EvanescenceQ
Επιφανές μέλος
Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 29 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
04-09-22
16:15
Τώρα που έφυγε ο Ιούνιος, ο Ιούλιος και ο Αύγουστος. Τώρα που ξεμαύρισες και δεν μιλάς καλοκαιρινά. Στη λευκή σου εποχή. Χωρίς τον ήλιο τον ηλιάτορα να σου χαρίζει αναίδεια, γλωσσάρα και λαμπερό δέρμα. Χωρίς κρυμμένες κυτταρίτιδες στα κόπερτον. Χωρίς παραλίες. Χωρίς τις λέξεις- σαράντα υπό σκιάν. Γιατί τον Αύγουστο η γλώσσα μαυρίζει και ψήνεται. Τον Αύγουστο λες θέλω, έρχομαι, δε γαμιέται, σ' αγαπάω, εσένα μόνο, χούφτωσέ με, καίγομαι, κι άλλο, μη σταματάς. Ενώ τον Σεπτέμβριο η γλώσσα ξασπρίζει και ψιχαλίζει. Τον Σεπτέμβριο λες δεν ξέρω, φοβάμαι, έβγαλε ψυχρούλα, θα βρέξει, άστο για μετά, τι να σου πω τώρα, θα βράσω φασόλια. Όσα πρόλαβες να πεις τα είπες. Κι όσα δεν πρόλαβες θα τα πεις του χρόνου. Τώρα μπορείς να μελαγχολήσεις για το καλοκαίρι που ξαναέφυγε και θα ξαναφύγει μέχρι να ξανάρθει. Το ίδιο έκαναν και πριν από σένα κι ο Ρεμπώ, κι ο Γκαίτε, κι ο Ασλάνογλου κι η φίλη μου η Καίτη που έχει κομμωτήριο στην Πάτρα.
| Γλυκερία Μπασδέκη | Λευκοί πια* |
| Γλυκερία Μπασδέκη | Λευκοί πια* |
EvanescenceQ
Επιφανές μέλος
Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 29 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
02-09-22
15:15
EvanescenceQ
Επιφανές μέλος
Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 29 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
28-01-22
14:40
«Συνωμοσία» της Έλενας Πολυγένη
Είναι η εποχή που σκέφτομαι πολύ ψύχραιμα και λογικά. Οι συλλογισμοί μου είναι διαδοχικοί, ένα, δύο, τρία. Καταλαβαίνω αμέσως τις διαθέσεις των άλλων. Όχι από ένστικτο. Είναι ζήτημα μαθηματικής εξίσωσης, αίτιο-αιτιατό. Γι’ αυτό κανένας δεν μπορεί να με ξεγελάσει πως τάχα κάνει ό,τι κάνει από την πολλή αγάπη, ή από φόβο ή επειδή σκέφτεται πρώτα εμένα. Ακριβώς τότε με πιάνει μανία να διαβάζω επιστημονικά βιβλία. Διαβάζω την Αλίκη στη Χώρα των Κβάντων, διαβάζω για τη γάτα του Σρέντινγκερ. Για τον Μαξ Πλανκ, τα παιδιά του, για τον γιο του που πήρε μέρος στη συνωμοσία εναντίον του Χίτλερ και εκτελέστηκε. Για τα φράκταλ.
Μια μέρα, χτυπάει το κουδούνι μου. Ανοίγω και βλέπω μπροστά μου έναν άντρα με τέσσερα παιδιά, δυο αγοράκια και δυο κοριτσάκια. Είναι καλοντυμένοι όλοι, περιποιημένοι. Σε λίγα λεπτά βρισκόμαστε στο σαλόνι μου, εγώ με τα παιδιά καθόμαστε στον καναπέ και ο άντρας μόνος του, λίγο παράμερα. Μοιάζει σαν να γερνάει απότομα και γρήγορα, μοιάζει σαν να πεθαίνει αργά. Τα παιδιά όμως μου εκμυστηρεύονται κάτι συγκλονιστικό. Είναι δικά μου παιδιά. Ήρθαν να με βρουν μετά από χρόνια. Αρχίζουν να με λένε μαμά κι εγώ δακρύζω. Αγγίζω τα χέρια τους, είναι αληθινά. Δεν θυμάμαι τίποτα, δεν θυμάμαι καθόλου γέννες και τέτοια, τίποτα απολύτως. Δεν πειράζει, σκέφτομαι, δεν έχει καμιά σημασία. Μετά μιλάει το μεσαίο αγοράκι. Είναι ένα πανέμορφο, καταπληκτικό παιδί, πολύ ώριμο για την ηλικία του. Αν δεν μας θέλεις δεν πειράζει, μου λέει, το καταλαβαίνουμε, ήρθαμε έτσι ξαφνικά, δεν μπορούμε στα καλά καθούμενα να εισβάλλουμε στη ζωή σου. Εμένα στο πρόσωπό μου πια τρέχουν ασταμάτητα δάκρυα, δεν μπορώ να ηρεμήσω, σκέφτομαι την γκαρσονιέρα μου, σκέφτομαι τη γάτα μου που δεν αντέχει την πολυκοσμία, σκέφτομαι τα πέντε ευρώ που έχω μέσα στο πορτοφόλι μου και ότι δεν ξέρω να μαγειρεύω τίποτα εκτός από πατάτες τηγανητές. Συγγνώμη, προφέρω ανάμεσα στους λυγμούς μου, συγγνώμη.
Το αγοράκι μού δίνει το χέρι του. Είναι σοβαρό πολύ, τα μάτια του λάμπουν. Μέσα στα δάχτυλά του το πιστόλι ανοίγει σαν κυκλάμινο, η σφαίρα με βρίσκει κατευθείαν στην καρδιά.
Είναι η εποχή που σκέφτομαι πολύ ψύχραιμα και λογικά. Οι συλλογισμοί μου είναι διαδοχικοί, ένα, δύο, τρία. Καταλαβαίνω αμέσως τις διαθέσεις των άλλων. Όχι από ένστικτο. Είναι ζήτημα μαθηματικής εξίσωσης, αίτιο-αιτιατό. Γι’ αυτό κανένας δεν μπορεί να με ξεγελάσει πως τάχα κάνει ό,τι κάνει από την πολλή αγάπη, ή από φόβο ή επειδή σκέφτεται πρώτα εμένα. Ακριβώς τότε με πιάνει μανία να διαβάζω επιστημονικά βιβλία. Διαβάζω την Αλίκη στη Χώρα των Κβάντων, διαβάζω για τη γάτα του Σρέντινγκερ. Για τον Μαξ Πλανκ, τα παιδιά του, για τον γιο του που πήρε μέρος στη συνωμοσία εναντίον του Χίτλερ και εκτελέστηκε. Για τα φράκταλ.
Μια μέρα, χτυπάει το κουδούνι μου. Ανοίγω και βλέπω μπροστά μου έναν άντρα με τέσσερα παιδιά, δυο αγοράκια και δυο κοριτσάκια. Είναι καλοντυμένοι όλοι, περιποιημένοι. Σε λίγα λεπτά βρισκόμαστε στο σαλόνι μου, εγώ με τα παιδιά καθόμαστε στον καναπέ και ο άντρας μόνος του, λίγο παράμερα. Μοιάζει σαν να γερνάει απότομα και γρήγορα, μοιάζει σαν να πεθαίνει αργά. Τα παιδιά όμως μου εκμυστηρεύονται κάτι συγκλονιστικό. Είναι δικά μου παιδιά. Ήρθαν να με βρουν μετά από χρόνια. Αρχίζουν να με λένε μαμά κι εγώ δακρύζω. Αγγίζω τα χέρια τους, είναι αληθινά. Δεν θυμάμαι τίποτα, δεν θυμάμαι καθόλου γέννες και τέτοια, τίποτα απολύτως. Δεν πειράζει, σκέφτομαι, δεν έχει καμιά σημασία. Μετά μιλάει το μεσαίο αγοράκι. Είναι ένα πανέμορφο, καταπληκτικό παιδί, πολύ ώριμο για την ηλικία του. Αν δεν μας θέλεις δεν πειράζει, μου λέει, το καταλαβαίνουμε, ήρθαμε έτσι ξαφνικά, δεν μπορούμε στα καλά καθούμενα να εισβάλλουμε στη ζωή σου. Εμένα στο πρόσωπό μου πια τρέχουν ασταμάτητα δάκρυα, δεν μπορώ να ηρεμήσω, σκέφτομαι την γκαρσονιέρα μου, σκέφτομαι τη γάτα μου που δεν αντέχει την πολυκοσμία, σκέφτομαι τα πέντε ευρώ που έχω μέσα στο πορτοφόλι μου και ότι δεν ξέρω να μαγειρεύω τίποτα εκτός από πατάτες τηγανητές. Συγγνώμη, προφέρω ανάμεσα στους λυγμούς μου, συγγνώμη.
Το αγοράκι μού δίνει το χέρι του. Είναι σοβαρό πολύ, τα μάτια του λάμπουν. Μέσα στα δάχτυλά του το πιστόλι ανοίγει σαν κυκλάμινο, η σφαίρα με βρίσκει κατευθείαν στην καρδιά.
EvanescenceQ
Επιφανές μέλος
Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 29 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
28-01-22
14:25
«Ο θείος Σάκης» της Κώστιας Κοντολέων
Είναι –πρέπει να είναι– κάποιες φωτογραφίες ανάμεσα σε άλλες που ξεπροβάλλουν όλες τους μέσα από σιδερένια κουτιά, που κάποτε είχαν φιλοξενήσει γλυκά μπισκότα του παρελθόντος, μα τώρα φιλοξενούν ποικίλες μνήμες του τότε… Ναι, πρέπει να είναι αυτές οι φωτογραφίες αδιάψευστοι μάρτυρες μιας καταχωνιασμένης διάψευσης.
Ώρα των ενδοσκοπήσεων, λοιπόν. Ώρα μοναχική και ενίοτε οδυνηρή, που λειτουργεί σαν τυφλή ανασκαφή στα έγκατα του ασυνείδητου. Κι όσο πιο βαθιά προχωρά, τόσο τα κτερίσματα που φέρνει στο φως αποκτούν λανθάνουσα υπόσταση και καταγράφονται σ’ εκείνο το κομμάτι του εγκεφάλου που σαν ηλεκτρονικός υπολογιστής αποθηκεύει ως μη όφειλε και όσα θα έπρεπε να περάσουν οριστικά στη λήθη…
Ήταν ίσως η νοσταλγία που την είχε κάνει να ανοίξει εκείνο το ξεχασμένο σιδερένιο κουτί, που έκρυβε μέσα του αποτυπωμένες στιγμές της παιδικής της ηλικίας. Εκείνη την κουτσοδόντικη της πρώτης δημοτικού, τις άλλες των διαδοχικών αποκριάτικων μεταμορφώσεων κι άλλες μετέπειτα κι άλλες…
Κι εκεί, ανάμεσα σ’ εκείνες της ψευδεπίγραφα ανέμελης παιδικής της ηλικίας… Μπλέχτηκε στα δάχτυλά της μια, ψαλιδισμένη στη δεξιά της πλευρά, φωτογραφία. Σερπαντίνες και χάρτινες γιρλάντες που κρέμονταν από την οροφή μιας ταβέρνας σηματοδοτούσαν την τυπική μικροαστική αποκριάτικη ατμόσφαιρα εκεί στο ξέφτισμα της δεκαετίας του ’50.
Βιάστηκε να τη χώσει ανάμεσα στις άλλες φωτογραφίες, εκείνο το κόψιμο στη μια πλευρά απώθησε την περιέργειά της να την κοιτάξει καλύτερα και συνέχισε το ταξίδι της στο τότε με τις άλλες, όλες τους μαυρόασπρες, όλες τους ξεθωριασμένες από τον χρόνο.
Κουρασμένη, πια, από τη συναισθηματική αναδρομή και τους συνειρμούς που τη συνόδευαν, έκλεισε το σιδερένιο κουτί με την ξεθωριασμένη ετικέτα Μπισκότα Παπαδοπούλου και το παράχωσε στο προστατευτικό σκοτάδι της δερμάτινης κασέλας-θεματοφύλακα των ιερών και ανόσιων μυστικών της οικογένειας.
Έκανε να σηκωθεί και τότε η ψαλιδισμένη φωτογραφία ηθελημένα ή αθέλητα βρέθηκε πεσμένη στο χαλί.
Πρέπει να με δεις! λες και απαιτούσε.
Δεν αντιστάθηκε στην απαίτηση, υπέκυψε και τη σήκωσε από κάτω, είδε μια εκδοχή από τις πολλές του δεκάχρονου εαυτού της, να κάθεται στα γόνατα της μάνας της φορώντας κίτρινο κοτιγιόν με τουρκουάζ φτερό στο πλάι. Γελούσε ευτυχισμένη σε κάποιον απέναντί της που μόνο το παχουλό αφράτο χέρι του είχε γλιτώσει από το –εκδικητικό λες– κόψιμο του ψαλιδιού.
Κι ένιωσε την ανάγκη να το χαϊδέψει εκείνο το χέρι. Ήταν ως να ένωνε κομμάτια ενός δύσκολου παζλ για να φτιάξει εντέλει από μνήμης το σώμα και το πρόσωπο εκείνου του ακρωτηριασμένου άντρα.
Και σιγά-σιγά το παζλ άρχισε να ολοκληρώνεται σε μια άλλη ασπρόμαυρη φωτογραφία…
Αυτή απεικόνιζε μια παραλία, κάποιο σούρουπο, κι εκείνη να είναι κουρνιασμένη στην αγκαλιά ενός άντρα που την κρατούσε τρυφερά στην αγκαλιά του με τα παχουλά, αφράτα χέρια του, όπως ένας πατέρας αγκαλιάζει τη μοναχοκόρη του.
Μόνο που αυτός δεν ήταν ο πατέρας της – τα δικά της αχνά γράμματα με μολύβι είχαν στο πίσω μέρος της φωτογραφίας γράψει το όνομά του, Θείος Σάκης, υπογραμμίζοντας μια υποτιθέμενη υπόσταση της σχέσης τους. Εντέλει κι αυτή ψευδής.
Δεν ήταν, ασφαλώς, η κόρη του, δεν ήταν ανιψιά του.
Ήταν η κόρη της Λεώνης, που είχε μείνει χήρα στα είκοσι τρία της. Μ’ ένα μωρό στην κοιλιά κι ένα μέλλον αδιευκρίνιστο ακόμη…
Χήρα με παιδί… Ήταν… Και έμεινε.
Κι ο θείος Σάκης ακρωτηριασμένος σε μια παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία, ήρθε κι έφυγε, αφήνοντας ένα –λειψό κι αυτό– αφράτο παχουλό χέρι.
Τα ψαλίδια ανοίγουν δρόμους στη λήθη.
Η λήθη πάντα θα αντιπαλεύεται τη μνήμη.
Είναι –πρέπει να είναι– κάποιες φωτογραφίες ανάμεσα σε άλλες που ξεπροβάλλουν όλες τους μέσα από σιδερένια κουτιά, που κάποτε είχαν φιλοξενήσει γλυκά μπισκότα του παρελθόντος, μα τώρα φιλοξενούν ποικίλες μνήμες του τότε… Ναι, πρέπει να είναι αυτές οι φωτογραφίες αδιάψευστοι μάρτυρες μιας καταχωνιασμένης διάψευσης.
Ώρα των ενδοσκοπήσεων, λοιπόν. Ώρα μοναχική και ενίοτε οδυνηρή, που λειτουργεί σαν τυφλή ανασκαφή στα έγκατα του ασυνείδητου. Κι όσο πιο βαθιά προχωρά, τόσο τα κτερίσματα που φέρνει στο φως αποκτούν λανθάνουσα υπόσταση και καταγράφονται σ’ εκείνο το κομμάτι του εγκεφάλου που σαν ηλεκτρονικός υπολογιστής αποθηκεύει ως μη όφειλε και όσα θα έπρεπε να περάσουν οριστικά στη λήθη…
Ήταν ίσως η νοσταλγία που την είχε κάνει να ανοίξει εκείνο το ξεχασμένο σιδερένιο κουτί, που έκρυβε μέσα του αποτυπωμένες στιγμές της παιδικής της ηλικίας. Εκείνη την κουτσοδόντικη της πρώτης δημοτικού, τις άλλες των διαδοχικών αποκριάτικων μεταμορφώσεων κι άλλες μετέπειτα κι άλλες…
Κι εκεί, ανάμεσα σ’ εκείνες της ψευδεπίγραφα ανέμελης παιδικής της ηλικίας… Μπλέχτηκε στα δάχτυλά της μια, ψαλιδισμένη στη δεξιά της πλευρά, φωτογραφία. Σερπαντίνες και χάρτινες γιρλάντες που κρέμονταν από την οροφή μιας ταβέρνας σηματοδοτούσαν την τυπική μικροαστική αποκριάτικη ατμόσφαιρα εκεί στο ξέφτισμα της δεκαετίας του ’50.
Βιάστηκε να τη χώσει ανάμεσα στις άλλες φωτογραφίες, εκείνο το κόψιμο στη μια πλευρά απώθησε την περιέργειά της να την κοιτάξει καλύτερα και συνέχισε το ταξίδι της στο τότε με τις άλλες, όλες τους μαυρόασπρες, όλες τους ξεθωριασμένες από τον χρόνο.
Κουρασμένη, πια, από τη συναισθηματική αναδρομή και τους συνειρμούς που τη συνόδευαν, έκλεισε το σιδερένιο κουτί με την ξεθωριασμένη ετικέτα Μπισκότα Παπαδοπούλου και το παράχωσε στο προστατευτικό σκοτάδι της δερμάτινης κασέλας-θεματοφύλακα των ιερών και ανόσιων μυστικών της οικογένειας.
Έκανε να σηκωθεί και τότε η ψαλιδισμένη φωτογραφία ηθελημένα ή αθέλητα βρέθηκε πεσμένη στο χαλί.
Πρέπει να με δεις! λες και απαιτούσε.
Δεν αντιστάθηκε στην απαίτηση, υπέκυψε και τη σήκωσε από κάτω, είδε μια εκδοχή από τις πολλές του δεκάχρονου εαυτού της, να κάθεται στα γόνατα της μάνας της φορώντας κίτρινο κοτιγιόν με τουρκουάζ φτερό στο πλάι. Γελούσε ευτυχισμένη σε κάποιον απέναντί της που μόνο το παχουλό αφράτο χέρι του είχε γλιτώσει από το –εκδικητικό λες– κόψιμο του ψαλιδιού.
Κι ένιωσε την ανάγκη να το χαϊδέψει εκείνο το χέρι. Ήταν ως να ένωνε κομμάτια ενός δύσκολου παζλ για να φτιάξει εντέλει από μνήμης το σώμα και το πρόσωπο εκείνου του ακρωτηριασμένου άντρα.
Και σιγά-σιγά το παζλ άρχισε να ολοκληρώνεται σε μια άλλη ασπρόμαυρη φωτογραφία…
Αυτή απεικόνιζε μια παραλία, κάποιο σούρουπο, κι εκείνη να είναι κουρνιασμένη στην αγκαλιά ενός άντρα που την κρατούσε τρυφερά στην αγκαλιά του με τα παχουλά, αφράτα χέρια του, όπως ένας πατέρας αγκαλιάζει τη μοναχοκόρη του.
Μόνο που αυτός δεν ήταν ο πατέρας της – τα δικά της αχνά γράμματα με μολύβι είχαν στο πίσω μέρος της φωτογραφίας γράψει το όνομά του, Θείος Σάκης, υπογραμμίζοντας μια υποτιθέμενη υπόσταση της σχέσης τους. Εντέλει κι αυτή ψευδής.
Δεν ήταν, ασφαλώς, η κόρη του, δεν ήταν ανιψιά του.
Ήταν η κόρη της Λεώνης, που είχε μείνει χήρα στα είκοσι τρία της. Μ’ ένα μωρό στην κοιλιά κι ένα μέλλον αδιευκρίνιστο ακόμη…
Χήρα με παιδί… Ήταν… Και έμεινε.
Κι ο θείος Σάκης ακρωτηριασμένος σε μια παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία, ήρθε κι έφυγε, αφήνοντας ένα –λειψό κι αυτό– αφράτο παχουλό χέρι.
Τα ψαλίδια ανοίγουν δρόμους στη λήθη.
Η λήθη πάντα θα αντιπαλεύεται τη μνήμη.
EvanescenceQ
Επιφανές μέλος
Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 29 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
27-01-22
14:36
…η ελευθερία είναι το σημαντικότερο αγαθό του ανθρώπου και το να μην την ασκεί, όταν είναι εφικτό να την ασκεί, είναι κάτι που ο Θεός δεν μπορεί να μας το ζητήσει. Το να αποποιηθεί κάποιος την ελευθερία του αποτελεί πράγματι τρομερή αμαρτία, σχεδόν προσβολή προς τον Θεό.
….δεν υπάρχει πια τίποτα να πιστέψει κανείς…. Το μόνο που αξίζει τον κόπο είναι να στρατευτείς στην φυλή που εσύ ο ίδιος έχεις ελεύθερα επιλέξει…. το μοναδικό που σου μένει, το μοναδικό που πραγματικά σου ανήκει, είναι η ελευθέρια της επιλογής.
"Αιρετικοί"
Leonardo Padura
….δεν υπάρχει πια τίποτα να πιστέψει κανείς…. Το μόνο που αξίζει τον κόπο είναι να στρατευτείς στην φυλή που εσύ ο ίδιος έχεις ελεύθερα επιλέξει…. το μοναδικό που σου μένει, το μοναδικό που πραγματικά σου ανήκει, είναι η ελευθέρια της επιλογής.
