tzanakos2010
Εκκολαπτόμενο μέλος
Ο tzanakos2010 αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Επαγγέλεται Φοιτητής/τρια. Έχει γράψει 130 μηνύματα.
20-05-11
04:46
Ποιὸς εἶδε κράτος λιγοστὸ
σ᾿ ὅλη τὴ γῆ μοναδικό,
ἑκατὸ νὰ ἐξοδεύῃ
καὶ πενήντα νὰ μαζεύῃ;
Νὰ τρέφῃ ὅλους τοὺς ἀργούς,
νἄχῃ ἑπτὰ Πρωθυπουργούς,
ταμεῖο δίχως χρήματα
καὶ δόξης τόσα μνήματα;
Νἄχῃ κλητῆρες γιὰ φρουρὰ
καὶ νὰ σὲ κλέβουν φανερά,
κι ἐνῷ αὐτοὶ σὲ κλέβουνε
τὸν κλέφτη νὰ γυρεύουνε;
Ὁ Ἕλληνας δυὸ δίκαια ἀσκεῖ πανελευθέρως,
συνέρχεσθαί τε καὶ οὐρεῖν εἰς ὅποιο θέλει μέρος.
Καὶ τῶν σοφῶν οἱ λόγοι θαρρῶ πὼς εἶναι ψώρα,
πιστὸς εἰς ὅ,τι λέγει κανένας δὲν ἐφάνη...
αὐτὸς ὁ πλάνος κόσμος καὶ πάντοτε καὶ τώρα,
δὲν κάνει ὅ,τι λέγει, δὲν λέγει ὅ,τι κάνει.
Κλέφτες φτωχοὶ καὶ ἄρχοντες μὲ ἅμαξες καὶ ἄτια,
κλέφτες χωρὶς μία πῆχυ γῆ καὶ κλέφτες μὲ παλάτια,
ὁ ἕνας κλέβει ὄρνιθες καὶ σκάφες γιὰ ψωμὶ
ὁ ἄλλος τὸ ἔθνος σύσσωμο γιὰ πλούτη καὶ τιμή.
Δυστυχία σου Ἑλλάς, μὲ τὰ τέκνα ποὺ γεννᾶς.
Ὦ Ελλάς, ἡρώων χώρα, τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;
Γεώργιος Σουρής (1853-1919)
σ᾿ ὅλη τὴ γῆ μοναδικό,
ἑκατὸ νὰ ἐξοδεύῃ
καὶ πενήντα νὰ μαζεύῃ;
Νὰ τρέφῃ ὅλους τοὺς ἀργούς,
νἄχῃ ἑπτὰ Πρωθυπουργούς,
ταμεῖο δίχως χρήματα
καὶ δόξης τόσα μνήματα;
Νἄχῃ κλητῆρες γιὰ φρουρὰ
καὶ νὰ σὲ κλέβουν φανερά,
κι ἐνῷ αὐτοὶ σὲ κλέβουνε
τὸν κλέφτη νὰ γυρεύουνε;
Ὁ Ἕλληνας δυὸ δίκαια ἀσκεῖ πανελευθέρως,
συνέρχεσθαί τε καὶ οὐρεῖν εἰς ὅποιο θέλει μέρος.
Καὶ τῶν σοφῶν οἱ λόγοι θαρρῶ πὼς εἶναι ψώρα,
πιστὸς εἰς ὅ,τι λέγει κανένας δὲν ἐφάνη...
αὐτὸς ὁ πλάνος κόσμος καὶ πάντοτε καὶ τώρα,
δὲν κάνει ὅ,τι λέγει, δὲν λέγει ὅ,τι κάνει.
Κλέφτες φτωχοὶ καὶ ἄρχοντες μὲ ἅμαξες καὶ ἄτια,
κλέφτες χωρὶς μία πῆχυ γῆ καὶ κλέφτες μὲ παλάτια,
ὁ ἕνας κλέβει ὄρνιθες καὶ σκάφες γιὰ ψωμὶ
ὁ ἄλλος τὸ ἔθνος σύσσωμο γιὰ πλούτη καὶ τιμή.
