Great Chaos
Περιβόητο μέλος
Ο Όττο αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 56 ετών, επαγγέλεται Συγγραφέας και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 4,911 μηνύματα.
29-09-10
21:46
Έρχεται λοιπόν ένας συνάδελφος απ' τη δουλειά και μου λέει: "Άσε ρε φίλε, έκανα μια μαλακία το Σάββατο".
"Μαλακία εσύ, μα πώς είναι δυνατόν", έκανα εγώ προβοκατόρικα...
"Πού να στα λέω", μου αντιγύρισε αυτός.
"Ε πες ρε χαμένε, μας έπρηξες", απαντάω εγώ ανυπόμονα.
"Να λοιπόν, το Σάββατο το βράδυ, βγήκαμε έξω με κάτι φίλους, πήγαμε σ' ένα πολύ ωραίο ουζερί. Φάγαμε καλά, ήπιαμε πολύ, όμως δεν μας έφτανε αυτό κι έτσι ύστερα πήγαμε και σ' ένα μπαράκι. Ήπιαμε, ήπιαμε, να μην στα πολυλογώ, κατά τις έξι η ώρα το πρωί, φτάνω εντελώς λιάρδα στο σπίτι, συνοδευόμενος από έναν φίλο που θα φιλοξενούσα. Ανεβαίνω στον 4ο όροφο, πάω μπροστά στην πόρτα, βγάζω το κλειδί και προσπαθώ να ξεκλειδώσω για να μπω να την πέσω για ύπνο. Έλα όμως που η γαμημένη η πόρτα δεν άνοιγε με τίποτε!! Προσπαθώ, ξαναπροσπαθώ, πάλι τίποτα. Άρχισα να τα παίρνω στην κράνα μιλάμε, μόνο αυτό μου έλειπε, να κλειστώ κι έξω. Ρίχνω μια γροθιά στην πόρτα, από τα νεύρα μου, όταν ξαφνικά ακούω μέσα στο σπίτι κάποιες φωνές. Τρελαίνομαι εντελώς κι αρχίζω να χτυπάω την πόρτα φωνάζοντας έξαλος: Ποιος πούστης είναι μέσα στο σπίτι μου, άνοιξε ρε γαμιώλη, γιατί θα σπάσω την πόρτα!! Και δώσ' του να χτυπάω, να κλωτσάω, πάλι να φωνάζω, μετά βγάζω και το κινητό να καλέσω την αστυνομία, ενώ από μέσα ακούγονται πνιχτές φωνές, συρσίματα και τρομαγμένα επιφωνήματα μικρών παιδιών. Ξαφνικά κι ενώ ετοιμάζομαι να πάρω φόρα και να σπάσω την πόρτα με κλωτσιά, όπως στις αμερικάνικες αστυνομικές σειρές, με σκουντάει από πίσω ο κολλητός μου: "Ρε μαλάκα, εδώ τέταρτος όροφος δεν είναι;", μου λέει ήρεμα. "Ναι, τέταρτος, άσε με κι εσύ με τις ηλίθιες ερωτήσεις σου πρωί πρωί", του απαντάω εγώ συφιλιασμένος. "Ε, ρε μαλάκα, εσύ στον τρίτο δεν μένεις;", μου κάνει με αδιάφορο ύφος εκείνος. Για πότε δικέ μου κατέβηκα κουτρουβαλώντας τη σκάλα και κρύφτηκα στο διαμέρισμά μου, δεν μπορείς να φανταστείς. Σε χρόνο dt που λέμε. Ευτυχώς που δεν είδαν ποιος μαλάκας χτυπούσε πρωινιάτικα την πόρτα τους οι άνθρωποι, έχουν και μικρά παιδιά! Μου φαίνεται πως θα πρέπει να τους αποφεύγω τους από πάνω για κάνα δυο μήνες..."
"Μαλακία εσύ, μα πώς είναι δυνατόν", έκανα εγώ προβοκατόρικα...
"Πού να στα λέω", μου αντιγύρισε αυτός.
"Ε πες ρε χαμένε, μας έπρηξες", απαντάω εγώ ανυπόμονα.
