18-05-12
23:04
Μια κυρία πηγαίνει στο Γιατρό.
- Γιατρέ μου θα ήθελα ο άνδρας μου να γίνει πιο...πιο, ξέρετε εσείς, πιο Ταύρος, τέλος πάντων.
Και ο Γιατρός:
- Κυρία μου γδυθείτε. Ας αρχίσουμε από τα κέρατα.
- Γιατρέ μου θα ήθελα ο άνδρας μου να γίνει πιο...πιο, ξέρετε εσείς, πιο Ταύρος, τέλος πάντων.
Και ο Γιατρός:
- Κυρία μου γδυθείτε. Ας αρχίσουμε από τα κέρατα.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
12-02-12
10:06
Ήταν ένας παπάς και πνιγόνταν στην θάλασσα και περνάει ένα καράβι:
- Παπά, έλα, πιάσε το σωσίβιο να σωθείς.
- Όχι, τέκνον μου, δεν χρειάζεται, εμένα θα με σώσει ο Θεός, λέει ο παπάς.
Περνάει άλλο καράβι:
- Έλα, παπά, να σε σώσουμε! Θα πνιγείς!
- Όχι, τέκνον μου, δεν χρειάζεται, εμένα θα με σώσει ο Θεός, λέει πάλι ο παπάς.
Περνάει τρίτο καράβι:
- Παπά, έλα να σε σώσουμε!
- Όχι, τέκνον μου, δεν χρειάζεται, εμένα θα με σώσει ο Θεός, λέει ξανά ο παπάς.
Με αυτά και με αυτά ο παπάς πνίγεται, πάει στον παράδεισο και λέει στον Θεό:
- Περίμενα να με σώσεις, και εσύ τίποτα!
- Ρε μαλάκα, τρία καράβια σου έστειλα να σε σώσουνε, και εσύ με έγραψες!
Μια φορά σε ένα μπαρ καθόταν ένας αδύνατος κύριος και κοιτούσε με μανία το ποτό του. Σε μια στιγμή έρχεται ένας μεγαλόσωμος κύριος, του παίρνει το ποτό του και το πίνει μονορούφι τότε ο άλλος βάζει τα κλάματα. Ο μεγαλόσωμος κύριος του λέει:
- "Καλά ρε φίλε μην κάνεις έτσι, θα σου πάρω άλλο."
- "Όχι, δεν φταις εσύ", λέει ο αδύνατος κύριος.
- "Σήμερα είναι η πιο άσχημή μου μέρα. Το πρωί άργησα να σηκωθώ, έχασα ένα σημαντικό ραντεβού στη δουλειά και ο διευθυντής μου με απέλυσε. Βγαίνω έξω, μου έχουν κλέψει το αυτοκίνητο. Παίρνω ένα ταξί και ξεχνάω μέσα το πορτοφόλι μου. Γυρνάω σπίτι και βλέπω τη γυναίκα μου αγκαλιά με τον υδραυλικό. Και ενώ δεν έφταναν όλα αυτά, ενώ σκόπευα να βάλω ένα τέλος στη ζωή μου έρχεσαι κι εσύ και μου πίνεις το δηλητήριο!"
- Παπά, έλα, πιάσε το σωσίβιο να σωθείς.
- Όχι, τέκνον μου, δεν χρειάζεται, εμένα θα με σώσει ο Θεός, λέει ο παπάς.
Περνάει άλλο καράβι:
- Έλα, παπά, να σε σώσουμε! Θα πνιγείς!
- Όχι, τέκνον μου, δεν χρειάζεται, εμένα θα με σώσει ο Θεός, λέει πάλι ο παπάς.
Περνάει τρίτο καράβι:
- Παπά, έλα να σε σώσουμε!
- Όχι, τέκνον μου, δεν χρειάζεται, εμένα θα με σώσει ο Θεός, λέει ξανά ο παπάς.
Με αυτά και με αυτά ο παπάς πνίγεται, πάει στον παράδεισο και λέει στον Θεό:
- Περίμενα να με σώσεις, και εσύ τίποτα!
- Ρε μαλάκα, τρία καράβια σου έστειλα να σε σώσουνε, και εσύ με έγραψες!
