D_G
Πολύ δραστήριο μέλος
Θαυμάσια μουσική πλαισιωμένη με ένα πολύ ωραίο διδακτικό κείμενο !
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
D_G
Πολύ δραστήριο μέλος
Μια μέρα, εκεί που ο μεγάλος αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος Σωκράτης έκανε τη βόλτα του στην Ακρόπολη, συνάντησε κάποιον γνωστό του,ο οποίος του ανακοίνωσε ότι έχει να του πει κάτι πολύ σημαντικό που άκουσε για κάποιον από τους μαθητές του.Ο Σωκράτης του είπε ότι θα ήθελε, πριν του πει τι είχε ακούσει, να κάνουν το τεστ της “τριπλής διύλισης”
Τριπλή διύλιση;
”ρώτησε με απορία ο γνωστός του.-
Ναι, πριν μου πεις τι άκουσες για το μαθητή μου θα ήθελα να κάτσουμε για ένα λεπτό να φιλτράρουμε αυτό που θέλεις να μου πεις.
-Το πρώτο φίλτρο είναι αυτό της αλήθειας.
Είσαι λοιπόν εντελώς σίγουρος ότι αυτό που πρόκειται να μου πεις είναι αλήθεια;
-Ε… όχι ακριβώς, απλά το άκουσα όμως και…
-Μάλιστα, άρα δεν έχεις ιδέα αν αυτό που θέλεις να μου πεις είναι αλήθεια ή ψέματα.
Ας δοκιμάσουμε τώρα το δεύτερο φίλτρο, αυτό της καλοσύνης.
Αυτό που πρόκειται να μου πεις για τον μαθητή μου είναι κάτι καλό;
-Καλό; Όχι το αντίθετο μάλλον…
-Άρα, συνέχισε ο Σωκράτης, θέλεις να πεις κάτι κακό για τον μαθητή μου αν και δεν είσαι καθόλου σίγουρος ότι είναι αλήθεια.
Ο γνωστός του έσκυψε το κεφάλι από ντροπή και αμηχανία.-
Παρόλα αυτά, συνέχισε ο Σωκράτης, μπορείς ακόμα να περάσεις το τεστ γιατί υπάρχει και το τρίτο φίλτρο.
Το τρίτο φίλτρο της χρησιμότητας.
Είναι αυτό που θέλεις να μου πεις για τον μαθητή μου κάτι που μπορεί να μου φανεί χρήσιμο σε κάτι;
-Όχι δεν νομίζω…
-Άρα λοιπόν αφού αυτό που θα μου πεις δεν είναι ούτε αλήθεια, ούτε καλό, ούτε χρήσιμο, γιατί θα πρέπει να το ακούσω;
Ο γνωστός του έφυγε ντροπιασμένος, έχοντας πάρει ένα καλό μάθημα…
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
D_G
Πολύ δραστήριο μέλος
Μισούσε τον εαυτό της που ήταν τυφλή.
Μισούσε τον καθένα, εκτός από τον αγαπημένο της.
Αυτός ήταν πάντα εκεί γι‘ αυτήν.
Την αγαπούσε πολύ και ήταν πάντα δίπλα της.
Του είχε πει ότι αν μπορούσε να δει
τον κόσμο, τότε θα τον παντρευόταν!
Μια μέρα κάποιος της δώρισε δύο μάτια
και τότε μπόρεσε να δει ...τον κόσμο που τόσο πολύ ήθελε.
Είδε και τον αγαπημένο της.
Εκείνος την ρώτησε γεμάτος χαρά «τώρα που μπορείς να δεις τον κόσμο, θα με παντρευτείς;»
Η κοπέλα όμως έκπληκτη είδε ότι ο αγαπημένος της ήταν κι αυτός τυφλός και σοκαρισμένη από αυτό, αρνήθηκε να τον παντρευτεί.