"Να λοιπόν, το Σάββατο το βράδυ, βγήκαμε έξω με κάτι φίλους, πήγαμε σ' ένα πολύ ωραίο ουζερί. Φάγαμε καλά, ήπιαμε πολύ, όμως δεν μας έφτανε αυτό κι έτσι ύστερα πήγαμε και σ' ένα μπαράκι. Ήπιαμε, ήπιαμε, να μην στα πολυλογώ, κατά τις έξι η ώρα το πρωί, φτάνω εντελώς λιάρδα στο σπίτι, συνοδευόμενος από έναν φίλο που θα φιλοξενούσα. Ανεβαίνω στον 4ο όροφο, πάω μπροστά στην πόρτα, βγάζω το κλειδί και προσπαθώ να ξεκλειδώσω για να μπω να την πέσω για ύπνο. Έλα όμως που η γαμημένη η πόρτα δεν άνοιγε με τίποτε!! Προσπαθώ, ξαναπροσπαθώ, πάλι τίποτα. Άρχισα να τα παίρνω στην κράνα μιλάμε, μόνο αυτό μου έλειπε, να κλειστώ κι έξω. Ρίχνω μια γροθιά στην πόρτα, από τα νεύρα μου, όταν ξαφνικά ακούω μέσα στο σπίτι κάποιες φωνές. Τρελαίνομαι εντελώς κι αρχίζω να χτυπάω την πόρτα φωνάζοντας έξαλος: Ποιος πούστης είναι μέσα στο σπίτι μου, άνοιξε ρε γαμιώλη, γιατί θα σπάσω την πόρτα!! Και δώσ' του να χτυπάω, να κλωτσάω, πάλι να φωνάζω, μετά βγάζω και το κινητό να καλέσω την αστυνομία, ενώ από μέσα ακούγονται πνιχτές φωνές, συρσίματα και τρομαγμένα επιφωνήματα μικρών παιδιών. Ξαφνικά κι ενώ ετοιμάζομαι να πάρω φόρα και να σπάσω την πόρτα με κλωτσιά, όπως στις αμερικάνικες αστυνομικές σειρές, με σκουντάει από πίσω ο κολλητός μου: "Ρε μαλάκα, εδώ τέταρτος όροφος δεν είναι;", μου λέει ήρεμα. "Ναι, τέταρτος, άσε με κι εσύ με τις ηλίθιες ερωτήσεις σου πρωί πρωί", του απαντάω εγώ συφιλιασμένος. "Ε, ρε μαλάκα, εσύ στον τρίτο δεν μένεις;", μου κάνει με αδιάφορο ύφος εκείνος. Για πότε δικέ μου κατέβηκα κουτρουβαλώντας τη σκάλα και κρύφτηκα στο διαμέρισμά μου, δεν μπορείς να φανταστείς. Σε χρόνο dt που λέμε. Ευτυχώς που δεν είδαν ποιος μαλάκας χτυπούσε πρωινιάτικα την πόρτα τους οι άνθρωποι, έχουν και μικρά παιδιά! Μου φαίνεται πως θα πρέπει να τους αποφεύγω τους από πάνω για κάνα δυο μήνες..."
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Great Chaos
Περιβόητο μέλος
Ο Όττο αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 56 ετών, επαγγέλεται Συγγραφέας και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 4,911 μηνύματα.
12-05-10
22:29
Διαβάζω συνέντευξη του καθηγητή της Νανοτεχνολογίας κυρίου Στέργιου Λογοθετίδη, σε κάποια τοπική φυλλάδα. Η συνέντευξη του καθηγητή μαγνητοφωνείται κατά πώς φαίνεται και κατόπιν ο ...έγκριτος δημοσιογράφος την απομαγνητοφωνεί σε κείμενο.
Λέει λοιπόν ο καθηγητής: "Είναι πολύ σημαντική η συνεισφορά της Νανοτεχνολογίας, τόσο στον τομέα των νανοϋλικών, όσο και στους υπολογιστές, τη νανοϊατρική, μπλα μπλα..."
Και ο δαιμόνιος ρεπόρτερ, ο οποίος προφανώς δεν καταλαβαίνει για ποιο πράγμα μιλάνε, αντιγράφει: "Είναι πολύ σημαντική η συνεισφορά της Νανοτεχνολογίας, τόσο στον τομέα των νανοϋλικών, όσο και στους υπολογιστές, την άνω ιατρική, μπλα μπλα..."
Α ρε αθάνατη ελληνική παπαροδημοσιογραφία...
Λέει λοιπόν ο καθηγητής: "Είναι πολύ σημαντική η συνεισφορά της Νανοτεχνολογίας, τόσο στον τομέα των νανοϋλικών, όσο και στους υπολογιστές, τη νανοϊατρική, μπλα μπλα..."
Και ο δαιμόνιος ρεπόρτερ, ο οποίος προφανώς δεν καταλαβαίνει για ποιο πράγμα μιλάνε, αντιγράφει: "Είναι πολύ σημαντική η συνεισφορά της Νανοτεχνολογίας, τόσο στον τομέα των νανοϋλικών, όσο και στους υπολογιστές, την άνω ιατρική, μπλα μπλα..."
