23-05-08
01:11
Παρασκευή 16 Μαΐου 2008. Περίπου στις 17.20...
Είχαμε μόλις φτάσει στο μέγιστο ύψος μας, και η κάθοδος είχε ήδη αρχίσει. Ένιωσα την αλλαγή της πίεσης, άνοιξα τα μάτια. Με τύφλωσε το απέραντο γαλάζιο που έμπαινε ανελέητο από το παράθυρο, ξεκόλλησα το μέτωπο από το τζάμι και μισόκλεισα τα μάτια μπερδεμένη, καθώς επανερχόμουν στην πραγματικότητα.
Μέσα από το οβάλ αυτό πλαίσιο διέκρινα την άκρη ενός μικρού νησιού δεξιά και υγρασία πάνω από τη θάλασσα στο βάθος, αριστερά.
Εστίασα καλύτερα και την είδα. Μία μακρόστενη σκιά ξεπρόβαλλε, το απαλό περίγραμμα των βουνών και των ορμών γινόταν όλο και πιο ξεκάθαρο.
Η Κρήτη ήταν μπροστά μου κι η καρδιά μου χτυπούσε πιο γρήγορα, ήθελα να τσιμπήσω το Νορβηγό δίπλα μου... αλλά δεν τον ήξερα. Σχεδόν μύριζα τη θάλασσα...
Είχαμε μόλις φτάσει στο μέγιστο ύψος μας, και η κάθοδος είχε ήδη αρχίσει. Ένιωσα την αλλαγή της πίεσης, άνοιξα τα μάτια. Με τύφλωσε το απέραντο γαλάζιο που έμπαινε ανελέητο από το παράθυρο, ξεκόλλησα το μέτωπο από το τζάμι και μισόκλεισα τα μάτια μπερδεμένη, καθώς επανερχόμουν στην πραγματικότητα.
Μέσα από το οβάλ αυτό πλαίσιο διέκρινα την άκρη ενός μικρού νησιού δεξιά και υγρασία πάνω από τη θάλασσα στο βάθος, αριστερά.
Εστίασα καλύτερα και την είδα. Μία μακρόστενη σκιά ξεπρόβαλλε, το απαλό περίγραμμα των βουνών και των ορμών γινόταν όλο και πιο ξεκάθαρο.
Η Κρήτη ήταν μπροστά μου κι η καρδιά μου χτυπούσε πιο γρήγορα, ήθελα να τσιμπήσω το Νορβηγό δίπλα μου... αλλά δεν τον ήξερα. Σχεδόν μύριζα τη θάλασσα...
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
18-01-08
01:02
Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2007. Πρωί, πολύ πρωί. Όλα γκρι, κρύα και υγρά. Εμείς αγουροξυπνημένοι, μισοκρυωμένοι και κακοκοιμισμένοι... Εγώ κουβαλάω την τεράστια Barbieροζ βαλίτσα μου, αυτός ετοιμάζεται να πάει να πακετάρει, για τα Χριστούγεννα...
Ξαφνικά δε θέλω καθόλου να πάω Αθήνα. Δε θέλω να πετάξω, δεν έχω όρεξη να τον αφήσω.
Και για πρώτη φορά ξεκινάω για το σπίτι μου βουρκωμένη...
Ξαφνικά δε θέλω καθόλου να πάω Αθήνα. Δε θέλω να πετάξω, δεν έχω όρεξη να τον αφήσω.
Και για πρώτη φορά ξεκινάω για το σπίτι μου βουρκωμένη...
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
18-07-07
14:07
Τέλη Ιουνίου 2006... ήμουν Ελλάδα. Είχε καύσωνα. Η γιαγιά μου στο νοσοκομείο. Περιτριγυρισμένη από γέρους που πέθαιναν και υπομονετικές κυρίες φροντίδας από τη Γεωργία. Δεν ανήκει εκεί, σκέφτομαι. Πώς φτάσαμε ως εδώ... Από εδώ και πέρα θα είμαι πιο πολύ δίπλα της. Θα την παίρνω πιο συχνά τηλέφωνο.
Δεν το έκανα.
Βγήκε μετά από λίγες μέρες.
Αλλά πέθανε πριν κάνω ό,τι έλεγα.
Το βλέμμα της, όταν έφευγα από το νοσοκομείο... κι ας έζησε τελικά λίγο ακόμα... με κάρφωσε... γιατί ήξερα ότι ουσιαστικά την έβλεπα για τελευτάια φορά.
Δεν το έκανα.
Βγήκε μετά από λίγες μέρες.
Αλλά πέθανε πριν κάνω ό,τι έλεγα.
Το βλέμμα της, όταν έφευγα από το νοσοκομείο... κι ας έζησε τελικά λίγο ακόμα... με κάρφωσε... γιατί ήξερα ότι ουσιαστικά την έβλεπα για τελευτάια φορά.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
18-07-07
10:32
Τέλειο θέμα!!
Ξεκινάω κι εγώ με κάτι χαρούμενο...
Τέλη Μαΐου είχε μία συναυλιούλα, έπαιζε με το συγκρότημα σε ένα πάρτι... και είχα πάει για λίγο να τον δω, αν και μετά έπρεπε να βιαστώ να πακετάρω, είχα πολύ πρωινό ταξίδι...
Αφού πια γυρίσαμε σπίτι, κι εγώ έβαζα κάτι τελευταία πράγματα στην τσάντα ενώ αυτός είχε ήδη βγάλει τα γυαλιά και ξαπλώσει για νάνι...
Σε κάποια φάση τον κοιτούσα αφηρημένα, σκεπτόμενη αν ξεχνάω κάτι...
Και τον βλέπω να κοιτάει νυσταγμένα το κενό, προς τη μεριά μου, και ξαφνικά το μυωπικό του βλεμματάκι (αρρργγν!) και τα τέλεια χειλάκια σχημάτισαν ένα γλυκό χαμόγελο.
Πού ταξιδεύεις καλέ; τον ρωτάω
Τίποτα... σκεφτόμουν ότι μου άρεσε που ήρθες απόψε να με δεις...
Πολύ γλυκιά στιγμή...!
Ξεκινάω κι εγώ με κάτι χαρούμενο...
Τέλη Μαΐου είχε μία συναυλιούλα, έπαιζε με το συγκρότημα σε ένα πάρτι... και είχα πάει για λίγο να τον δω, αν και μετά έπρεπε να βιαστώ να πακετάρω, είχα πολύ πρωινό ταξίδι...
Αφού πια γυρίσαμε σπίτι, κι εγώ έβαζα κάτι τελευταία πράγματα στην τσάντα ενώ αυτός είχε ήδη βγάλει τα γυαλιά και ξαπλώσει για νάνι...
Σε κάποια φάση τον κοιτούσα αφηρημένα, σκεπτόμενη αν ξεχνάω κάτι...
Και τον βλέπω να κοιτάει νυσταγμένα το κενό, προς τη μεριά μου, και ξαφνικά το μυωπικό του βλεμματάκι (αρρργγν!) και τα τέλεια χειλάκια σχημάτισαν ένα γλυκό χαμόγελο.
Πού ταξιδεύεις καλέ; τον ρωτάω
Τίποτα... σκεφτόμουν ότι μου άρεσε που ήρθες απόψε να με δεις...
Πολύ γλυκιά στιγμή...!
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.