"Αιρετικοί"
Leonardo Padura
EvanescenceQ
Επιφανές μέλος
Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 29 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
27-01-22
14:17
To σπίτι μας ήταν στη γωνία, στον πρώτο όροφο μιας τούβλινης τριώροφης οικοδομής. Δίπλα ακριβώς ήταν το χαμόσπιτο του Μαρενγκλέν, του καλύτερού μου φίλου, με τις αμέτρητες φακίδες και απέναντι, πάνω από το φούρνο, έμενε ο Φρανσουά που ζωγράφιζε ωραία. Από πάνω ακριβώς έμενε ο Αχμέντ που καθόταν στο πίσω θρανίο και με ενοχλούσε συνέχεια –καμιά φορά παίζαμε και ξύλο, πότε νικούσε αυτός πότε εγώ. Δίπλα ήταν το μόνο σπίτι με αυλή και όμορφα λουλούδια, του διπλανού μου στο θρανίο, του Φρεντ, που η μάνα του μας κυνηγούσε όταν παίζαμε μπάλα κοντά στην αυλή τους, γιατί έπεφτε συχνά στα λουλούδια.
Στην άλλη γωνία του δρόμου, ήταν το ψιλικατζίδικο του Τόνι, που τον είχαμε ρημάξει εγώ κι η παρέα. Αυτοί τον απασχολούσαν ρωτώντας διάφορα, εγώ έβαζα κάτω απ’ τη μπλούζα μου ή στις τσέπες μου ό,τι μπορούσα και μετά τα μοιραζόμασταν κάτω από τη γέφυρα. Μέχρι που μία μέρα ο Τόνι με είδε, έβαλε μία φωνή, σκόρπισε η παρεά τρέχοντας. Εγώ δεν πρόλαβα να φύγω, με έπιασε απ’το χέρι, περίμενα το χαστούκι, αλλά εκείνος μου είπε “αν δεν έχεις να τα αγοράσεις, να μου τα ζητάς, μην κλέβεις”. Μου άνοιξε τις χούφτες, τις γέμισε καραμέλες, και μου είπε “πήγαινε τώρα”. Έτσι έκανα, έτρεξα, τα έδωσα όλα στην παρέα και δεν ξαναέκλεψα τίποτα από τότε.
Απέναντι ήταν η συναγωγή. Από έξω ήταν επιβλητική, από μέσα δεν ξέραμε πώς ήταν. Μόνο απ’ έξω μπορούσαμε να ρίχνουμε κλεφτές ματιές. Τα Σάββατα η Ρόζα ντυμένη με τα καλά της ανέβαινε τα σκαλιά και εγώ κάθε Σάββατο την ερωτευόμουν λιγάκι περισσότερο. Γελούσαν τα αδέρφια μου με την αφέλειά μου. Κάποτε το ξεφούρνισαν στους γονείς και γέλασαν κι εκείνοι. “Δεν γίνεται να την παντρευτείς” μου έλεγαν, αλλά εγώ με πείσμα δήλωνα ότι όταν μεγαλώσω θα πάω να τη ζητήσω σε γάμο. Ο πατέρας μου γέλασε ακόμη περισσότερο κι είπε “ακόμη κι αν σ’ αγαπήσει, δεν θα σε θέλουν εκείνοι, ρε βλάκα”. Δεν καταλάβαινα ποιοι ήταν “εκείνοι”, εγώ τη Ρόζα ήθελα. Με έπιανε απελπισία στη σκέψη ότι εκτός από τη Ρόζα έπρεπε να πείσω και κάποιους άγνωστους και αόρατους “εκείνους”.
Ένα πράγμα ήξερα με σιγουριά τόσα χρόνια. Ότι τα πάντα ξεκίνησαν να πηγαίνουν στραβά στη ζωή μου από τότε που ο πατέρας πήρε την απόφαση να γυρίσουμε πίσω στην πατρίδα, δηλαδή από τότε που αποφάσισε να την υλοποιήσει, γιατί την απόφαση αυτή την είχε πάντα στο μυαλό του, μ’ αυτή μετανάστευσε, ποτέ δεν ξεκόλλησε απ’ το κεφάλι του. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου για μία επιστροφή άκουγα κι εγώ και τα αδέρφια μου. Κανείς δεν μας ρώτησε αν θέλαμε να επιστρέψουμε κάπου από όπου δεν είχαμε φύγει ποτέ, κανείς δεν σκέφτηκε ότι για μας ήταν φυγή κι όχι επιστροφή. Έτσι, σαν του πατέρα, μια απόφαση κόλλησε στο δικό μου μυαλό: να επιστρέψω κι εγώ κάποτε εκεί απ’ όπου έφυγα. Αρκεί να γυρνούσα κι όλα θα διορθώνονταν –έτσι πίστευα. Και να που γύρισα, τόσα χρόνια μετά, και δεν βρήκα τίποτα απολύτως, ούτε το σπίτι μου ούτε τα σπίτια των φίλων μου ούτε το μαγαζί του Τόνι ούτε τη συναγωγή. Μόνο μία γέφυρα, βρώμικους τοίχους, εγκαταλειμμένα αμάξια, γκράφιτι και πολλά σκουπίδια. Κι έτσι που κάθομαι και τα βλέπω τώρα είναι σαν να ήθελα σ’ όλη μου τη ζωή να επιστρέψω σε ένα μέρος που δεν υπήρξε ποτέ.
Διήγημα: “Γυρισμός”
Του Άγγελου Μανουσόπουλου //
Στην άλλη γωνία του δρόμου, ήταν το ψιλικατζίδικο του Τόνι, που τον είχαμε ρημάξει εγώ κι η παρέα. Αυτοί τον απασχολούσαν ρωτώντας διάφορα, εγώ έβαζα κάτω απ’ τη μπλούζα μου ή στις τσέπες μου ό,τι μπορούσα και μετά τα μοιραζόμασταν κάτω από τη γέφυρα. Μέχρι που μία μέρα ο Τόνι με είδε, έβαλε μία φωνή, σκόρπισε η παρεά τρέχοντας. Εγώ δεν πρόλαβα να φύγω, με έπιασε απ’το χέρι, περίμενα το χαστούκι, αλλά εκείνος μου είπε “αν δεν έχεις να τα αγοράσεις, να μου τα ζητάς, μην κλέβεις”. Μου άνοιξε τις χούφτες, τις γέμισε καραμέλες, και μου είπε “πήγαινε τώρα”. Έτσι έκανα, έτρεξα, τα έδωσα όλα στην παρέα και δεν ξαναέκλεψα τίποτα από τότε.
Απέναντι ήταν η συναγωγή. Από έξω ήταν επιβλητική, από μέσα δεν ξέραμε πώς ήταν. Μόνο απ’ έξω μπορούσαμε να ρίχνουμε κλεφτές ματιές. Τα Σάββατα η Ρόζα ντυμένη με τα καλά της ανέβαινε τα σκαλιά και εγώ κάθε Σάββατο την ερωτευόμουν λιγάκι περισσότερο. Γελούσαν τα αδέρφια μου με την αφέλειά μου. Κάποτε το ξεφούρνισαν στους γονείς και γέλασαν κι εκείνοι. “Δεν γίνεται να την παντρευτείς” μου έλεγαν, αλλά εγώ με πείσμα δήλωνα ότι όταν μεγαλώσω θα πάω να τη ζητήσω σε γάμο. Ο πατέρας μου γέλασε ακόμη περισσότερο κι είπε “ακόμη κι αν σ’ αγαπήσει, δεν θα σε θέλουν εκείνοι, ρε βλάκα”. Δεν καταλάβαινα ποιοι ήταν “εκείνοι”, εγώ τη Ρόζα ήθελα. Με έπιανε απελπισία στη σκέψη ότι εκτός από τη Ρόζα έπρεπε να πείσω και κάποιους άγνωστους και αόρατους “εκείνους”.
Ένα πράγμα ήξερα με σιγουριά τόσα χρόνια. Ότι τα πάντα ξεκίνησαν να πηγαίνουν στραβά στη ζωή μου από τότε που ο πατέρας πήρε την απόφαση να γυρίσουμε πίσω στην πατρίδα, δηλαδή από τότε που αποφάσισε να την υλοποιήσει, γιατί την απόφαση αυτή την είχε πάντα στο μυαλό του, μ’ αυτή μετανάστευσε, ποτέ δεν ξεκόλλησε απ’ το κεφάλι του. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου για μία επιστροφή άκουγα κι εγώ και τα αδέρφια μου. Κανείς δεν μας ρώτησε αν θέλαμε να επιστρέψουμε κάπου από όπου δεν είχαμε φύγει ποτέ, κανείς δεν σκέφτηκε ότι για μας ήταν φυγή κι όχι επιστροφή. Έτσι, σαν του πατέρα, μια απόφαση κόλλησε στο δικό μου μυαλό: να επιστρέψω κι εγώ κάποτε εκεί απ’ όπου έφυγα. Αρκεί να γυρνούσα κι όλα θα διορθώνονταν –έτσι πίστευα. Και να που γύρισα, τόσα χρόνια μετά, και δεν βρήκα τίποτα απολύτως, ούτε το σπίτι μου ούτε τα σπίτια των φίλων μου ούτε το μαγαζί του Τόνι ούτε τη συναγωγή. Μόνο μία γέφυρα, βρώμικους τοίχους, εγκαταλειμμένα αμάξια, γκράφιτι και πολλά σκουπίδια. Κι έτσι που κάθομαι και τα βλέπω τώρα είναι σαν να ήθελα σ’ όλη μου τη ζωή να επιστρέψω σε ένα μέρος που δεν υπήρξε ποτέ.
Διήγημα: “Γυρισμός”
Του Άγγελου Μανουσόπουλου //
EvanescenceQ
Επιφανές μέλος
Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 29 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
25-01-22
21:02
Ιστορία δύο πόλεων
«Ήταν η καλύτερη εποχή, ήταν η χειρότερη εποχή, ήταν η εποχή της σοφίας, ήταν η εποχή της ανοησίας, ήταν η εποχή της πίστης, ήταν η εποχή της δυσπιστίας, ήταν η εποχή του φωτός, ήταν η εποχή του σκότους, ήταν η άνοιξη της ελπίδας, ήταν ο χειμώνας της απελπισίας. "
-Ιστορία δύο πόλεων (Charles Dickens)-
«Ήταν η καλύτερη εποχή, ήταν η χειρότερη εποχή, ήταν η εποχή της σοφίας, ήταν η εποχή της ανοησίας, ήταν η εποχή της πίστης, ήταν η εποχή της δυσπιστίας, ήταν η εποχή του φωτός, ήταν η εποχή του σκότους, ήταν η άνοιξη της ελπίδας, ήταν ο χειμώνας της απελπισίας. "
-Ιστορία δύο πόλεων (Charles Dickens)-
EvanescenceQ
Επιφανές μέλος
Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 29 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
21-01-22
20:18
”Η αγάπη δεν είναι βασικά μιά σχέση προς ένα ιδιαίτερο άτομο.Είναι μιά στάση, ένας προσανατολισμός του χαρακτήρα που καθορίζει τη σχέση ενός ατόμου προς τον κόσμο σαν σύνολο κι όχι προς ένα ‘αντικείμενο’ αγάπης. Αν ένα άτομο αγαπά μόνο ένα άλλο άτομο κι είναι αδιάφορο προς τους άλλους συνανθρώπους του, η αγάπη του δεν είναι ακριβώς αγάπη αλλά μια συμβιοτική προσκόλληση ή ένας διογκωμένος εγωισμός. Ωστόσο, οι πιο πολλοί άνθρωποι πιστεύουν πως η αγάπη είναι το αντικείμενο κι όχι η ψυχική ικανότητα. Στην πραγματικότητα φτάνουν στο σημείο να πιστεύουν ότι: όταν δεν αγαπάνε κανέναν άλλον παρά μόνο το ‘αγαπημένο’ πρόσωπο, αυτό είναι μια απόδειξη της έντασης της αγάπης τους. … Αν πραγματικά αγαπώ έναν άνθρωπο, αγαπώ όλους τους ανθρώπους, αγαπώ τον κόσμο, αγαπώ τη ζωή. Αν μπορώ να πω σε κάποιον άλλον ”σ’αγαπώ”, πρέπει να ειμαι ικανός να πω ”αγαπώ σε σένα όλους, αγαπώ μέσα από σένα όλο τον κόσμο, αγαπώ σε σένα και τον εαυτό μου”.
Λέγοντας ωστόσο ότι η αγάπη είναι ένας προσανατολισμός που αναφέρεται σ’όλους και όχι στον ένα,δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στις διάφορες μορφές της αγάπης….”
Εριχ Φρομ- ”Η τέχνη της αγάπης”
Λέγοντας ωστόσο ότι η αγάπη είναι ένας προσανατολισμός που αναφέρεται σ’όλους και όχι στον ένα,δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στις διάφορες μορφές της αγάπης….”
Εριχ Φρομ- ”Η τέχνη της αγάπης”
EvanescenceQ
Επιφανές μέλος
Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 29 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
21-01-22
19:47
” Ένα κορίτσι πέφτει σ’ένα πηγάδι. Ένα αγόρι περνά από εκεί, το βλέπει, πηδάει μες στο πηγάδι και σώζει το κορίτσι. Αυτό τον ευχαριστεί και τον ρωτά: Γιατί το έκανες αυτό; Το αγόρι λέει:Γιατί η ζωή μου δε θα’χε καμμιά αξία αν σ’έβλεπα να πεθαίνεις. Γιατί δεν υπάρχει καμμιά διαφορά ανάμεσα σε σένα και μένα. Γιατί κάθε φορά που πεθαίνει ένας από μας, πεθαίνουμε όλοι από λίγο ”
” Εκεί που ο Θεός έρχεται μόνο για να κλάψει” της Siba Shakib
” Εκεί που ο Θεός έρχεται μόνο για να κλάψει” της Siba Shakib
EvanescenceQ
Επιφανές μέλος
Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 29 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
20-01-22
20:42
"...Δεν έκανα τίποτα άλλο από το να ονειρεύομαι. Αυτό ήταν, και μόνο αυτό, το νόημα της ζωής μου. Ποτέ δεν είχα άλλη πραγματική ενασχόληση πέρα από την εσωτερική μου ζωή. Οι μεγαλύτερες συμφορές της ζωής μου σβήνουν όταν ανοίγοντας το παράθυρο μέσα μου μπορώ και τις ξεχνώ κοιτάζοντας την αδιάλειπτη κίνηση εντός μου.
Ποτέ δεν θέλησα να είμαι τίποτα άλλο πέρα από ονειροπόλος. Σε όποιον μου είπε να ζήσω δεν έδωσα ποτέ σημασία. Ανήκα ανέκαθεν σ' αυτό που δεν είναι όπου είμαι και σ' αυτό που ποτέ δεν μπόρεσα να είμαι. Ό,τι δεν είναι δικό μου, όσο ταπεινό και να είναι, είχε πάντα ποίηση για μένα. Ποτέ δεν αγάπησα άλλο από το τίποτα. Ποτέ δεν επιθύμησα άλλο από αυτό που δεν μπορούσα να φανταστώ. Από τη ζωή τίποτα άλλο δεν ζήτησα πέρα από το να περάσει από μέσα μου χωρίς να την αισθανθώ. Από την αγάπη το μόνο που ζήτησα ήταν να μείνει για πάντα ένα όνειρο μακρινό. Από τα εσωτερικά μου τοπία, όλα τους μη πραγματικά, αυτό που με είλκυε ήταν το μακρινό, και τα τοξωτά γεφύρια που έσβηναν, σχεδόν στην απόσταση των τοπίων των ονείρων μου, είχαν μια γλυκύτητα ονείρου σε σχέση με άλλα μέρη του τόπου-μια γλυκύτητα που μ' έκανε να τ' αγαπώ.
Η μανία μου να δημιουργώ έναν κόσμο ψεύτικο με συνοδεύει ακόμα, και μόνο με το θάνατό μου θα μ' εγκαταλείψει…"
Μπερνάρντο Σοάρες
(Φερνάντο Πεσσόα),
Απόσπασμα από "Το βιβλίο της ανησυχίας"
μετάφραση Μαρία Παπαδήμα,
εκδόσεις Εξάντας,
Ποτέ δεν θέλησα να είμαι τίποτα άλλο πέρα από ονειροπόλος. Σε όποιον μου είπε να ζήσω δεν έδωσα ποτέ σημασία. Ανήκα ανέκαθεν σ' αυτό που δεν είναι όπου είμαι και σ' αυτό που ποτέ δεν μπόρεσα να είμαι. Ό,τι δεν είναι δικό μου, όσο ταπεινό και να είναι, είχε πάντα ποίηση για μένα. Ποτέ δεν αγάπησα άλλο από το τίποτα. Ποτέ δεν επιθύμησα άλλο από αυτό που δεν μπορούσα να φανταστώ. Από τη ζωή τίποτα άλλο δεν ζήτησα πέρα από το να περάσει από μέσα μου χωρίς να την αισθανθώ. Από την αγάπη το μόνο που ζήτησα ήταν να μείνει για πάντα ένα όνειρο μακρινό. Από τα εσωτερικά μου τοπία, όλα τους μη πραγματικά, αυτό που με είλκυε ήταν το μακρινό, και τα τοξωτά γεφύρια που έσβηναν, σχεδόν στην απόσταση των τοπίων των ονείρων μου, είχαν μια γλυκύτητα ονείρου σε σχέση με άλλα μέρη του τόπου-μια γλυκύτητα που μ' έκανε να τ' αγαπώ.
Η μανία μου να δημιουργώ έναν κόσμο ψεύτικο με συνοδεύει ακόμα, και μόνο με το θάνατό μου θα μ' εγκαταλείψει…"
Μπερνάρντο Σοάρες
(Φερνάντο Πεσσόα),
Απόσπασμα από "Το βιβλίο της ανησυχίας"
μετάφραση Μαρία Παπαδήμα,
εκδόσεις Εξάντας,
EvanescenceQ
Επιφανές μέλος
Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 29 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
20-01-22
13:52
Αλλά όσο περισσότερο βούταγε την εικόνα της στη λάσπη του πολέμου τόσο περισσότερο ο πόλεμος έμοιαζε με την Αμαράντα. Έτσι,είχε βασανιστεί στην εξορία, ψάχνοντας να βρεί τρόπο να τη σκοτώσει με τον ίδιο το θάνατο του.
Έσκαψε τόσο βαθιά στα αισθήματα του και αναζητώντας το συμφέρον, συνάντησε τον έρωτα, γιατί προσπαθώντας να την κάνει να τον αγαπήσει, κατέληξε να την αγαπήσει αυτός.
Τη συνάντησε στην εικόνα που πλημμύριζε την ίδια την τρομερή του μοναξιά.
Μετά από τόσα χρόνια θάνατο, ήταν τόση η λαχτάρα για τους ζωντανούς, τόσο πιεστική η ανάγκη για συντροφιά, τόσο τρομακτική η προσέγγιση σε εκείνον τον άλλο θάνατο που υπάρχει μέσα στο θάνατο, που ο Προυδένσιο Αγκιλάρ είχε φτάσει να αγαπήσει τον χειρότερο εχθρό του.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες “100 χρόνια μοναξιάς”
Έσκαψε τόσο βαθιά στα αισθήματα του και αναζητώντας το συμφέρον, συνάντησε τον έρωτα, γιατί προσπαθώντας να την κάνει να τον αγαπήσει, κατέληξε να την αγαπήσει αυτός.
Τη συνάντησε στην εικόνα που πλημμύριζε την ίδια την τρομερή του μοναξιά.
Μετά από τόσα χρόνια θάνατο, ήταν τόση η λαχτάρα για τους ζωντανούς, τόσο πιεστική η ανάγκη για συντροφιά, τόσο τρομακτική η προσέγγιση σε εκείνον τον άλλο θάνατο που υπάρχει μέσα στο θάνατο, που ο Προυδένσιο Αγκιλάρ είχε φτάσει να αγαπήσει τον χειρότερο εχθρό του.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες “100 χρόνια μοναξιάς”
EvanescenceQ
Επιφανές μέλος
Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 29 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
19-01-22
12:48
Συνήθως, η αλήθεια υφίσταται μεγαλύτερη ζημιά από το ζήλο των υπερμάχων της παρά από τα επιχειρήματα των πολεμίων της.
Η αποκάλυψη μιας αλήθειας γίνεται πάντα με ζήλο κι εκείνοι που είναι σίγουροι γι' αυτήν τείνουν να είναι ενθουσιώδεις. Τούτο όμως αποτελεί το αδύνατο σημείο τους σε μια φιλονικία. Επομένως, είναι προτιμότερο ο ζήλος να στρέφεται εναντίον της καθαυτό αμαρτίας και όχι εναντίον των ανθρώπων ή των σφαλμάτων τους.
William Penn, Καρποί της Μοναξιάς, εκδ. Ροές
Η αποκάλυψη μιας αλήθειας γίνεται πάντα με ζήλο κι εκείνοι που είναι σίγουροι γι' αυτήν τείνουν να είναι ενθουσιώδεις. Τούτο όμως αποτελεί το αδύνατο σημείο τους σε μια φιλονικία. Επομένως, είναι προτιμότερο ο ζήλος να στρέφεται εναντίον της καθαυτό αμαρτίας και όχι εναντίον των ανθρώπων ή των σφαλμάτων τους.