Α ρε αθάνατη ελληνική παπαροδημοσιογραφία...
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Great Chaos
Περιβόητο μέλος
Ο Όττο αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 56 ετών, επαγγέλεται Συγγραφέας και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 4,911 μηνύματα.
27-12-09
23:53
Ηλιόλουστη Κυριακή, μεθεόρτια Χριστουγέννων, που είχε λες ξεγλιστρήσει από τα τέλη του Μαρτίου, για να έρθει σαν χαοτικός κλόουν στα μέσα του χειμώνα, να μας διασκεδάσει χλευάζοντας. Τέτοιες μέρες ο κόσμος χαμογελάει ολόκληρος και η πλανητική υπερθέρμανση είναι το τελευταίο πράγμα που σε απασχολεί, σχεδόν χαίρεσαι ανόητα που συμβαίνει.
Τεμπέλικη βόλτα στην παραλία της Σαλονίκης, χέρι με χέρι με το Κατερινάκι και κάθε βήμα μοιάζει να είναι μια υπόσχεση καλύτερης ζωής, από εκείνες που πάντα διαψεύδονται, όμως κάθε φορά εμείς με ζήλο ανανεώνουμε την πίστη μας σ' αυτές. Ο ήλιος έκαιγε τα μάτια, μια χλιαρή πνοή ανέμου έκανε το μάλλινο πουλόβερ περίπου αφόρητο, μια ευωδιά άνοιξης ψεύτρας σπιρούνιζε κάθε ανάσα, σκόρπιζε τα μελλούμενα γηρατειά, όπως τα άτακτα συννεφάκια στο γαλάζιο ορίζοντα, μια σπλαχνική ψευδαίσθηση αθανασίας κι αιώνιας νιότης.
Πλήθος κόσμος βημάτιζαν ράθυμα στο πλακόστρωτο της παραλίας, ή άραζαν χαλαρά την αρίδα τους στα τεράστια παγκάκια του καινούριου συγκροτήματος πάρκων, σαν τεμπέληδες αλητόγατοι που λιάζονται γουργουρίζοντας. Οι περισσότεροι περπατούσαν αμέριμνοι, ακριβώς μέσα στα όρια του ποδηλατόδρομου, ανγοώντας επιδεικτικά όλον τον υπόλοιπο τεράστιο χώρο που έχει αφεθεί στους πεζούς, με αποτέλεσμα οι ποδηλάτες να χτυπούν με απόγνωση τα κουδουνάκια τους, προσπαθώντας επίμονα να διεκδικήσουν τη μία και μοναδική λωρίδα που δικαιωματικά τους ανήκει. Έχω πιάσει κι εγώ πολλές φορές τον εαυτό μου να περπατώ μέσα στον ποδηλατόδρομο, νύχτα, ενώ όλη η παραλία ήταν άδεια στη διάθεσή μου. Φαίνεται πως όταν κάποιος χαράξει δύο γραμμές στο έδαφος, οριοθετώντας μ' αυτόν τον τρόπο μια νοητή πορεία, κανένας δεν μπορεί ν' αντισταθεί στην αδήριτη ανάγκη του πειρασμού να κινηθεί μέσα σ' αυτήν, όπως αιώνες προγραμματισμού προστάζουν. "Εμπρός στο τέτοιο που χάραξε ο έτσι"!
Δίπλα στην άκρη του νερού, ένα ζευγάρι έκαναν τζόκινγκ παρέα με το σκύλο τους, που ξεπερνούσε εύκολα τ' αφεντικά του κι ύστερα γύριζε περήφανος, βγάζοντάς τους σαρκαστικά τη γλώσσα, για να τους περιμένει. Μωρά σε καρότσια, που τα έσπρωχναν νέοι γονείς με χαμένο ύφος, σάμπως Κινέζοι κούληδες που μεταφέρουν Αμερικάνο executive στους δρόμους του Χονγκ Κονγκ. Παππούδες με μπαστούνια, ασταθείς κι ευθυτενείς, γιαγιάδες με αθροιτικά, σκυφτές αλλά με ψηλά το κεφάλι, μεσόκοποι κατ' ανάγκην δρομείς τεσσάρων απανωτών bypass, ακίνητοι ψαράδες γατόψαρων με αυτοκτονικές τάσεις, ενθουσιασμένοι πιτσιρικάδες καβάλα στο χωρίς ράγες τρενάκι, που χρόνια τώρα μάταια ψάχνει χορηγό, Αφρικανοί πλανόδιοι έμποροι με την πραμάτεια τους - τσάντες, ξυλόγλυπτα ξόανα κι ελέφαντες - απλωμένη κατάχαμα σε τετράγωνα υφάσματα, έφηβοι με skateboard να κάνουν δήθεν αδιάφοροι τα αεροπλανικά τους, κοιτώντας συνεχώς με την άκρη του ματιού αν τους βλέπουμε, όλη η παρέα της Κυριακής ήταν εκεί, φορώντας τα γιορτινά της.