Δυστυχία σου Ἑλλάς, μὲ τὰ τέκνα ποὺ γεννᾶς.
Ὦ Ελλάς, ἡρώων χώρα, τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;
Γεώργιος Σουρής (1853-1919)
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
tzanakos2010
Εκκολαπτόμενο μέλος
Ο tzanakos2010 αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Επαγγέλεται Φοιτητής/τρια. Έχει γράψει 130 μηνύματα.
15-05-11
14:55
Τι λοιπόν; Της ζωής μας το σύνορο
θα το δείχνει ένα ορθό κυπαρίσσι;
Κι απ' ό,τι είδαμε, ακούσαμε, αγγίξαμε
τάφου γη θα μας έχει χωρίσει;
θα το δείχνει ένα ορθό κυπαρίσσι;
Κι απ' ό,τι είδαμε, ακούσαμε, αγγίξαμε
τάφου γη θα μας έχει χωρίσει;
Ό,τι αγγίζουμε, ακούμε και βλέπουμε,
τούτο μόνο Ζωή μας το λέμε;
Κι αυτό τρέμουμε μήπως το χάσουμε
και χαμένο στους τάφους το κλαίμε;
τούτο μόνο Ζωή μας το λέμε;
Κι αυτό τρέμουμε μήπως το χάσουμε
και χαμένο στους τάφους το κλαίμε;
Σ' ό,τι αγγίζουμε, ακούμε και βλέπουμε
της ζωής μας ο κόσμος τελειώνει;
Τίποτε άλλο; Στερνό μας απόρριμα
το κορμί που σκορπιέται και λιώνει;
της ζωής μας ο κόσμος τελειώνει;
Τίποτε άλλο; Στερνό μας απόρριμα
το κορμί που σκορπιέται και λιώνει;
Κάτι ανέγγιχτο, ανάκουστο, αθώρητο
μήπως κάτω απ' τους τάφους ανθίζει
κι ό,τι μέσα μας κρύβεται αγνώριστο
μήπως πέρ' απ' το θάνατο αρχίζει;
μήπως κάτω απ' τους τάφους ανθίζει
κι ό,τι μέσα μας κρύβεται αγνώριστο
μήπως πέρ' απ' το θάνατο αρχίζει;
Μήπως ό,τι θαρρούμε βασίλεμα
γλυκοχάραμ' αυγής είναι πέρα
κι αντί να 'ρθει μια νύχτ' αξημέρωτη
ξημερώνει μι' αβράδιαστη μέρα;
γλυκοχάραμ' αυγής είναι πέρα
κι αντί να 'ρθει μια νύχτ' αξημέρωτη
ξημερώνει μι' αβράδιαστη μέρα;
Μήπως είν' η αλήθεια στο θάνατο
κι η ζωή μήπως κρύβει την πλάνη;
¨Ο,τι λέμε πως ζει μήπως πέθανε
κι είν' αθάνατο ό,τι έχει πεθάνει;
κι η ζωή μήπως κρύβει την πλάνη;
¨Ο,τι λέμε πως ζει μήπως πέθανε
κι είν' αθάνατο ό,τι έχει πεθάνει;
(ποίημα του Γ.Δροσίνη)
Ἡ ζωντανὴ νεκρή
Δὲν πέθανες! Στὴν κάμαρα ἀκόμα τ᾿ ἄρωμά σου
εἶναι ἁπλωμένο ὡς τώρα δὰ νὰ μ᾿ ἄφησες, κι ἀπάνω
στὸν καναπὲ ἀτέλειωτο μένει τὸ κεντημά σου
καὶ τὸ κομμάτι πού ῾παιζες εἶναι ἀνοιχτὸ στὸ πιάνο.