William Penn, Καρποί της Μοναξιάς, εκδ. Ροές
EvanescenceQ
Επιφανές μέλος
Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 29 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
18-01-22
14:18
Αποσπάσματα| Χαμογέλα ρε τι σου ζητάνε; | Χρόνης Μίσσιος
Το νόημα της ελευθερίας
Πιστεύω πως το πρόβλημα της ελευθερίας του ανθρώπου ξεκινάει από το σώμα του. Άμα δεν έχεις το δικαίωμα να χρησιμοποιήσεις το σώμα σου όπως σου γουστάρει, τότε μπορεί να αρνείσαι ένα ανελεύθερο σύστημα, αλλά ταυτόχρονα να αναπαραγάγεις ένα νέο σύστημα καταπίεσης.
Και η ευτυχία του ανθρώπου δε μπορεί να νοηθεί διαφορετικά, παρά μονάχα μες από την ελευθερία του σώματός του, μες από την ελευθερία της συμπεριφοράς του.
Νομίζω πως το πιο κρίσιμο πρόβλημα, για την εποχή μας τουλάχιστον, σχετικά με την ευτυχία του ανθρώπου είναι το πρόβλημα της ελευθερίας του, η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, χωρίς εξαρτήσεις, όρους ή περιορισμούς. Η απελευθέρωσή του από κάθε μορφή εξουσίας, ιεραρχίας και αυθεντίας.
Οι άνθρωποι δε θα δουλεύουν από ανάγκη για να ζήσουν, αλλά από την ανάγκη της χαράς, της δημιουργίας. Ο καθένας στο παιχνίδι του, στο άθλημά του.
Η “κωλοεφεύρεση” που τη λένε ρολόι
Η ζωή μας μια φορά μας δίνεται, άπαξ, που λένε, σα μια μοναδική ευκαιρία. Τουλάχιστον μ’ αυτή την αυτόνομη μορφή της δεν πρόκειται να ξανα-υπάρξουμε ποτέ. Και μείς τι την κάνουμε ρε, αντί να τη ζήσουμε; Τι την κάνουμε; Τη σέρνουμε από δω κι από κει δολοφονώντας την.
Οργανωμένη κοινωνία, οργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις. Μα αφού είναι οργανωμένες, πώς είναι σχέσεις; Σχέση σημαίνει συνάντηση, σημαίνει έκπληξη, σημαίνει γέννα συναισθήματος, πώς να οργανώσεις τα συναισθήματα.
Έτσι, μ’ αυτή την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, σπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες σα να μας είναι βάρος, και μας είναι βάρος, γιατί δε ζούμε, κατάλαβες; Όλο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι φτου κι απ’ την αρχή.
Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που θα τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν “αξίες”, σαν “ηθική”, σαν “πολιτισμό”.
Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να παίξουμε και να χαρούμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να κάνουμε έρωτα, να απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας.
Όλα, όλα τα αφήνουμε για το αύριο που δε θα ‘ρθει ποτέ… Αφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος και δεν πάμε πουθενά αλλού, παρά μόνο στο θάνατο, και εμείς οι μαλάκες, αντί να κλαίμε το δειλινό που χάθηκε άλλη μια μέρα απ’ τη ζωή μας, χαιρόμαστε.
“Τολμάτε ρε!”
Τολμάτε ρε, τολμάτε! Γράψτε αυτό που θέλετε, αυτό που σκέφτεστε. Απορρίψτε τις σκοπιμότητες.
Εγώ έγραφα, κι έγραφα με την ψυχή, κι όταν με είπαν συγγραφέα πρώτη φορά τα ‘χασα! Μα, σοβαρά μιλάτε ρε παιδιά, συγγραφέας; Δεν είχα καμία τέτοια πρόθεση απλά στις παρέες, στον κήπο, τους έλεγα ιστορίες και μου έλεγαν, ρε Χρόνη γιατί δεν τα γράφεις αυτά τα πράγματα; Κι έτσι βγήκε.
Γιατί τα βιώματα ήταν ουσιαστικά. Κατάλαβες; Ζούσαμε. Είχε συνέχεια η ζωή μας, δεν ήταν αυτή η γκρίζα καθημερινότητα, αλλά ήταν μεγάλο κατόρθωμα να παραμείνεις άνθρωπος.
Ήταν πολύ σημαντικό να μπορείς να κοιτάξεις τη μάπα σου το πρωί στον καθρέφτη και να πεις, “είμαστε εντάξει ρε μάγκα, πάμε”.
Ο μόνος δρόμος
Εκείνο που μπορώ να υποστηρίξω το υποστηρίζω: ότι ο μόνος δρόμος, ο οποίος δεν μας οδηγεί σε κανένα λάκκο, σε καμιά λακκούβα, σε κανένα κακό συναπάντημα, είναι ο δρόμος της αγάπης, είναι ο δρόμος της τρυφερότητας, είναι ο δρόμος της κατανόησης, είναι ο δρόμος της υπεράσπισης της διαφορετικότητας του άλλου! Αυτός είναι ο μόνος δρόμος. Αν τον ακολουθήσουμε αυτόν τον δρόμο δεν κινδυνεύουμε. Ούτε εμείς ούτε οι συνάνθρωποί μας.
Να ‘σαι άνθρωπος δημιουργικός και ευαίσθητος. Και να αγαπάς. Να αγαπάς! Να μπορείς να μετατρέπεις κάθε μέρα την αγάπη σε αγαπημένο. Η φρέζα μου που είναι εκεί φυτεμένη την αγαπάω, την βλέπω κάθε πρωί, καταλαβαίνεις; Ή έναν συγκεκριμένο άνθρωπο… Όλα τα άλλα… Παρέες, ρε, μπορείς να κάνεις παρέες; Φιλία. Έρωτα! Κάντε έρωτα, αγαπηθείτε κάντε τις παρέες σας, σκεφτείτε, αναπτύξτε την κριτική σας σκέψη
Το νόημα της ελευθερίας
Πιστεύω πως το πρόβλημα της ελευθερίας του ανθρώπου ξεκινάει από το σώμα του. Άμα δεν έχεις το δικαίωμα να χρησιμοποιήσεις το σώμα σου όπως σου γουστάρει, τότε μπορεί να αρνείσαι ένα ανελεύθερο σύστημα, αλλά ταυτόχρονα να αναπαραγάγεις ένα νέο σύστημα καταπίεσης.
Και η ευτυχία του ανθρώπου δε μπορεί να νοηθεί διαφορετικά, παρά μονάχα μες από την ελευθερία του σώματός του, μες από την ελευθερία της συμπεριφοράς του.
Νομίζω πως το πιο κρίσιμο πρόβλημα, για την εποχή μας τουλάχιστον, σχετικά με την ευτυχία του ανθρώπου είναι το πρόβλημα της ελευθερίας του, η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, χωρίς εξαρτήσεις, όρους ή περιορισμούς. Η απελευθέρωσή του από κάθε μορφή εξουσίας, ιεραρχίας και αυθεντίας.
Οι άνθρωποι δε θα δουλεύουν από ανάγκη για να ζήσουν, αλλά από την ανάγκη της χαράς, της δημιουργίας. Ο καθένας στο παιχνίδι του, στο άθλημά του.
Η “κωλοεφεύρεση” που τη λένε ρολόι
Η ζωή μας μια φορά μας δίνεται, άπαξ, που λένε, σα μια μοναδική ευκαιρία. Τουλάχιστον μ’ αυτή την αυτόνομη μορφή της δεν πρόκειται να ξανα-υπάρξουμε ποτέ. Και μείς τι την κάνουμε ρε, αντί να τη ζήσουμε; Τι την κάνουμε; Τη σέρνουμε από δω κι από κει δολοφονώντας την.
Οργανωμένη κοινωνία, οργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις. Μα αφού είναι οργανωμένες, πώς είναι σχέσεις; Σχέση σημαίνει συνάντηση, σημαίνει έκπληξη, σημαίνει γέννα συναισθήματος, πώς να οργανώσεις τα συναισθήματα.
Έτσι, μ’ αυτή την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, σπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες σα να μας είναι βάρος, και μας είναι βάρος, γιατί δε ζούμε, κατάλαβες; Όλο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι φτου κι απ’ την αρχή.
Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που θα τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν “αξίες”, σαν “ηθική”, σαν “πολιτισμό”.
Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να παίξουμε και να χαρούμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να κάνουμε έρωτα, να απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας.
Όλα, όλα τα αφήνουμε για το αύριο που δε θα ‘ρθει ποτέ… Αφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος και δεν πάμε πουθενά αλλού, παρά μόνο στο θάνατο, και εμείς οι μαλάκες, αντί να κλαίμε το δειλινό που χάθηκε άλλη μια μέρα απ’ τη ζωή μας, χαιρόμαστε.
“Τολμάτε ρε!”
Τολμάτε ρε, τολμάτε! Γράψτε αυτό που θέλετε, αυτό που σκέφτεστε. Απορρίψτε τις σκοπιμότητες.
Εγώ έγραφα, κι έγραφα με την ψυχή, κι όταν με είπαν συγγραφέα πρώτη φορά τα ‘χασα! Μα, σοβαρά μιλάτε ρε παιδιά, συγγραφέας; Δεν είχα καμία τέτοια πρόθεση απλά στις παρέες, στον κήπο, τους έλεγα ιστορίες και μου έλεγαν, ρε Χρόνη γιατί δεν τα γράφεις αυτά τα πράγματα; Κι έτσι βγήκε.
Γιατί τα βιώματα ήταν ουσιαστικά. Κατάλαβες; Ζούσαμε. Είχε συνέχεια η ζωή μας, δεν ήταν αυτή η γκρίζα καθημερινότητα, αλλά ήταν μεγάλο κατόρθωμα να παραμείνεις άνθρωπος.
Ήταν πολύ σημαντικό να μπορείς να κοιτάξεις τη μάπα σου το πρωί στον καθρέφτη και να πεις, “είμαστε εντάξει ρε μάγκα, πάμε”.
Ο μόνος δρόμος
Εκείνο που μπορώ να υποστηρίξω το υποστηρίζω: ότι ο μόνος δρόμος, ο οποίος δεν μας οδηγεί σε κανένα λάκκο, σε καμιά λακκούβα, σε κανένα κακό συναπάντημα, είναι ο δρόμος της αγάπης, είναι ο δρόμος της τρυφερότητας, είναι ο δρόμος της κατανόησης, είναι ο δρόμος της υπεράσπισης της διαφορετικότητας του άλλου! Αυτός είναι ο μόνος δρόμος. Αν τον ακολουθήσουμε αυτόν τον δρόμο δεν κινδυνεύουμε. Ούτε εμείς ούτε οι συνάνθρωποί μας.
Να ‘σαι άνθρωπος δημιουργικός και ευαίσθητος. Και να αγαπάς. Να αγαπάς! Να μπορείς να μετατρέπεις κάθε μέρα την αγάπη σε αγαπημένο. Η φρέζα μου που είναι εκεί φυτεμένη την αγαπάω, την βλέπω κάθε πρωί, καταλαβαίνεις; Ή έναν συγκεκριμένο άνθρωπο… Όλα τα άλλα… Παρέες, ρε, μπορείς να κάνεις παρέες; Φιλία. Έρωτα! Κάντε έρωτα, αγαπηθείτε κάντε τις παρέες σας, σκεφτείτε, αναπτύξτε την κριτική σας σκέψη
EvanescenceQ
Επιφανές μέλος
Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 29 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
18-01-22
13:56
Κάθομαι εδώ στο παράθυρο,
κοιτάω τους διαβάτες και κοιτάζομαι μέσα στα μάτια τους.
Θαρρώ πως είμαι μια σιωπηλή φωτογραφία μες στη παλιά κορνίζα της , κρεμασμένη έξω από το σπίτι,στο δυτικό τοίχο εγώ και το παράθυρο μου.
Κοιτάζω κάποτε ο ίδιος , ετούτη τη φωτογραφία με τα ερωτικά,
κουρασμένα της μάτια.
Ένας ίσκιος αποκρύβει το στόμα,..η επίπεδη λάμψη από το τζάμι της κορνίζας.
Στιγμές-στιγμές , αντίκρυ στο ηλιόγερμα ή στο φεγγαρόφωτο , σκεπάζει ολόκρηρο το πρόσωπο κι είμαι κρυμμένος πίσω από ένα τετράγωνο φως χλωμό ή ασημένιο ή ρόδινο και μπορώ ελεύθερα να κοιτάζω τον κόσμο χωρίς κανένας να με βλέπει.
Ελεύθερα-και τι να πούμε;
Δεν μπορώ να σαλέψω τη πλάτη μου… ο νωτισμένος ήπυρωμένος τοίχος στο στήθος μου το ψυχρό τζάμι οι μικρές φλέβες των ματιών μου διακλαδωμένες μέσα στο γυαλί.
~Το παράθυρο~ Γ.Ρίτσος.
κοιτάω τους διαβάτες και κοιτάζομαι μέσα στα μάτια τους.
Θαρρώ πως είμαι μια σιωπηλή φωτογραφία μες στη παλιά κορνίζα της , κρεμασμένη έξω από το σπίτι,στο δυτικό τοίχο εγώ και το παράθυρο μου.
Κοιτάζω κάποτε ο ίδιος , ετούτη τη φωτογραφία με τα ερωτικά,
κουρασμένα της μάτια.
Ένας ίσκιος αποκρύβει το στόμα,..η επίπεδη λάμψη από το τζάμι της κορνίζας.
Στιγμές-στιγμές , αντίκρυ στο ηλιόγερμα ή στο φεγγαρόφωτο , σκεπάζει ολόκρηρο το πρόσωπο κι είμαι κρυμμένος πίσω από ένα τετράγωνο φως χλωμό ή ασημένιο ή ρόδινο και μπορώ ελεύθερα να κοιτάζω τον κόσμο χωρίς κανένας να με βλέπει.
Ελεύθερα-και τι να πούμε;
Δεν μπορώ να σαλέψω τη πλάτη μου… ο νωτισμένος ήπυρωμένος τοίχος στο στήθος μου το ψυχρό τζάμι οι μικρές φλέβες των ματιών μου διακλαδωμένες μέσα στο γυαλί.
~Το παράθυρο~ Γ.Ρίτσος.
EvanescenceQ
Επιφανές μέλος
Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 29 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
EvanescenceQ
Επιφανές μέλος
Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 29 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
16-01-22
13:07
Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, “Εκατό χρόνια μοναξιά”
“Ο άνθρωπος μια μέρα των ημερών, πρέπει να μάθει να χτίζει όνειρα, εκεί που οι ελπίδες τελειώνουν. Τα πράγματα έχουν τη δική τους ζωή, φτάνει μόνο να ξυπνήσεις την ψυχή τους. Αισθάνθηκε ξεχασμένος, όχι με την επανορθώσιμη λησμονιά της καρδιάς, αλλά με την σκληρή και αμετάκλητη λησμονιά του θανάτου. Είχε πάει στον άλλο κόσμο, αλλά γύρισε γιατί δεν άντεξε την μοναξιά. Έφτασε να υποκρίνεται με τόση αληθοφάνεια, ώστε κατέληξε να παρηγορείται με τα ίδια της τα ψέματα. Στην πραγματικότητα δεν τον ενδιέφερε ο θάνατος, μόνο η ζωή και για αυτό το συναίσθημα που αισθάνθηκε , όταν απήγγειλαν την καταδίκη (σε θάνατο), δεν ήταν φόβος αλλά νοσταλγία. Το μυστικό για τα καλά γηρατειά δεν ήταν τίποτε άλλο από μια τίμια συμφωνία με τη μοναξιά. Δεν πεθαίνει κανείς όταν πρέπει, αλλά όταν μπορεί. Ο άλλος πόλεμος, ο αιματοκυλισμένος είκοσι χρόνια, δεν τους είχε στοιχίσει τόσο όσο ο διαβρωτικός πόλεμος των αιώνιων αναβολών. Ο κόσμος θα έχει γα..θεί πέρα για πέρα τη μέρα που οι άνθρωποι θα ταξιδεύουν στην πρώτη θέση και η λογοτεχνία στο βαγόνι με τα εμπορεύματα. Είχε φύγει μακριά της, προσπαθώντας να την βγάλει από το μυαλό του, όχι μόνο με την απόσταση, αλλά και με μια απερίσκεπτη ορμή, που οι σύντροφοι του έπαιρναν για τόλμη. Αλλά όσο περισσότερο βούταγε την εικόνα της στη λάσπη του πολέμου τόσο περισσότερο ο πόλεμος έμοιαζε με την Αμαράντα. Έτσι,είχε βασανιστεί στην εξορία, ψάχνοντας να βρεί τρόπο να τη σκοτώσει με τον ίδιο το θάνατο του. Έσκαψε τόσο βαθιά στα αισθήματα του και αναζητώντας το συμφέρον, συνάντησε τον έρωτα, γιατί προσπαθώντας να την κάνει να τον αγαπήσει, κατέληξε να την αγαπήσει αυτός. Τη συνάντησε στην εικόνα που πλημμύριζε την ίδια την τρομερή του μοναξιά. Μετά από τόσα χρόνια θάνατο, ήταν τόση η λαχτάρα για τους ζωντανούς, τόσο πιεστική η ανάγκη για συντροφιά, τόσο τρομακτική η προσέγγιση σε εκείνον τον άλλο θάνατο που υπάρχει μέσα στο θάνατο, που ο Προυδένσιο Αγκιλάρ είχε φτάσει να αγαπήσει τον χειρότερο εχθρό του..”
“Ο άνθρωπος μια μέρα των ημερών, πρέπει να μάθει να χτίζει όνειρα, εκεί που οι ελπίδες τελειώνουν. Τα πράγματα έχουν τη δική τους ζωή, φτάνει μόνο να ξυπνήσεις την ψυχή τους. Αισθάνθηκε ξεχασμένος, όχι με την επανορθώσιμη λησμονιά της καρδιάς, αλλά με την σκληρή και αμετάκλητη λησμονιά του θανάτου. Είχε πάει στον άλλο κόσμο, αλλά γύρισε γιατί δεν άντεξε την μοναξιά. Έφτασε να υποκρίνεται με τόση αληθοφάνεια, ώστε κατέληξε να παρηγορείται με τα ίδια της τα ψέματα. Στην πραγματικότητα δεν τον ενδιέφερε ο θάνατος, μόνο η ζωή και για αυτό το συναίσθημα που αισθάνθηκε , όταν απήγγειλαν την καταδίκη (σε θάνατο), δεν ήταν φόβος αλλά νοσταλγία. Το μυστικό για τα καλά γηρατειά δεν ήταν τίποτε άλλο από μια τίμια συμφωνία με τη μοναξιά. Δεν πεθαίνει κανείς όταν πρέπει, αλλά όταν μπορεί. Ο άλλος πόλεμος, ο αιματοκυλισμένος είκοσι χρόνια, δεν τους είχε στοιχίσει τόσο όσο ο διαβρωτικός πόλεμος των αιώνιων αναβολών. Ο κόσμος θα έχει γα..θεί πέρα για πέρα τη μέρα που οι άνθρωποι θα ταξιδεύουν στην πρώτη θέση και η λογοτεχνία στο βαγόνι με τα εμπορεύματα. Είχε φύγει μακριά της, προσπαθώντας να την βγάλει από το μυαλό του, όχι μόνο με την απόσταση, αλλά και με μια απερίσκεπτη ορμή, που οι σύντροφοι του έπαιρναν για τόλμη. Αλλά όσο περισσότερο βούταγε την εικόνα της στη λάσπη του πολέμου τόσο περισσότερο ο πόλεμος έμοιαζε με την Αμαράντα. Έτσι,είχε βασανιστεί στην εξορία, ψάχνοντας να βρεί τρόπο να τη σκοτώσει με τον ίδιο το θάνατο του. Έσκαψε τόσο βαθιά στα αισθήματα του και αναζητώντας το συμφέρον, συνάντησε τον έρωτα, γιατί προσπαθώντας να την κάνει να τον αγαπήσει, κατέληξε να την αγαπήσει αυτός. Τη συνάντησε στην εικόνα που πλημμύριζε την ίδια την τρομερή του μοναξιά. Μετά από τόσα χρόνια θάνατο, ήταν τόση η λαχτάρα για τους ζωντανούς, τόσο πιεστική η ανάγκη για συντροφιά, τόσο τρομακτική η προσέγγιση σε εκείνον τον άλλο θάνατο που υπάρχει μέσα στο θάνατο, που ο Προυδένσιο Αγκιλάρ είχε φτάσει να αγαπήσει τον χειρότερο εχθρό του..”
EvanescenceQ
Επιφανές μέλος
Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 29 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
15-01-22
13:58
Δεν πρέπει να αναζητούμε συμβατικά βιολογικά πλεονεκτήματα από την επιβίωση
χαρακτηριστικών όπως η θρησκεία, η μουσική και οι τελετουργικοί κανόνες, μολονότι θα
μπορούσε κάλλιστα να υπάρχουν. Μόλις τα γονίδια εφοδιάσουν τις μηχανές επιβίωσης με
εγκεφάλους ικανούς να μιμούνται ταχύτατα, τα μιμίδια αναλαμβάνουν αυτόματα την εξουσία.
Ούτε πρέπει να θεωρήσουμε δεδομένο ότι η μίμηση αποτελεί γενετικό πλεονέκτημα, μολονότι
κάτι τέτοιο θα ήταν αρκετά χρήσιμο. Το μόνο που χρειάζεται είναι ένας εγκέφαλος με την
ικανότητα να μιμείται : ακολούθως τα μιμίδια θα τον βοηθήσουν να εκμεταλλευτεί στο έπακρο την
ικανότητά του.
