~Χλόη~
Νεοφερμένος
λουλούδι, ὅμοια κ’ ἐγώ. Τριγυρίζω
διαρκῶς γύρω ἀπ’ τὴ λέξη.
Εὐχαριστῶ τὶς μακριὲς σειρὲς
τῶν προγόνων, ποὺ δούλεψαν τὴ φωνή,
τὴν τεμαχίσαν σὲ κρίκους, τὴν κάμαν
νοήματα, τὴ σφυρηλάτησαν ὅπως
τὸ χρυσάφι οἱ μεταλλουργοὶ κ’ ἔγινε
Ὅμηροι, Αἰσχύλοι, Εὐαγγέλια
κι ἄλλα κοσμήματα.
Μὲ τὸ νῆμα
τῶν λέξεων, αὐτὸν τὸ χρυσὸ
τοῦ χρυσοῦ, ποὺ βγαίνει ἀπ’ τὰ βάθη
τῆς καρδιᾶς μου, συνδέομαι, συμμετέχω
στὸν κόσμο.
Σκεφτεῖτε:
Εἶπα καὶ ἔγραψα, «Ἀγαπῶ».
Ν ι κ η φ ό ρ ο ς Β ρ ε τ τ ά κ ο ς ( Ὁ Ἀγρὸς τῶν λέξεων )
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
~Χλόη~
Νεοφερμένος
Άπονη και κουφή ψυχή, ω, έλα στην καρδιά μου!
Όσο κι αν είσαι αδιάφορη, τίγρη μου λατρευτή,
θέλω εγώ τα τρεμάμενα να χώσω δάχτυλά μου,
ώρα πολλή, μες στη βαριά χαίτη σου, την πυκνή!
Πάνω στο μεσοφούστανο, απ'τη σάρκα μυρωμένο,
να θάψω το πονόγερτο κεφάλι μου βαθιά
και να μυρίσω αποξαρχής, σαν άνθος μαραμένο,
του πεθαμένου μου έρωτα την τέφρα τη γλυκιά.
Να κοιμηθώ! Να κοιμηθώ θέλω, παρά να ζήσω!
Σ'έναν, καθώς ο θάνατος, ύπνο μυστηριακό,
με δίχως τύψη τα φιλιά μου πάνω θεν' αφήσω
στ'ωραίο σου, το γυαλιστό κορμί σαν το χαλκό.
Να πνίξει τώρα τον τρανό λυγμό μου που ησυχάζει,
τι άλλο παρά η άβυσσος της κλίνης σου μπορεί;
Η Λυσμοσύνη, η δυνατή, στα χείλη σου φωλιάζει,
κι η Λήθη μόνο απ'το δικό σου τρέχει το φιλί.
Στη μοίρα μου, από δω και εμπρός απόλαυσή μου μόνη,
θα υποταχτώ σαν να 'μουνα γι'αυτήν εδώ πλασμένος
και σαν υπάκουος μάρτυρας κι αθώος δικασμένος,
που ο ζήλος το μαρτύριό του τρελά το δυναμώνει,
για να νεκρώσω κάθε μνησικακία κρυμμένη,
το καλό κώνειο θα βυζάξω και το νηπενθές
από τη ρώγα τη γλυκιά και τη χαριτωμένη
του ορθού σου στήθους, που καρδιά δεν έκλεισε ποτές!
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
~Χλόη~
Νεοφερμένος
πορτοκαλιά γκαζά μές στο κεφάλι μου να 'ρθεις
σε κείνο εκεί το μπαρ
που από ματζιριά σ'τα παίρνουν στο έμπα
Απέναντι στα σκαλιά
με σκισμένες τις κάλτσες θα κάθομαι
έτσι κι αλλιώς ματωμένη
Ξέρεις -κι ας ξέρω- πώς φυγόκεντρα έλκομαι
-μην τρομάξεις επιτέλους εσύ-
τώρα ένας ξυπόλητος Χριστός
απανωτά μου δίνει να πιώ από πλακέ μπουκάλι
Να 'ρθεις. Εγώ θα είμαι.
Κοίτα πίσω απ'τη χάση του φεγγαριού
έναν πελώριο γίγαντα με μπλε ούλα και σπυριά
που κρύβεται
και νοήματα βρώμικα μου κάνει να γίνω...