Ἀπάνω στὸ τραπέζι μου πάντα ἡ δική σου εἰκόνα,
ποῦ πάντα μὲ τὴν ἥμερη ματιά της μὲ κοιτάζει,
καὶ δὲν εἶναι ὁ ἄνεμος, μὰ εἶσαι ἐσύ, τὴν πόρτα
ποὺ μισανοίγεις γιὰ νὰ μπεῖς τὴν ὥρα ποὺ βραδυάζει.
Δὲν πέθανες. Εἶσαι παντοῦ καὶ εἶσαι μέσα σὲ ὅλα:
στῶν ρόδων τὸ ξεφύλλισμα, στὸ στεναγμὸ τοῦ ἀγέρα,
στὰ νέφη ποὺ χρυσίζουνε σὰν πάει νὰ σβήσει ἡ μέρα
κι ὡς καὶ τὶς νύχτες δίπλα μου σὲ νοιώθω ξαπλωμένη...
Δὲν πέθανες. Ἀδιάφορο οἱ μῆνες κι ἂν περνᾶνε:
τότε οἱ νεκροὶ πεθαίνουνε, ὅταν τοὺς λησμονᾶνε!
Κώστας Οὐράνης
Ο ΤΑΦΟΣ
Μήτε μὲ τὸ σίδερο,
Μήτε μὲ τὸ χρυσάφι,
Μήτε μὲ τὰ χρώματα
Ποὺ σπέρνουν οἱ ζωγράφοι
Μήτε μὲ τὰ μάρμαρα
Τὰ τεχνοσκαλισμένα·
Τὸ σπιτάκι σου ἔπλασα
Παντοτινὸ γιὰ σένα
Μόνο μὲ τοῦ πνεύματος
Τὰ μάγια! Σοῦ τὸ ὑψώνω
Σ᾿ ἕνα τόπον ἄϋλον,
Ἀπείραχτο ἀπ᾿ τὸ χρόνο.
Μ᾿ ὅλα μου τὰ δάκρυα
Καὶ μὲ τὸ αἷμα μου ὅλο
Τοῦ ἔχτισα τὰ θέμελα,
Τοῦ σκέπασα τὸ θόλο
Κι ἂ φοβᾶσαι, ἀγάπη μου,
Νὰ μένῃς μοναχό σου,
Κάλεσε καὶ κράτησε
Μέσα στ᾿ ἀρχοντικό σου
Ὅλα τὰ ἐρωτόπλαστα
Καθὼς ἐσὺ βλάσταρια
Π᾿ ἄνθισαν κι ἀπόσβυσαν,
Μιᾶς χρυσαυγῆς καμάρια!
ΟΤΑΝ ΕΙΤΑΝΕ ΣΤΗ ΖΩΗ
Γύρ᾿ ἐδῶ κι ἀκούμπησε
Καὶ μένε κι ὅλο μένε
Σιγαλὸς κι ἀσάλευτος,
Ὦ πολυαγαπημένε!
Ἂχ καὶ νἄταν νἄνοιωθα
Στὸ μάγουλό μου ἐπάνω
Τἁπαλό σου μάγουλον
Ὅσο ποὺ νὰ πεθάνω!
Ἂχ καὶ νἄταν νἄνοιωθα
Κι ἀκόμα ἀφοῦ πεθάνω
Τὴν ἁπαλοσύνη του
Στὸν σκληρὸν ὕπνο ἐπάνω!