Μια φορά σε ένα μπαρ καθόταν ένας αδύνατος κύριος και κοιτούσε με μανία το ποτό του. Σε μια στιγμή έρχεται ένας μεγαλόσωμος κύριος, του παίρνει το ποτό του και το πίνει μονορούφι τότε ο άλλος βάζει τα κλάματα. Ο μεγαλόσωμος κύριος του λέει:
- "Καλά ρε φίλε μην κάνεις έτσι, θα σου πάρω άλλο."
- "Όχι, δεν φταις εσύ", λέει ο αδύνατος κύριος.
- "Σήμερα είναι η πιο άσχημή μου μέρα. Το πρωί άργησα να σηκωθώ, έχασα ένα σημαντικό ραντεβού στη δουλειά και ο διευθυντής μου με απέλυσε. Βγαίνω έξω, μου έχουν κλέψει το αυτοκίνητο. Παίρνω ένα ταξί και ξεχνάω μέσα το πορτοφόλι μου. Γυρνάω σπίτι και βλέπω τη γυναίκα μου αγκαλιά με τον υδραυλικό. Και ενώ δεν έφταναν όλα αυτά, ενώ σκόπευα να βάλω ένα τέλος στη ζωή μου έρχεσαι κι εσύ και μου πίνεις το δηλητήριο!"
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
03-02-12
18:28
Ο Γιάννης και ο Πάνος
Κάποια μέρα, αποφάσισε η μητέρα ενός φοιτητή που μένει και σπουδάζει στην Αθήνα, να έρθει να επισκεφτεί τον γιο της τον Γιάννη. Με το που φτάνει στο διαμέρισμα, βλέπει και τον συγκάτοικό του, τον Πάνο. Τον κοιτάζει καλά-καλά, απ την κορυφή ως τα νύχια, με ένα βλέμμα μυστήρια εξεταστικό, και ταυτόχρονα ρίχνει και μία ματιά και στον γιο της..
Αφού μητέρα και γιος τα λένε για λίγο, πηγαίνει στην κουζίνα η μαμά να ετοιμάσει το τραπέζι, για να φάνε και οι τρεις μαζί. Καθώς κάθονται στο τραπέζι, η μητέρα τού Γιάννη συνεχίζει να ρίχνει μυστήριες ματιές, μία στον γιο της, και μία στον συγκάτοικό του, τον Πάνο. Οπότε, σε κάποια στιγμή δεν κρατήθηκε άλλο ο γιος της, και της λέει:
- Μητέρα, ξέρω τι σκέφτεσαι, όμως εγώ και ο Πάνος είμαστε ΜΟΝΟ ΦΙΛΟΙ, και συγκάτοικοι. ΤΙΠΟΤΑ ΠΑΡΑΠΑΝΩ!
Η μητέρα του, του απαντά:
- Παιδί μου, δεν είπα τίποτα εγώ. Μήπως είπα;; Ας συνεχίσουμε λοιπόν το φαγητό μας, και ας ξεχάσουμε αυτήν την παρεξήγηση... αλήθεια, τι ωραία κουτάλα είναι αυτή! Είναι ασημένια; Απαντά ο Πάνος και λέει:
"Ναι, είναι ασημένια, και μου την έχει δώσει η μητέρα μου. Είναι οικογενειακό κειμήλιο.." Τελειώνουν το φαγητό, και η μητέρα πηγαίνει να καθαρίσει την κουζίνα, ενώ οι δύο νέοι βλέπουν τηλεόραση.
- Την επομένη το βράδυ, η μαμά αποχαιρετά τον γιόκα της και τον συγκάτοικό του, και επιστρέφει στο χωριό της στις Σέρρες.
Μετά από δέκα μέρες, είναι ο Πάνος και ο Γιάννης στο σπίτι και ετοιμάζονται να φάνε. Ψάχνει ο Πάνος για την κουτάλα την ασημένια, το οικογ. κειμήλιο, αλλά άφαντη η κουτάλα. Έφαγε τον κόσμο, όμως τίποτα.. Στο τέλος ρωτάει και τον Γιάννη:
"Αγάπη μου (..!!!) μήπως είδες πουθενά την ασημένια κουτάλα; δεν μπορώ να την βρω πουθενά.". ψάχνουν και οι δύο μαζί, όμως και πάλι τίποτα..
