος ηδυνόμενο το ποίημα
κι ο φουκαριάρης ο Ιησούς
μ᾿ ένα πορτοκαλένιο σωβρακάκι
κρεμιέται κάθε χρόνο στα έαρα
Η τέχνη μας η φριχτότερη του εγω μεταμφίεση.
Νίκος Καρούζος
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 10 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Goseithor
Διάσημο μέλος
Για να σε συναντήσω - Τάσος Λειβαδίτης
Κάθισε εδώ κοντά μου
Μου `λειψες ξαφνικά
Έτσι όπως πέφτει ο ήλιος
Χτυπάει η μοναξιά
Μείνε λιγάκι ακόμα
Κάτι έχω να σου πω
Να πάρει ο αέρας χρώμα
Αχ, για να γεννηθείς εσύ κι εγώ
Γι’ αυτό, για να σε συναντήσω
Γι’ αυτό έγινε ο κόσμος μάτια μου
Γι’ αυτό, για να σε συναντήσω
Δεν έχει αρχή και τέλος
Δεν έχει μέτρημα
θάλασσα που κυλάει
αυτό το αίσθημα
στο πιο βαθύ σκοτάδι
στη δυνατή βροχή
γιορτάζει η αγάπη,
γιορτάζει η αγάπη
της νύχτας το σκοτάδι
φωτίζει το φιλί
Το ποίημα του Λειβαδίτη είναι το παρακάτω:
Ένα πλατύ, δροσερό χαμόγελο έτρεχε πάνω στο γυμνό κορμί σου
σαν ένα κλωνάρι πασχαλιάς, πρωί, την άνοιξη
έσταζες ολόκληρη από ηδονή, οι ερωτικές κραυγές μας
τινάζονταν μέσα στον ουρανό σα μεγάλα γιοφύρια
απ' όπου θα περνούσαν οι αιώνες -
ά, για να γεννηθείς εσύ,
κι εγώ για να σε συναντήσω γι' αυτό έγινε ο κόσμος.
Κι η αγάπη μας ήταν η απέραντη σκάλα που ανέβαινα
πάνω απ' το χρόνο και το Θεό και την αιωνιότητα
ως τ' ασύγκριτα, θνητά σου χείλη.
"Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ" έλεγα.
Εσύ έβαζες βιαστικά το φόρεμά σου: "Εχει ψύχρα απόψε".
Τα μάτια σου καρφώνονταν πάνω στην πόρτα
μ' εκείνο το ακαθόριστο βλέμμα
που έχουν οι αιχμάλωτοι και τα κλειδωμένα παιδιά.
Κι έκλαιγα και σε φιλούσα παράφορα
και σ' αγκάλιαζα με απεγνωσμένα χέρια
μα ήταν σα να 'ξυνα με τα νύχια μου
το αδιάφορο χώμα ενός τάφου
που είχαν θάψει κιόλας ολόκληρη τη ζωή μου.
Τώρα βαδίζω άσκοπα στους δρόμους, κοιτάζω τις βιτρίνες
προσπαθώ να συλλαβίσω ανάποδα τις επιγραφές των μαγαζιών
αγοράζω κάστανα, και βρίζομαι με τους αστυφύλακες της τροχαίας
που μου παρατηρούν αδιάκοπα πως σταματάω την κυκλοφορία.
Και κάθε τόσο: έφυγε, σκέφτομαι. Μα να που μπορώ και ζω!
Οπως μεγαλώνουν για λίγο ακόμα τα γένια και τα νύχια των νεκρών.
Πέρασαν μήνες. Κι είναι στιγμές που ξεχνάω ακόμα και το πρόσωπό της,
πασχίζω να θυμηθώ - τίποτα. Μονάχα αυτό το βάρος στην καρδιά,
που είναι κάτι περισσότερο κι απ' την ίδια την ανάμνησή της.
Που είναι, αυτή, ολόκληρη, μέσα μου.
Αν βρουν έναν άνθρωπο νεκρό έξω απ' την πόρτα σου
εσύ θα ξέρεις
πως πέθανε σφαγμένος απ' τα μαχαίρια των φιλιών
που ονειρευότανε για σένα.
Αυτό που ανέβασες ειναι τραγούδι σε στιχους του Κώστα Λειβαδά, αν δεν κάνω λάθος , με τον στιχο "Αχ, για να γεννηθείς εσύ κι εγώ
Γι’ αυτό, για να σε συναντήσω" του Λειβαδίτη
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 10 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Deutsch... Lover
Επιφανές μέλος
Ζει κανείς μόνο μ' ένα ξερό μισθό;
Ένα μόνο δεν μου δίνει το όνειρο.