Τὴν ἁπαλοσύνη του
Ποιὸ σιγαλὸ τραγούδι,
Ποιὰ πνοὴ τὴν ἔπλασε;
Τίνος βελούδου χάδι,
Τίνος κύκνου πούπουλο,
Καὶ τίνος ρόδου φύλλο;
Ποιὸ μετάξι ἀνεύρετο,
Ποιὸ μαγεμένο μῆλο;
Ξέρω ἓν ἀσπρολούλουδο,
Ἀνθὸ χωρὶς ψεγάδι,
Π᾿ ὅλο χάιδια χαίρεται
Ἀπ᾿ τὴν αὐγὴ ὡς τὸ βράδι
Ποὺ ποτὲ δὲν τρόμαξε
Τὰ ὁλόχλωρά του φύλλα
Τοῦ βοριὰ τὸ μούγκρισμα,
Τῆς μπόρας ἡ μαυρίλα
Καὶ στὸν ἴσκιο δείχνεται
Σὰ θείου ὀνείρου κρίνο
Καὶ στὸν ἥλιο χάνεται
Σὰν ἥλιου φῶς κι ἐκεῖνο.
Κι ὅ,τι γγίξῃ ἀνάλαφρα
Σ᾿ αὐτό, καὶ τὸ φαρμάκι,
Γίνεται χαμόγελο
Καὶ γίνεται φιλάκι.
Γῦρ᾿ ἐδῶ κι ἀκούμπησε
Καὶ διάλεξε γιὰ στρῶμα
Τὸ τραχὺ ξερόχωμα,
Ποὺ ἀκόμα, ὠιμέ! κι ἀκόμα
Τὸ χτυποῦν χιονόβροχα,
Τὸ ψέλνουν καλοκαίρια
Τῆς φροντίδας ὄχεντρες,
Τῆς συμφορᾶς μαχαίρια,
Τοῦ Καιροῦ αὐλακώματα,
Τοῦ Χάρου συγγενάδια,
Πέρασαν, τὸ πάτησαν,
Τ᾿ ἀφίσανε σημάδια.
Γύρε, κι ἀπὸ τἄφραστο
Τ᾿ ἀκούμπισμά σου ἂς πάρῃ
Χάρην ἀκριβώτερη
Κι ἀπ᾿ ὅση παίρνει χάρη
Ξέχειλο ἀπ᾿ τἀστάχινο
Κυματιστὸ χρυσάφι
Καὶ τὸ πιὸ παραρριχτὸ
Βραχόσπαρτο χωράφι!
ΤΑΦΟΣ
Ἥσυχα καὶ σιγαλά,
διψώντας τὰ φιλιά μας,
ἀπὸ τ᾿ ἄγνωστο γλιστρᾶς
μέσα στὴν ἀγκαλιά μας.
Ὡς κ᾿ ἡ βαρυχειμωνιὰ
μ᾿ αἰφνήδια καλοσύνη
κ᾿ ἥσυχη καὶ σιγαλὴ
σὲ δέχτηκε κ᾿ ἐκείνη.
Ἥσυχα καὶ σιγαλὰ
σὲ χάιδευεν ὁ ἀέρας,
τῆς νυχτὸς ἠλιόφεγγο
κι ὀνείρεμα τῆς μέρας.
Ἥσυχα καὶ σιγαλὰ
μᾶς γέμιζες τὸ σπίτι,
γλύκα τοῦ κεχριμπαριοῦ
καὶ χάρη τοῦ μαγνήτη.
Ἥσυχα καὶ σιγαλὰ
ζοῦσε ἀπὸ σὲ τὸ σπίτι,
ὀμορφιὰ τ᾿ αὐγερινοῦ
καὶ φῶς τοῦ ἀποσπερίτη.
Ἥσυχα καὶ σιγαλὰ
φεγγάρια, ὢ στόμα, ὢ μάτι,
μίαν αὐγούλα σβήσατε
στὸ φονικὸ κρεββάτι.
Ἥσυχα καὶ σιγαλὰ
καὶ μ᾿ ὅλα τὰ φιλιά μας,
γύρισες πρὸς τ᾿ ἄγνωστο
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴν ἀγκαλιά μας.
Ἥσυχα καὶ σιγαλά,
ὢ λόγε, ὢ στίχε, ὢ ρίμα,
σπείρετε τ᾿ ἀμάραντα
στ᾿ ἀπίστευτο τὸ μνῆμα!
...[συνεχίζεται]...