Στο βάθος, μέσα στα νερά του λιμανιού κι ενώ οι προεστοί του υπερφυσικού μας χωριού είχαν βγάλει βόλτα τα υπερπολυτελή τους πλεούμενα, να ξεμουδιάσουν κι αυτά απ' τη μαρίνα, ένα τεράστιο σμήνος από χιλιάδες μαύρα θαλασσοπούλια έκαναν τις γυμναστικές τους επιδείξεις, σαν τους σχηματισμούς των πολεμικών αεροσκαφών την 28η Οκτωβρίου. Σ' ένα σχηματισμό ογκώδη, ευκίνητο κι εντυπωσιακό, όπως δεν είχα μέχρι τώρα ξαναδεί, τα πουλιά κινούνταν ξυστά πάνω απ' το νερό, ταράζοντας την επιφάνειά του με τα φτερά τους, μετά υψώνονταν, στροβιλίζονταν σαν φέιγ βολάν που παρέσυρε κυκλώνας, γέμιζαν τον ουρανό μέχρι 30 μοίρες από τον ορίζοντα κι ύστερα πάλι κάθονταν στην επιφάνεια του νερού, μοιάζοντας με απότοκα ρύπανσης των υδάτων από διυλιστήρια αργού πετρελαίου. Όταν είδαν ότι το show τους είχε ιδιαίτερη επιτυχία, όταν σινιέ γυαλιά ηλίου, κάμερες και κινητά που κατανάλωσαν το χριστουγεννιάτικο δώρο κι έπρεπε επιτέλους να δείξουν την αξία τους, πριν αφήσουν πίσω τους τη στυφή γεύση του ανολοκλήρωτου που συνοδεύει αναπόδραστα κάθε λογής κατανάλωση, είχαν στραφεί εξώφθαλμα κατά το μέρος τους, τα πουλιά μετακινήθηκαν πιο κοντά στο κοινό τους, μόλις πενήντα μ' εκατό μέτρα από την άκρη της παραλίας, για να επαναλάβουν το χορικό της Βαλκυρίας. Ήταν σαν ο Χίτσκοκ από σκηνοθέτης, να μεταμορφώθηκε άξαφνα σε διευθυντή ορχήστρας.
Όχι τυχαία, στον "Κήπο των Ήχων", δυο πλανόδιοι μουσικοί έπαιζαν ασταμάτητα swing με κιθάρα και κλαρινέτο. Σταθήκαμε για κάμποση ώρα μπροστά τους, απολαμβάνοντας το περίτεχνό τους παίξιμο. Ήταν εξαιρετικοί, σ' ένα είδος που σπάνια μπορεί κάποιος ν' ακούσει στην Ελλάδα και ξεχαστήκαμε να τους ακούμε. Σίγουρα άξιζαν το παχυλό μεροκάματο που έβγαλαν τούτη τη μέρα. Όταν τα πόδια μας κουράστηκαν να στεκόμαστε μπροστά τους σαν χαζοί, ρίξαμε κι εμείς τον οβολό μας στο κουτί, όμως δεν μας έκανε η καρδιά να φύγουμε ακόμη. Σε απόσταση λίγων μέτρων υπήρχε ένα από εκείνα τα τεράστια παγκάκια που μοιάζουν με τάβλες τραπεζαρίας νεοσύλλεκτων οπλιτών, όπου ήδη κάθονταν τέσσερις γριές, είχε όμως άπλετο χώρο και για τους δικούς μας πισινούς. Καθήσαμε λοιπόν εκεί, άναψα τσιγάρο και συνεχίσαμε ν' απολαμβάνουμε τη μεθυστική γιορτινή μουσική. Οι γριές μας κοιτούσαν με την άκρη του ματιού, όπως κι εγώ με την άκρη του ματιού τις είχα πάρει πρέφα, ψάχνοντας για ευκαιρία να μας πιάσουν την κουβέντα.
"Τι όργανο είναι εκείνο που παίζει αυτός Χαούλη, όχι η κιθάρα, το άλλο το πνευστό;", με ρώτησε η κοράκλα, που τουλάχιστον με ανακούφισε που ήξερε το πνευστό και δεν γίναμε εντελώς ρεντίκολο.