Κλείνω λοιπόν το θέμα των νέων αντιγραφέων και τελειώνω το βιβλίο μου με μια παρατήρηση
δικαιολογημένης αισιοδοξίας. Ένα αποκλειστικό γνώρισμα του ανθρώπου, που μπορεί να
εξελίχθηκε μιμιδικά ή όχι, είναι η ικανότητά του να προβλέπει ενσυνείδητα. Τα εγωιστικά γονίδια
(και, αν δεχτείτε τη συλλογιστική αυτού του κεφαλαίου, τα εγωιστικά μιμίδια) δεν έχουν την
148
ικανότητα να προβλέπουν. Είναι τυφλοί αντιγραφείς χωρίς επίγνωση. Το γεγονός ότι
αναπαράγονται και κάποια άλλα χαρακτηριστικά, δείχνει ότι, θέλοντας και μη, τείνουν να
αναπτύξουν ιδιότητες οι οποίες, σύμφωνα με το πνεύμα του βιβλίου, μπορεί να ονομαστούν
εγωιστικές. Δεν μπορούμε να περιμένουμε από τον απλό αντιγραφέα, γονίδιο ή μιμίδιο, να
αποποιηθεί το βραχύβιο εγωιστικό πλεονέκτημα, ακόμη κι αν στην πραγματικότητα του ήταν
μακροπρόθεσμα επιζήμιο. Αυτό το είδαμε στο πέμπτο κεφάλαιο, όταν αναφερθήκαμε στην
επιθετικότητα. Ακόμη κι αν για κάθε μεμονωμένο άτομο η «συνωμοσία περιστεριών» ήταν
επωφελέστερη από την εξελικτικά σταθερή στρατηγική, τελικά η φυσική επιλογή θα ευνοούσε την
ΕΣΣ.
Μια άλλη μοναδική ιδιότητα του ανθρώπου μπορεί να είναι ο αυθεντικός, ανιδιοτελής, αληθινός
αλτρουισμός. Το ελπίζω, αλλά δεν πρόκειται να το υποστηρίξω με κανέναν τρόπο ούτε να κάνω
υποθέσεις για την πιθανή μιμιδική εξέλιξή του. Θέλω να τονίσω όμως ότι ακόμη κι αν δεχτούμε το
χειρότερο, ότι δηλαδή ο άνθρωπος ως μονάδα είναι κατά βάση εγωιστής, η συνειδητή
προβλεπτικότητά μας, η ικανότητα να συλλαμβάνουμε το μέλλον με τη φαντασία, θα μπορούσε να
μας σώσει από τις φοβερές εγωιστικές υπερβολές των τυφλών αντιγραφέων. Σε τελευταία
ανάλυση, διαθέτουμε τον πνευματικό εξοπλισμό ώστε να φροντίζουμε για τα μακροπρόθεσμα
εγωιστικά συμφέροντά μας και όχι μόνο για τα βραχυπρόθεσμα. Μπορούμε να αντιληφθούμε τα
μακροπρόθεσμα κέρδη που θα αποφέρει η συμμετοχή μας σε μια «συνεννοημένη ομάδα
περιστεριών» και να καθήσουμε να συζητήσουμε από κοινού τους τρόπους λειτουργίας της.
Εχουμε τη δύναμη να μην υποκύπτουμε στα εγωιστικά γονίδια που κληρονομήσαμε και αν
χρειαστεί, στα εγωιστικά μιμίδια που μας προίκισε η αγωγή. Μπορούμε ακόμη να συζητήσουμε
για να βρούμε τους τρόπους για τη σκόπιμη καλλιέργεια και ανάπτυξη καθαρού,
ανιδιοτελούς αλτρουισμού – ενός πράγματος που δεν υπάρχει στη φύση, μιας ιδιότητας που
ουδέποτε φανερώθηκε σε όλη την ιστορία του κόσμου. Εχουμε δομηθεί ως γονιδιακές
μηχανές και έχουμε εκπαιδευτεί ως μιμιδικές μηχανές, έχουμε όμως τη δύναμη να στραφούμε
εναντίον των δημιουργών μας. Εμείς, μόνοι πάνω στη Γη, μπορούμε να επαναστατήσουμε
κατά της τυραννίας των εγωιστικών αντιγραφέων. –
ΤΟ ΕΓΩΙΣΤΙΚΟ ΓΟΝΙΔΙΟ
Συγγραφέας ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΝΤΟΚΙΝΣ
RICHARD DAWKINS
Καθηγητής Βιολογίας
Πανεπιστημίου Οξφόρδης @Aura επειδη ειχαμε πει σε ενα θρεντ για γονιδια δεν ξερω αν το εχεις διαβασει αυτο το βιβλιο και οποιος θελει μπορει να το κατεβασει δωρεαν απο εδω https://easyupload.io/2ryxdf
χαρακτηριστικών όπως η θρησκεία, η μουσική και οι τελετουργικοί κανόνες, μολονότι θα
μπορούσε κάλλιστα να υπάρχουν. Μόλις τα γονίδια εφοδιάσουν τις μηχανές επιβίωσης με
εγκεφάλους ικανούς να μιμούνται ταχύτατα, τα μιμίδια αναλαμβάνουν αυτόματα την εξουσία.
Ούτε πρέπει να θεωρήσουμε δεδομένο ότι η μίμηση αποτελεί γενετικό πλεονέκτημα, μολονότι
κάτι τέτοιο θα ήταν αρκετά χρήσιμο. Το μόνο που χρειάζεται είναι ένας εγκέφαλος με την
ικανότητα να μιμείται : ακολούθως τα μιμίδια θα τον βοηθήσουν να εκμεταλλευτεί στο έπακρο την
ικανότητά του.
Κλείνω λοιπόν το θέμα των νέων αντιγραφέων και τελειώνω το βιβλίο μου με μια παρατήρηση
δικαιολογημένης αισιοδοξίας. Ένα αποκλειστικό γνώρισμα του ανθρώπου, που μπορεί να
εξελίχθηκε μιμιδικά ή όχι, είναι η ικανότητά του να προβλέπει ενσυνείδητα. Τα εγωιστικά γονίδια
(και, αν δεχτείτε τη συλλογιστική αυτού του κεφαλαίου, τα εγωιστικά μιμίδια) δεν έχουν την
148
ικανότητα να προβλέπουν. Είναι τυφλοί αντιγραφείς χωρίς επίγνωση. Το γεγονός ότι
αναπαράγονται και κάποια άλλα χαρακτηριστικά, δείχνει ότι, θέλοντας και μη, τείνουν να
αναπτύξουν ιδιότητες οι οποίες, σύμφωνα με το πνεύμα του βιβλίου, μπορεί να ονομαστούν
εγωιστικές. Δεν μπορούμε να περιμένουμε από τον απλό αντιγραφέα, γονίδιο ή μιμίδιο, να
αποποιηθεί το βραχύβιο εγωιστικό πλεονέκτημα, ακόμη κι αν στην πραγματικότητα του ήταν
μακροπρόθεσμα επιζήμιο. Αυτό το είδαμε στο πέμπτο κεφάλαιο, όταν αναφερθήκαμε στην
επιθετικότητα. Ακόμη κι αν για κάθε μεμονωμένο άτομο η «συνωμοσία περιστεριών» ήταν
επωφελέστερη από την εξελικτικά σταθερή στρατηγική, τελικά η φυσική επιλογή θα ευνοούσε την
ΕΣΣ.
Μια άλλη μοναδική ιδιότητα του ανθρώπου μπορεί να είναι ο αυθεντικός, ανιδιοτελής, αληθινός
αλτρουισμός. Το ελπίζω, αλλά δεν πρόκειται να το υποστηρίξω με κανέναν τρόπο ούτε να κάνω
υποθέσεις για την πιθανή μιμιδική εξέλιξή του. Θέλω να τονίσω όμως ότι ακόμη κι αν δεχτούμε το
χειρότερο, ότι δηλαδή ο άνθρωπος ως μονάδα είναι κατά βάση εγωιστής, η συνειδητή
προβλεπτικότητά μας, η ικανότητα να συλλαμβάνουμε το μέλλον με τη φαντασία, θα μπορούσε να
μας σώσει από τις φοβερές εγωιστικές υπερβολές των τυφλών αντιγραφέων. Σε τελευταία
ανάλυση, διαθέτουμε τον πνευματικό εξοπλισμό ώστε να φροντίζουμε για τα μακροπρόθεσμα
εγωιστικά συμφέροντά μας και όχι μόνο για τα βραχυπρόθεσμα. Μπορούμε να αντιληφθούμε τα
μακροπρόθεσμα κέρδη που θα αποφέρει η συμμετοχή μας σε μια «συνεννοημένη ομάδα
περιστεριών» και να καθήσουμε να συζητήσουμε από κοινού τους τρόπους λειτουργίας της.
Εχουμε τη δύναμη να μην υποκύπτουμε στα εγωιστικά γονίδια που κληρονομήσαμε και αν
χρειαστεί, στα εγωιστικά μιμίδια που μας προίκισε η αγωγή. Μπορούμε ακόμη να συζητήσουμε
για να βρούμε τους τρόπους για τη σκόπιμη καλλιέργεια και ανάπτυξη καθαρού,
ανιδιοτελούς αλτρουισμού – ενός πράγματος που δεν υπάρχει στη φύση, μιας ιδιότητας που
ουδέποτε φανερώθηκε σε όλη την ιστορία του κόσμου. Εχουμε δομηθεί ως γονιδιακές
μηχανές και έχουμε εκπαιδευτεί ως μιμιδικές μηχανές, έχουμε όμως τη δύναμη να στραφούμε
εναντίον των δημιουργών μας. Εμείς, μόνοι πάνω στη Γη, μπορούμε να επαναστατήσουμε
κατά της τυραννίας των εγωιστικών αντιγραφέων. –
ΤΟ ΕΓΩΙΣΤΙΚΟ ΓΟΝΙΔΙΟ
Συγγραφέας ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΝΤΟΚΙΝΣ
RICHARD DAWKINS
Καθηγητής Βιολογίας
Πανεπιστημίου Οξφόρδης @Aura επειδη ειχαμε πει σε ενα θρεντ για γονιδια δεν ξερω αν το εχεις διαβασει αυτο το βιβλιο και οποιος θελει μπορει να το κατεβασει δωρεαν απο εδω https://easyupload.io/2ryxdf
EvanescenceQ
Επιφανές μέλος
Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 29 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
14-01-22
15:12
Περί Τυφλότητος (Ensaio sobre a Cegueira)Ζοζέ ντε Σόζα Σαραμάγκου (José de Sousa Saramago)
Ποιος θα το ‘λεγε. Αν χρειαζόταν να εκτιμήσουμε την κατάσταση των ματιών αυτού του ανθρώπου με μια ματιά, γιατί μόνο αυτό είναι δυνατό αυτή τη στιγμή, φαίνονται υγιή, η ίριδα είναι υγρή, φωτεινή, και το ασπράδι λευκό και συμπαγές σαν πορσελάνη. Τα τσιτωμένα βλέφαρα, το ρυτιδιασμένο δέρμα του προσώπου, τα ματοτσίνορα που γύρισαν ξαφνικά, όλα αυτά, ο καθένας μπορεί να το δει, έχουν παραμορφωθεί από την αγωνία. Με μια απότομη κίνηση το θέαμα αυτό εξαφανίστηκε πίσω απ’ τις κλειστές γροθιές του άντρα, σαν να ήθελε να συγκρατήσει στο εσωτερικό του εγκεφάλου του την τελευταία εικόνα που προσέλαβε, ένα κόκκινο φως, στρογγυλό, σ’ ένα φανάρι.EvanescenceQ
Επιφανές μέλος
Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 29 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
12-01-22
12:40
«Μου έχουν λείψει πολλά. Πρώτα απ΄ όλα η αφή. Το να μην αγγίζεις τους άλλους μου κοστίζει πολύ. Μου έχουν λείψει οι φίλοι μου. Έχω κουραστεί από τα τηλέφωνα ή τα γραπτά μηνύματα. Η ανεμελιά. Η ελευθερία. Το θέατρο. Ένα καλοκαίρι που να το χαίρεσαι πραγματικά. Θα μπορούσα να κάνω μια τεράστια λίστα ελλείψεων. Όμως κάποιοι άλλοι άνθρωποι έχουν υποστεί πολύ χειρότερα πράγματα από μένα, οπότε δεν θέλω να είμαι αγνώμων. Προς το παρόν είμαι υγιής κι αυτό είναι σπουδαίο».
«Ή την έχεις τη μελαγχολία
Ή δεν την έχεις.
Κάπως έρχεται
Και συνυφαίνεται με το δέρμα.
Την υποδέχτηκε σιωπηλός
Σε μιά γωνιά του κάπου,
Του παιδικού, για να είμαστε ακριβείς.
Το πρόσκαιρο ίσως άρωμα του γιασεμιού,
ή ένα θρόισμα σε ξεραμένα φύλλα,
ή κάποιο παράθυρο που έκλεισε απότομα
κόβοντας στα δυό τη μέρα,
του άφησαν δια παντός υπόνοια εφήμερου
και νύξη τέλους.
Την αναγνώρισε
Σαν γνώριμη παλιά
Και μ’ έναν τρόπο έπέξαν τα χέρια.
Ο ήλιος έγλειφε το κόκκινο πεζούλι,
Όπου μιά μύγα αλώνιζε στη μάντρα
Σαν πάνω από ανοιχτή πληγή.
Τα πράγματα άλλο είναι
κι άλλο φαίνονται, σκέφτηκε το απομεσήμερο εκείνο,
που οι φωτοσκιάσεις του παρέπεμπαν
σε καλοκαίρι καθαρόαιμο έως τότε.
Μετά τον φώναξαν να μπεί στο σπίτι
Και τίποτα δεν ήταν όπως πριν»
«Για να βρεθούν μαζί
Είπαν μύρια ψέματα.
Οι άλλοι υπήρχαν για να αποτελούν εμπόδιο.
Μα η αγάπη είναι επινόηση.
Αθέτησαν υποχρεώσεις και υποσχέσεις,
Ζητιάνεψαν αναβολές,
Αποποιήθηκαν ευθύνες,
Πρόδωσαν με ευκολία όρκους,
Και αποκηρύσσοντας συνάμα τη θρησκεία,
Καταπάτησαν νόμους και εντολές.
Κατάφεραν να σμίξουν έτσι
Ανερυθρίαστοι και λιμασμένοι,
Και στη μισή ώρα που ξεκλέψανε,
Καταβρόχθισαν ωμή
Όλη τους την αλήθεια»
-----------------------------------------------------------------
΄΄Το ΄΄Σικελικό Ειδύλλιο΄΄ δεν είναι ειδύλλιο. Είναι το χρονικό της συνάντησης δύο ανθρώπων σε μιά μικρή πόλη της Σικελίας, στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Με την πρώτη ματιά, ο αστυνόμος Λούκα ντε Ματέις και η νεαρή Κοντσέτα Βιτάλε δεν έχουν τίποτα κοινό εκτός από τη σικελική τους καταγωγή: αλλά, καθώς αφηγούνται τα γεγονότα της ζωής τους, φανερώνουν όλο και περισσότερες ομοιότητες. Είναι και οι δύο τους, ο καθένας με τον τρόπο του, ξένοι στον γενέθλιο τόπο. Μοιάζουν με τα αντίθετα είδωλα του ίδιου καθρέφτη. Για τον Ντε Ματέις , ο τίτλος αυτού του βιβλίου ίσως να ήταν Σικελικό γοτθικό- ιστορία τρόμου δυτικά των Συρακουσών. Στην Κοντσεττίνα ίσως να ταίριαζε περισσότερο ο τίτλος Κουκλοθέατρο σε τοπίο του Νότου. Της άρεσαν οι μαριονέτες. Αλλοτε έμοιαζε μικρότερη από την ηλικία της, άλλοτε πολύ μεγαλύτερη. Το ΄΄Σικελικό Ειδύλλιο΄΄ τοποθετείται στο επαρχιακό περιβάλλον του νησιού εκείνη την όχι και τόσο μακρινή εποχή: μαφιόζικες δολοφονίες, εγκλήματα τιμής,βιασμοί και επανορθωτικοί γάμοι. Ο Ντε Ματέις και η Κοντσέττα Βιτάλε δεν βρίσκουν τη θέση τους σ’ αυτόν τον κόσμο. Αν και η προτροπή για τον εαυτό τους είναι ΄΄Ζήσε!΄΄, όλα πάνε στραβά, σχεδόν όλα: ο Ντε Ματέις βρίσκει τον σικελικό τρόπο θανάτου και η Κοντσέττα αρνείται να συμμορφωθεί με τον σικελικό τρόπο ζωής΄΄.
Και όπως είπε η ίδια η συγγραφέας σε μιά πρόσφατη συνεντευξή της με αφορμή το ΄΄Σικελικό Ειδύλλιο΄΄:
΄΄O συντηρητισμός και η πατριαρχία είναι παραμορφωτικές δυνάμεις στην κοινωνία. Στην Ιταλία, όπως και στην Ελλάδα, οι νόμοι περί προίκας και περί αθώωσης του βιαστή μέσω του «επανορθωτικού γάμου» –«παντρέψου τον βιαστή σου και κάτσε στ’ αυγά σου»– καταργήθηκαν γύρω στο 1975-80 και τα ήθη επιζούν λίγο έως πολύ. Όσο για την ελληνική επαρχία δεν είναι ομοιομόρφη. Υπάρχουν θύλακες όπου τίποτα δεν έχει αλλάξει από τη δεκαετία του 1950: οι γυναίκες είναι μόνο μητέρες και υποζύγια· καλύπτουν ακόμα το κεφάλι με τσεμπέρια, φοράνε μαύρα σε όλη τους τη ζωή, πενθώντας τον έναν και τον άλλον. Τις κοινωνικές συμβάσεις υπαγορεύουν τα οθωμανικά ήθη και η θρησκοληψία: όλα αυτά είναι υπαρκτά αν και πολλά έχουν αλλάξει τις τελευταίες δεκαετίες. Σικελία, Νότια Ιταλία, Ελλάδα: ήθη της Μεσογείου. ΄΄
«Ή την έχεις τη μελαγχολία
Ή δεν την έχεις.
Κάπως έρχεται
Και συνυφαίνεται με το δέρμα.
Την υποδέχτηκε σιωπηλός
Σε μιά γωνιά του κάπου,
Του παιδικού, για να είμαστε ακριβείς.
Το πρόσκαιρο ίσως άρωμα του γιασεμιού,
ή ένα θρόισμα σε ξεραμένα φύλλα,
ή κάποιο παράθυρο που έκλεισε απότομα
κόβοντας στα δυό τη μέρα,
του άφησαν δια παντός υπόνοια εφήμερου
και νύξη τέλους.
Την αναγνώρισε
Σαν γνώριμη παλιά
Και μ’ έναν τρόπο έπέξαν τα χέρια.
Ο ήλιος έγλειφε το κόκκινο πεζούλι,
Όπου μιά μύγα αλώνιζε στη μάντρα
Σαν πάνω από ανοιχτή πληγή.
Τα πράγματα άλλο είναι
κι άλλο φαίνονται, σκέφτηκε το απομεσήμερο εκείνο,
που οι φωτοσκιάσεις του παρέπεμπαν
σε καλοκαίρι καθαρόαιμο έως τότε.
Μετά τον φώναξαν να μπεί στο σπίτι
Και τίποτα δεν ήταν όπως πριν»
«Για να βρεθούν μαζί
Είπαν μύρια ψέματα.
Οι άλλοι υπήρχαν για να αποτελούν εμπόδιο.
Μα η αγάπη είναι επινόηση.
Αθέτησαν υποχρεώσεις και υποσχέσεις,
Ζητιάνεψαν αναβολές,
Αποποιήθηκαν ευθύνες,
Πρόδωσαν με ευκολία όρκους,
Και αποκηρύσσοντας συνάμα τη θρησκεία,
Καταπάτησαν νόμους και εντολές.
Κατάφεραν να σμίξουν έτσι
Ανερυθρίαστοι και λιμασμένοι,
Και στη μισή ώρα που ξεκλέψανε,
Καταβρόχθισαν ωμή
Όλη τους την αλήθεια»
«Πίσω από θολά τζάμια» του Δημήτρη Καταλειφού (Πατάκης)
-----------------------------------------------------------------
΄΄Το ΄΄Σικελικό Ειδύλλιο΄΄ δεν είναι ειδύλλιο. Είναι το χρονικό της συνάντησης δύο ανθρώπων σε μιά μικρή πόλη της Σικελίας, στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Με την πρώτη ματιά, ο αστυνόμος Λούκα ντε Ματέις και η νεαρή Κοντσέτα Βιτάλε δεν έχουν τίποτα κοινό εκτός από τη σικελική τους καταγωγή: αλλά, καθώς αφηγούνται τα γεγονότα της ζωής τους, φανερώνουν όλο και περισσότερες ομοιότητες. Είναι και οι δύο τους, ο καθένας με τον τρόπο του, ξένοι στον γενέθλιο τόπο. Μοιάζουν με τα αντίθετα είδωλα του ίδιου καθρέφτη. Για τον Ντε Ματέις , ο τίτλος αυτού του βιβλίου ίσως να ήταν Σικελικό γοτθικό- ιστορία τρόμου δυτικά των Συρακουσών. Στην Κοντσεττίνα ίσως να ταίριαζε περισσότερο ο τίτλος Κουκλοθέατρο σε τοπίο του Νότου. Της άρεσαν οι μαριονέτες. Αλλοτε έμοιαζε μικρότερη από την ηλικία της, άλλοτε πολύ μεγαλύτερη. Το ΄΄Σικελικό Ειδύλλιο΄΄ τοποθετείται στο επαρχιακό περιβάλλον του νησιού εκείνη την όχι και τόσο μακρινή εποχή: μαφιόζικες δολοφονίες, εγκλήματα τιμής,βιασμοί και επανορθωτικοί γάμοι. Ο Ντε Ματέις και η Κοντσέττα Βιτάλε δεν βρίσκουν τη θέση τους σ’ αυτόν τον κόσμο. Αν και η προτροπή για τον εαυτό τους είναι ΄΄Ζήσε!΄΄, όλα πάνε στραβά, σχεδόν όλα: ο Ντε Ματέις βρίσκει τον σικελικό τρόπο θανάτου και η Κοντσέττα αρνείται να συμμορφωθεί με τον σικελικό τρόπο ζωής΄΄.