Να 'ρθεις.
Καλά που είναι άνοιξη και θάνατο μυρίζουν τα λουλούδια
Να 'ρθεις. Καλά είναι και στης λαμαρίνας την παγωμένη
[θάλασσα
όταν βουλιάζω με πατητές να σώσω του Μεφίστο
που την καρωτίδα του από έρωτα κοντά κοντά έκοψε-
να 'ρθεις - θα του σώσω για να μην τον ξεχάσουνε
τα μαύρα βελούδινα καπέλα του και τα διαμαντένια
[τακούνια
Θα είμαι. Ο κόσμος μπροστά -μπες από ανάμεσα-
βολεμένος γεροντικά
με κάσκες αλεξίσφαιρα ποδήλατα ομπρέλες και γυαλιά
βιαστικά θα περνά
και οι κυρίες τους θα σηκώνουνε
με κοκοτίστικη αξιοπρέπεια προσεχτικά
μη λερωθεί το φουστάνι. Ναι. Αλήθεια είναι
πως τώρα τα γραφτά μου αυτόματη γραφή
τα διαβάζουνε με την αφή
και τις κουβέντες μου αποκωδικοποιούν
μόνο οι πεθαμένοι
Να 'ρθεις να με βρεις παντού έτσι κι αλλιώς ματωμένη
........................................................................
πόσος καιρός πέρασε μέχρι να γίνω νιφάδα χιονιού
και στην άσφαλτο λιώσω;
-Κατερίνα Γώγου, από την ποιητική συλλογή Απόντες (1986)-
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
~Χλόη~
Νεοφερμένος
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ ΕΠΕΣΥΜΑΝΘΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΙΔΙΑΝ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΝ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑΝ ΚΑΙ ΩΡΑΝ ΕΙΣ ΤΡΙΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ ΜΕΡΗ- ΚΑΤΑ ΕΞΑΚΡΙΒΩΜΕΝΑΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ ΜΑΣ Η ΑΝΑΤΙΝΑΞΙΣ ΓΕΦΥΡΑΣ ΣΤΟ ΜΑΝΧΑΤΑΝ Η ΠΡΟΜΗΘΕΥΣΙΣ ΟΠΛΩΝ ΣΕ ΑΝΑΡΧΟΚΟΥΜΟΥΝΙΣΤΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ Η ΦΥΓΑΔΕΥΣΙΣ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΑΚΡΩΣ ΑΠΟΡΡΗΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΟΦΕΙΛΟΝΤΑΙ Σ'ΑΥΤΟ ΤΟ ΙΔΙΟ ΑΤΟΜΟ. ΦΕΡΕΤΑΙ ΦΕΡΟΥΣΑ ΜΑΥΡΟ Ή ΚΟΚΚΙΝΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ ΠΟΥΛΟΒΕΡ ΠΑΙΔΙΚΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΕΝΙΑ ΧΤΕΝΑΚΙΑ ΣΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΜΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΤΙΣ ΤΣΕΠΕΣ ΔΑΝΕΙΚΟΥ ΠΑΝΩΦΟΡΙΟΥ.
ΓΕΝΝΗΘΕΙΣΑ: ΑΓΝΩΣΤΟΝ
ΓΕΝΟΣ: ΑΓΝΩΣΤΟΝ
ΚΑΤΟΙΚΙΑ: ΑΓΝΩΣΤΟΣ
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ: ΑΓΝΩΣΤΟΝ
ΘΡΗΣΚΕΥΜΑ: ΑΘΕΟΣ
ΧΡΩΜΑ ΟΦΘΑΛΜΩΝ: ΑΓΝΩΣΤΟΝ
ΟΝΟΜΑ: ΣΟΦΙΑ ΒΙΚΥ ΜΑΡΙΑ ΟΛΙΑ ΝΙΚΗ ΑΝΝΑ ΕΦΗ ΑΡΓΥΡΩ
ΔΑΡΕΙΟΣ. ΔΑΡΕΙΟΣ. ΠΡΟΣ ΟΛΑ ΤΑ ΠΕΡΙΠΟΛΙΚΑ
ΠΡΟΣΟΧΗ ΟΠΛΟΦΟΡΕΙ. ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ. ΟΠΛΟΦΟΡΕΙ. ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ.