"Κλαρινέτο", της απάντησα εγώ, "ή αν προτιμάς κλαρίνο, το όνομα αλλάζει όχι ανάλογα με το όργανο, αλλά ανάλογα με τη μουσική που παίζει", συνέχισα με ύφος ειδικού, μη μας πάρουν και για εντελώς πιρπιτσόλια.
"Σιγά μην ξέρουν τούτοι να παίζουν κλαρίνο", πετάχτηκε η ακριανή γριά, που επιτέλους πήρε την πάσα που αναζητούσε. "Να έρθεις στο χωριό μου το Σεπτέμβριο, στο πανηγύρι, να δεις τι πάει να πει κλαρίνο", έκανε με ύφος πιο ειδικού από εμένα, πράγμα που θα μ' έκανε να ερυθριάσω, εάν υπήρχε μέσα μου το παραμικρό αίσθημα ντροπής κι αξιοπρέπειας.
Πήγα να ψελίσω κάτι για τον Πετρολούκα Χαλκιά, που παραλίγο να δω σε πανηγύρι που με είχαν καλέσει και δεν είχα πάει ο άχρηστος, όμως εκείνη σηκώθηκε ξαφνικά και με αποφασιστικότητα, και τράβηξε ίσα καταπάνω στους μουσικούς κραδαίνοντας το κινητό της. Κάτι τους είπε, κάτι της είπαν, τους έτεινε το κινητό της, κάτι της ξαναείπαν, μετά τους γύρισε την πλάτη κι ήρθε και πάλι στο παγκάκι με ένα ύφος απογοήτευσης και ταυτόχρονα επιβεβαίωσης. "Καλά τα έλεγα εγώ ότι δεν ξέρουν αυτοί από κλαρίνο. Τους ζήτησα να μου παίξουν το τραγούδι που έχω στο κινητό μου και μου είπαν πως δεν το ξέρουν οι ανεπρόκοποι" είπε και την ίδια στιγμή πάτησε το κουμπάκι του τηλεφώνου της: "Ροβόλα τα ροβόλα τα, τα γίδια και τα πρόβατα...", ανέβλυσε από το ηχείο σαν γάργαρο νερό πηγής της ορεινής Αρκαδίας. Σηκώθηκα βιαστικά, ευχήθηκα πνιχτά "χρόνια πολλά" και τράβηξα το παιδί απ' το μανίκι να φύγουμε. Κρυφτήκαμε πίσω από ένα δέντρο, λίγα μέτρα παρακάτω κι αφήσαμε το γέλιο να μας κατακλύσει, ελεύθερο, αβίαστο, λυτρωτικό. Αθάνατη Ελλάδα, εάν δεν υπήρχες ο κόσμος θα ήταν πιο μουντός κι άν κάποια μέρα χανόσουν, θα μου έλειπες πολύ ρε μπαγάσαινα...
Είναι κάποιες μέρες, που όπως λέν οι δεισιδαίμονες γελάει κι ο Θεός, κάτι που τούτη τη μέρα ήθελα πολύ και το πίστεψα ακράδαντα. Μέρες ζεστές, ηλιόλουστες, χαδιάρες και παιχνιδιάρες, σαν μικρά κουτάβια, σαν γατιά, σαν μικρά παιδιά και σαν αλλοπαρμένοι γέροι. Μέρες όλες θαλπωρή, ευγενικά διακριτικές και περίλαμπρες, μέρες που αντέχουν στη μνήμη, μέρες που στερεώνονται στο χρόνο. Ευχαριστώ μέσα απ' την ψυχή μου, όποιον μοιράζει της μοίρας τα χαρτιά, που μου έδωσε για δώρο τούτες τις γιορτές, μια απ' τις ομορφότερες, σαν βασιλιάς που δίνει σε ζητιάνο το χέρι της πιο χαϊδεμένης απ' τις κόρες του...
Χρόνια πολλά σε όλους!!
Τεμπέλικη βόλτα στην παραλία της Σαλονίκης, χέρι με χέρι με το Κατερινάκι και κάθε βήμα μοιάζει να είναι μια υπόσχεση καλύτερης ζωής, από εκείνες που πάντα διαψεύδονται, όμως κάθε φορά εμείς με ζήλο ανανεώνουμε την πίστη μας σ' αυτές. Ο ήλιος έκαιγε τα μάτια, μια χλιαρή πνοή ανέμου έκανε το μάλλινο πουλόβερ περίπου αφόρητο, μια ευωδιά άνοιξης ψεύτρας σπιρούνιζε κάθε ανάσα, σκόρπιζε τα μελλούμενα γηρατειά, όπως τα άτακτα συννεφάκια στο γαλάζιο ορίζοντα, μια σπλαχνική ψευδαίσθηση αθανασίας κι αιώνιας νιότης.