Το αγόρι έφυγε δακρυσμένο και με πόνο
αργότερα της έστειλε ένα γράμμα.
''Απλά σε παρακαλώ, να προσέχεις τα μάτια μου.........αυτος ειναι και ο ορισμος της αγαπης στην δικη μου ζωη!!!!!!!!!!!!!!
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
D_G
Πολύ δραστήριο μέλος
Πολύ σωστά !Αυτό ισχύει και για τους μπαμπάδες, για να μην παραπονιούνται και αυτοί!
Πείτε τους οτι τους αγαπάτε! Αν δυσκολεύεστε, δείξτε το πριν να είναι πολύ αργά...
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
D_G
Πολύ δραστήριο μέλος
ΤΟ καλύτερο ΜΗΝΥΜΑ ΠΟΥ ΕΧΩ ΔΙΑΒΑΣΕΙ ΠΟΤΕ…
Η γυναίκα μου μού πρότεινε να βγω με άλλη γυναίκα.
ʽΓνωρίζεις πολύ καλά πως την αγαπάςʼ μου είπε μια μέρα ξαφνιάζοντάς με.
ʽΗ ζωή είναι πολύ σύντομη, αφιέρωσέ της χρόνο.ʼ
ʽΜα εγώ ΕΣΕΝΑ αγαπώʼ της είπα έντονα.
ʽΤο ξέρω. Εξίσου όμως αγαπάς κι εκείνη.ʼ
Η άλλη γυναίκα, την οποία η γυναίκα μου ήθελε να επισκεφθώ, ήταν η μητέρα μου, χήρα εδώ και χρόνια. Όμως οι απαιτήσεις της δουλειάς και των παιδιών με ανάγκαζαν να την επισκέπτομαι αραιά και που.ʼ
Εκείνο το βράδυ της τηλεφώνησα και την προσκάλεσα έξω σε δείπνο και μετά για κινηματογράφο.
ʽΤι συμβαίνει; Είσαι καλά;ʼ με ρώτησε.
Η μητέρα μου είναι από τους ανθρώπους που εκλαμβάνει ένα νυχτερινό τηλεφώνημα ή μια αναπάντεχη πρόσκληση ως αρχή κακών μαντάτων.
ʽΝόμιζα πως θα ήταν καλή ιδέα να περνούσαμε λίγο χρόνο μαζίʼ της απάντησα. ʽΟι δυο μας μόνοι… Τί λες;ʼ
Σκέφθηκε λιγάκι και απάντησε: ʽΘα το ήθελα πολύ.ʼ
Εκείνη την Παρασκευή, καθώς οδηγούσα μετά το γραφείο για να πάω να την πάρω, αισθανόμουν περίεργα. Ήταν ο εκνευρισμός που προηγείται ενός ραντεβού… Και πώς τα φέρνει η ζωή, όταν έφθασα στο σπίτι της, παρατήρησα πως και η ίδια ήταν φοβερά συγκινημένη!
Με περίμενε στην πόρτα φορώντας το παλιό καλό παλτό της, είχε περιποιηθεί τα μαλλιά της και ήταν ντυμένη με το φόρεμα με το οποίο είχε εορτάσει την τελευταία επέτειο του γάμου της. Το πρόσωπό της χαμογελούσε, ακτινοβολούσε φως, όπως το πρόσωπο ενός αγγέλου.
ʽΕίπα στις φίλες μου ότι θα βγω με το γιο μου και όλες τους συγκινήθηκανʼ μου είπε καθώς έμπαινε στο αυτοκίνητό μου. ʽΔεν μπορούν να περιμένουν μέχρι αύριο για να μάθουν τα πάντα για τη βραδυνή έξοδό μας.ʼ
Πήγαμε σε ένα εστιατόριο όχι από τα καλά, αλλά με ζεστή ατμόσφαιρα. Η μητέρα μου με έπιασε από το μπράτσο σαν να ήταν ΄Η Πρώτη Κυρία της χώρας.΄
Μόλις καθήσαμε, έπρεπε εγώ να της διαβάσω τον κατάλογο με τα φαγητά. Το μόνο που ΄έπιαναν΄ τα μάτια της ήταν κάτι μεγάλες φιγούρες.