ΤΗΝ ΛΕΝΕ ΣΟΦΙΑ ΒΙΚΥ ΜΑΡΙΑ ΟΛΙΑ ΝΙΚΗ ΑΝΝΑ ΕΦΗ ΑΡΓΥΡΩ
ΚΙ ΕΙΝΑΙ ΟΜΟΡΦΗ ΟΜΟΡΦΗ ΟΜΟΡΦΗ ΟΜΟΡΦΗ ΘΕ ΜΟΥ...
-Κατερίνα Γώγου από την ποιητική συλλογή Ιδιώνυμο(1980)-
(Διατήρησα τα κεφαλαία γράμματα γιατί έτσι είναι γραμμένο)
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
~Χλόη~
Νεοφερμένος
H προσφορά κι η ζήτηση ρυθμίζουνε την κοινωνία
έλεγε ο μεγάλος αδερφός μου Mαρξ. Ένα μικρό, ανήθικο
εμπόριο
κάθε χειρονομία, κάθε λέξη, κι η πιο κρυφή σου σκέψη ακόμα,
μεγάλα λόγια στις γωνιές των δρόμων, οι ρήτορες σαν τους
λαχειοπώλες
διαφημίζοντας όνειρα για μελλοντικές κληρώσεις
τα αισθήματα στο Xρηματιστήριο, στα λογιστικά βιβλία
δούναι και λαβείν, πίστωση, χρέωση,
ισολογισμοί, εκπρόθεσμες συναλλαγματικές, μετοχές,
χρεώγραφα
κι ας κλαίει αυτή η γυναίκα στο δρόμο, τί σημασία έχει;
«ζούμε σε μια μεγάλη εποχή», οι παπαγάλοι δεν κάνουν
ποτέ απεργία
μικροί, ανάπηροι μισθοί αγορασμένοι με νεκρές
περηφάνειες
γνώση αβέβαιη, πληρωμένη μ’ όλη τη βέβαιη νιότη σου,
βρέχει νομίσματα, οι άνθρωποι τρέχουν σαν τρελοί να τα
μαζέψουν
νομίσματα όλων των εποχών, ελληνικά, ρωμαϊκά, της Bαβυλώνας,
δολάρια ασημένια
η βροχή είναι πυκνή, ανελέητη, πολλοί σκοτώνονται
πλανόδιοι έμποροι αγοράζουνε τα πτώματα ― θα χρειαστούν
μεθαύριο
σαν ανεξόφλητες αποδείξεις της «μεγάλης μας εποχής»,
κι αυτούς τους λίγους στίχους χρειάστηκε ένα ολόκληρο
θησαυροφυλάκιο πόνου, για να τους αποσπάσω
απ’ τη φιλάργυρη αιωνιότητα, σαν τοκογλύφοι οι μέρες μας
μάς κλέβουν τη ζωή, τί ζέστη, θε μου, κι όμως βρέχει,
τί καιρός, μα δε θα μου τη σκάσετε εμένα, κύριοι,
είμαι ιδιοφυία στο είδος σας, πίστωση, χρέωση,
ο Pοκφέλλερ άρχισε
πουλώντας καρφίτσες. Θα χτίσω, λοιπόν, κι εγώ ένα μεγάλο
προστατευτικό σπίτι
με τις πέτρες που μου ρίξατε
σ’ όλη τη ζωή μου.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
~Χλόη~
Νεοφερμένος
"Κρίμας το κορίτσι" λένε
το κεφάλι τους κουνάν
Τάχατες για μένα κλαίνε
δε μ' απαρατάν!
Μες στα σύννεφα βολτάρω
σαν την όμορφη αστραπή
κι ό,τι δώσω κι ό,τι πάρω
γίνεται βροχή.
Βρε παιδιά προσέξετέ με
κόβω κι απ' τις δυο μεριές
το πρωΐ που δε μιλιέμαι
βρίζω Παναγιές
και το βράδυ οπού κυλιέμαι
στα γρασίδια καθενού
λες και κονταροχτυπιέμαι
ντρούγκου-ντρούγκου-ντρου.
