glayki
Διάσημο μέλος
Η Ευα αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Επαγγέλεται Εκπαιδευτικός. Έχει γράψει 3,653 μηνύματα.
03-08-23
23:41
Πολλέσ φορέσ στα σκοτεινά τον είδανε τα βράδια
Με βότανα το στήθοσ του να τρίβει οι θερμαστέσ
Του κάκου' γνώριζεν αυτόσ καθώσ το ξέρουμ' όλοι
Ότι του αννάμ τα στίγματα δε βγαίνουνε ποτέσ
Κάποια βραδιά ωσ περνούσαμε από το bay of bisky
Μ' ένα μικρό τον βρήκανε στα στήθια του σπαθί
Ο πλοίαρχοσ είπε "θέλησε το στίγμα του να σβήσει"
Και διάταξε στη θάλασσα την κρύα να κηδευθεί
glayki
Διάσημο μέλος
Η Ευα αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Επαγγέλεται Εκπαιδευτικός. Έχει γράψει 3,653 μηνύματα.
03-08-23
01:08
Στίχοι: Τάσος Λειβαδίτης Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης Πρώτη εκτέλεση: Μίκης Θεοδωράκης
Την πόρτα ανοίγω το βράδυ, τη λάμπα κρατώ ψηλά, να δούνε της γης οι θλιμμένοι, να ‘ρθούνε, να βρουν συντροφιά.
Να βρούνε στρωμένο τραπέζι, σταμνί για να πιει ο καημός κι ανάμεσά μας θα στέκει ο πόνος, του κόσμου αδερφός.
Να βρούνε γωνιά ν’ ακουμπήσουν, σκαμνί για να κάτσει ο τυφλός κι εκεί καθώς θα μιλάμε θα ‘ρθει συντροφιά κι ο Χριστός.
glayki
Διάσημο μέλος
Η Ευα αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Επαγγέλεται Εκπαιδευτικός. Έχει γράψει 3,653 μηνύματα.
01-08-23
14:08
Λειβαδίτης
Ποίηση: Τάσος Λειβαδίτης
Μουσική: Γιώργος Τσαγκάρης
Απόδοση: Βασίλης Παπακωνσταντίνου και Γιώργος Μιχαλακόπουλος
Και να που φτάσαμε εδώ
χωρίς αποσκευές
μα μ’ ένα τόσο ωραίο φεγγάρι.
Κι εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο
φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες
ούτε ένα κεφάλαιο να γράψεις ακόμα.
Σα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο
ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος.
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…
Βέβαια αγάπησε τα ιδανικά της ανθρωπότητας,
αλλά τα πουλιά
πετούσαν πιο πέρα.
Σκληρός, άκαρδος κόσμος,
που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα
πάνω απ’ το δέντρο που βρέχεται.
Ύστερα ανακάλυψαν την πυξίδα
για να πεθαίνουν κι αλλού και την απληστία
για να μένουν νεκροί για πάντα.
Αλλά καθώς βραδιάζει
ένα φλάουτο κάπου
ή ένα άστρο συνηγορεί για όλη την ανθρωπότητα.
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…
Καθώς μένω στο δωμάτιο μου,
μου ’ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες.
Φοράω το σακάκι του πατέρα
κι έτσι είμαστε δυο,
κι αν κάποτε μ’ άκουσαν να γαβγίζω
ήταν για να δώσω
έναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο.
Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη
μ’ ένα άστρο ή μ’ ένα γιασεμί
σαν ένα τραγούδι, που καθώς βρέχει
παίρνει το μέρος των φτωχών.
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…
Όσο για μένα, έμεινα πάντα ένας πλανόδιος πωλητής αλλοτινών πραγμάτων,
αλλά… αλλά ποιος σήμερα ν’ αγοράσει ομπρέλες από αρχαίους κατακλυσμούς.
Αλλά μια μέρα δεν άντεξα.
Εμένα με γνωρίζετε, τους λέω.
Όχι, μου λένε.
Έτσι πήρα την εκδίκησή μου και δε στερήθηκα ποτέ τους μακρινούς ήχους.
Κι ύστερα στο νοσοκομείο που με πήγαν βιαστικά…
Τι έχετε, μου λένε.
Εγώ; Εγώ τίποτα, τους λέω. Μόνο πέστε μου γιατί μας μεταχειρίστηκαν,
μ’ αυτόν τον τρόπο.
Το βράδυ έχω βρει έναν ωραίο τρόπο να κοιμάμαι.
Τους συγχωρώ έναν-έναν όλους.
Άλλοτε πάλι θέλω να σώσω την ανθρωπότητα,
αλλά εκείνη αρνείται.