Μόλις έφθασα στη μέση του καταλόγου, σήκωσα το πρόσωπό μου. Η μαμά μου καθόταν στην άλλη άκρη του τραπεζιού και με χάζευε. Ένα νοσταλγικό χαμόγελο πέρασε από τα χείλη της.
ʽΕγώ ήμουν αυτή που σου διάβαζε τον κατάλογο, όταν ήσουν μικρός, θυμάσαι;ʼ
ʽΉρθε η ώρα, λοιπόν, να ξεκουραστείς και να μου επιτρέψεις να σου ανταποδώσω τη χάρηʼ απάντησα.
Κατά τη διάρκεια του γεύματος είχαμε μια ευχάριστη συζήτηση, τίποτα το εξαιρετικό, απλά το πώς περνάει ο καθένας μας κάθε μέρα.
Μιλούσαμε για ώρες, που τελικά χάσαμε την ταινία στον κινηματογράφο.
ʽΘα βγω μαζί σου την επόμενη φορά, αν μου επιτρέψεις να κάνω εγώ την πρότασηʼ μου είπε η μητέρα μου καθώς την επέστρεφα στο σπίτι. Την φίλησα, την αγκάλιασα.
ʽΠώς πήγε το ραντεβού;ʼ θέλησε να μάθει η γυναίκα μου μόλις μπήκα στο σπίτι εκείνο το βράδυ.
ʽΠολύ όμορφα, σ΄ευχαριστώ. Περισσότερο κι απ΄ό,τι περίμενα.ʼ της απάντησα.
Μερικές μέρες αργότερα η μητέρα μου ΄έφυγε΄ από ανακοπή της καρδιάς. Όλα συνέβησαν τόσο γρήγορα, δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα.
Λίγο καιρό μετά, έλαβα έναν φακέλο από το εστιατόριο όπου είχαμε δειπνήσει η μητέρα μου κι εγώ. Μέσα είχε ένα σημείωμα που έγραφε:
ʽΤο δείπνο είναι προπληρωμένο. Ήμουν σχεδόν βέβαιη πως δεν θα μπορούσα να παρευρεθώ, κι έτσι πλήρωσα για δύο άτομα, για σένα και τη σύζυγό σου. Δεν θα μπορέσεις ποτέ σου να αισθανθείς τί σήμαινε εκείνη η βραδιά για μένα. Σε αγαπώ!ʼ
Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα τη σπουδαιότητα του να είχα πει εγκαίρως ʽΣΕ ΑΓΑΠΩʼ.
Συνειδητοποίησα ακόμη τη σπουδαιότητα του να δίνουμε στους αγαπημένους μας το χρόνο που τους αξίζει. Τίποτα στη ζωή δεν είναι και δεν θα είναι πιο σημαντικό από την οικογένεια σου. Αφιέρωσε χρόνο σ΄αυτούς που αγαπάς, γιατί αυτοί δεν μπορούν να περιμένουν.
Εάν ζει η μητέρα σου
………. Απόλαυσε τη στιγμή.
Εάν δεν ζει
…………………….. Να τη θυμάσαι.
Εάν έχεις μητέρα
……………. Προώθησε αυτό το μήνυμα.
Αμέσως θα κάνεις κάποιον να αισθανθεί κάτι για κάποια που ξέχασε, για αυτό το υπέροχο ον που αποκαλείται… ΜΗΤΕΡΑ!
Και να θυμάσαι πάντοτε:
Ο χρόνος ποτέ δεν συγχωρεί!
Ούτε μπορεί να γυρίσει πίσω.