Και όπως είπε η ίδια η συγγραφέας σε μιά πρόσφατη συνεντευξή της με αφορμή το ΄΄Σικελικό Ειδύλλιο΄΄:
΄΄O συντηρητισμός και η πατριαρχία είναι παραμορφωτικές δυνάμεις στην κοινωνία. Στην Ιταλία, όπως και στην Ελλάδα, οι νόμοι περί προίκας και περί αθώωσης του βιαστή μέσω του «επανορθωτικού γάμου» –«παντρέψου τον βιαστή σου και κάτσε στ’ αυγά σου»– καταργήθηκαν γύρω στο 1975-80 και τα ήθη επιζούν λίγο έως πολύ. Όσο για την ελληνική επαρχία δεν είναι ομοιομόρφη. Υπάρχουν θύλακες όπου τίποτα δεν έχει αλλάξει από τη δεκαετία του 1950: οι γυναίκες είναι μόνο μητέρες και υποζύγια· καλύπτουν ακόμα το κεφάλι με τσεμπέρια, φοράνε μαύρα σε όλη τους τη ζωή, πενθώντας τον έναν και τον άλλον. Τις κοινωνικές συμβάσεις υπαγορεύουν τα οθωμανικά ήθη και η θρησκοληψία: όλα αυτά είναι υπαρκτά αν και πολλά έχουν αλλάξει τις τελευταίες δεκαετίες. Σικελία, Νότια Ιταλία, Ελλάδα: ήθη της Μεσογείου. ΄΄
EvanescenceQ
Επιφανές μέλος
Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 29 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
11-01-22
13:14
Νέλλη Σπαθάρη, Amor fati, εκδόσεις Ελκυστής:
Δεν ήταν η μοναδική από τις σιωπηλές ή ηχηρές συγκρούσεις που άρχισε να έχει με τη Ζωή. Όταν η Νάντια ήταν μικρή, η Ζωή καμιά φορά καθόταν στο πιάνο και συνήθιζε να παίζει ένα βαλς του Σοπέν που της άρεσε πολύ. Το Opus 69, No 1. Γιατί το συγκεκριμένο της άρεσε τόσο, περισσότερο από τα πιο γνωστά και εντυπωσιακά του βαλς; Θα το ερμήνευε αργότερα. Ήταν γραμμένο σε λα ύφεση. Ήταν μελαγχολικό. Πήγαινε στην ιδιοσυγκρασία της. Με την καλλιεργημένη από την εποχή που έμεναν στο Παρίσι μοναχικότητά της.
Μια μέρα κάθισε στο πιάνο και το έπαιξε. Δεν συμπεριλαμβανόταν στα βαλς που είχε μελετήσει με την καθηγήτριά της του πιάνου, αλλά είχε καθίσει και το είχε μάθει μόνη της. Όταν ήχησαν οι πρώτες νότες, είδε την Ζωή που ήρθε και στάθηκε πίσω από την κλειστή κρυστάλλινη πόρτα του σαλονιού και την παρακολουθούσε. Το έπαιξε και δεύτερη και τρίτη φορά. Όταν γύρισε το κεφάλι της, η Ζωή είχε εξαφανιστεί.
Μετά από δυο εβδομάδες άλλαζε ο μήνας και έπρεπε να πληρώσει το Ωδείο.
«Τέρμα το Ωδείο. Τώρα πας στην 5η Γυμνασίου και πρέπει να αφοσιωθείς περισσότερο στα μαθήματά σου. Τέρμα τα πέρα-δώθε».
Σαν να της έπεσε κεραμίδα στο κεφάλι. Το να της ζητήσει να περιορίσει οτιδήποτε άλλο, θα μπορούσε να το καταλάβει. Να το δικαιολογήσει. Στη μουσική είχαν παράδοση στο σπίτι. Αποτελούσε μέρος της κουλτούρας τους. Αυτό που τους κατέτασσε, όπως της έλεγε η Ζωή “στην αριστοκρατία του πνεύματος”!
Η Νάντια δεν ήταν ο τύπος που παρακαλούσε και έκλαιγε. Δάγκωσε τα χείλη, πλησίασε τη μητέρα της πολύ κοντά, σε απόσταση αναπνοής, και με βαθιά και σιγανή φωνή, κοιτώντας την στα μάτια, της σφύριξε αργά-αργά ένα “εγώ θα συνεχίσω”.
«Θα το δούμε. Το Ωδείο, τέρμα, είπα. Έχεις μαθήματα».
Το μυαλό της δεν πήγε αμέσως στο βαλς του Σοπέν που της έκλεψε. Μάλλον είχε ενδόμυχα καμαρώσει που είχε σταθεί στην πόρτα και την είχε παρακολουθήσει να το παίζει.
Ήρθε το τέλος του μήνα και χρήματα δεν της έδωσε. Πήγε στον Άρη και του παραπονέθηκε.
«Για να το λέει η μάνα σου θα έχει το λόγο της», της απάντησε και ένιψε τας χείρας του, ως συνήθως.
Δεν καταδέχτηκε να ξαναζητήσει χρήματα από τη Ζωή.
Κάπου είχε ακούσει πως μπορούσες να πουλήσεις το αίμα σου. Δεν είχε παρά να μάθει πού. Και πήγε και το’ κανε. Πλήρωσε τα δυο επόμενα μηνιάτικα μ’ αυτό. Και συνέχισε να πηγαίνει επιδεικτικά στο Ωδείο, να μελετάει μανιωδώς πιάνο και να παίζει προκλητικά κάθε τόσο το βαλς.
«Πού βρήκες τα χρήματα;» Την στρίμωξε ένα απόγευμα η Ζωή. «Ποιος σου τα δίνει; Πληρώνεσαι για κάτι που δεν ξέρω;» Φώναξε, αφήνοντας μετέωρο ένα φριχτό υπονοούμενο. Σίγουρα πάντως δεν φανταζόταν ότι η κόρη της πληρώθηκε για το αίμα της. Γιατί η Νάντια το Ωδείο το πλήρωσε με το αίμα της! Δεν θα της έκανε τη χάρη να το μάθει ποτέ. Θα την άφηνε να τρώγεται με την απορία, παρά την προσβλητική μπηχτή της.
Τα χρήματα της τελείωσαν, νέο αίμα δεν επιτρεπόταν να δώσει σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα και, παρά τα τηλεφωνήματα της καθηγήτριάς της στη μητέρα της, το πιάνο το σταμάτησε. Δεν θα ήταν, εξάλλου, το μόνο που θα της το φύλαγε για την υπόλοιπη ζωή της.
Δεν ήταν η μοναδική από τις σιωπηλές ή ηχηρές συγκρούσεις που άρχισε να έχει με τη Ζωή. Όταν η Νάντια ήταν μικρή, η Ζωή καμιά φορά καθόταν στο πιάνο και συνήθιζε να παίζει ένα βαλς του Σοπέν που της άρεσε πολύ. Το Opus 69, No 1. Γιατί το συγκεκριμένο της άρεσε τόσο, περισσότερο από τα πιο γνωστά και εντυπωσιακά του βαλς; Θα το ερμήνευε αργότερα. Ήταν γραμμένο σε λα ύφεση. Ήταν μελαγχολικό. Πήγαινε στην ιδιοσυγκρασία της. Με την καλλιεργημένη από την εποχή που έμεναν στο Παρίσι μοναχικότητά της.
Μια μέρα κάθισε στο πιάνο και το έπαιξε. Δεν συμπεριλαμβανόταν στα βαλς που είχε μελετήσει με την καθηγήτριά της του πιάνου, αλλά είχε καθίσει και το είχε μάθει μόνη της. Όταν ήχησαν οι πρώτες νότες, είδε την Ζωή που ήρθε και στάθηκε πίσω από την κλειστή κρυστάλλινη πόρτα του σαλονιού και την παρακολουθούσε. Το έπαιξε και δεύτερη και τρίτη φορά. Όταν γύρισε το κεφάλι της, η Ζωή είχε εξαφανιστεί.
Μετά από δυο εβδομάδες άλλαζε ο μήνας και έπρεπε να πληρώσει το Ωδείο.
«Τέρμα το Ωδείο. Τώρα πας στην 5η Γυμνασίου και πρέπει να αφοσιωθείς περισσότερο στα μαθήματά σου. Τέρμα τα πέρα-δώθε».
Σαν να της έπεσε κεραμίδα στο κεφάλι. Το να της ζητήσει να περιορίσει οτιδήποτε άλλο, θα μπορούσε να το καταλάβει. Να το δικαιολογήσει. Στη μουσική είχαν παράδοση στο σπίτι. Αποτελούσε μέρος της κουλτούρας τους. Αυτό που τους κατέτασσε, όπως της έλεγε η Ζωή “στην αριστοκρατία του πνεύματος”!
Η Νάντια δεν ήταν ο τύπος που παρακαλούσε και έκλαιγε. Δάγκωσε τα χείλη, πλησίασε τη μητέρα της πολύ κοντά, σε απόσταση αναπνοής, και με βαθιά και σιγανή φωνή, κοιτώντας την στα μάτια, της σφύριξε αργά-αργά ένα “εγώ θα συνεχίσω”.
«Θα το δούμε. Το Ωδείο, τέρμα, είπα. Έχεις μαθήματα».
Το μυαλό της δεν πήγε αμέσως στο βαλς του Σοπέν που της έκλεψε. Μάλλον είχε ενδόμυχα καμαρώσει που είχε σταθεί στην πόρτα και την είχε παρακολουθήσει να το παίζει.
Ήρθε το τέλος του μήνα και χρήματα δεν της έδωσε. Πήγε στον Άρη και του παραπονέθηκε.
«Για να το λέει η μάνα σου θα έχει το λόγο της», της απάντησε και ένιψε τας χείρας του, ως συνήθως.
Δεν καταδέχτηκε να ξαναζητήσει χρήματα από τη Ζωή.
Κάπου είχε ακούσει πως μπορούσες να πουλήσεις το αίμα σου. Δεν είχε παρά να μάθει πού. Και πήγε και το’ κανε. Πλήρωσε τα δυο επόμενα μηνιάτικα μ’ αυτό. Και συνέχισε να πηγαίνει επιδεικτικά στο Ωδείο, να μελετάει μανιωδώς πιάνο και να παίζει προκλητικά κάθε τόσο το βαλς.
«Πού βρήκες τα χρήματα;» Την στρίμωξε ένα απόγευμα η Ζωή. «Ποιος σου τα δίνει; Πληρώνεσαι για κάτι που δεν ξέρω;» Φώναξε, αφήνοντας μετέωρο ένα φριχτό υπονοούμενο. Σίγουρα πάντως δεν φανταζόταν ότι η κόρη της πληρώθηκε για το αίμα της. Γιατί η Νάντια το Ωδείο το πλήρωσε με το αίμα της! Δεν θα της έκανε τη χάρη να το μάθει ποτέ. Θα την άφηνε να τρώγεται με την απορία, παρά την προσβλητική μπηχτή της.
Τα χρήματα της τελείωσαν, νέο αίμα δεν επιτρεπόταν να δώσει σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα και, παρά τα τηλεφωνήματα της καθηγήτριάς της στη μητέρα της, το πιάνο το σταμάτησε. Δεν θα ήταν, εξάλλου, το μόνο που θα της το φύλαγε για την υπόλοιπη ζωή της.
EvanescenceQ
Επιφανές μέλος
Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 29 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
10-01-22
02:44
Η αγάπη άργησε μια μέρα, Λιλή Ζωγράφου
"Η σιωπή βασίλευε στην περιοχή τόσο που φαινόταν ακατοίκητη μες στο φθινοπωρινό σούρουπο ντυμένο στα ρόδινα ως πορτοκαλιά — αραχνοΰφαντες μουσελίνες που πλέανε στο κενό ξεκολλημένες από τον ουρανό. Τα θεριεμένα δέντρα, θάμνοι και λουλούδια όλα προμηνύματα εγκατάλειψης ακατάστατα φυτρωμένα, δημιουργούσαν έναν φράχτη που απόκοβε τη θλιβερή μουδιασμένη κωμόπολη από το μισοκρυμμένο σιωπηλό σπίτι των Φτενούδων. Παραμερίζοντας την πυκνή πρασινάδα στο μονοπάτι που οδηγούσε στη μισάνοιχτη καγκελένια είσοδο μπορούσες ν’ αντιληφθείς αθέατος δύο ή τρεις σκοτεινές κι αθόρυβες φιγούρες μάλλον γυναικείες να πηγαινοέρχονται με μπαμπακένια βήματα στον εξώστη του σπιτιού. Δεν ήξερες αν ήταν τρεις ή μία και η σκιά της, τόσο ίδιες, παμπάλαιες, σαν ξεθωριασμένες φωτογραφίες κάποιων που δεν ζουν τώρα και δεκαετίες. Μέσα από τη χαμηλοτάβανη κουζίνα του πάλαι ποτέ διώροφου αρχοντικού ακουόταν ο θόρυβος μιας αναπνοής που αγωνιζόταν να επαναληφθεί. Η αχαμνή φωτιά του τζακιού όπου σιγόκαιγαν λιγνά ξυλαράκια και θαμνόκλαδα έδινε εφιαλτικά σχήματα στα αντικείμενα που περιβάλλανε τη γριά που ξεψυχούσε. Το λαμπιόνι των δεκαπέντε κηρίων απαγορευόταν — κατ’ εντολήν της ετοιμοθάνατης — ν’ ανάψει πριν πήξει το σκοτάδι έξω.
Οι τρεις άλλες, ανάστατες, ψιλοκουβέντιαζαν στην αυλή. Ο γιατρός ομολόγησε πριν λίγο λυπημένος στην Εργίνη ότι η κυρία Ασπασία δεν θα ζούσε πέρα από ένα εικοσιτετράωρο το πολύ. «Τα χρόνια, βλέπετε, δεν βοηθούνε».
Η Εργίνη με κοψιά και στήσιμο μόνιμου λοχία τον κεραυνοβόλησε με το βλέμμα για τη διπλή βλασφημία. Πρώτον η Ασπασία είναι δεσποινίς, αλλά και για τον υπαινιγμό της ηλικίας που ήταν απαράδεκτος. Πάει εκείνος ο παλιός οικογενειακός τους γιατρός που σεβότανε τον άγραφο νόμο να αναφέρονται ηλικίες και ημερομηνίες γέννησης γιατί φυσικά ήταν μεγαλύτερος και από τον μακαρίτη τον πατέρα τους. Τι να περιμένεις απ’ αυτούς τους ανίδεους νέους επιστήμονες; Λες κι είναι δυνατό να χαθεί η αδελφή Ασπασία σαν να ’ταν ο πρώτος τυχών. Ποιος θ’ αποφάσιζε για την καθημερινή ζωή των τριών αδελφών και ποιος θα εμφανιζόταν σαν επίσημος εκπρόσωπος της οικογένειας Φτενούδου. Κοίταζε καταθυμωμένη την έξοδο απ’ όπου έφυγε πριν λίγο ο γιατρός, αγανακτισμένη για την ιεροσυλία που ξεστόμισε. Ποια ήταν η Ασπασία για να πεθάνει όπως όλοι; Η Ασπασία που τη σεβόταν όλο το Νεοχώρι και που διετέλεσε μέλος της επιτροπής προστασίας του ιστορικού ναού της Παναγιάς της Φερμαλίνας. Βέβαια τον ίδιο κλονισμό είχαν ζήσει και με το θηριώδη πατέρα πού, αφού αρρώστησε, τις βεβαίωνε τότε η Ασπασία πως ένας Φτενούδος δεν πεθαίνει έτσι έτσι και πως θα νικούσε καθώς κι ο Διγενής το Θάνατο στα μαρμαρένια αλώνια. Ένας άρχοντας Φτενούδος δεν πεθαίνει εύκολα γιατί προσβάλλεται ή Φύση. Και είχε δίκιο γιατί έμεινε μήνες κρεβατωμένος, αλλά κανείς δεν έμαθε από τι έπασχε. Όσες φορές του πρότεινε η μητέρα, μ’ όλο το σεβασμό, να καλέσουν γιατρό, εκείνος γαύγιζε σαν μανιασμένο σκυλί, δείχνοντας μέσ’ από τ’ αγκαθωτά άσπρα γένια του τα βρώμικα κίτρινα δόντια του, «δεν χρειάζομαι κανένα χαραμοφάη να μου παραστήσει τον πολύξερο. Εγώ ξέρω πότε θα σηκωθώ», φώναζε φτύνοντας ματωμένα σάλια.
Δεν σηκώθηκε ωστόσο ποτέ. Οι κόρες του, σίγουρες για την παντοδυναμία του, αναστατώθηκαν όταν φώναξε η μάνα τους, «ο πατέρας σας πέθανε». Έτρεξαν όλες κι έσκυψαν πάνω από το ακίνητο πτώμα, βέβαιες ότι αντίκρυζαν μια ανωμαλία της ζωής. Στα μάτια ολονών τους διάβαζες την ίδια απορία: ώστε πεθαίνει ένας φοβερός Φτενούδος;
Δυσκολεύτηκαν για καιρό να παραδεχτούν το θάνατό του. Όχι συναισθηματικά. Καθόλου. Ούτε τους ζήτησε ποτέ αγάπη ούτε τούς πρόσφερε άλλο από την τρομάρα. Και τώρα τρόμαζαν για την ανατροπή του. Τον ξέρανε πανίσχυρο κι ανάλγητο και πολύ καιρό μετά το θάνατό του κοψοχολιάζανε μπας και κάποια στιγμή εκτιναχτεί από τον τάφο του — καθώς του άναβαν το καντήλι — και τους ζητούσε το λόγο, για το πώς όντας κατώτερές του τολμούσαν να επιζούν με τέτοιο θράσος και υγεία προσβάλλοντας τον ανίκητο πατέρα. Δυσκολεύτηκαν πολύ να συνηθίσουν στην ιδέα πως δεν θα χρειαζόταν να λογοδοτήσουν γιατί επιζούσαν υπερβαίνοντας την εξουσία του αψηφώντας τον.
Ζήλευαν τη μάνα τους την Εριφύλη που αποδέχτηκε νηφάλια το θάνατό του. Φοβότανε σίγουρα και κείνη τη συνάντησή της με τον Θεό για το μεγάλο της αμάρτημα που δεν εξομολογήθηκε ποτέ. Αλλά πίστευε πως οι νεκροί δεν αισθάνονται σαν τους κακόμοιρους τους ζωντανούς και πως η ίδια δεν θα φοβόταν πια τίποτα και κανέναν όσο τον Μιχαήλο Φτενούδο επί σαράντα τρία τόσα χρόνια αγέλαστα και τρομοκρατημένα, με την ψυχή ωστόσο γεμάτη περιφρόνηση κι αφού του γέννησε εννιά παιδιά, τρεις γιους και έξι θυγατέρες σύμφωνα με τα χαρτιά."
"Η σιωπή βασίλευε στην περιοχή τόσο που φαινόταν ακατοίκητη μες στο φθινοπωρινό σούρουπο ντυμένο στα ρόδινα ως πορτοκαλιά — αραχνοΰφαντες μουσελίνες που πλέανε στο κενό ξεκολλημένες από τον ουρανό. Τα θεριεμένα δέντρα, θάμνοι και λουλούδια όλα προμηνύματα εγκατάλειψης ακατάστατα φυτρωμένα, δημιουργούσαν έναν φράχτη που απόκοβε τη θλιβερή μουδιασμένη κωμόπολη από το μισοκρυμμένο σιωπηλό σπίτι των Φτενούδων. Παραμερίζοντας την πυκνή πρασινάδα στο μονοπάτι που οδηγούσε στη μισάνοιχτη καγκελένια είσοδο μπορούσες ν’ αντιληφθείς αθέατος δύο ή τρεις σκοτεινές κι αθόρυβες φιγούρες μάλλον γυναικείες να πηγαινοέρχονται με μπαμπακένια βήματα στον εξώστη του σπιτιού. Δεν ήξερες αν ήταν τρεις ή μία και η σκιά της, τόσο ίδιες, παμπάλαιες, σαν ξεθωριασμένες φωτογραφίες κάποιων που δεν ζουν τώρα και δεκαετίες. Μέσα από τη χαμηλοτάβανη κουζίνα του πάλαι ποτέ διώροφου αρχοντικού ακουόταν ο θόρυβος μιας αναπνοής που αγωνιζόταν να επαναληφθεί. Η αχαμνή φωτιά του τζακιού όπου σιγόκαιγαν λιγνά ξυλαράκια και θαμνόκλαδα έδινε εφιαλτικά σχήματα στα αντικείμενα που περιβάλλανε τη γριά που ξεψυχούσε. Το λαμπιόνι των δεκαπέντε κηρίων απαγορευόταν — κατ’ εντολήν της ετοιμοθάνατης — ν’ ανάψει πριν πήξει το σκοτάδι έξω.
Οι τρεις άλλες, ανάστατες, ψιλοκουβέντιαζαν στην αυλή. Ο γιατρός ομολόγησε πριν λίγο λυπημένος στην Εργίνη ότι η κυρία Ασπασία δεν θα ζούσε πέρα από ένα εικοσιτετράωρο το πολύ. «Τα χρόνια, βλέπετε, δεν βοηθούνε».