Τη χαρά δεν τη γνωρίζω
και τη λύπη την πατώ
Σαν τον άγγελο γυρίζω
πάνω απ' τον γκρεμό.
Και μια ατμοσφαιρική μελοποίηση του ποιήματος από τους Ωχρά, που μ'αρέσει πολύ..
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
~Χλόη~
Νεοφερμένος
Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ' το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.
Στρείδι ωκεάνειο αρραβωνιάζεται το φως.
Γεύση από φλούδι του ροδιού, στυφό κυδώνι
κι ο άρρητος τόνος, πιο πικρός και πιο στυφός,
που εναποθέτανε στα βάζα οι Καρχηδόνιοι.
Πανί δερμάτινο αλειμμένο με κερί,
οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,
όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί
χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.
Χόρτο ξανθό τρίποδο σκέπει μαντικό.
Κι ένα ποτάμι με ζεστή, λιωμένη πίσσα,
άγριο, ακαταμάχητο, απειλητικό,
ποτίζει τους αμαρτωλούς που σ' αγαπήσαν.
Rosso romano, πορφυρό της Δαμασκός,
δόξα του κρύσταλλου, κρασί απ' τη Σαντορίνη.
Ο ασκός να ρέει, κι ο Απόλλωνας βοσκός
να κολυμπάει τα βέλη του με διοσκορίνη.
Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.
Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατόνι.
Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά,
μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει.
Καντήλι, δισκοπότηρο χρυσό, αρτοφόρι.
Άγια λαβίδα και ιερή από λαμινάρια.
Μπροστά στην Πύλη δυο δαιμόνοι σπαθοφόροι
και τρεις Αγγέλοι με σπασμένα τα κοντάρια.
~
Πούθ' έρχεσαι; Απ' τη Βαβυλώνα.
Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.
Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.
Πάντα οι κυκλώνες έχουν γυναικείο
όνομα. Εύα από την Κίο.
Η μάγισσα έχει τρεις κόρες στο Αμανάτι
και η τέταρτη είν' έν' αγόρι μ' ένα μάτι.
Ψάρια που πετάν μέσα στην άπνοια,
όστρακα, λυσίκομες κοπέλες,
φίδια της στεριάς και δέντρα σάπια,
άρμπουρα, τιμόνια και προπέλες.
Να 'χαμε το λύχνο του Αλαδίνου
ή το γέρο νάνο απ' την Καντώνα.
Στείλαμε το σήμα του κινδύνου
πάνω σε άσπρη πέτρα με σφεντόνα.
Δαίμονας γεννά τη νηνεμία.
Ξόρκισε, Allodetta, τ' όνομά του.
Λούφαξεν ο δέκτης του ασυρμάτου,
και φυλλομετρά τον καζαμία.
Ο άνεμος κλαίει. Σκυλί στα λυσσιακά του.
Γεια χαρά, στεριά, κι αντίο, μαστέλο.
Γλίστρησε η ψυχή μας από κάτου,
έχει και στην κόλαση μπορντέλο
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
~Χλόη~
Νεοφερμένος
Είναι βαρύς ο αγέρας σαν μολύβι
Φωνάζω, φωνάζω, φωνάζω
Ελάτε γρήγορα σας φωνάζω
Να λειώσουμε το μολύβι
Κάποιος μου λέει
Φωτιά θα πάρεις απ’ την ίδια σου φωνή
Θα γίνεις στάχτη
Στάχτη σαν τον Κερέμ
Που κάηκε απ’ τον έρωτά του
Και εγώ του λέω
Ας καώ, ας γίνω στάχτη σαν τον Κερέμ
Αν δεν καώ εγώ
Αν δεν καείς εσύ
Αν δεν καούμε εμείς
Πώς θα γίνουν τα σκοτάδια φως;
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
~Χλόη~
Νεοφερμένος
κι αμέτρητες φορές - αγκαλιά απ'τη μέση
μετρήσαμε τ'αμέτρητα τ'άστρα
κι εκείνα που λέγανε για καλύτερα χρόνια
τα φάγαμε βγάζοντας κουβάδες με νερό
για να μπορούν να ταξιδεύουνε για πάντα
τα πλοία που δεν άραξαν
κι είναι επειδή μιά και κάτω
κατεβάσαμε όλα τα ξινισμένα κρασιά
και βγάλαμε τα σωθικά μας τραγουδώντας
γεμάτα παράπονο - παιδιακίσα πράματα -
τον Ιούλιο κάποτε
γιαυτό άμα κάνει κανείς μια κίνηση έτσι
για να μας χαϊδέψει
κάνουμε εμείς μια κίνηση πίσω
σα να μη φάμε ξύλο.