Τέλος
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
D_G
Πολύ δραστήριο μέλος
(Μου το είχαν στείλει κάποτε σε e-mail)
Πριν πολλά χρόνια, σε μια επαρχία κάπου
στην Κίνα, ζούσε μια ηλικιωμένη γυναίκα η οποία
κουβαλούσε καθημερινά νερό απο ένα μακρυνό
ρυάκι με δυό μεγάλα δοχεία περάσμενα σε ένα
μακρύ ξύλινο κοντάρι το οποίο στήριζε στους
ώμους της.
Το ένα δοχείο ήταν άψογο και μετέφερε πάντα
όλη την ποσότητα νερού που μπορούσε να χωρέσει.
Το άλλο είχε μια ρωγμή και στο τέλος της μακριάς
διαδρομής, από το ρυάκι στο σπίτι, έφθανε με τη
στάθμη του νερού εώς τη μέση.
Έτσι για δύο ολόκληρα χρόνια η γυναίκα κουβαλούσε
καθημερινά μόνο ενάμισι δοχείο νερό στο σπίτι της.
Φυσικά το τέλειο δοχείο ένοιωθε υπερήφανο που
εκπλήρωνε απόλυτα και τέλεια το σκοπό για τον
οποίο είχε κατασκευαστεί.
Το ραγισμένο δοχείο ήταν δυστυχισμένο που μόλις και μετά
βίας μετέφερε τα μισά απο αυτά που έπρεπε κι ένοιωθε ντροπή
για την ατέλεια του.
Ύστερα από δύο χρόνια δεν άντεχε πια την κατάσταση αυτή
και αποφάσισε να μιλήσει στην ηλικιωμένη γυναίκα.
“Ντρέπομαι τόσο για τον εαυτό μου και θέλω να σου
ζητήσω συγγνώμη!”
“Μα γιατί;” ρώτησε η γριά. “Για ποιο λόγο νιώθεις ντροπή;”
“Ε, να ! Δύο χρόνια τώρα μεταφέρω μόνο το μισό νερό λόγω
της ρωγμής μου και εξαιτίας μου κοπιάζεις άδικα και εσύ!
“Η γυναίκα χαμογέλασε: “Παρατήρησες ότι στο μονοπάτι
υπάρχουν λουλούδια μόνο στη δική σου πλευρά και όχι στη
μεριά του άλλου δοχείου; Πρόσεξα την ατέλειά σου και την
εκμεταλλεύτηκα.” “Φύτεψα σπόρους στην πλευρά σου και
εσύ τους πότιζες.
Δύο χρόνια τώρα μαζεύω τα άνθη και τα
τοποθετώ το τραπέζι μου. Αν δεν ήσουν εσύ δεν θα είχα
τόση ομορφιά να στολίζει το σπιτικό μου!
“Βέβαια δεν ήταν η ατέλειά του δοχείου που το έκανε
ξεχωριστό αλλά η ιδιαίτερη ικανότητα της ηλικιωμένης
γυναίκας να διακρίνει και να χρησιμοποιήσει την
αδυναμία του.
Ο καθένας μας έχει τις “ρωγμές” του
και τις “αδυναμίες” του, που μπορούν να γίνουν
χρήσιμες και να “στολίσουν” τη ζωή μας.
Κάθε “ρωγμή” μπορεί να κάνει τη ζωή μας πιο
πλούσια και πιο ενδιαφέρουσα, αρκεί κάποιος να
μπορέσει να διακρίνει τον τρόπο με τον οποίο
η ατέλεια μας αυτή μπορέι να ομορφύνει την
ίδια μας την ύπαρξη.
“Ραγισμένοι” φίλοι, μην ξεχνάτε να σταματάτε
στην άκρη του δρόμου και να απολαμβάνετε το
άρωμα των λουλουδιών που φυτρώνουν στη μεριά
σας. Αν ο καθένας μας μετέτρεπε σαν την ηλικιωμένη
γυναίκα τις ατέλειες του διπλανού του σε κάτι χρήσιμο
και όμορφο, σίγουρα ο κόσμος μας θα ήταν καλύτερος.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
D_G
Πολύ δραστήριο μέλος
- Α! Θα δούμε τη θάλασσα πέρα απʼ το Σούνιο! της έλεγε χαρούμενα.
