Rempeskes
Επιφανές μέλος
Ο Rempeskes αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Επαγγέλεται Hair stylist. Έχει γράψει 8,045 μηνύματα.
15-07-12
14:45
Χθες το βραδυ παραλιγο να κανω τριο...μονο δυο ατομα μου ελειπαν.
λολ, νταξ το ιδιο πραγμα ακριβως, μονο που μου που ελειπαν τρεις
γιατι νυσταζα πολυ και ηθελα αλλον στη θεση μου
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Rempeskes
Επιφανές μέλος
Ο Rempeskes αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Επαγγέλεται Hair stylist. Έχει γράψει 8,045 μηνύματα.
31-01-08
03:45
Λοιπον, μιας και το ζήτημα με την Διάσπαση έληξε (του Πασόκ λεω, τι νομίσατε?) και μιας και συνήθως βαριέμαι την ώρα που πρέπει να δουλέψω, λέω να πω μια μικρή ιστοριούλα από τα παιδικά μου χρόνια (τα οποία έχω προεκτείνει μέχρι τώρα και συνεχίζω). Το ξέρω ότι άλλα ρωτάει το θέμα αλλά τέτοια ώρα, τέτοια λόγια...
Ανεβείτε στο μαγικό χαλί (...όχι πολύ άκρη) που θα μας οδηγήσει πίσω στο μαγευτικό (και εντελώς αδιάφορο) 1987.
Μια μαγική εποχή, όπου τα μαλλιά του κόσμου πετούσαν προς όλες τις κατευθύνσεις, η τηλεόραση έπαιζε μόνο ΕΡΤ και το πιο απόλυτο φετίχ του νεαρόκόσμου ήταν οι λευκές μπλούζες με σιδερωμένη σταμπα iron maiden (προσπερνώ τη ντρόπη που νοιώθω όταν εξομολογούμαι ότι μεγάλωσα δίπλα σε τέτοια άτομα).
Που ήμουνα? Ναι. Λοιπόν στο χωριό όπου είχαμε πάει να παραθερίσουμε -και τελικά μείναμε είκοσι χρόνια- ο αδερφός μου και η παρέα του είχαν φτιάξει μια, ομάδα να το πω? Φανερή Μυστική Οργάνωση? Συμμορία? Τέλος πάντων, ήταν όλα αυτά μαζί. Η εν λόγω Ομάδα είχε καπελώσει το καλύτερο δεντρο της περιοχής και είχαν κατασκευάσει δεντρόσπιτο. Τώρα τι δεντρόσπιτο ήταν αυτό? Πιο πολύ σαν Φρούριο έμοιαζε στα παιδικά μας μάτια. Ήταν κλειστό γύρω γύρω και επάνω είχε ένα άνοιγμα, σαν καταπακτή. Αν κάναμε ότι πλησιάζαμε εμείς οι εκτός ομάδας, έπεφταν σφεντονιές, φυσοκαλαμιές και νερόβομβες στα κεφάλια μας.
Θα έλεγε κανείς ότι μπορούσαμε και εμείς οι έξω να γίνουμε μέλη της ομάδας. Αλλά δεν ήταν τόσο εύκολο. Μάλλον δεν ήταν καθόλου εύκολο - Η ομάδα είχε μέσα όλους τους ξεψαρωμένους, τους μάγκες, τους αλανιάρηδες του χωριού.
Γιατί μπορεί τώρα να έχω την ομορφιά του Αντόνιο Μπαντέρας και την σπιρτάδα του Γούντυ Άλλεν, αλλά τότε ήμουν -πως να το θέσω- λίγο φύτουλας, λίγο δειλος, λίγο μαζεμένος... Αλλά είχα και κατι πολυ. Ήμουν πολύ ντροπαλός. ( )
Τέλος πάντων, ήμουν πολλά πράγματα, αλλά υλικό για την ομάδα τους όχι. Και το έφερα βαρέως που με απέρριπταν
Μάζεψα όλη μου απογοήτευση, μάζεψα και τρείς άλλους από τους φτυσμένους, και τους είπα πως μόνη μας λύση για να ξεπλύνουμε την ντροπή, είναι να σχηματίσουμε μια δική μας ομάδα και να επιτεθούμε στο Φρούριο. Οι άλλοι συνοπτικά με είπαν παλαβό και τη κοπάνησαν... Αλλά δεν τους κράτησα κακία ( #$%%$# ).