Οπότε λέει ο Πάνος στον Γιάννη:
"Δεν θέλω να σε στενοχωρήσω αγάπη μου, όμως η κουτάλα χάθηκε ενώ η μητέρα σου ήταν εδώ.. δεν της τηλεφωνείς;."
"Καλώς αγάπη μου," λέει ο Γιάννης, "Αλλά καλύτερα να της γράψω. Θα της έρθει πιο μαλακά.." Κάθεται και γράφει λοιπόν ο Γιάννης στην μητέρα του:
- Αγαπητή μητέρα.. Εδώ και δέκα μέρες, από την μέρα που έφυγες, ψάχνουμε ο Πάνος κι εγώ την ασημένια κουτάλα, που αν θυμάσαι, είναι οικογενειακό τους κειμήλιο.. Δεν λέω πως εσύ πήρες την κουτάλα, αλλά δεν λέω πως δεν την πήρες επίσης. Απλώς σε ρωτάω για να μας λυθεί αυτή η απορία.
Με αγάπη, ο γιος σου.
Μετά από λίγες μόλις μέρες, παραλαμβάνει την απάντηση μέσω γράμματος επίσης, και ο Γιάννης από την μητέρα του, η οποία απάντηση έλεγε:
- Αγαπημένο μου παιδί..
Δεν λέω πως εσύ και ο συγκάτοικός σου τα έχετε, αλλά δεν λέω πως δεν τα έχετε επίσης.. Αν όμως ο φίλος σου ο Πάνος κοιμόταν στο δικό του το κρεβάτι, θα είχε βρει την ασημένια κουτάλα του κάτω από τα σκεπάσματα!
Με αγάπη, η μητέρα σου..
Κάποια μέρα, αποφάσισε η μητέρα ενός φοιτητή που μένει και σπουδάζει στην Αθήνα, να έρθει να επισκεφτεί τον γιο της τον Γιάννη. Με το που φτάνει στο διαμέρισμα, βλέπει και τον συγκάτοικό του, τον Πάνο. Τον κοιτάζει καλά-καλά, απ την κορυφή ως τα νύχια, με ένα βλέμμα μυστήρια εξεταστικό, και ταυτόχρονα ρίχνει και μία ματιά και στον γιο της..
Αφού μητέρα και γιος τα λένε για λίγο, πηγαίνει στην κουζίνα η μαμά να ετοιμάσει το τραπέζι, για να φάνε και οι τρεις μαζί. Καθώς κάθονται στο τραπέζι, η μητέρα τού Γιάννη συνεχίζει να ρίχνει μυστήριες ματιές, μία στον γιο της, και μία στον συγκάτοικό του, τον Πάνο. Οπότε, σε κάποια στιγμή δεν κρατήθηκε άλλο ο γιος της, και της λέει:
- Μητέρα, ξέρω τι σκέφτεσαι, όμως εγώ και ο Πάνος είμαστε ΜΟΝΟ ΦΙΛΟΙ, και συγκάτοικοι. ΤΙΠΟΤΑ ΠΑΡΑΠΑΝΩ!
Η μητέρα του, του απαντά:
- Παιδί μου, δεν είπα τίποτα εγώ. Μήπως είπα;; Ας συνεχίσουμε λοιπόν το φαγητό μας, και ας ξεχάσουμε αυτήν την παρεξήγηση... αλήθεια, τι ωραία κουτάλα είναι αυτή! Είναι ασημένια; Απαντά ο Πάνος και λέει:
"Ναι, είναι ασημένια, και μου την έχει δώσει η μητέρα μου. Είναι οικογενειακό κειμήλιο.." Τελειώνουν το φαγητό, και η μητέρα πηγαίνει να καθαρίσει την κουζίνα, ενώ οι δύο νέοι βλέπουν τηλεόραση.
- Την επομένη το βράδυ, η μαμά αποχαιρετά τον γιόκα της και τον συγκάτοικό του, και επιστρέφει στο χωριό της στις Σέρρες.