Γιαυτό αν τύχει και μ' αγαπήσεις
πρόσεχε σέ παρακαλώ πολύ πολύ
πώς θα μ' αγκαλιάσεις. Πονάει εδώ.
Κι εδώ. Κι εκεί. Μη! Κι εδώ.
Κι εκεί.
Κατερίνα Γώγου- Ιδιώνυμο (1980)
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
~Χλόη~
Νεοφερμένος
παράξενα θα γίνουνε σε λίγο
τώρα που πια οι άνθρωποι δε με κοιτάζουνε στα μάτια
κι ενώ φαρσέρ πανέξυπνοι με πλησιάζουνε κάθε μέρα
γεμάτοι μ’υποσχέσεις ή απειλές,
όλοι δολοφόνοι να σκοτώσουν ύπουλα
και σιωπηλά με βρόγχους
είναι τόσα αυτά που με συνθλίβουν τώρα ακόμα
τόσα τα βράδυα που λυπημένος γυρίζω
το πρόσωπο στον τοίχο για να κλάψω (κανένας πια δε μου ξορκίζει το κακό)
που ούτε κι όταν πεθάνω δεν πρόκειται να ησυχάσω,
τυμβωρύχοι διαρκώς θα μπαινοβγαίνουν,
κοριτσάκια που θα μου φέρνουνε λουλούδια
κι εγώ τάχατες συγκινημένος θα τα παρασέρνω
με κάποια σοκολάτα,
συνωμότες τα μεσάνυχτα θα χτυπούνε συνθηματικά «άνοιξε, το σύνθημα είν ΆΙΜΑ»,
όλη νύχτα συμπλοκές σε μισοσκότεινες στοές,
συνθλιμμένο κρανίο, ανακάτεμα από μεβράνες
κι αίμα
τον βρήκαν παγωμένο το πρωί,
κάποιος ύστερα που φεύγει τοίχο-τοίχο,
με ύποπτη βιασύνη,
πανικός σα πάχνη τον φώτιζε καθώς
άρχιζε να φεύγει,
τ’άσπρο πουκάμισο του δολοφόνου που λένε,
κάποτε-κάποτε οι φίλοι που προβάλλουνε στα όνειρα
μ’ένα πλήθος άσπρα σκουλίκια στα μαλλιά
ν’αργοκουνιέται και ν’αναδύεται σιωπηλό,
και η νεκρή μου ερωμένη,
το κουφάρι της νεκρής ερωμένης
που δεν πέθανε ακόμη,
οι φίλοι στις ονειρώξεις που προτρέπουν
σε κοινής ωφελείας απαγχονισμούς
γενικεύοντας τα έσω,
το αίμα αντί για τους ανθρώπους που δεν
μπορούν να μας ανήκουν,
ανατριχιάζοντας που οι άνθρωποι μονάχα
στον εαυτό τους μπορούνε ν’ανήκουν, ενώ οι θλιβερές μεταπτώσεις
αρρωστημένου δολοφόνου
παντιέρα στ’αδιέξοδο, εντοπίζοντας τον πόνο,
παντιέρα στ’αδιέξοδο, ενοχές, ενοχές…
Σ’αγαπώ εδώ μέρες παράξενες έρχονται.
Ανδρέας Μιχελιουδάκης.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
~Χλόη~
Νεοφερμένος
η σιωπή
τα λευκά κελιά
το ψύχος
το χιόνι
οι άσπρες μπλούζες των γιατρών
τα νεκροσέντονα
η ηρωίνη.
Αυτά λίγο πρόχειρα
για την αποκατάσταση του μαύρου.
-Κατερίνα Γώγου, από την ποιητική συλλογή Το ξύλινο παλτό (1982)-
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
-
Το forum μας χρησιμοποιεί cookies για να βελτιστοποιήσει την εμπειρία σας.
Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, συναινείτε στη χρήση cookies στον περιηγητή σας.