Αλλά ήμουνα και εγώ μεγάλος στόκος. Εμπνευσμένος από κάτι παλιοπεριοδικά της οκάς που αγόραζα τρία το δίφραγκο ("Κράνος", "Μάχη", "Τανκς"), και στα οποία γενναίοι Άγγλοι κομμάντος έμπαιναν χωρίς ελπίδα μέσα στη φωτιά, σκότωναν τους Γερμανούς και γυρνούσαν μετά για να πάρουν τα μετάλλια Ανδρείας (αχ... καμένα παιδικά μου χρόνια), αποφασισα να κάνω το παράτολμο. Θα έκανα επίθεση μόνος μου, όπως όλοι οι γενναίοι ηρωϊκοί ήρωες, και μετά οι άλλοι θα μου έδιναν μετάλλιο Θάρρους (
).
Κάθησα λοιπόν να σκεφτώ τι θα κάνω και πως. Από τις νερόβομβες με πρασσινο νερό που είχα φάει, ήξερα πως το χειρότερο όπλο ήταν η βρώμα. Έπρεπε να βρω κάτι σιχαμερά βρωμερό και να καταφέρω να το πεταξω μέσα στο Φρούριο. Ήξερα από τη μάνα μου για κάτι αγριοκρέμμυδα που φύτρωναν πίσω από το βουνό, τα οποία δεν έκανε να τα φας, γιατί ανέδυαν την πιό έντονη μυρωδιά κρεμμυδιού στον κόσμο, κάτι στα όρια της ασφυξίας.
Ήξερα βεβαια από τα περιοδικά που προανέφερα, πως τα Χημικά Όπλα απαγορεύονταν στον Πόλεμο, αλλά είχα το ελαφρυντικό ότι οι εχθροί τα χρησιμοποίησαν πρώτοι... Οπότε, μια μέρα, έκάνα μια λίστα με το τι χρειάζεται: σακίδιο, μαχαίρι και παγούρι με νερό, γιατί είχα να ανέβω το βουνό. Μέσα στον ενθουσιασμό μου, έφυγα χωρίς να πάρω τίποτα απ τα τρία.
Ξεκίνησα να ανεβαίνω. Δεν ήξερα μονοπάτια, δεν ήξερα που έχει φράχτες για χωράφι, δεν ήξερα που είναι τα κρεμμύδια. Αλλά ήμουν αποφασισμένος να τα καταφέρω. Περνούσα μέσα απο αγκάθια και βάτους, σκίζοντας τα πόδια μου, επί ποιός ξέρει πόση ώρα, κάτω από τον καυτό ήλιο, με το στόμα κατάξερο.
Εώς ότου είδα την κορυφή.
Με μια χαρά που μόνο τα χαζά παιδιά έχουν, ανέβηκα την τελευταία απόσταση μην προσέχοντας τίποτα αλλο παρά την κορυφή. Έφτασα κατάκοπος, καταιδρωμένος και καταματωμένος, ανέβηκα στον βράχο και κοίταξα τι υπήρχε πίσω από το βουνο... Και τι βλέπω?
Ένας δρόμος, ευρύς και στρωμένος, ο οποίος περνούσε ακριβώς διπλα από την κορυφή.
Ένοιωσα απίστευτα ηλίθιος!
Δίπλα στην άκρη το δρόμου, είδα και τα αγριοκρεμμυδα. Ήταν τεράστια, σαν το μισό κεφάλι μου. Ξεδιάλεξα το μεγαλυτερο, και με τα χέρια το ξέθαψα. Παρότι άκοπο, μύριζε έντονα.
Το πήρα και κατηφόρισα τον δρόμο για το Φρούριο.
Όταν έφτασα, ήταν απογευματάκι. Έμεινα πίσω από ένα θάμνο και πρόσεξα την κίνηση. Ακριβώς όπως στα περιοδικά Δεν έβλεπα κανέναν στη φρουρά, αλλά ήξερα πως είναι μέσα κάποιοι από τις φωνές. Ευτυχώς η καταπακτή ήταν ανοιχτη. Τώρα ή ποτέ, σκέφτηκα.