Ἄφκιαστο κι ἀστόλιστο
τοῦ Χάρου δὲ σὲ δίνω.
Στάσου μὲ τ᾿ ἀνθόνερο
τὴν ὄψη σου νὰ πλύνω.
Τὸ χρυσὸ τὸ χτένισμα
μὲ τὰ χρυσὰ τὰ χτένια,
πάρτε ἀπ᾿ τὴ μανούλα σας
μαλλάκια μεταξένια.
Μήπως καὶ τοῦ Χάροντα
καθὼς θὰ σὲ κυττάξει,
τοῦ φανεῖς ἀχάϊδευτο
καὶ σὲ παραπετάξει!
Στὸ ταξίδι ποὺ σὲ πάει
ὁ μαῦρος καβαλλάρης,
κύτταξε ἀπ᾿ τὸ χέρι του,
τίποτε νὰ μὴν πάρεις.
Κι ἂν διψάσεις μὴν τὸ πιεῖς
ἀπὸ τὸν κάτου κόσμο
τὸ νερὸ τῆς ἀρνησιᾶς,
φτωχὸ κομμένο δυόσμο!
Μὴν τὸ πιεῖς κι ὁλότελα
κι αἰώνια μᾶς ξεχάσεις...
βάλε τὰ σημάδια σου
τὸ δρόμο νὰ μὴ χάσεις,
κι ὅπως εἶσαι ἀνάλαφρο,
μικρὸ σὰ χελιδόνι,
κι ἄρματα δὲ σοῦ βροντᾶν
παλικαριοῦ στὴ ζώνη,
κύτταξε καὶ γέλασε
τῆς νύχτας τὸ σουλτάνο,
γλίστρησε σιγὰ - κρυφὰ
καὶ πέταξ᾿ ἐδῶ πάνω,
καὶ στὸ σπίτι τ᾿ ἄραχνο
γυρνώντας, ὦ ἀκριβέ μας,
γίνε ἀεροφύσημα
καὶ γλυκοφίλησέ μας!
Μήτε μὲ τὸ χρυσάφι,
Μήτε μὲ τὰ χρώματα
Ποὺ σπέρνουν οἱ ζωγράφοι
Μήτε μὲ τὰ μάρμαρα
Τὰ τεχνοσκαλισμένα·
Τὸ σπιτάκι σου ἔπλασα
Παντοτινὸ γιὰ σένα
Μόνο μὲ τοῦ πνεύματος
Τὰ μάγια! Σοῦ τὸ ὑψώνω
Σ᾿ ἕνα τόπον ἄϋλον,
Ἀπείραχτο ἀπ᾿ τὸ χρόνο.
Μ᾿ ὅλα μου τὰ δάκρυα
Καὶ μὲ τὸ αἷμα μου ὅλο
Τοῦ ἔχτισα τὰ θέμελα,
Τοῦ σκέπασα τὸ θόλο
Κι ἂ φοβᾶσαι, ἀγάπη μου,
Νὰ μένῃς μοναχό σου,
Κάλεσε καὶ κράτησε
Μέσα στ᾿ ἀρχοντικό σου
Ὅλα τὰ ἐρωτόπλαστα
Καθὼς ἐσὺ βλάσταρια
Π᾿ ἄνθισαν κι ἀπόσβυσαν,
Μιᾶς χρυσαυγῆς καμάρια!
ΟΤΑΝ ΕΙΤΑΝΕ ΣΤΗ ΖΩΗ
Γύρ᾿ ἐδῶ κι ἀκούμπησε
Καὶ μένε κι ὅλο μένε
Σιγαλὸς κι ἀσάλευτος,
Ὦ πολυαγαπημένε!
Ἂχ καὶ νἄταν νἄνοιωθα
Στὸ μάγουλό μου ἐπάνω
Τἁπαλό σου μάγουλον
Ὅσο ποὺ νὰ πεθάνω!