Η Εργίνη με κοψιά και στήσιμο μόνιμου λοχία τον κεραυνοβόλησε με το βλέμμα για τη διπλή βλασφημία. Πρώτον η Ασπασία είναι δεσποινίς, αλλά και για τον υπαινιγμό της ηλικίας που ήταν απαράδεκτος. Πάει εκείνος ο παλιός οικογενειακός τους γιατρός που σεβότανε τον άγραφο νόμο να αναφέρονται ηλικίες και ημερομηνίες γέννησης γιατί φυσικά ήταν μεγαλύτερος και από τον μακαρίτη τον πατέρα τους. Τι να περιμένεις απ’ αυτούς τους ανίδεους νέους επιστήμονες; Λες κι είναι δυνατό να χαθεί η αδελφή Ασπασία σαν να ’ταν ο πρώτος τυχών. Ποιος θ’ αποφάσιζε για την καθημερινή ζωή των τριών αδελφών και ποιος θα εμφανιζόταν σαν επίσημος εκπρόσωπος της οικογένειας Φτενούδου. Κοίταζε καταθυμωμένη την έξοδο απ’ όπου έφυγε πριν λίγο ο γιατρός, αγανακτισμένη για την ιεροσυλία που ξεστόμισε. Ποια ήταν η Ασπασία για να πεθάνει όπως όλοι; Η Ασπασία που τη σεβόταν όλο το Νεοχώρι και που διετέλεσε μέλος της επιτροπής προστασίας του ιστορικού ναού της Παναγιάς της Φερμαλίνας. Βέβαια τον ίδιο κλονισμό είχαν ζήσει και με το θηριώδη πατέρα πού, αφού αρρώστησε, τις βεβαίωνε τότε η Ασπασία πως ένας Φτενούδος δεν πεθαίνει έτσι έτσι και πως θα νικούσε καθώς κι ο Διγενής το Θάνατο στα μαρμαρένια αλώνια. Ένας άρχοντας Φτενούδος δεν πεθαίνει εύκολα γιατί προσβάλλεται ή Φύση. Και είχε δίκιο γιατί έμεινε μήνες κρεβατωμένος, αλλά κανείς δεν έμαθε από τι έπασχε. Όσες φορές του πρότεινε η μητέρα, μ’ όλο το σεβασμό, να καλέσουν γιατρό, εκείνος γαύγιζε σαν μανιασμένο σκυλί, δείχνοντας μέσ’ από τ’ αγκαθωτά άσπρα γένια του τα βρώμικα κίτρινα δόντια του, «δεν χρειάζομαι κανένα χαραμοφάη να μου παραστήσει τον πολύξερο. Εγώ ξέρω πότε θα σηκωθώ», φώναζε φτύνοντας ματωμένα σάλια.
Δεν σηκώθηκε ωστόσο ποτέ. Οι κόρες του, σίγουρες για την παντοδυναμία του, αναστατώθηκαν όταν φώναξε η μάνα τους, «ο πατέρας σας πέθανε». Έτρεξαν όλες κι έσκυψαν πάνω από το ακίνητο πτώμα, βέβαιες ότι αντίκρυζαν μια ανωμαλία της ζωής. Στα μάτια ολονών τους διάβαζες την ίδια απορία: ώστε πεθαίνει ένας φοβερός Φτενούδος;
Δυσκολεύτηκαν για καιρό να παραδεχτούν το θάνατό του. Όχι συναισθηματικά. Καθόλου. Ούτε τους ζήτησε ποτέ αγάπη ούτε τούς πρόσφερε άλλο από την τρομάρα. Και τώρα τρόμαζαν για την ανατροπή του. Τον ξέρανε πανίσχυρο κι ανάλγητο και πολύ καιρό μετά το θάνατό του κοψοχολιάζανε μπας και κάποια στιγμή εκτιναχτεί από τον τάφο του — καθώς του άναβαν το καντήλι — και τους ζητούσε το λόγο, για το πώς όντας κατώτερές του τολμούσαν να επιζούν με τέτοιο θράσος και υγεία προσβάλλοντας τον ανίκητο πατέρα. Δυσκολεύτηκαν πολύ να συνηθίσουν στην ιδέα πως δεν θα χρειαζόταν να λογοδοτήσουν γιατί επιζούσαν υπερβαίνοντας την εξουσία του αψηφώντας τον.
Ζήλευαν τη μάνα τους την Εριφύλη που αποδέχτηκε νηφάλια το θάνατό του. Φοβότανε σίγουρα και κείνη τη συνάντησή της με τον Θεό για το μεγάλο της αμάρτημα που δεν εξομολογήθηκε ποτέ. Αλλά πίστευε πως οι νεκροί δεν αισθάνονται σαν τους κακόμοιρους τους ζωντανούς και πως η ίδια δεν θα φοβόταν πια τίποτα και κανέναν όσο τον Μιχαήλο Φτενούδο επί σαράντα τρία τόσα χρόνια αγέλαστα και τρομοκρατημένα, με την ψυχή ωστόσο γεμάτη περιφρόνηση κι αφού του γέννησε εννιά παιδιά, τρεις γιους και έξι θυγατέρες σύμφωνα με τα χαρτιά."
EvanescenceQ
Επιφανές μέλος
Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 29 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
09-01-22
15:24
Και με το φως του λύκου επανέρχονται | Ζυράννα Ζατέλη
–Το πριν ήταν τώρα με άλλη όψη, μα αυτό κανένας νους δεν είναι έτοιμος να το συλλάβει χωρίς να απολεσθεί. Και καμία λέξη.
–Ο έρωτας αφήνει κουσούρια, είναι σαν την αρρώστια: και καλά να γίνεις, δεν θα΄σαι όπως πριν αρρωστήσεις…Αλλά είναι αργά που σ΄τα λέω αυτά – εσύ πια αρρώστησες…Ξέχασέ τον όμως. Αφού δεν μπορείς να κάνεις τίποτ΄ άλλο .Εγώ στην θέση σου θα τον ξεχνούσα.
–Πρωτοπόρος όπως ήταν σε πολλά ο Χριστόφορος, προκαλούσε όχι μόνο θαυμασμό αλλά και έχθρες στους συντοπίτες του , με αποτέλεσμα να καιροφυλακτούν αρκετοί κι όταν εκείνος πάθαινε κάτι ή του πήγαιναν τα πράγματα λίγο στραβά, να ευνοούνται οι ίδιοι από τις ιδέες του… Ως και οι πολλοί γάμοι του είχαν βρει μιμητές.
-Γι΄ αυτό ρωτάω τα παιδιά…Τα χεράκια που δείχνουν στην τύχη, εκείνα να υπακούς!
-Χρειάζονται λένε εννιά μήνες για να βγούμε απ΄την γητειά ενός νεκρού. Για να μπορέσουμε να τον θυμόμαστε και να τον φέρνουμε στις κουβέντες μας χωρίς να τον περιμένουμε και χωρίς να μας πληγώνει όπως τον πρώτο καιρό. Όχι πως πριν τους εννιά δεν έχει αρχίσει ήδη , αυτόκλητα κι αυτονόητα , η διεργασία της απομάκρυνσης, ή μάλλον της συμφιλίωσης…Ούτε, άλλωστε, πως μετά τους εννιά θεραπεύονται αίφνης όλα και δεν μας ξαφνιάζει άλλο δεν μας πονάει αυτή η οριστική απουσία του. Αλλά εκεί γύρω στους εννιά μήνες γίνεται κάτι – μια ένωση, ίσως, δίχως σπινθήρες – και παίρνουν πάλι όλα τον δρόμο τους, είτε το θέλουμε είτε όχι. Έτσι λένε.
-...ο καθένας πεθαίνει όπως έζησε.
-Βλέπεις σένα σπίτι όπου κάθε χρόνο σχεδόν ερχόταν κι ένα καινούργιο αδερφάκι παίρνοντας τα πρωτεία από το προηγούμενο , δεν περίσσευε καιρός σε πατέρα και μάνα να δώσουν ένα χάδι παραπάνω και στα κάπως μεγαλύτερα παιδιά – ο πατέρας ,δε, δεν το πολυέδινε ούτε στα νήπια. Οπότε γι αυτά τα μεγαλύτερα , τουλάχιστον για τα πιο συναισθηματικά, το να τα βρίσκει πότε-πότε και μια αρρώστια , ένας ξαφνικός νυχτερινός πυρετός που βαστούσε μέρες , ήταν σχεδόν προνόμιο: ανάγκαζε τους γονείς να τα θυμηθούν, να τα προσέξουν.
-…η απλότητα , μια τόσο απόλυτη κι αφοπλιστική απλότητα που δεν την είχαν ούτε τα παιδιά , μόνο οι τρελοί ίσως.
-Κι έπειτα η πολλή αγάπη συνορεύει με τον κίνδυνο, αυτό δεν το ξέρεις;
-Αυτό μόνο θα ΄θελα να μου πει ένας τους μια φορά ! Ούτε γιατί πεθαίνουμε ούτε τι γίνεται μετά. ΤΙ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΣΤΙΓΜΗ! Ποιά είναι η τελευταία εικόνα!…
-Τέτοιες λειψές μονοκέφαλες αγάπες ποτέ δεν έλειψαν από τότε που κουρδίστηκε το ρολόι του κόσμου.
-Ήταν το τελευταίο που τους ένοιαζε, εκτός από έναν θείο του αυτόχειρα που ήταν θρήσκος κι είπε πολύ λυπημένος πως, αν το έκανε αυτό η εκκλησία , ήταν σαν να έδινε στον πνιγμένο και μια λουριά από πάνω.
-…και με δάκρυα για κείνη ποτιζόταν ξανά και η άλλη κόρη της, η ξεχασμένη ας πούμε, μα τελικά οι θρήνοι και οι εξάψεις της αφορούσαν πιο πολύ σ΄αυτήν την ίδια: το πιο επικίνδυνο ποια ήταν ο εαυτός της.
-Γιατί ήξερε , φανταζόταν , πως για ν΄αυτοκτονήσουν οι άνθρωποι, χρειάζονται μια ενίσχυση. Κάτι. Μια ενίσχυση – πως το λένε- ένα ό,τι και δήποτε. Κάτι που να τους κλείνει τα μάτια ηδονικά, να εξαφανίζει την βούληση, να τους σαγηνεύει για το έσχατο! Κάτι παραπάνω κι απ΄τον έρωτα...Αλλιώς η ζωή παίρνει πάλι τα μπόσικα και τους κρατάει, κι αυτή δεν ήθελε άλλο κράτημα απ΄τα τερτίπια της ζωής. Δεν το ήθελε.
-…η καούρα του για κείνο το φιλί , εκείνο το χιμαιρικό φιλί στο στόμα, πριν και μετά απ΄το οποίο δεν ήθελε να υπάρχει τίποτα…Έτρεφε ολόκληρος απ΄τη συνάφειά του με τέτοια κόρη.
-Έγιναν κι εκεί τα ίδια – αυτό που για κείνον ήταν το υπέρτατο ενώ για κείνη μια στιγμιαία και λυπηρή προσφυγή στα μάταια , δέσμια όπως ήταν κάποιων άλλων ενοράσεων.
–Το πριν ήταν τώρα με άλλη όψη, μα αυτό κανένας νους δεν είναι έτοιμος να το συλλάβει χωρίς να απολεσθεί. Και καμία λέξη.
–Ο έρωτας αφήνει κουσούρια, είναι σαν την αρρώστια: και καλά να γίνεις, δεν θα΄σαι όπως πριν αρρωστήσεις…Αλλά είναι αργά που σ΄τα λέω αυτά – εσύ πια αρρώστησες…Ξέχασέ τον όμως. Αφού δεν μπορείς να κάνεις τίποτ΄ άλλο .Εγώ στην θέση σου θα τον ξεχνούσα.
–Πρωτοπόρος όπως ήταν σε πολλά ο Χριστόφορος, προκαλούσε όχι μόνο θαυμασμό αλλά και έχθρες στους συντοπίτες του , με αποτέλεσμα να καιροφυλακτούν αρκετοί κι όταν εκείνος πάθαινε κάτι ή του πήγαιναν τα πράγματα λίγο στραβά, να ευνοούνται οι ίδιοι από τις ιδέες του… Ως και οι πολλοί γάμοι του είχαν βρει μιμητές.
-Γι΄ αυτό ρωτάω τα παιδιά…Τα χεράκια που δείχνουν στην τύχη, εκείνα να υπακούς!
-Χρειάζονται λένε εννιά μήνες για να βγούμε απ΄την γητειά ενός νεκρού. Για να μπορέσουμε να τον θυμόμαστε και να τον φέρνουμε στις κουβέντες μας χωρίς να τον περιμένουμε και χωρίς να μας πληγώνει όπως τον πρώτο καιρό. Όχι πως πριν τους εννιά δεν έχει αρχίσει ήδη , αυτόκλητα κι αυτονόητα , η διεργασία της απομάκρυνσης, ή μάλλον της συμφιλίωσης…Ούτε, άλλωστε, πως μετά τους εννιά θεραπεύονται αίφνης όλα και δεν μας ξαφνιάζει άλλο δεν μας πονάει αυτή η οριστική απουσία του. Αλλά εκεί γύρω στους εννιά μήνες γίνεται κάτι – μια ένωση, ίσως, δίχως σπινθήρες – και παίρνουν πάλι όλα τον δρόμο τους, είτε το θέλουμε είτε όχι. Έτσι λένε.
-...ο καθένας πεθαίνει όπως έζησε.
-Βλέπεις σένα σπίτι όπου κάθε χρόνο σχεδόν ερχόταν κι ένα καινούργιο αδερφάκι παίρνοντας τα πρωτεία από το προηγούμενο , δεν περίσσευε καιρός σε πατέρα και μάνα να δώσουν ένα χάδι παραπάνω και στα κάπως μεγαλύτερα παιδιά – ο πατέρας ,δε, δεν το πολυέδινε ούτε στα νήπια. Οπότε γι αυτά τα μεγαλύτερα , τουλάχιστον για τα πιο συναισθηματικά, το να τα βρίσκει πότε-πότε και μια αρρώστια , ένας ξαφνικός νυχτερινός πυρετός που βαστούσε μέρες , ήταν σχεδόν προνόμιο: ανάγκαζε τους γονείς να τα θυμηθούν, να τα προσέξουν.
-…η απλότητα , μια τόσο απόλυτη κι αφοπλιστική απλότητα που δεν την είχαν ούτε τα παιδιά , μόνο οι τρελοί ίσως.
-Κι έπειτα η πολλή αγάπη συνορεύει με τον κίνδυνο, αυτό δεν το ξέρεις;
-Αυτό μόνο θα ΄θελα να μου πει ένας τους μια φορά ! Ούτε γιατί πεθαίνουμε ούτε τι γίνεται μετά. ΤΙ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΣΤΙΓΜΗ! Ποιά είναι η τελευταία εικόνα!…
-Τέτοιες λειψές μονοκέφαλες αγάπες ποτέ δεν έλειψαν από τότε που κουρδίστηκε το ρολόι του κόσμου.
-Ήταν το τελευταίο που τους ένοιαζε, εκτός από έναν θείο του αυτόχειρα που ήταν θρήσκος κι είπε πολύ λυπημένος πως, αν το έκανε αυτό η εκκλησία , ήταν σαν να έδινε στον πνιγμένο και μια λουριά από πάνω.
-…και με δάκρυα για κείνη ποτιζόταν ξανά και η άλλη κόρη της, η ξεχασμένη ας πούμε, μα τελικά οι θρήνοι και οι εξάψεις της αφορούσαν πιο πολύ σ΄αυτήν την ίδια: το πιο επικίνδυνο ποια ήταν ο εαυτός της.
-Γιατί ήξερε , φανταζόταν , πως για ν΄αυτοκτονήσουν οι άνθρωποι, χρειάζονται μια ενίσχυση. Κάτι. Μια ενίσχυση – πως το λένε- ένα ό,τι και δήποτε. Κάτι που να τους κλείνει τα μάτια ηδονικά, να εξαφανίζει την βούληση, να τους σαγηνεύει για το έσχατο! Κάτι παραπάνω κι απ΄τον έρωτα...Αλλιώς η ζωή παίρνει πάλι τα μπόσικα και τους κρατάει, κι αυτή δεν ήθελε άλλο κράτημα απ΄τα τερτίπια της ζωής. Δεν το ήθελε.
-…η καούρα του για κείνο το φιλί , εκείνο το χιμαιρικό φιλί στο στόμα, πριν και μετά απ΄το οποίο δεν ήθελε να υπάρχει τίποτα…Έτρεφε ολόκληρος απ΄τη συνάφειά του με τέτοια κόρη.
-Έγιναν κι εκεί τα ίδια – αυτό που για κείνον ήταν το υπέρτατο ενώ για κείνη μια στιγμιαία και λυπηρή προσφυγή στα μάταια , δέσμια όπως ήταν κάποιων άλλων ενοράσεων.
EvanescenceQ
Επιφανές μέλος
Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 29 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
08-01-22
13:37
Χένρι Ντέιβιντ Θόρω: Επιστροφή στο Δάσος του Walden
(Γραμμενο το 1854 και τοσο τρομακτικα επικαιρο με τις εννοιες που περιεχει,απο τον γνωστο Αμερικανό φιλόσοφο)
EvanescenceQ
Επιφανές μέλος
Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 29 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
07-01-22
13:59
Μέσα στο μυαλό μου έχω πια την σιγουριά ότι μπορώ να είμαι ελεύθερη μόλις το θελήσω. Μέσα στο μυαλό μου έχω τη δύναμη να καλωσορίσω την κάθε μονότονη μέρα. Μέσα στο μυαλό μου βρίσκω την δύναμη να ανέβω την ανηφόρα χωρίς να υποφέρω. Είμαι εγώ και είμαι ζωντανή και αυτόφωτη σαν ήλιος. Και από τίποτα πια δεν έχω ανάγκη, αφού δοκιμάστηκα στα γρανάζια της ζωής και της περιπέτειας . Αφού έμαθα τις αληθινές αξίες κι έδωσα αξία στον εαυτό μου. Είμαι ελεύθερη και μοναδική.
Μπόρεσα, μπόρεσα! Ξυπνώ πια το πρωί και φωνάζω, “μπορώ” γιατί το ‘χω πιστέψει πως όλα τα μπορώ. Κι είναι αλήθεια. Είμαι παντοδύναμη και κανείς δεν μπορεί να μου κλέψει όλες τις όμορφες στιγμές που τόλμησα να ζήσω.
Όχι, δεν έχω ενοχές. Η απόλυτη ευτυχία κι η γνώση εκείνου που ζητάς δεν σου αφήνει ποτέ ενοχές. Ενοχές σου αφήνουν όλα εκείνα που δεν έζησες, όχι γιατί δεν μπόρεσες ,αλλά γιατί φοβήθηκες την δύναμη τους ,την μαγεία τους. Όλη εκείνη την μαγεία που μια ζωή αναζητάς κι όταν σου πέφτει στο κεφάλι σαν ευλογία ,την αρνείσαι χωρίς ουσιαστικό λόγο παρά μόνο επειδή διστάζεις να πας παραπέρα ,να δεις τι γίνεται μέσα από το σύνορο που σ έχουν φυλακίσει. Κι όταν περνούν τα χρόνια και οι εποχές ,και τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει την ανελέητη φθορά, θυμάσαι, σκέφτεσαι και σε πιάνουν όλοι οι φόβοι, όλες οι απελπισίες. Γιατί είναι ανάγκη να είσαι δυνατός.
Μόνοι γεννιόμαστε, μόνοι πεθαίνουμε και τίποτα δεν μας μένει πέρα από τις στιγμές που ζήσαμε. Τις όμορφες. Όλες εκείνες που ξεπέρασαν για λίγο την μιζέρια και την θλίψη , όλες εκείνες που ταυτίστηκαν μαζί μας, που ανήκουν πια μόνο σε μας.
Επειδή πάνω απ όλα, θέλει τόλμη η ζωή, θέλει πολλά κότσια η ευτυχία. Κι η μοίρα δεν είναι κάτι απλό κι ουδέτερο, αλλά κάτι που πλάθεται όπως το θες. Οι δυστυχίες που έρχονται παλεύονται .Οι ευτυχίες που δεν λένε να φανούν είναι εκείνες που γίνονται οι εφιάλτες μιας ζωής. Όλες εκείνες οι μικρές σπίθες που μας δίνονται έτοιμες, ολοζώντανες κάθε μέρα και τις αφήνουμε να χαθούν σαν να μην υπήρξαν είναι τα απωθημένα που δεν θα μας αφήσουν να γεράσουμε με αξιοπρέπεια.
Θεέ μου, δως μου τις δυστυχίες που μου αναλογούν, αφού δεν γίνεται αλλιώς, αλλά βοήθησε με να αξιωθώ κι όλες τις ευτυχισμένες ώρες που αιωρούνται σαν άστρα πάνω από το κεφάλι μου.
Να ζήσω τον χρόνο μου ,να τον ποτιστώ μέχρι την πιο μικρή μου ίνα, να μπορέσω να γίνω ένα μαζί του. Να έχω συντρόφισσες όμορφες στιγμές, να ξέρω πως έζησα, να μετανιώνω για κείνα που έκανα και να ψάχνω να βρω κι άλλα να κάνω.