Βρήκα μια πέτρα μυτερή, έβαλα το κρεμμύδι κάτω μπροστά μου, και το κοπανησα με όλη μου την δύναμη.
Ο Θώρ ο ίδιος, εκείνη την ημέρα του Ράγκναροκ, αποκλείεται να κοπάνήσε τόσο δυνατά με το Σφυρί του την κεφάλα κανενός από τους Γίγαντες του Γιοτουνχάιμ.
Και ολέθριο λάθος.
Το κρεμμύδι άνοιξε στα δύο, και ένα βρωμερά αηδιαστικό ζουμί πετάχτηκε στη φάτσα μου. Ήταν χειρότερο από οτιδήποτε έιχα μυρίσει μέχρι τότε, μια μπόχα μεγατόνων που έκανε το χειροτροφείο της περιοχής να μυρίζει σαν σαλόνι ομορφιάς. Αλλά το χειρότερο ήταν η ασφυξία, το τσούξιμο στο λαιμό καθώς ανάσανα, το κοκκίνισμα στα μάτια μου που άρχισαν αμέσως να δακρύζουν.
Ωρμώμενος από την άγρια απελπίσια της ντροπής, πετάχτηκα πάνω με το μισό κρεμμύδι στα χέρια, έτρεξα φωνάζοντας προς το φρούριο, και το πέταξα εκεί που έπρεπε να είναι η καταπακτή. Δεν στάθηκα να δώ τι συνέβη, κόντευα να ξεράσω τα πνευμόνια μου, άρχισα να τρέχω προς τυχαία κατεύθυνση.
Πίσω μου άκουσα ένα βρηχυθμό από φωνές και σκυλοβρισίματα, μαζί με τον ήχο ξύλου που σπάει. Το σχέδιο μου πήγε απίστευτα καλά - μερικοί έσπασαν επι τόπου σανίδες για να βγούν έξω από τον θάλαμο αερίων
Έτρεχα λοιπόν, προς άγνωστη κατεύθυνση, με μάτια κόκκινα - και συνειδητοποίησα πως η αποστολή μου εξετελέσθη. Είχα αποκτήσει την βόμβα μου με μπόλικο κόπο, είχα ...διεισδύσει στις εχθρικές γραμμές λίγο ανορθόδοξα, βέβαια δεν είχα ακολουθήσει κατά γράμμα και τις προσταγές του καμουφλάζ, μα... Η αποστολή ήταν πλήρως επιτυχης - Οι χάρτινοι κομμάντος θα ήταν υπερήφανοι για μένα, και φαντάστηκα την στιγμή που, χάρτινος και εγώ, δεχόμουν το μετάλλιο Θάρρους.
±±±±±±±±±±±±± Και ξαφνικά... Back to Reality ±±±±±±±±±±±±±±±±±
Δυστυχώς, τα χάρτινα περιοδικά μου τελείωναν εκεί. Αλλά η ζωή συνεχίζεται και δεν έχει τέλος, φευ, εώς το Τέλος. Κανένας από τους ήρωές μου δεν αντιμετώπιζε αυτό που είδα μπροστά μου. Ολόκληρη η Ομάδα να τρέχει καταπάνω μου, με ξύλα στα χέρια και εξαγριωμένες φάτσες, φωνάζοντας και βρίζοντας. Με είχαν πάρει στο κατόπι εξ' αρχής.
Σάστισα για ένα δευτερόλεπτο, καταρρίπτοντας οδυνηρά την απονομή στο μυαλό μου.
Άρχισα να τρέχω. Τα μάτια μου δάκρυζαν, η ανάσα μου κατέβαινε με κάψιμο, και η ανάβαση του βουνού είχε κανει τα γόνατά μου αλύγιστα σαν κούτσουρα. Αλλά το ότι με κυνηγούσαν για να με σαπίσουν στο ξύλο έξι μεγαλύτεροι, βοήθησε τα μέγιστα στο να τρέξω πιο έντονα από ότι η Μαύρη Καλλονή στα λιβάδια της Αγγλίας, πιο εμφατικά από ότι η Μικρή Μηχανή που Μπορούσε πάνω σε εκείνο τον λόφο, και πιο γρήγορα από τον Κεντέρη στα ντοπαρισμένα του.