Πλήθος κόσμος βημάτιζαν ράθυμα στο πλακόστρωτο της παραλίας, ή άραζαν χαλαρά την αρίδα τους στα τεράστια παγκάκια του καινούριου συγκροτήματος πάρκων, σαν τεμπέληδες αλητόγατοι που λιάζονται γουργουρίζοντας. Οι περισσότεροι περπατούσαν αμέριμνοι, ακριβώς μέσα στα όρια του ποδηλατόδρομου, ανγοώντας επιδεικτικά όλον τον υπόλοιπο τεράστιο χώρο που έχει αφεθεί στους πεζούς, με αποτέλεσμα οι ποδηλάτες να χτυπούν με απόγνωση τα κουδουνάκια τους, προσπαθώντας επίμονα να διεκδικήσουν τη μία και μοναδική λωρίδα που δικαιωματικά τους ανήκει. Έχω πιάσει κι εγώ πολλές φορές τον εαυτό μου να περπατώ μέσα στον ποδηλατόδρομο, νύχτα, ενώ όλη η παραλία ήταν άδεια στη διάθεσή μου. Φαίνεται πως όταν κάποιος χαράξει δύο γραμμές στο έδαφος, οριοθετώντας μ' αυτόν τον τρόπο μια νοητή πορεία, κανένας δεν μπορεί ν' αντισταθεί στην αδήριτη ανάγκη του πειρασμού να κινηθεί μέσα σ' αυτήν, όπως αιώνες προγραμματισμού προστάζουν. "Εμπρός στο τέτοιο που χάραξε ο έτσι"!
Δίπλα στην άκρη του νερού, ένα ζευγάρι έκαναν τζόκινγκ παρέα με το σκύλο τους, που ξεπερνούσε εύκολα τ' αφεντικά του κι ύστερα γύριζε περήφανος, βγάζοντάς τους σαρκαστικά τη γλώσσα, για να τους περιμένει. Μωρά σε καρότσια, που τα έσπρωχναν νέοι γονείς με χαμένο ύφος, σάμπως Κινέζοι κούληδες που μεταφέρουν Αμερικάνο executive στους δρόμους του Χονγκ Κονγκ. Παππούδες με μπαστούνια, ασταθείς κι ευθυτενείς, γιαγιάδες με αθροιτικά, σκυφτές αλλά με ψηλά το κεφάλι, μεσόκοποι κατ' ανάγκην δρομείς τεσσάρων απανωτών bypass, ακίνητοι ψαράδες γατόψαρων με αυτοκτονικές τάσεις, ενθουσιασμένοι πιτσιρικάδες καβάλα στο χωρίς ράγες τρενάκι, που χρόνια τώρα μάταια ψάχνει χορηγό, Αφρικανοί πλανόδιοι έμποροι με την πραμάτεια τους - τσάντες, ξυλόγλυπτα ξόανα κι ελέφαντες - απλωμένη κατάχαμα σε τετράγωνα υφάσματα, έφηβοι με skateboard να κάνουν δήθεν αδιάφοροι τα αεροπλανικά τους, κοιτώντας συνεχώς με την άκρη του ματιού αν τους βλέπουμε, όλη η παρέα της Κυριακής ήταν εκεί, φορώντας τα γιορτινά της.