Το όριο. Ως που να κινδυνέψω.
Γιατί τότε πια δεν θα ήταν όνειρο.
Θα' ταν γεράματα."
~ Κική Δημουλά
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 10 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Stavri_
Τιμώμενο Μέλος
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 10 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
El Salazar
Νεοφερμένος
Η μοναδική μας νύχτα ήταν ξαφνική και σύντομη σαν μια μπόρα.
Ούτε που πρόλαβα ν΄αρχίσω, ούτε που πρόλαβα να σου πω την μοναδική μου ιδιότητα:
είμαι συλλέκτης.
Μαζεύω το πιο σκληρό κι άγριο πράγμα του κόσμου...στιγμές.
Έτσι κι αλλιώς τα πράγματα θα κυλήσουν όπως θέλουν αυτά.
Η ζωή ξέρει κι εγώ την εμπιστεύομαι.
Είμαι απ' αυτούς που πάντα κάπνιζαν φτηνά τσιγάρα''
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 10 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
edweimaste
Πολύ δραστήριο μέλος
θάλασσα, γη και ουρανός
σαν όμορφη κοκόνα
Καθώς αγνάντευα μακριά
τα θεία τούτα δώρα
θλίψη με έπιασε βαθειά
και ξέσπασε σα μπόρα.
Μα αυτό που με πειράζει
ειναι που η εικόνα αυτή
όλο και ξεθωριάζει,
μ'ενα απόλυτο γιατί η νύχτα αυτή χαράζει.
Μα σκέψου μόνο όλοι αυτοί
που δίπλα σου περνάνε
τι αραγέ να'χει συμβεί
και δε χαμογελάνε;
Εγω παρόλ'αυτά θα βγω
περίγελος θα γίνω
αρκεί πια δάκρυ να μη δω,
ό,τι κι αν θες στο δίνω!
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 10 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Tabby
Πολύ δραστήριο μέλος
Ὅ,τι ὀνειρεύτηκα τόσα καὶ τόσα βράδια,
ὅ,τι πεθύμησα μὲ τόση ἀλλοφροσύνη,
ὅ,τι σχεδίασα μὲ τόσο πυρετό,
μόλις σὲ δῶ, γλυκιά μου ἐξουθένωση,
στὰ μάτια καὶ τὰ χείλη τὸ ἀναστέλλω,
γιὰ μία στιγμὴ πιὸ ἀπελπισμένη τὸ ἀναβάλλω,
γιατί μονάχα ὅταν τὰ χέρια μου σὲ χάνουν,
ἡ πονεμένη φαντασία μου σὲ κερδίζει.
(ἀπὸ τὴ Συλλογή: «Ξένα Γόνατα»)
Ντίνος Χριστιανόπουλος
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 10 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Χρήστες Βρείτε παρόμοια
-
Τα παρακάτω 0 μέλη και 7 επισκέπτες διαβάζουν μαζί με εσάς αυτό το θέμα:Tα παρακάτω 144 μέλη διάβασαν αυτό το θέμα:
- Μήτσος10
- Reader
- Kate1914
- giannhs2001
- nearos
- Εριφύλη
- Joji
- jellojina
- charmander
- rafaela11
- Indiana Jones
- kamekiwii23
- Memetchi
- kiyoshi
- Δροσουλίτης
- Emmanouela.
- KORA
- Euge.loukia
- roumana
- προσωπομπουκ
- Scandal
- hirasawayui
- troll4laif
- Athens2002
- Libertus
- ιμοτζι
- Isida
- SlimShady
- louminis
- chester20080
- Viedo
- Unboxholics
- Hooponopono
- nicole1982
- Mt73
- snowy
- Χρυσάφη Μελίτου
- sunsetpp
- m.kannavia3
- Darkking
- Νομάρχης
- ManinaK
- orchidea
- tsiobieman
- jj!
- Ace of Spades
- T C
- User0
- harry akritas
- EiriniS20
- kogba
- Βλα
- Darkirenit
- Εχέμυθη
- Alma Libre
- anathimatikos
- Griff
- Μάρκος Βασίλης
- Τάσος97
- GiorgosAsi
- Έμμα
- Jocaste
- Ελαφίνα
-
Φορτώνει...
-
Το forum μας χρησιμοποιεί cookies για να βελτιστοποιήσει την εμπειρία σας.
Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, συναινείτε στη χρήση cookies στον περιηγητή σας.