Αλλά μην μπορούσα να ξεφύγω έτσι. Μπήκα μέσα σε ένα χωράφι και, παίρνοντας βαθιά ανάσα, βούτηξα στις στέρνες. Το πρασσινο νερο και η μούχλες που κόλλησαν πάνω μου, μου φάνηκαν να μυρίζουν αβροσία μετά το σοκ με το κρεμμύδι. Μπήκα μέσα στον αγωγό, και έρπωντας μέσα στη μούχλα και το στάσιμο νερό, κρατώντας την ανάσα μου, πέρασα τρεις στέρνες εώς ότου βρεθώ στο χαντάκι της άδρευσης.
Ήμουν λοιπόν ξαπλωμένος πάνω στο χώμα, καλυμμενος με πράσσινη μούχλα, έχοντας καταπιεί μπόλικο eau de toilette, με τα μάτια ακόμα θαμπά, το λαιμό να φλέγεται, τα πόδια γεμάτα τρυπήματα και σε ημιλιπόθυμη κατάσταση, και άρχισα να σκέφτομαι - το μόνο που δεν πονούσε τόσο.
Σκέφτηκα το πόσο ατσαλάκωτοι κατέληγαν πάντοτε οι ήρωες μου, όταν τους απένειμαν τα εύσημα. Με τι χαμόγελο έκλειναν τις περιπέτειες, πίσω από αυτό το αμετάκλητο ευτυχισμένο Τέλος. Και τα μετάλλια Θάρρους. Σκέφτηκα πολύ για τα μετάλλια Θάρρους. Κοίταξα ψηλά το βαθυγαλάζο του Ουρανού, καθως διακοπτόταν από το σποραδικό κατάλευκο μοναχικών συννέφων.
Έγειρα το κεφάλι στο πλάι και, για πρώτη φορά όλη μέρα, μίλησα.
ΡΕ ΑΕΙ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΜΕ ΤΑ ΜΕΤΑΛΛΙΑ
Βέβαια, το τέλος δεν γράφηκε εδώ, όπως έπρεπε να περιμένει κανείς δηλαδή.
Η μάνα μου με έκανε μαύρο στο ξύλο για την κατάσταση στην οποία γύρισα σπίτι.
Η Ομάδα με βρήκε την άλλη μέρα -χμμ, όπως ήταν αναμενόμενο- και με έκαναν κατάμαυρο στο ξύλο. Και όχι, δεν με δέχτηκαν.
Οι υπόλοιποι που έμαθαν τι έκανα, μου είπαν ένα μπράβο - και μετά το ξέχασαν τελείως στη θάλασαα.
Εδώ όμως... Πρέπει να μπεί στην ιστορία αυτή το
%%%%%%%%%%%%%%%%%%%%% Τέλος %%%%%%%%%%%%%%%%%%%%%%%
Ανεβείτε στο μαγικό χαλί (...όχι πολύ άκρη) που θα μας οδηγήσει πίσω στο μαγευτικό (και εντελώς αδιάφορο) 1987.
Μια μαγική εποχή, όπου τα μαλλιά του κόσμου πετούσαν προς όλες τις κατευθύνσεις, η τηλεόραση έπαιζε μόνο ΕΡΤ και το πιο απόλυτο φετίχ του νεαρόκόσμου ήταν οι λευκές μπλούζες με σιδερωμένη σταμπα iron maiden (προσπερνώ τη ντρόπη που νοιώθω όταν εξομολογούμαι ότι μεγάλωσα δίπλα σε τέτοια άτομα).
Που ήμουνα? Ναι. Λοιπόν στο χωριό όπου είχαμε πάει να παραθερίσουμε -και τελικά μείναμε είκοσι χρόνια- ο αδερφός μου και η παρέα του είχαν φτιάξει μια, ομάδα να το πω? Φανερή Μυστική Οργάνωση? Συμμορία? Τέλος πάντων, ήταν όλα αυτά μαζί. Η εν λόγω Ομάδα είχε καπελώσει το καλύτερο δεντρο της περιοχής και είχαν κατασκευάσει δεντρόσπιτο. Τώρα τι δεντρόσπιτο ήταν αυτό? Πιο πολύ σαν Φρούριο έμοιαζε στα παιδικά μας μάτια. Ήταν κλειστό γύρω γύρω και επάνω είχε ένα άνοιγμα, σαν καταπακτή. Αν κάναμε ότι πλησιάζαμε εμείς οι εκτός ομάδας, έπεφταν σφεντονιές, φυσοκαλαμιές και νερόβομβες στα κεφάλια μας.