Στο βάθος, μέσα στα νερά του λιμανιού κι ενώ οι προεστοί του υπερφυσικού μας χωριού είχαν βγάλει βόλτα τα υπερπολυτελή τους πλεούμενα, να ξεμουδιάσουν κι αυτά απ' τη μαρίνα, ένα τεράστιο σμήνος από χιλιάδες μαύρα θαλασσοπούλια έκαναν τις γυμναστικές τους επιδείξεις, σαν τους σχηματισμούς των πολεμικών αεροσκαφών την 28η Οκτωβρίου. Σ' ένα σχηματισμό ογκώδη, ευκίνητο κι εντυπωσιακό, όπως δεν είχα μέχρι τώρα ξαναδεί, τα πουλιά κινούνταν ξυστά πάνω απ' το νερό, ταράζοντας την επιφάνειά του με τα φτερά τους, μετά υψώνονταν, στροβιλίζονταν σαν φέιγ βολάν που παρέσυρε κυκλώνας, γέμιζαν τον ουρανό μέχρι 30 μοίρες από τον ορίζοντα κι ύστερα πάλι κάθονταν στην επιφάνεια του νερού, μοιάζοντας με απότοκα ρύπανσης των υδάτων από διυλιστήρια αργού πετρελαίου. Όταν είδαν ότι το show τους είχε ιδιαίτερη επιτυχία, όταν σινιέ γυαλιά ηλίου, κάμερες και κινητά που κατανάλωσαν το χριστουγεννιάτικο δώρο κι έπρεπε επιτέλους να δείξουν την αξία τους, πριν αφήσουν πίσω τους τη στυφή γεύση του ανολοκλήρωτου που συνοδεύει αναπόδραστα κάθε λογής κατανάλωση, είχαν στραφεί εξώφθαλμα κατά το μέρος τους, τα πουλιά μετακινήθηκαν πιο κοντά στο κοινό τους, μόλις πενήντα μ' εκατό μέτρα από την άκρη της παραλίας, για να επαναλάβουν το χορικό της Βαλκυρίας. Ήταν σαν ο Χίτσκοκ από σκηνοθέτης, να μεταμορφώθηκε άξαφνα σε διευθυντή ορχήστρας.
Όχι τυχαία, στον "Κήπο των Ήχων", δυο πλανόδιοι μουσικοί έπαιζαν ασταμάτητα swing με κιθάρα και κλαρινέτο. Σταθήκαμε για κάμποση ώρα μπροστά τους, απολαμβάνοντας το περίτεχνό τους παίξιμο. Ήταν εξαιρετικοί, σ' ένα είδος που σπάνια μπορεί κάποιος ν' ακούσει στην Ελλάδα και ξεχαστήκαμε να τους ακούμε. Σίγουρα άξιζαν το παχυλό μεροκάματο που έβγαλαν τούτη τη μέρα. Όταν τα πόδια μας κουράστηκαν να στεκόμαστε μπροστά τους σαν χαζοί, ρίξαμε κι εμείς τον οβολό μας στο κουτί, όμως δεν μας έκανε η καρδιά να φύγουμε ακόμη. Σε απόσταση λίγων μέτρων υπήρχε ένα από εκείνα τα τεράστια παγκάκια που μοιάζουν με τάβλες τραπεζαρίας νεοσύλλεκτων οπλιτών, όπου ήδη κάθονταν τέσσερις γριές, είχε όμως άπλετο χώρο και για τους δικούς μας πισινούς. Καθήσαμε λοιπόν εκεί, άναψα τσιγάρο και συνεχίσαμε ν' απολαμβάνουμε τη μεθυστική γιορτινή μουσική. Οι γριές μας κοιτούσαν με την άκρη του ματιού, όπως κι εγώ με την άκρη του ματιού τις είχα πάρει πρέφα, ψάχνοντας για ευκαιρία να μας πιάσουν την κουβέντα.
"Τι όργανο είναι εκείνο που παίζει αυτός Χαούλη, όχι η κιθάρα, το άλλο το πνευστό;", με ρώτησε η κοράκλα, που τουλάχιστον με ανακούφισε που ήξερε το πνευστό και δεν γίναμε εντελώς ρεντίκολο.
"Κλαρινέτο", της απάντησα εγώ, "ή αν προτιμάς κλαρίνο, το όνομα αλλάζει όχι ανάλογα με το όργανο, αλλά ανάλογα με τη μουσική που παίζει", συνέχισα με ύφος ειδικού, μη μας πάρουν και για εντελώς πιρπιτσόλια.
"Σιγά μην ξέρουν τούτοι να παίζουν κλαρίνο", πετάχτηκε η ακριανή γριά, που επιτέλους πήρε την πάσα που αναζητούσε. "Να έρθεις στο χωριό μου το Σεπτέμβριο, στο πανηγύρι, να δεις τι πάει να πει κλαρίνο", έκανε με ύφος πιο ειδικού από εμένα, πράγμα που θα μ' έκανε να ερυθριάσω, εάν υπήρχε μέσα μου το παραμικρό αίσθημα ντροπής κι αξιοπρέπειας.