Ἂχ καὶ νἄταν νἄνοιωθα
Κι ἀκόμα ἀφοῦ πεθάνω
Τὴν ἁπαλοσύνη του
Στὸν σκληρὸν ὕπνο ἐπάνω!
Τὴν ἁπαλοσύνη του
Ποιὸ σιγαλὸ τραγούδι,
Ποιὰ πνοὴ τὴν ἔπλασε;
Τίνος βελούδου χάδι,
Τίνος κύκνου πούπουλο,
Καὶ τίνος ρόδου φύλλο;
Ποιὸ μετάξι ἀνεύρετο,
Ποιὸ μαγεμένο μῆλο;
Ξέρω ἓν ἀσπρολούλουδο,
Ἀνθὸ χωρὶς ψεγάδι,
Π᾿ ὅλο χάιδια χαίρεται
Ἀπ᾿ τὴν αὐγὴ ὡς τὸ βράδι
Ποὺ ποτὲ δὲν τρόμαξε
Τὰ ὁλόχλωρά του φύλλα
Τοῦ βοριὰ τὸ μούγκρισμα,
Τῆς μπόρας ἡ μαυρίλα
Καὶ στὸν ἴσκιο δείχνεται
Σὰ θείου ὀνείρου κρίνο
Καὶ στὸν ἥλιο χάνεται
Σὰν ἥλιου φῶς κι ἐκεῖνο.
Κι ὅ,τι γγίξῃ ἀνάλαφρα
Σ᾿ αὐτό, καὶ τὸ φαρμάκι,
Γίνεται χαμόγελο
Καὶ γίνεται φιλάκι.
Γῦρ᾿ ἐδῶ κι ἀκούμπησε
Καὶ διάλεξε γιὰ στρῶμα
Τὸ τραχὺ ξερόχωμα,
Ποὺ ἀκόμα, ὠιμέ! κι ἀκόμα
Τὸ χτυποῦν χιονόβροχα,
Τὸ ψέλνουν καλοκαίρια
Τῆς φροντίδας ὄχεντρες,
Τῆς συμφορᾶς μαχαίρια,
Τοῦ Καιροῦ αὐλακώματα,
Τοῦ Χάρου συγγενάδια,
Πέρασαν, τὸ πάτησαν,
Τ᾿ ἀφίσανε σημάδια.
Γύρε, κι ἀπὸ τἄφραστο
Τ᾿ ἀκούμπισμά σου ἂς πάρῃ
Χάρην ἀκριβώτερη
Κι ἀπ᾿ ὅση παίρνει χάρη
Ξέχειλο ἀπ᾿ τἀστάχινο
Κυματιστὸ χρυσάφι
Καὶ τὸ πιὸ παραρριχτὸ
Βραχόσπαρτο χωράφι!
ΤΑΦΟΣ
Ἥσυχα καὶ σιγαλά,
διψώντας τὰ φιλιά μας,
ἀπὸ τ᾿ ἄγνωστο γλιστρᾶς
μέσα στὴν ἀγκαλιά μας.
Ὡς κ᾿ ἡ βαρυχειμωνιὰ
μ᾿ αἰφνήδια καλοσύνη
κ᾿ ἥσυχη καὶ σιγαλὴ
σὲ δέχτηκε κ᾿ ἐκείνη.
Ἥσυχα καὶ σιγαλὰ
σὲ χάιδευεν ὁ ἀέρας,
τῆς νυχτὸς ἠλιόφεγγο
κι ὀνείρεμα τῆς μέρας.
Ἥσυχα καὶ σιγαλὰ
μᾶς γέμιζες τὸ σπίτι,
γλύκα τοῦ κεχριμπαριοῦ
καὶ χάρη τοῦ μαγνήτη.
Ἥσυχα καὶ σιγαλὰ
ζοῦσε ἀπὸ σὲ τὸ σπίτι,
ὀμορφιὰ τ᾿ αὐγερινοῦ
καὶ φῶς τοῦ ἀποσπερίτη.