Θα έλεγε κανείς ότι μπορούσαμε και εμείς οι έξω να γίνουμε μέλη της ομάδας. Αλλά δεν ήταν τόσο εύκολο. Μάλλον δεν ήταν καθόλου εύκολο - Η ομάδα είχε μέσα όλους τους ξεψαρωμένους, τους μάγκες, τους αλανιάρηδες του χωριού.
Γιατί μπορεί τώρα να έχω την ομορφιά του Αντόνιο Μπαντέρας και την σπιρτάδα του Γούντυ Άλλεν, αλλά τότε ήμουν -πως να το θέσω- λίγο φύτουλας, λίγο δειλος, λίγο μαζεμένος... Αλλά είχα και κατι πολυ. Ήμουν πολύ ντροπαλός. ( )
Τέλος πάντων, ήμουν πολλά πράγματα, αλλά υλικό για την ομάδα τους όχι. Και το έφερα βαρέως που με απέρριπταν
Μάζεψα όλη μου απογοήτευση, μάζεψα και τρείς άλλους από τους φτυσμένους, και τους είπα πως μόνη μας λύση για να ξεπλύνουμε την ντροπή, είναι να σχηματίσουμε μια δική μας ομάδα και να επιτεθούμε στο Φρούριο. Οι άλλοι συνοπτικά με είπαν παλαβό και τη κοπάνησαν... Αλλά δεν τους κράτησα κακία ( #$%%$# ).
Αλλά ήμουνα και εγώ μεγάλος στόκος. Εμπνευσμένος από κάτι παλιοπεριοδικά της οκάς που αγόραζα τρία το δίφραγκο ("Κράνος", "Μάχη", "Τανκς"), και στα οποία γενναίοι Άγγλοι κομμάντος έμπαιναν χωρίς ελπίδα μέσα στη φωτιά, σκότωναν τους Γερμανούς και γυρνούσαν μετά για να πάρουν τα μετάλλια Ανδρείας (αχ... καμένα παιδικά μου χρόνια), αποφασισα να κάνω το παράτολμο. Θα έκανα επίθεση μόνος μου, όπως όλοι οι γενναίοι ηρωϊκοί ήρωες, και μετά οι άλλοι θα μου έδιναν μετάλλιο Θάρρους (
Κάθησα λοιπόν να σκεφτώ τι θα κάνω και πως. Από τις νερόβομβες με πρασσινο νερό που είχα φάει, ήξερα πως το χειρότερο όπλο ήταν η βρώμα. Έπρεπε να βρω κάτι σιχαμερά βρωμερό και να καταφέρω να το πεταξω μέσα στο Φρούριο. Ήξερα από τη μάνα μου για κάτι αγριοκρέμμυδα που φύτρωναν πίσω από το βουνό, τα οποία δεν έκανε να τα φας, γιατί ανέδυαν την πιό έντονη μυρωδιά κρεμμυδιού στον κόσμο, κάτι στα όρια της ασφυξίας.
Ήξερα βεβαια από τα περιοδικά που προανέφερα, πως τα Χημικά Όπλα απαγορεύονταν στον Πόλεμο, αλλά είχα το ελαφρυντικό ότι οι εχθροί τα χρησιμοποίησαν πρώτοι... Οπότε, μια μέρα, έκάνα μια λίστα με το τι χρειάζεται: σακίδιο, μαχαίρι και παγούρι με νερό, γιατί είχα να ανέβω το βουνό. Μέσα στον ενθουσιασμό μου, έφυγα χωρίς να πάρω τίποτα απ τα τρία.
Ξεκίνησα να ανεβαίνω. Δεν ήξερα μονοπάτια, δεν ήξερα που έχει φράχτες για χωράφι, δεν ήξερα που είναι τα κρεμμύδια. Αλλά ήμουν αποφασισμένος να τα καταφέρω. Περνούσα μέσα απο αγκάθια και βάτους, σκίζοντας τα πόδια μου, επί ποιός ξέρει πόση ώρα, κάτω από τον καυτό ήλιο, με το στόμα κατάξερο.