Πήγα να ψελίσω κάτι για τον Πετρολούκα Χαλκιά, που παραλίγο να δω σε πανηγύρι που με είχαν καλέσει και δεν είχα πάει ο άχρηστος, όμως εκείνη σηκώθηκε ξαφνικά και με αποφασιστικότητα, και τράβηξε ίσα καταπάνω στους μουσικούς κραδαίνοντας το κινητό της. Κάτι τους είπε, κάτι της είπαν, τους έτεινε το κινητό της, κάτι της ξαναείπαν, μετά τους γύρισε την πλάτη κι ήρθε και πάλι στο παγκάκι με ένα ύφος απογοήτευσης και ταυτόχρονα επιβεβαίωσης. "Καλά τα έλεγα εγώ ότι δεν ξέρουν αυτοί από κλαρίνο. Τους ζήτησα να μου παίξουν το τραγούδι που έχω στο κινητό μου και μου είπαν πως δεν το ξέρουν οι ανεπρόκοποι" είπε και την ίδια στιγμή πάτησε το κουμπάκι του τηλεφώνου της: "Ροβόλα τα ροβόλα τα, τα γίδια και τα πρόβατα...", ανέβλυσε από το ηχείο σαν γάργαρο νερό πηγής της ορεινής Αρκαδίας. Σηκώθηκα βιαστικά, ευχήθηκα πνιχτά "χρόνια πολλά" και τράβηξα το παιδί απ' το μανίκι να φύγουμε. Κρυφτήκαμε πίσω από ένα δέντρο, λίγα μέτρα παρακάτω κι αφήσαμε το γέλιο να μας κατακλύσει, ελεύθερο, αβίαστο, λυτρωτικό. Αθάνατη Ελλάδα, εάν δεν υπήρχες ο κόσμος θα ήταν πιο μουντός κι άν κάποια μέρα χανόσουν, θα μου έλειπες πολύ ρε μπαγάσαινα...
Είναι κάποιες μέρες, που όπως λέν οι δεισιδαίμονες γελάει κι ο Θεός, κάτι που τούτη τη μέρα ήθελα πολύ και το πίστεψα ακράδαντα. Μέρες ζεστές, ηλιόλουστες, χαδιάρες και παιχνιδιάρες, σαν μικρά κουτάβια, σαν γατιά, σαν μικρά παιδιά και σαν αλλοπαρμένοι γέροι. Μέρες όλες θαλπωρή, ευγενικά διακριτικές και περίλαμπρες, μέρες που αντέχουν στη μνήμη, μέρες που στερεώνονται στο χρόνο. Ευχαριστώ μέσα απ' την ψυχή μου, όποιον μοιράζει της μοίρας τα χαρτιά, που μου έδωσε για δώρο τούτες τις γιορτές, μια απ' τις ομορφότερες, σαν βασιλιάς που δίνει σε ζητιάνο το χέρι της πιο χαϊδεμένης απ' τις κόρες του...
Χρόνια πολλά σε όλους!!
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Great Chaos
Περιβόητο μέλος
Ο Όττο αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 56 ετών, επαγγέλεται Συγγραφέας και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 4,911 μηνύματα.
29-09-09
19:24
Ξέρετε πως τα σκυλιά αγαπούν να τρέχουν πίσω από τα αυτοκίνητα και να τα κυνηγούν γαυγίζοντας...
Προχθές είχα πάει με την κόρη μου στο άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου ("στον Αλέκο", όπως το λένε στην τοπική αργκό) στην παραλία της Σαλλονίκης. Εκεί συχνάζουν παιδιά με scateboard και κάνουν εξάσκηση-επίδειξη των ικανοτήτων τους. Ξαφνικά σκάει μύτη ένα σκυλάκι, περίπου το μισό σε μέγεθος από το γάτο μου κι αρχίζει να κυνηγά τα scateboard με πολύ περισπούδαστα σοβαρό και άγριο ύφος. Λυθήκαμε στα γέλια με την κόρη μου. "Ε, ο καθένας στα κιλά του ρε αδερφέ"...
Προχθές είχα πάει με την κόρη μου στο άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου ("στον Αλέκο", όπως το λένε στην τοπική αργκό) στην παραλία της Σαλλονίκης. Εκεί συχνάζουν παιδιά με scateboard και κάνουν εξάσκηση-επίδειξη των ικανοτήτων τους. Ξαφνικά σκάει μύτη ένα σκυλάκι, περίπου το μισό σε μέγεθος από το γάτο μου κι αρχίζει να κυνηγά τα scateboard με πολύ περισπούδαστα σοβαρό και άγριο ύφος. Λυθήκαμε στα γέλια με την κόρη μου. "Ε, ο καθένας στα κιλά του ρε αδερφέ"...
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Great Chaos
Περιβόητο μέλος
Ο Όττο αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 56 ετών, επαγγέλεται Συγγραφέας και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 4,911 μηνύματα.
19-10-07
17:19
Ένα παλιό ποστ που συνάντησα τυχαία σήμερα, όπου μια ψυχή με βάφτισε Χαούλη...
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.