Ἥσυχα καὶ σιγαλὰ
φεγγάρια, ὢ στόμα, ὢ μάτι,
μίαν αὐγούλα σβήσατε
στὸ φονικὸ κρεββάτι.
Ἥσυχα καὶ σιγαλὰ
καὶ μ᾿ ὅλα τὰ φιλιά μας,
γύρισες πρὸς τ᾿ ἄγνωστο
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴν ἀγκαλιά μας.
Ἥσυχα καὶ σιγαλά,
ὢ λόγε, ὢ στίχε, ὢ ρίμα,
σπείρετε τ᾿ ἀμάραντα
στ᾿ ἀπίστευτο τὸ μνῆμα!
...[συνεχίζεται]...
Ἄφκιαστο κι ἀστόλιστο
τοῦ Χάρου δὲ σὲ δίνω.
Στάσου μὲ τ᾿ ἀνθόνερο
τὴν ὄψη σου νὰ πλύνω.
Τὸ χρυσὸ τὸ χτένισμα
μὲ τὰ χρυσὰ τὰ χτένια,
πάρτε ἀπ᾿ τὴ μανούλα σας
μαλλάκια μεταξένια.
Μήπως καὶ τοῦ Χάροντα
καθὼς θὰ σὲ κυττάξει,
τοῦ φανεῖς ἀχάϊδευτο
καὶ σὲ παραπετάξει!
Στὸ ταξίδι ποὺ σὲ πάει
ὁ μαῦρος καβαλλάρης,
κύτταξε ἀπ᾿ τὸ χέρι του,
τίποτε νὰ μὴν πάρεις.
Κι ἂν διψάσεις μὴν τὸ πιεῖς
ἀπὸ τὸν κάτου κόσμο
τὸ νερὸ τῆς ἀρνησιᾶς,
φτωχὸ κομμένο δυόσμο!
Μὴν τὸ πιεῖς κι ὁλότελα
κι αἰώνια μᾶς ξεχάσεις...
βάλε τὰ σημάδια σου
τὸ δρόμο νὰ μὴ χάσεις,
κι ὅπως εἶσαι ἀνάλαφρο,
μικρὸ σὰ χελιδόνι,
κι ἄρματα δὲ σοῦ βροντᾶν
παλικαριοῦ στὴ ζώνη,
κύτταξε καὶ γέλασε
τῆς νύχτας τὸ σουλτάνο,
γλίστρησε σιγὰ - κρυφὰ
καὶ πέταξ᾿ ἐδῶ πάνω,
καὶ στὸ σπίτι τ᾿ ἄραχνο
γυρνώντας, ὦ ἀκριβέ μας,
γίνε ἀεροφύσημα
καὶ γλυκοφίλησέ μας!
Κωστής Παλαμάς για τον θάνατο του γιού του Άλκη, που πέθανε παιδί.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
tzanakos2010
Εκκολαπτόμενο μέλος
Ο tzanakos2010 αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Επαγγέλεται Φοιτητής/τρια. Έχει γράψει 130 μηνύματα.
12-05-11
21:28
Κάνω την αρχή παραθέτοντας κάποια (/αποσπάσματα από) ποιήματα, ή γενικότερα ποιητικά ή άλλου είδους έργα, που μου άρεσαν...