Εώς ότου είδα την κορυφή.
Με μια χαρά που μόνο τα χαζά παιδιά έχουν, ανέβηκα την τελευταία απόσταση μην προσέχοντας τίποτα αλλο παρά την κορυφή. Έφτασα κατάκοπος, καταιδρωμένος και καταματωμένος, ανέβηκα στον βράχο και κοίταξα τι υπήρχε πίσω από το βουνο... Και τι βλέπω?
Ένας δρόμος, ευρύς και στρωμένος, ο οποίος περνούσε ακριβώς διπλα από την κορυφή.
Ένοιωσα απίστευτα ηλίθιος!
Δίπλα στην άκρη το δρόμου, είδα και τα αγριοκρεμμυδα. Ήταν τεράστια, σαν το μισό κεφάλι μου. Ξεδιάλεξα το μεγαλυτερο, και με τα χέρια το ξέθαψα. Παρότι άκοπο, μύριζε έντονα.
Το πήρα και κατηφόρισα τον δρόμο για το Φρούριο.
Όταν έφτασα, ήταν απογευματάκι. Έμεινα πίσω από ένα θάμνο και πρόσεξα την κίνηση. Ακριβώς όπως στα περιοδικά Δεν έβλεπα κανέναν στη φρουρά, αλλά ήξερα πως είναι μέσα κάποιοι από τις φωνές. Ευτυχώς η καταπακτή ήταν ανοιχτη. Τώρα ή ποτέ, σκέφτηκα.
Βρήκα μια πέτρα μυτερή, έβαλα το κρεμμύδι κάτω μπροστά μου, και το κοπανησα με όλη μου την δύναμη.
Ο Θώρ ο ίδιος, εκείνη την ημέρα του Ράγκναροκ, αποκλείεται να κοπάνήσε τόσο δυνατά με το Σφυρί του την κεφάλα κανενός από τους Γίγαντες του Γιοτουνχάιμ.
Και ολέθριο λάθος.
Το κρεμμύδι άνοιξε στα δύο, και ένα βρωμερά αηδιαστικό ζουμί πετάχτηκε στη φάτσα μου. Ήταν χειρότερο από οτιδήποτε έιχα μυρίσει μέχρι τότε, μια μπόχα μεγατόνων που έκανε το χειροτροφείο της περιοχής να μυρίζει σαν σαλόνι ομορφιάς. Αλλά το χειρότερο ήταν η ασφυξία, το τσούξιμο στο λαιμό καθώς ανάσανα, το κοκκίνισμα στα μάτια μου που άρχισαν αμέσως να δακρύζουν.
Ωρμώμενος από την άγρια απελπίσια της ντροπής, πετάχτηκα πάνω με το μισό κρεμμύδι στα χέρια, έτρεξα φωνάζοντας προς το φρούριο, και το πέταξα εκεί που έπρεπε να είναι η καταπακτή. Δεν στάθηκα να δώ τι συνέβη, κόντευα να ξεράσω τα πνευμόνια μου, άρχισα να τρέχω προς τυχαία κατεύθυνση.
Πίσω μου άκουσα ένα βρηχυθμό από φωνές και σκυλοβρισίματα, μαζί με τον ήχο ξύλου που σπάει. Το σχέδιο μου πήγε απίστευτα καλά - μερικοί έσπασαν επι τόπου σανίδες για να βγούν έξω από τον θάλαμο αερίων
Έτρεχα λοιπόν, προς άγνωστη κατεύθυνση, με μάτια κόκκινα - και συνειδητοποίησα πως η αποστολή μου εξετελέσθη. Είχα αποκτήσει την βόμβα μου με μπόλικο κόπο, είχα ...διεισδύσει στις εχθρικές γραμμές λίγο ανορθόδοξα, βέβαια δεν είχα ακολουθήσει κατά γράμμα και τις προσταγές του καμουφλάζ, μα... Η αποστολή ήταν πλήρως επιτυχης - Οι χάρτινοι κομμάντος θα ήταν υπερήφανοι για μένα, και φαντάστηκα την στιγμή που, χάρτινος και εγώ, δεχόμουν το μετάλλιο Θάρρους.