Οι στιγμές, οι ώρες και τα αγγίγματα, η αναστάτωση κι οι κόμποι στο στομάχι, το βαρύ στο στήθος απ’ τον πανικό της ευτυχίας, η απόλαυση του κορεσμού και της σοφίας, το κύμα μέσα στο κεφάλι μου, η τρικυμία που δεν λέει να κοπάσει, ο φόβος για το ύστερα, για το μετά, οι ευωδιές των χυμών και οι επιλογές.
Να η ζωή! Να η ζωή, φωνάζω μ’ όση δύναμη μου απομένει. Μα είναι λίγη και πολύτιμη κι είναι δική μου, μόνο δική μου σαν τον αέρα που ανασαίνω. Δεν θ αφήσω να μου την πάρει μήτε άνθρωπος μήτε Θεός. Κι εύχομαι όλες οι αναστολές κι οι δισταγμοί μου να ξεκινούν μόνο από αγάπη. Αγάπη για κάτι άλλο πιο βαθύ, πιο ωραίο.
Εύα Ομηρόλη – “Οι Αναλφάβητοι του ‘Ερωτα”
Μπόρεσα, μπόρεσα! Ξυπνώ πια το πρωί και φωνάζω, “μπορώ” γιατί το ‘χω πιστέψει πως όλα τα μπορώ. Κι είναι αλήθεια. Είμαι παντοδύναμη και κανείς δεν μπορεί να μου κλέψει όλες τις όμορφες στιγμές που τόλμησα να ζήσω.
Όχι, δεν έχω ενοχές. Η απόλυτη ευτυχία κι η γνώση εκείνου που ζητάς δεν σου αφήνει ποτέ ενοχές. Ενοχές σου αφήνουν όλα εκείνα που δεν έζησες, όχι γιατί δεν μπόρεσες ,αλλά γιατί φοβήθηκες την δύναμη τους ,την μαγεία τους. Όλη εκείνη την μαγεία που μια ζωή αναζητάς κι όταν σου πέφτει στο κεφάλι σαν ευλογία ,την αρνείσαι χωρίς ουσιαστικό λόγο παρά μόνο επειδή διστάζεις να πας παραπέρα ,να δεις τι γίνεται μέσα από το σύνορο που σ έχουν φυλακίσει. Κι όταν περνούν τα χρόνια και οι εποχές ,και τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει την ανελέητη φθορά, θυμάσαι, σκέφτεσαι και σε πιάνουν όλοι οι φόβοι, όλες οι απελπισίες. Γιατί είναι ανάγκη να είσαι δυνατός.
Μόνοι γεννιόμαστε, μόνοι πεθαίνουμε και τίποτα δεν μας μένει πέρα από τις στιγμές που ζήσαμε. Τις όμορφες. Όλες εκείνες που ξεπέρασαν για λίγο την μιζέρια και την θλίψη , όλες εκείνες που ταυτίστηκαν μαζί μας, που ανήκουν πια μόνο σε μας.
Επειδή πάνω απ όλα, θέλει τόλμη η ζωή, θέλει πολλά κότσια η ευτυχία. Κι η μοίρα δεν είναι κάτι απλό κι ουδέτερο, αλλά κάτι που πλάθεται όπως το θες. Οι δυστυχίες που έρχονται παλεύονται .Οι ευτυχίες που δεν λένε να φανούν είναι εκείνες που γίνονται οι εφιάλτες μιας ζωής. Όλες εκείνες οι μικρές σπίθες που μας δίνονται έτοιμες, ολοζώντανες κάθε μέρα και τις αφήνουμε να χαθούν σαν να μην υπήρξαν είναι τα απωθημένα που δεν θα μας αφήσουν να γεράσουμε με αξιοπρέπεια.
Θεέ μου, δως μου τις δυστυχίες που μου αναλογούν, αφού δεν γίνεται αλλιώς, αλλά βοήθησε με να αξιωθώ κι όλες τις ευτυχισμένες ώρες που αιωρούνται σαν άστρα πάνω από το κεφάλι μου.
Να ζήσω τον χρόνο μου ,να τον ποτιστώ μέχρι την πιο μικρή μου ίνα, να μπορέσω να γίνω ένα μαζί του. Να έχω συντρόφισσες όμορφες στιγμές, να ξέρω πως έζησα, να μετανιώνω για κείνα που έκανα και να ψάχνω να βρω κι άλλα να κάνω.
Οι στιγμές, οι ώρες και τα αγγίγματα, η αναστάτωση κι οι κόμποι στο στομάχι, το βαρύ στο στήθος απ’ τον πανικό της ευτυχίας, η απόλαυση του κορεσμού και της σοφίας, το κύμα μέσα στο κεφάλι μου, η τρικυμία που δεν λέει να κοπάσει, ο φόβος για το ύστερα, για το μετά, οι ευωδιές των χυμών και οι επιλογές.
Να η ζωή! Να η ζωή, φωνάζω μ’ όση δύναμη μου απομένει. Μα είναι λίγη και πολύτιμη κι είναι δική μου, μόνο δική μου σαν τον αέρα που ανασαίνω. Δεν θ αφήσω να μου την πάρει μήτε άνθρωπος μήτε Θεός. Κι εύχομαι όλες οι αναστολές κι οι δισταγμοί μου να ξεκινούν μόνο από αγάπη. Αγάπη για κάτι άλλο πιο βαθύ, πιο ωραίο.
Εύα Ομηρόλη – “Οι Αναλφάβητοι του ‘Ερωτα”
EvanescenceQ
Επιφανές μέλος
Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 29 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
05-01-22
08:57
«Δεν πουλώ ύφος, στυλ, λογοτεχνία. Δεν γράφω διηγήματα. Καταθέτω γεγονότα και συμπτώματα της εποχής που ζω. Όλα όσα γράφω συνέβησαν. Σε μένα ή σε άλλους. Χρόνια τώρα σπαταλιέμαι, παρακολουθώντας όλα κι όλους.
Η ζωή περνά από μέσα μου, με διαποτίζει με την ασκήμια της, με γεμίζει λύσσα με την αδικία της την οργανωμένη, με ταπεινώνει με την ανημποριά μου ν’ αντιδράσω, να επαναστατήσω αποτελεσματικά, να υπερασπιστώ το μαζικό μας εξευτελισμό.
Αν ξαναγινόμουν είκοσι χρόνων θα ξεκινούσα από τις κορφές των βουνών, αντάρτης, ληστής, πειρατής, ν’ ανοίξω τα μάτια εκείνων που δέχονται αδιαμαρτύρητα τη μοίρα τους, όσο και κείνων που εθελοτυφλούν. Όχι, η επανάστασή μου δε θα στρεφόταν κατά του καταστημένου και του συστήματός του, αλλά εναντίον εκείνων που το ανέχονται. Θα σκότωνα, θα τσάκιζα την κακομοιριά, την υποταγή, την ταπεινοφροσύνη.
Η γη έτσι κι αλλιώς δε χωρά άλλους ταπεινούς και καταφρονεμένους. Όπως δε χωρά άλλα φερέφωνα προκάτ επανάστασης.
Η ζωή γίνηκε πια πάρα πολύ απάνθρωπη για να την καλουπώνουμε σε σχήματα, δε μας ανήκει καν, όπως δε μας ανήκει τίποτα, από τη γη που κατοικούμε ως τα πρόσωπά μας.
Όταν ο κάθε τυχάρπαστος, ο κάθε τιποτένιος, μπορεί να μάς δέσει πάνω σε μια καρέκλα, σ’ έναν πάγκο ή σ’ ένα κρεβάτι, να μάς φτύσει, να μάς μαστιγώσει, να μάς βιάσει.
Το Σύστημα αποχαλινωμένο καλλιεργεί σκόπιμα την ασυνειδησία, την αγριότητα, το χάος, καταλύοντας το σεβασμό για τον ανθρώπινο παράγοντα. Δεν άφησε τίποτα ανεκμετάλλευτο, από το “χάσμα των γενιών” που αποκόβει τους ανθρώπους μεταξύ τους και ετοιμάζει τους αυριανούς παιδιά-καταδότες του Χίτλερ, ως την κατάργηση της οικογένειας.
Ο άνθρωπος βγαίνει στο σφυρί. Για να μη βρίσκει το Σύστημα καμιά αντίδραση και να μπορέσει αύριο να βγάλει ελεύθερα στο σφυρί και τις πατρίδες.
Ο Παπαδόπουλος ήταν μια δοκιμή και στον ευρωπαϊκό χώρο, κατά το σύστημα των χιλιάδων πειραμάτων που πραγματοποιούνται σ’ όλες τις περιοχές του πλανήτη. Η συνταγή είναι πια κοινή: Όταν ένας λαός σηκώσει κεφάλι κατά του κυβερνήτη του, εκπρόσωπου του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, βρείτε έναν αλήτη και αναθέστε του να περάσει χειροπέδες σ’ αυτό το λαό. Κι αφήστε τον να εξουθενωθεί.
Το πιθανότερο είναι να συνηθίσει και να ζήσει εξουδετερωμένος από τριάντα μέχρι σαράντα χρόνια, όπως συνέβη στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Επειδή όμως οι καιροί αλλάζουν, τα πράματα πάνε γρηγορότερα, η συνταγή τροποποιήθηκε.
Πάρτε τα κλειδιά από τον αλήτη, δώστε τα στον παλιό κυβερνήτη και στείλτε τον να ξεκλειδώσει τις χειροπέδες. Ο λαός θα του γλείφει τα χέρια, βλέποντάς τον σαν ελευθερωτή του.
Γι’ αυτό και μεις, τα σύγχρονα πειραματόζωα, οφείλουμε να χρησιμοποιούμε πάντα τον όρο π.Χ., που θα σημαίνει τώρα πια “προ Χούντας”, και μ.Χ., “μετά τη Χούντα”. Γιατί το πείραμα πέτυχε και δεν πρέπει να το λησμονούμε ούτε στιγμή. Η Ελλάδα εκδίδεται, συνειδητά και ασύνειδα. Κι ούτε ένας αθώος. Ανεύθυνος κανένας».
(Απόσπασμα από το βιβλίο: Επάγγελμα πόρνη, της Λιλής Ζωγράφου εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1998)
Η ζωή περνά από μέσα μου, με διαποτίζει με την ασκήμια της, με γεμίζει λύσσα με την αδικία της την οργανωμένη, με ταπεινώνει με την ανημποριά μου ν’ αντιδράσω, να επαναστατήσω αποτελεσματικά, να υπερασπιστώ το μαζικό μας εξευτελισμό.
Αν ξαναγινόμουν είκοσι χρόνων θα ξεκινούσα από τις κορφές των βουνών, αντάρτης, ληστής, πειρατής, ν’ ανοίξω τα μάτια εκείνων που δέχονται αδιαμαρτύρητα τη μοίρα τους, όσο και κείνων που εθελοτυφλούν. Όχι, η επανάστασή μου δε θα στρεφόταν κατά του καταστημένου και του συστήματός του, αλλά εναντίον εκείνων που το ανέχονται. Θα σκότωνα, θα τσάκιζα την κακομοιριά, την υποταγή, την ταπεινοφροσύνη.
Η γη έτσι κι αλλιώς δε χωρά άλλους ταπεινούς και καταφρονεμένους. Όπως δε χωρά άλλα φερέφωνα προκάτ επανάστασης.
Η ζωή γίνηκε πια πάρα πολύ απάνθρωπη για να την καλουπώνουμε σε σχήματα, δε μας ανήκει καν, όπως δε μας ανήκει τίποτα, από τη γη που κατοικούμε ως τα πρόσωπά μας.
Όταν ο κάθε τυχάρπαστος, ο κάθε τιποτένιος, μπορεί να μάς δέσει πάνω σε μια καρέκλα, σ’ έναν πάγκο ή σ’ ένα κρεβάτι, να μάς φτύσει, να μάς μαστιγώσει, να μάς βιάσει.
Το Σύστημα αποχαλινωμένο καλλιεργεί σκόπιμα την ασυνειδησία, την αγριότητα, το χάος, καταλύοντας το σεβασμό για τον ανθρώπινο παράγοντα. Δεν άφησε τίποτα ανεκμετάλλευτο, από το “χάσμα των γενιών” που αποκόβει τους ανθρώπους μεταξύ τους και ετοιμάζει τους αυριανούς παιδιά-καταδότες του Χίτλερ, ως την κατάργηση της οικογένειας.
Ο άνθρωπος βγαίνει στο σφυρί. Για να μη βρίσκει το Σύστημα καμιά αντίδραση και να μπορέσει αύριο να βγάλει ελεύθερα στο σφυρί και τις πατρίδες.
Ο Παπαδόπουλος ήταν μια δοκιμή και στον ευρωπαϊκό χώρο, κατά το σύστημα των χιλιάδων πειραμάτων που πραγματοποιούνται σ’ όλες τις περιοχές του πλανήτη. Η συνταγή είναι πια κοινή: Όταν ένας λαός σηκώσει κεφάλι κατά του κυβερνήτη του, εκπρόσωπου του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, βρείτε έναν αλήτη και αναθέστε του να περάσει χειροπέδες σ’ αυτό το λαό. Κι αφήστε τον να εξουθενωθεί.
Το πιθανότερο είναι να συνηθίσει και να ζήσει εξουδετερωμένος από τριάντα μέχρι σαράντα χρόνια, όπως συνέβη στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Επειδή όμως οι καιροί αλλάζουν, τα πράματα πάνε γρηγορότερα, η συνταγή τροποποιήθηκε.
Πάρτε τα κλειδιά από τον αλήτη, δώστε τα στον παλιό κυβερνήτη και στείλτε τον να ξεκλειδώσει τις χειροπέδες. Ο λαός θα του γλείφει τα χέρια, βλέποντάς τον σαν ελευθερωτή του.
Γι’ αυτό και μεις, τα σύγχρονα πειραματόζωα, οφείλουμε να χρησιμοποιούμε πάντα τον όρο π.Χ., που θα σημαίνει τώρα πια “προ Χούντας”, και μ.Χ., “μετά τη Χούντα”. Γιατί το πείραμα πέτυχε και δεν πρέπει να το λησμονούμε ούτε στιγμή. Η Ελλάδα εκδίδεται, συνειδητά και ασύνειδα. Κι ούτε ένας αθώος. Ανεύθυνος κανένας».
(Απόσπασμα από το βιβλίο: Επάγγελμα πόρνη, της Λιλής Ζωγράφου εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1998)
EvanescenceQ
Επιφανές μέλος
Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 29 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
04-01-22
20:20
«Το πρώτο σου χρέος πλαταίνοντας το εγώ σου είναι, στην αστραπόχρονη τούτη στιγμή που περπατάς στη γη, να μπορέσεις να ζήσεις την απέραντη πορεία, την ορατή και την αόρατη, του εαυτού σου.»
-Νίκος Καζαντζάκης, «ο βραχόκηπος»
EvanescenceQ
Επιφανές μέλος
Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 29 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
03-01-22
22:56
Έρμαν Έσσε, “Ο Λύκος της Στέπας”
“Αχ, είναι δύσκολο να βρεις αυτό το θεϊκό μονοπάτι μέσα σ’ αυτή τη ζωή που κάνουμε, σε τούτη δω την αποβλακωμένη και ανούσια εποχή με την πνευματική της στειρότητα, την αρχιτεκτονική της, τις επιχειρήσεις της, την πολιτική της, τους ανθρώπους της! Πως θα μπορούσα να μην καταντήσω ένας μοναχικός λύκος, ένας άξεστος ερημίτης, αφού δεν συμμερίζομαι τους στόχους της και τις αξίες της και δεν καταλαβαίνω καμιά από τις απολαύσεις της; Δεν μπορώ να μείνω για πολλή ώρα ούτε στο θέατρο ούτε στον κινηματογράφο. Σπάνια διαβάζω εφημερίδα κι ακόμα πιο σπάνια κάποιο μοντέρνο βιβλίο. Δεν μπορώ να καταλάβω ποια ευχαρίστηση και ποια χαρά βρίσκουν οι άνθρωποι με το να συνωστίζονται στα ξενοδοχεία και στους σιδηροδρόμους, στα κέντρα με την αποπνιχτική ατμόσφαιρα και την απαίσια μουσική, στα μπαρ και στα βαριετέ, στις διεθνείς εκθέσεις και στον ιππόδρομο……..
Από την άλλη μεριά, όσα μου συμβαίνουν στις σπάνιες ώρες τις χαράς μου, όσα για μένα είναι ζωή, ευδαιμονία, έκσταση και πνευματική ανάταση, οι άνθρωποι, γενικά, τα αναζητούν μόνο στην φαντασία. Στην πραγματική ζωή τα βρίσκουν παράλογα και απίθανα. Κι έτσι, αν οι άνθρωποι έχουν δίκιο, αν αυτή η μουσική των νυχτερινών κέντρων είναι απόλαυση, αν αυτή η μαζική διασκέδαση δίνει χαρά κι αν αυτό το αμερικανοποιημένο πλήθος που ευχαριστιέται με το τίποτα έχει δίκιο, τότε εγώ έχω άδικο, είμαι τρελός. Είμαι στ’ αλήθεια ο Λύκος της Στέπας, όπως συχνά αποκαλώ τον εαυτό μου, αυτό το ξεστρατισμένο αγρίμι, που δε βρίσκει ούτε σπιτικό, ούτε χαρά, ούτε ελπίδα σ’ ένα κόσμο παράξενο και ακατανόητο”
“Αχ, είναι δύσκολο να βρεις αυτό το θεϊκό μονοπάτι μέσα σ’ αυτή τη ζωή που κάνουμε, σε τούτη δω την αποβλακωμένη και ανούσια εποχή με την πνευματική της στειρότητα, την αρχιτεκτονική της, τις επιχειρήσεις της, την πολιτική της, τους ανθρώπους της! Πως θα μπορούσα να μην καταντήσω ένας μοναχικός λύκος, ένας άξεστος ερημίτης, αφού δεν συμμερίζομαι τους στόχους της και τις αξίες της και δεν καταλαβαίνω καμιά από τις απολαύσεις της; Δεν μπορώ να μείνω για πολλή ώρα ούτε στο θέατρο ούτε στον κινηματογράφο. Σπάνια διαβάζω εφημερίδα κι ακόμα πιο σπάνια κάποιο μοντέρνο βιβλίο. Δεν μπορώ να καταλάβω ποια ευχαρίστηση και ποια χαρά βρίσκουν οι άνθρωποι με το να συνωστίζονται στα ξενοδοχεία και στους σιδηροδρόμους, στα κέντρα με την αποπνιχτική ατμόσφαιρα και την απαίσια μουσική, στα μπαρ και στα βαριετέ, στις διεθνείς εκθέσεις και στον ιππόδρομο……..
Από την άλλη μεριά, όσα μου συμβαίνουν στις σπάνιες ώρες τις χαράς μου, όσα για μένα είναι ζωή, ευδαιμονία, έκσταση και πνευματική ανάταση, οι άνθρωποι, γενικά, τα αναζητούν μόνο στην φαντασία. Στην πραγματική ζωή τα βρίσκουν παράλογα και απίθανα. Κι έτσι, αν οι άνθρωποι έχουν δίκιο, αν αυτή η μουσική των νυχτερινών κέντρων είναι απόλαυση, αν αυτή η μαζική διασκέδαση δίνει χαρά κι αν αυτό το αμερικανοποιημένο πλήθος που ευχαριστιέται με το τίποτα έχει δίκιο, τότε εγώ έχω άδικο, είμαι τρελός. Είμαι στ’ αλήθεια ο Λύκος της Στέπας, όπως συχνά αποκαλώ τον εαυτό μου, αυτό το ξεστρατισμένο αγρίμι, που δε βρίσκει ούτε σπιτικό, ούτε χαρά, ούτε ελπίδα σ’ ένα κόσμο παράξενο και ακατανόητο”
EvanescenceQ
Επιφανές μέλος
Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 29 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
EvanescenceQ
Επιφανές μέλος
Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 29 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
02-01-22
20:10
Αν από κάποιο πολύ δυνατό συναίσθημα ανάψουν όλα τα σπίρτα που έχουμε μέσα μας, παράγουν μεμιάς μια λάμψη τόσο δυνατή, ώστε φωτίζει έκταση πέρα απ'οση μπορούμε να δούμε κανονικά΄και τότε μπροστά στα μάτια μας εμφανίζεται ένα θαυμάσιο τούνελ, που μας δείχνει το δρόμο που ξεχνάμε όταν γεννιόμαστε και μας καλεί να βρούμε τη χαμένη μας θεκή προέλευση.Η ψυχή επιθυμεί να επανέλθει στον τόπο από όπου προήλθε αφήνοντας το σώμα αδρανές.