Πολύ μεγάλο είναι κάποτε το κέρδος,
αν έγκαιρα τι χάνεις λογαριάζεις. Τερέντιος
Ελπίδα, είναι ο προπομπός και ο ακόλουθος του εραστού(=επιθυμητού) Σαίξπηρ
Μόνος, στην ερημιά του πλήθους Μ.Αναγνωστάκης
Κάνε το άλμα πιο γρήγορα από την φθορά Οδ.Ελύτης
Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Θεός είναι η Αγάπη Γ.Σεφέρης
Μες στο κενό θησαύριζα και τώρα πάλι
μες στους θησαυρούς μένω κενός. Οδ.Ελύτης
Μια νομοθεσία εντελώς άχρηστη για τις εξουσίες
Θα 'τανε αληθινή σωτηρία Οδ.Ελύτης
Ένας λαός που τον αποσπούν από τη γλώσσα του οδηγείται αναπόφευκτα στην υποδούλωση Π.Πρεβελάκης
Όλα τα κυνηγάμε με πιότερο πάθος
απ' όσο τα γευόμαστε. (Γκρατιάνο στον Έμπορο της Βενετίας του Σαίξπηρ)
Τρέμω τα λόγια τ' αγαθά από φαύλο στόμα (Μπασάνιο, όπως παραπάνω)
κι είναι ευλογία η προκοπή φτάνει μην ειν' από κλοπή (Σάυλοκ, ό.π.)
Ο έρωτας είναι, λεν, τυφλός κι έτσι οι ερωτευμένοι
δεν βλέπουν τις ωραίες ανοησίες που κάνουν. (Γέσικα, ό.π.)
Ωστόσο μην ψαρεύεις με θλιβερό σκουλήκι δόλωμα
τη χαζο-γόπα την κοινή γνώμη. (Γκρατιάνο,ό.π.)
Αλλ' όπως βλέπω αρρωσταίνει κανείς απ' το πολύ,
όσο κι αυτός που τα στερείται όλα. (Νερίσα, ό.π.)
Γι' αυτό ευτυχεί όποιος βρίσκεται στη μέση.
Το περιττό σου ασπρίζει γρήγορα τα μαλλιά,
ενώ το αρκετό σε συντηρεί ως το τέλος. (Νερίσα, ό.π.)
Πολύ μεγάλο είναι κάποτε το κέρδος,
αν έγκαιρα τι χάνεις λογαριάζεις. Τερέντιος
Ελπίδα, είναι ο προπομπός και ο ακόλουθος του εραστού(=επιθυμητού) Σαίξπηρ
Μόνος, στην ερημιά του πλήθους Μ.Αναγνωστάκης
Κάνε το άλμα πιο γρήγορα από την φθορά Οδ.Ελύτης
Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Θεός είναι η Αγάπη Γ.Σεφέρης
Μες στο κενό θησαύριζα και τώρα πάλι
μες στους θησαυρούς μένω κενός. Οδ.Ελύτης
Μια νομοθεσία εντελώς άχρηστη για τις εξουσίες
Θα 'τανε αληθινή σωτηρία Οδ.Ελύτης
Ένας λαός που τον αποσπούν από τη γλώσσα του οδηγείται αναπόφευκτα στην υποδούλωση Π.Πρεβελάκης
Όλα τα κυνηγάμε με πιότερο πάθος
απ' όσο τα γευόμαστε. (Γκρατιάνο στον Έμπορο της Βενετίας του Σαίξπηρ)
Τρέμω τα λόγια τ' αγαθά από φαύλο στόμα (Μπασάνιο, όπως παραπάνω)
κι είναι ευλογία η προκοπή φτάνει μην ειν' από κλοπή (Σάυλοκ, ό.π.)
Ο έρωτας είναι, λεν, τυφλός κι έτσι οι ερωτευμένοι
δεν βλέπουν τις ωραίες ανοησίες που κάνουν. (Γέσικα, ό.π.)
Ωστόσο μην ψαρεύεις με θλιβερό σκουλήκι δόλωμα
τη χαζο-γόπα την κοινή γνώμη. (Γκρατιάνο,ό.π.)
Αλλ' όπως βλέπω αρρωσταίνει κανείς απ' το πολύ,
όσο κι αυτός που τα στερείται όλα. (Νερίσα, ό.π.)
Γι' αυτό ευτυχεί όποιος βρίσκεται στη μέση.
Το περιττό σου ασπρίζει γρήγορα τα μαλλιά,
ενώ το αρκετό σε συντηρεί ως το τέλος. (Νερίσα, ό.π.)
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.