±±±±±±±±±±±±± Και ξαφνικά... Back to Reality ±±±±±±±±±±±±±±±±±
Δυστυχώς, τα χάρτινα περιοδικά μου τελείωναν εκεί. Αλλά η ζωή συνεχίζεται και δεν έχει τέλος, φευ, εώς το Τέλος. Κανένας από τους ήρωές μου δεν αντιμετώπιζε αυτό που είδα μπροστά μου. Ολόκληρη η Ομάδα να τρέχει καταπάνω μου, με ξύλα στα χέρια και εξαγριωμένες φάτσες, φωνάζοντας και βρίζοντας. Με είχαν πάρει στο κατόπι εξ' αρχής.
Σάστισα για ένα δευτερόλεπτο, καταρρίπτοντας οδυνηρά την απονομή στο μυαλό μου.
Άρχισα να τρέχω. Τα μάτια μου δάκρυζαν, η ανάσα μου κατέβαινε με κάψιμο, και η ανάβαση του βουνού είχε κανει τα γόνατά μου αλύγιστα σαν κούτσουρα. Αλλά το ότι με κυνηγούσαν για να με σαπίσουν στο ξύλο έξι μεγαλύτεροι, βοήθησε τα μέγιστα στο να τρέξω πιο έντονα από ότι η Μαύρη Καλλονή στα λιβάδια της Αγγλίας, πιο εμφατικά από ότι η Μικρή Μηχανή που Μπορούσε πάνω σε εκείνο τον λόφο, και πιο γρήγορα από τον Κεντέρη στα ντοπαρισμένα του.
Αλλά μην μπορούσα να ξεφύγω έτσι. Μπήκα μέσα σε ένα χωράφι και, παίρνοντας βαθιά ανάσα, βούτηξα στις στέρνες. Το πρασσινο νερο και η μούχλες που κόλλησαν πάνω μου, μου φάνηκαν να μυρίζουν αβροσία μετά το σοκ με το κρεμμύδι. Μπήκα μέσα στον αγωγό, και έρπωντας μέσα στη μούχλα και το στάσιμο νερό, κρατώντας την ανάσα μου, πέρασα τρεις στέρνες εώς ότου βρεθώ στο χαντάκι της άδρευσης.
Ήμουν λοιπόν ξαπλωμένος πάνω στο χώμα, καλυμμενος με πράσσινη μούχλα, έχοντας καταπιεί μπόλικο eau de toilette, με τα μάτια ακόμα θαμπά, το λαιμό να φλέγεται, τα πόδια γεμάτα τρυπήματα και σε ημιλιπόθυμη κατάσταση, και άρχισα να σκέφτομαι - το μόνο που δεν πονούσε τόσο.
Σκέφτηκα το πόσο ατσαλάκωτοι κατέληγαν πάντοτε οι ήρωες μου, όταν τους απένειμαν τα εύσημα. Με τι χαμόγελο έκλειναν τις περιπέτειες, πίσω από αυτό το αμετάκλητο ευτυχισμένο Τέλος. Και τα μετάλλια Θάρρους. Σκέφτηκα πολύ για τα μετάλλια Θάρρους. Κοίταξα ψηλά το βαθυγαλάζο του Ουρανού, καθως διακοπτόταν από το σποραδικό κατάλευκο μοναχικών συννέφων.
Έγειρα το κεφάλι στο πλάι και, για πρώτη φορά όλη μέρα, μίλησα.
ΡΕ ΑΕΙ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΜΕ ΤΑ ΜΕΤΑΛΛΙΑ
Βέβαια, το τέλος δεν γράφηκε εδώ, όπως έπρεπε να περιμένει κανείς δηλαδή.
Η μάνα μου με έκανε μαύρο στο ξύλο για την κατάσταση στην οποία γύρισα σπίτι.
Η Ομάδα με βρήκε την άλλη μέρα -χμμ, όπως ήταν αναμενόμενο- και με έκαναν κατάμαυρο στο ξύλο. Και όχι, δεν με δέχτηκαν.
Οι υπόλοιποι που έμαθαν τι έκανα, μου είπαν ένα μπράβο - και μετά το ξέχασαν τελείως στη θάλασαα.
Εδώ όμως... Πρέπει να μπεί στην ιστορία αυτή το
%%%%%%%%%%%%%%%%%%%%% Τέλος %%%%%%%%%%%%%%%%%%%%%%%
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.