Μετά από δέκα μέρες, είναι ο Πάνος και ο Γιάννης στο σπίτι και ετοιμάζονται να φάνε. Ψάχνει ο Πάνος για την κουτάλα την ασημένια, το οικογ. κειμήλιο, αλλά άφαντη η κουτάλα. Έφαγε τον κόσμο, όμως τίποτα.. Στο τέλος ρωτάει και τον Γιάννη:
"Αγάπη μου (..!!!) μήπως είδες πουθενά την ασημένια κουτάλα; δεν μπορώ να την βρω πουθενά.". ψάχνουν και οι δύο μαζί, όμως και πάλι τίποτα..
Οπότε λέει ο Πάνος στον Γιάννη:
"Δεν θέλω να σε στενοχωρήσω αγάπη μου, όμως η κουτάλα χάθηκε ενώ η μητέρα σου ήταν εδώ.. δεν της τηλεφωνείς;."
"Καλώς αγάπη μου," λέει ο Γιάννης, "Αλλά καλύτερα να της γράψω. Θα της έρθει πιο μαλακά.." Κάθεται και γράφει λοιπόν ο Γιάννης στην μητέρα του:
- Αγαπητή μητέρα.. Εδώ και δέκα μέρες, από την μέρα που έφυγες, ψάχνουμε ο Πάνος κι εγώ την ασημένια κουτάλα, που αν θυμάσαι, είναι οικογενειακό τους κειμήλιο.. Δεν λέω πως εσύ πήρες την κουτάλα, αλλά δεν λέω πως δεν την πήρες επίσης. Απλώς σε ρωτάω για να μας λυθεί αυτή η απορία.
Με αγάπη, ο γιος σου.
Μετά από λίγες μόλις μέρες, παραλαμβάνει την απάντηση μέσω γράμματος επίσης, και ο Γιάννης από την μητέρα του, η οποία απάντηση έλεγε:
- Αγαπημένο μου παιδί..
Δεν λέω πως εσύ και ο συγκάτοικός σου τα έχετε, αλλά δεν λέω πως δεν τα έχετε επίσης.. Αν όμως ο φίλος σου ο Πάνος κοιμόταν στο δικό του το κρεβάτι, θα είχε βρει την ασημένια κουτάλα του κάτω από τα σκεπάσματα!
Με αγάπη, η μητέρα σου..
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
27-05-11
10:35
Είναι ένας τσιφούτης και έχει πάει στην τουαλέτα να κάνει την ανάγκη του. Τελειώνει και την ώρα που ανεβάζει το παντελόνι του του πέφτει ένα εικοσάλεπτο μέσα στη λεκάνη. Το βλέπει και τρελαίνεται! Κάνει έτσι να το πιάσει και μετά σκέφτεται να βάλω το χέρι μου μέσα στα σκ@@α; Άστο δεν βαριέσαι;
Την ώρα που πάει να φύγει ξανασκέφτεται: 20 λεπτά είναι πολλά λεφτά και ξαναγυρίζει να το πιάσει.
Την ώρα που πάει να βάλει το χέρι του το ξανασκέφτεται και λέει: Άντε μωρέ που θα βάλω το χέρι μου μέσα για ένα εικοσάλεπτο.
Φεύγει και πριν φτάσει στην πόρτα ξαναγυρίζει πίσω. Βγάζει 1 ευρώ από την τσέπη του και το ρίχνει μέσα στη λεκάνη και λέει: Ε τώρα είναι 1,20 είναι πολλά τα λεφτά!!!
Την ώρα που πάει να φύγει ξανασκέφτεται: 20 λεπτά είναι πολλά λεφτά και ξαναγυρίζει να το πιάσει.
Την ώρα που πάει να βάλει το χέρι του το ξανασκέφτεται και λέει: Άντε μωρέ που θα βάλω το χέρι μου μέσα για ένα εικοσάλεπτο.
Φεύγει και πριν φτάσει στην πόρτα ξαναγυρίζει πίσω. Βγάζει 1 ευρώ από την τσέπη του και το ρίχνει μέσα στη λεκάνη και λέει: Ε τώρα είναι 1,20 είναι πολλά τα λεφτά!!!
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.