''Σαν νερό για ζεστή σοκολάτα'' Λάουρα Εσκιβελ
''Σαν νερό για ζεστή σοκολάτα'' Λάουρα Εσκιβελ
EvanescenceQ
Επιφανές μέλος
Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 29 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
30-12-21
14:21
Τομ Ρόμπινς, “Τρυποκάρυδος”
«Το σημαντικότερο πράγμα είναι ο έρωτας», είπε η Λη – Τσέρι. «Τώρα το ξέρω. Δεν υπάρχει λόγος να σώσουμε τον κόσμο αν πρέπει για αυτό να χάσουμε το φεγγάρι». Η Λη – Τσέρι έστειλε αυτό το μήνυμα στον Μπέρναρντ με τον δικηγόρο του. Το μήνυμα συνέχιζε: «Δεν είμαι καλά-καλά 20 χρόνων, αλλά χάρη σε σένα, έμαθα κάτι που πολλές σημερινές γυναίκες δεν μαθαίνουν ποτέ: ο Μαγεμένος Πρίγκιπας είναι πράγματι βάτραχος. Και η ωραία πριγκίπισσα έχει δυσοσμία του στόματος. Το συμπέρασμα είναι ότι (α) οι άνθρωποι ποτέ δεν είναι τέλειοι ενώ ο έρωτας μπορεί να είναι, (β) Αυτός είναι ο μόνος και μοναδικός τρόπος να βελτιωθούν οι μέτριοι ευτελείς, και (γ) κάνοντας τον, τον κάνεις. Ο έρωτας κάνει έρωτα. Ο έρωτας κάνει τον εαυτό του. Χάνουμε τον καιρό μας ψάχνοντας για τον τέλειο εραστή αντί να δημιουργούμε τον τέλειο έρωτα. Μήπως αυτός είναι ο τρόπος να κάνουμε τον έρωτα να μείνει;». Την άλλη μέρα, ο δικηγόρος του Μπέρναρντ της παρέδωσε αυτή την απάντηση: «O έρωτας είναι ο ύστατος παράνομος. Απλώς δεν παραδέχεται κανονισμούς. Το περισσότερο που εμείς μπορούμε να κάνουμε είναι να προσυπογράψουμε σαν συνεργοί του. Το περισσότερο την άλλη μέρα αντί να ορκιζόμαστε τιμή και υπακοή καλύτερα να ορκιζόμαστε βοήθεια και παρακίνηση. Αυτό σημαίνει πως η ασφάλεια αποκλείεται. Οι λέξεις ”κάνω” και να “μείνει” καταντάνε ακατάλληλες. Ο έρωτάς μου για σένα δεν δέχεται δεσμά. Σε αγαπώ ελεύθερα και τζάμπα». Η Λη – Τσέρι ελεύθερα βγήκε στις βατομουριές και έκλαψε. «Θα τον ακολουθήσω ως την άκρη του κόσμου» μονολόγησε με λυγμούς. Ναι χρυσή μου, μόνο που ο κόσμος δεν έχει άκρη. Ο Κολόμβος το διευκρίνισε.
«Το σημαντικότερο πράγμα είναι ο έρωτας», είπε η Λη – Τσέρι. «Τώρα το ξέρω. Δεν υπάρχει λόγος να σώσουμε τον κόσμο αν πρέπει για αυτό να χάσουμε το φεγγάρι». Η Λη – Τσέρι έστειλε αυτό το μήνυμα στον Μπέρναρντ με τον δικηγόρο του. Το μήνυμα συνέχιζε: «Δεν είμαι καλά-καλά 20 χρόνων, αλλά χάρη σε σένα, έμαθα κάτι που πολλές σημερινές γυναίκες δεν μαθαίνουν ποτέ: ο Μαγεμένος Πρίγκιπας είναι πράγματι βάτραχος. Και η ωραία πριγκίπισσα έχει δυσοσμία του στόματος. Το συμπέρασμα είναι ότι (α) οι άνθρωποι ποτέ δεν είναι τέλειοι ενώ ο έρωτας μπορεί να είναι, (β) Αυτός είναι ο μόνος και μοναδικός τρόπος να βελτιωθούν οι μέτριοι ευτελείς, και (γ) κάνοντας τον, τον κάνεις. Ο έρωτας κάνει έρωτα. Ο έρωτας κάνει τον εαυτό του. Χάνουμε τον καιρό μας ψάχνοντας για τον τέλειο εραστή αντί να δημιουργούμε τον τέλειο έρωτα. Μήπως αυτός είναι ο τρόπος να κάνουμε τον έρωτα να μείνει;». Την άλλη μέρα, ο δικηγόρος του Μπέρναρντ της παρέδωσε αυτή την απάντηση: «O έρωτας είναι ο ύστατος παράνομος. Απλώς δεν παραδέχεται κανονισμούς. Το περισσότερο που εμείς μπορούμε να κάνουμε είναι να προσυπογράψουμε σαν συνεργοί του. Το περισσότερο την άλλη μέρα αντί να ορκιζόμαστε τιμή και υπακοή καλύτερα να ορκιζόμαστε βοήθεια και παρακίνηση. Αυτό σημαίνει πως η ασφάλεια αποκλείεται. Οι λέξεις ”κάνω” και να “μείνει” καταντάνε ακατάλληλες. Ο έρωτάς μου για σένα δεν δέχεται δεσμά. Σε αγαπώ ελεύθερα και τζάμπα». Η Λη – Τσέρι ελεύθερα βγήκε στις βατομουριές και έκλαψε. «Θα τον ακολουθήσω ως την άκρη του κόσμου» μονολόγησε με λυγμούς. Ναι χρυσή μου, μόνο που ο κόσμος δεν έχει άκρη. Ο Κολόμβος το διευκρίνισε.
EvanescenceQ
Επιφανές μέλος
Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 29 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
27-12-21
21:45
Τα χταποδάκια,Μ. Καραγάτσης,(διήγημα)Οι νοτιάδες φέρναν σύγνεφα εκείνο το χειμώνα, μα όχι το 'να πίσω από τ' άλλο. Άφηναν και ώρες, την κάθε μέρα, που ξαστέρωνε λιγάκι ο ουρανός. Αυτό γινόταν περί το δειλινό. Κι όταν ο ήλιος, όσο δεν παίρνει χρυσαφής, κάτι σα μέλι φωτεινό, ξεχυνόταν στο μικρό λιμάνι, στ' αργοσάλευτα καΐκια του, στις μπαταρισμένες βάρκες, στα δίχτυα των ψαράδων που στέγνωναν απλωμένα, στη θάλασσα που σιγανάσαινε, στους ανθρώπους που τριγυρνούσαν πέρα δώθε, άγνωστο γιατί. Περί τη νύχτα θα χάλαγε πάλι ο καιρός. Αυτό το καταλάβαινες από τους γλάρους που πετούσαν χαμηλά, έξυναν τη θάλασσα με τις φτερούγες τους, κλαγγάζοντας κάποιαν ακατάληπτη ανησυχία. Και το όντις, σε λίγο έφταναν ξανά τα σύγνεφα, αβγατίζοντας πολύ το βραδινό σκοτάδι, έτσι που 'σφιγγε η ψυχή του ανθρώπου. Έτσι λοιπόν, την ώρα που ο Αστέρας* πάλευε με τα σύγνεφα, μπήκε ο λεγάμενος στο μαγαζάκι, μποτζάροντας* δώθε κείθε, σαν τραμπάκουλο* σε σοροκάδα*. Κοντός ήταν και κακοσούσουμος, αρκούντως γηραλέος, όχι καλοντυμένος ούτε καθαρός, μ' ένα μαντίλι ματωμένο γύρω στο κεφάλι — σίγουρα φρεσκοσπασμένο ήταν. Η μύτη του μάλιστα είχε μεγάλα χάλια, γδαρμένη, πρησμένη, σκεπασμένη κομμάτια αίμα πηχτό. Ή κουτρουβάλα είχε πάρει ο ερίφης*, ή ξύλο γερό είχε πέσει, μπερντάχι*, με σύστημα, πάνω χέρι - κάτω χέρι, του αλατιού τον είχαν κανωμένο. Τώρα γινωμένος* ήταν όταν τις έφαγε, ή τα κοπάνισε κατόπι, να πνίξει στο κράσι το μεράκι του καβγά; Αυτό δεν το ξέρουμε. Το βέβαιο είναι, λίαν σουρωμένος ήταν όταν μπήκε στο μαγαζί, κρατούσε μάλιστα στο χέρι κατιτίς τυλιγμένο σε χαρτί, φαγώσιμο πρέπει να ήταν. Προχώρησε, το λοιπόν, κατά το μπεζαχτά, χαιρετώντας πολύ εγκάρδια τις δυο παρέες που βρίσκονταν την ώρα εκείνη στο μαγαζί. Μα δεν πήρε αντιχαιρέτισμα, ένεκα που οι μεν —δυο μαντράχαλοι— ήσαν πολύ απασχολημένοι με τις κοπέλες τους και δεν είχαν καιρό για κουβέντες άχρηστες. Όσο για τους δε, αυτοί πίναν το κρασί τους λίαν βαρύθυμοι και σέρτικοι*, είχαν φαίνεται τις στεναχώριες τους. Τι να κάνει λοιπόν, κι αυτός; Παράγγειλε ούζο καραφάκι, κι έπιασε κουβέντα με το μαγαζάτορα, ένεκα που ο Θεός τον έκανε άνθρωπο κοινωνικό, πολύ συσχετικό, η μουγκαμάρα κι η περισυλλογή ποσώς* δεν του επήγαιναν. Είπε μάλιστα τη γνώμη του δυνατά, να την ακούσει όλος ο κόσμος: — Όποιος δε μιλάει, πεθαμένος είναι και θάβουν τον! Ακούμπησε το στράτσο στον μπεζαχτά κι άρχισε ν' αδειάζει το καραφάκι σε δυο νεροπότηρα, προσέχοντας φοβερά στη μοιρασιά, μήπως τυχόν και στάξει κόμπος στο 'να πιότερο από τ' άλλο. Αφού τέλειωσε τη δίκαιη αυτή κατανομή, πήρε το πρώτο ποτήρι και το ήπιε, ήπιε και το δεύτερο, θαραπάηκαν* τα σωθικά του κι άρχισε μεγάλο λακριντί* με το μαγαζάτορα. Ένεκα όμως που η παρέα μας βρισκόταν κάμποσο μακριά, δεν έδωσε κανείς μας προσοχή, εξάλλου είχαμε δικές μας κουβέντες να πούμε, πολύ σοβαρές και διόλου ευτράπελες. Πες πως τον αλησμονήσαμε κι αυτόν, και τα σπασμένα μούτρα του, και το στράτσο και το μεθύσι του και το λακριντί του. Όταν, έξαφνα, κουβέντες σε ύφος έντονο τράβηξαν την προσοχή μας: — Όχι, κύριος, δε θέλουμε το κέρασμά σου! — Και γιατί, δηλαδής; Εγώ εκινήθην από την ευγενής πρόθεσις... — Κόβε λόγια και στρι!* Πολύ ψείρα μάς γίνηκες! Η παρεξήγηση συνέβαινε με την άλλη παρέα που ο ερίφης θέλησε να την κεράσει, άγνωστο γιατί. Ίσως που το κρασί τον έκανε πολύ κοινωνικό, πρόθυμο να πιάσει σχέσεις εύκολες και γκαρδιακές με τον πάσα τυχών*. Ίσως πάλι και να του γυάλισαν τα κορίτσια, ήθελε να κάνει το κομμάτι του. Οι μαντράχαλοι όμως πήραν αλλιώς το πράμα, εξ ου κι ο καβγάς — «περικαλώ, κύριος!» και «με το μπαρδόν, δεν είσαστε εν τάξει εν πάση περιπτώσει!». Ο ένας μάλιστα από τους δυο —άνθρωπος ευερέθιστος— σηκώθηκε μια στιγμή, κι είπε λόγια βαριά που προδίκαζαν* χειροδικία. Τσίριξαν τα κορίτσια: «Μανόλη! Για τ' όνομα της Παναγιάς!», μπήκε στη μέση κι ο άλλος, ο πλέον ψύχραιμος, και το επεισόδιο θεωρείται λήξαν. Ο ερίφης υποχώρησε κανονικά κατά τον μπεζαχτά, όπου τον τραβούσε από το μανίκι ο ταβερνιάρης αυταρχικότατα: — Ήπιες το ούζο σου, Παναγιωτάκη; Πλέρωνε και στρίβε! Όχι ιστορίες στο μαγαζί μου! Σαν ν' αποφάσισε να ησυχάσει ο Παναγιωτάκης, αλλά για να φύγει, ούτε λόγος! Ήθελε, σώνει και καλά, ν' ανοίξει την καρδιά του, να πει τον πόνο του, να μιλήσει με άνθρωπο. Κανείς να μην τον θέλει, κανείς να μην καταλαβαίνει, όλοι να τον διώχνουν — τι κακό πάλι αυτό! Εξάλλου, ο άνθρωπος είχε πια τα πιο φιλειρηνικά αισθήματα. Ξεδίπλωσε το στράτσο, τράβηξε δυο χταποδάκια που ήταν μέσα, τα καμάρωσε κι εδήλωσε πως έχει κάθε δικαίωμα να τα μαγειρέψει και να τα φάει ποτίζοντάς τα με μπόλικον κράσο, ένεκα που το χταπόδι χωρίς ένα πρώτο κρασί δε μαγειρεύεται, και δίχως ένα δεύτερο δε χωνεύεται. Άρχισε, λοιπόν, μεγάλες συνεννοήσεις με το μαγαζάτορα, να του χρήσει τα χταπόδια, να τα φάει εδώ που βρίσκεται, δηλαδή να τα φάνε παρέα, ένεκα που η μοναξιά κι αυτός δεν συνταιριάζουν, ανέκαθεν ντερμπεντέρης* άνθρωπος ήταν. Ο μαγαζάτορας όμως είχε μεγάλες αντιρρήσεις. Των αδυνάτων αδύνατο! Η φουβού* ήταν πιασμένη με τις γόπες, κατόπι θα τηγάνιζε πατάτες, ύστερα θα έρχονταν η πελατεία και θα παράγγελνε της ώρας πράματα, συκωτάκια, μπαρμπουνάκια, σαγανάκια. — Ό,τι άλλο, Παναγιωτάκη μου, αυτό όμως μη μου το ζητάς! — Δεν έχω, δηλαδής, το δικαίωμα να φάω κι εγώ ένα μεζέ σαν άνθρωπος —να, τα χταποδάκια μου— και να πιω το κρασί μου, σα φιλήσυχος πολίτης; — Δε γίνεται, Παναγιωτάκη μου! του είπε ο άλλος κοφτά. Να πας στην Ευταλία να στα μαγειρέψει. Κι άντε τσαμπούκ τσαμπούκ*, άδειαζέ μου το μαγαζί κι έχω δουλειά! Πλακώνει πελατεία. Ο ερίφης σώπασε, σα να είδε πως τίποτα δε γίνεται, πως έπρεπε να το πάρει απόφαση. Τύλιξε τα χταποδάκια στο στράτσο, τα έβαλε υπομάλης και τράβηξε κατά την πόρτα. Μα η αγανάχτηση τον έπνιξε. Γύρισε, το λοιπόν, κι άρχισε καινούρια δημηγορία: — Στην Ευταλία... Αιντε συ να πεις στην Ευταλία να στα μαγειρέψει! Συ, που δεν είσαι άντρας της... Εγώ, δηλαδή, δεν έχω δικαίωμα να φάω ένα μεζέ, να πιω ένα κρασί; Αργά κατάλαβε πως μιλούσε στα κούφια, ένεκα που ο μαγαζάτορας είχε αποτραβηχτεί στην κουζίνα. Σήκωσε, το λοιπόν, τους ώμους και τράβηξε πάλι κατά την πόρτα. Φαίνεται όμως πως δε βολούσε η ψυχή του να ξεκολλήσει εύκολ' απ' το μαγαζί. Περνώντας μπροστά στην παρέα μας κοντοστάθηκε. Ήθελε κουβέντα. — Έχει τσιγάρο; Απόκριση καμιά. Είδαμε τι κολλιτσίδα ήταν, αν του μιλούσαμε ξεκολλημό δε θα 'χε. Αυτός όμως εκεί! — Θέλω τσιγάρο. — Δεν έχει! του λέει ο Αγλέουρας. — Πώς δεν έχει, αφού καπνίζετε! Ήταν κι αναιδής. — Άιντε στο καλό! του λέει ο υποπλοίαρχος, κι άσε μας ήσυχους. Ακούς; Αυτό δεν του άρεσε του φίλου. Πήρε αμέσως ύφος κουτσαβάκικο*, προκλητικό, μπεχλιβάνικο*. Κι αμόλησε την πρόστυχη κουβέντα: — Επειδή, δηλαδής, έχεις δυόμισι γαλόνια στο μανίκι, μας κάνεις και τον κάργα;* Ο υποπλοίαρχος χαμογέλασε κάτω από τα μουστάκια του. Μα ο Αγλέουρας σηκώθηκε, άρπαξε τον Παναγιωτάκη από τις πλάτες και απλά, αυστηρά, θετικά τον έβγαλ' έξω από το μαγαζί. Τον έβγαλε, δεν τον πέταξε. Όλα γίνηκαν μ' ευγένεια και κατανόηση, ως αρμόζει να φέρεται κανείς σ' έναν μεθυσμένο, έναν ακαταλόγιστο. Κι αυτός δεν έφερε καμιάν αντίσταση, ψοφοδεής* ήταν, μόνο λόγια και τίποτες άλλο. Ανθρωπάκος, που το κρασί τον εχτυπούσε παράξενα, τον έκανε να λέει μπούρδες δίχως να τις συλλογιστεί. Ο Αγλέουρας εγύρισε και ξανακάθισε στη θέση του. Κέφι δεν είχαμ' εξαρχής, τώρα το λίγο που είχε απομείνει ξανεμίστηκε κι αυτό. Δεν ήταν να 'ρθει κι αυτό τ' αυτοκίνητο, να πάμε στις δουλειές μας! Η νύχτα είχε πέσει πια, ήρθαν πάλι τα σύγνεφα, μαύρισε ο ουρανός διπλό σκοτάδι, το ίδιο κι η θάλασσα. Μόλις έβλεπες τα κατάρτια των καϊκιών ν' αργοσαλεύουν πέρα δώθε πάνω στο μουντό στερέωμα, σα μετρονόμια* που κράταγαν στον άνεμο το ρυθμό των νερών. Πρέπει και να ψιλόβρεχε, εμείς δεν το βλέπαμε, έτσι στο βάθος που καθόμαστε. Μα έρχονταν από το πέλαγο οσμή υγρού νοτιά, μύριζε και το χώμα, μουλιασμένο ως ήταν. Και να, δεν πέρασαν ούτε τρία λεφτά, και ξαναπαρουσιάστηκε στην πόρτα. Έκανε να μπει πάλι στο μαγαζί, ένεκα που είχε μεθύσι πεισματάρικο, επίμονο, τίποτα δεν τον έκανε ν' αλλάξει το κέφι του. Μεμιάς όμως όλοι σηκωθήκαμε, η παρέα μας, η άλλη παρέα, ο μαγαζάτορας: — Πάλι εδώ είσαι; Έξω! Έξω! Φεύγ' από δω! Πήγαινε στο σπίτι σου! Μπεκρούλιακα! Προστυχόμουτρο! Κολλιτσίδα! Ψείρα! Ψείρα! Αυτό γίνηκε τίμια κι αυθόρμητα, μας είχε φέρει ως εδώ, ο αλιτήριος! Όσο εμείς ξαφνιαστήκαμε από το φέρσιμό μας, άλλο τόσο κι αυτός. Η κατακραυγή χίμηξε απάνω του, τόνε βάρεσε στο στήθος, τον σταμάτησε, τον πισωπλάτισε. Απόμεινε ασάλευτος, κρατώντας τα τυλιγμένα χταπόδια στο χέρι το ζερβί, κι έριξε ματιά γεμάτη δέος ολοτρόγυρα. Πρέπει τα μούτρα μας να ήσαν τόσο άγρια, που φοβήθηκε. — Καλά... μουρμούρισε... Καλά! Θα φύγω... Αφού δε με θέλετε... Μα πού να πάω; Πού; Στην Ευταλία; Ένας λόγος είναι αυτός. Ούτε κι αυτή με θέλει, όπως κι εσείς. Κανείς! Κανείς... Τον έπιασε κάτι σαν παράπονο, κι άπλωσε το χέρι όπου κρατούσε τα χταπόδια: — Να! Αυτά τα χταπόδια. Στη χόβολη... Όλοι μαζί θα τα τρώγαμε. Ένα μεζέ κι ένα κρασί. Σαν άνθρωπος κι εγώ. Σαν άνθρωπος... Μας κοίταγε και πρόσμενε κατανόηση, σαν άνθρωπος από τους ανθρώπους. Μα μόνο φάτσες παγωμένες αντίκρισε, μάτια γεμάτα σκληράδα και κακία. Κακία ανθρώπινη. Τότε, κατάλαβε. Κάτι σαν αποκαρδίωση τον έπιασε, όλα έσπασαν εντός του. Έπεσε αδύναμο το χέρι που κρατούσε τα δυο χταπόδια στο στράτσο το χαρτί, μάταιη προσφορά στην κατανόηση των ανθρώπων. Πήρε αργή στροφή, βγήκε πάλι από το μαγαζί, έπεσε βαρύς στο σκαλοπάτι κι απόμεινε ασάλευτος, με το τσακισμένο του κεφάλι μες στις δυο παλάμες. Δεν εμίλησε πια, τίποτα δεν είπε, μα έσμιξε την ψυχή του με τη νύχτα του νοτιά, τη σκέπασε με σύγνεφα, την τύλιξε με πνοές όστριας* χειμωνιάτικης. Όσο για μας, ξανασκύψαμε στα ποτήρια, στις εφημερίδες, στις κουβέντες μας, μην καταλαβαίνοντας, μη θέλοντας να καταλάβουμε. Πέρασε έτσι ώρα αρκετή, ίσως και δέκα λεφτά, ίσως και τέταρτο ολόκληρο. Κι όταν ανασήκωσα τα μάτια και κοίταξα την πόρτα, εκεί που είχε καθίσει δεν τον είδα πια. Είχε φύγει, τράβηξε μέσα στη νύχτα, ποιος ξέρει για πού, να μαγειρέψει τα χταπόδια του, να πιει ένα κρασί, σαν άνθρωπος. Σαν άνθρωπος, ακριβώς..., |
-
Το forum μας χρησιμοποιεί cookies για να βελτιστοποιήσει την εμπειρία σας.
Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, συναινείτε στη χρήση cookies στον περιηγητή σας.