- Θα δούμε τη λίμνη του Μαραθώνα, θα φαίνεται κι όλος ο Ευβοϊκός! Δε θα φαίνεται;
- Μα βέβαια! Θα φαίνεται όλος ο Ευβοϊκός και η λίμνη του Μαραθώνα!
Οι μικροί λόφοι, της έλεγε, κοιταγμένοι από τόσο ψηλά που θα πήγαιναν, ενώνουνται με την ίσια γηʼ μόλις μπορείς να ξεχωρίσεις τους αλαφρούς όγκους σαν παιχνίδι από φως και σκιά. Ο Λυκαβηττός…
Δεν τον άφησε να αποτελιώσει.
- Για όνομα του Θεού: Μην πεις τίποτα για το Λυκαβηττό, μην πεις τίποτα! τον παρακάλεσε και τα μάτια της λάμπανε. Ξέρω τόσο πολύ…
Και τότε, ενώ ανέβαιναν προς την υψηλή κορφή της Πάρνηθας, την Καραμπόλα, εκείνη του μίλησε για το Λυκαβηττό. Στις ρίζες του βράχου φυτρώνουν παράξενα δέντρα με χρυσό φύλλωμα και κόκκινους κορμούς. Είναι και άλλα δένδρα με στιλπνούς γαλάζιους κορμούς και γαλάζια φύλλα. Περνάς και σαλεύουν οι κορμοί και τα φύλλα. Ρωτούν συναμεταξύ τους:
«Ποιος είναι ο ξένος;»
«Είναι το κορίτσι με τα μαύρα μαλλιά, λέει ο ένας μικρός κορμός. Κι άλλη φορά ήρθε στα μέρη μας και με φίλησε.»
«Είσαι σίγουρος πως είναι φίλος μας;» ρωτούν τα κόκκινα δέντρα δύσπιστα.
«Μα βέβαια είμαι σίγουρος!» λέει ο μικρός κορμός. «Κοιτάξτε στο κορμί μου!»
Τρέχουν, τότε, όλα τα δέντρα και κοιτάνε το μικρό γαλάζιο σύντροφό τους: πάνω στον κορμό του βλέπουν τα σημάδια απʼ το φίλημα του κοριτσιού.
«Ε, τότε ας περάσει!» συμφωνούνε όλα τα δέντρα.
Παραμερίζουν τότε τα κλωνιά, και το νέο κορίτσι μπαίνει μέσα στο βασίλειο του Λυκαβηττού. Στον ουρανό ο ήλιος της Αθήνας λάμπει φοβερά, ψυχή δεν ακούγεται. Η γη εδώ είναι γυμνή, και το νέο κορίτσι πολύ θα ήθελε να ήταν τρόπος να βρεθεί λίγη δροσιά να φυλαχτεί. Μάντεψε την επιθυμία του το μικρό γαλάζιο δέντρο, παρακάλεσε τη γη να το αφήσει λεύτερο. Και η γη το άκουσε και το άφησε, το δέντρο, να φύγει. Έτρεξε με τα μικρά του βήματα να προφτάξει το κορίτσι και, όταν επιτέλους τόφταξε λαχανιασμένο, το παρακάλεσε θερμά:
«Μην τρέχεις τόσο κιʼ είμαι άμαθο. Για σένα έρχουμαι.»
«Για μένα, αλήθεια;» λέει το κορίτσι χαρούμενα.
Μα ναι, για σένα αλήθεια! Τα φύλλα μου γινήκανε πλατιά και περίμεναν εσένα για να σε προστατέψουν απʼ τον ήλιο.»
Χέρι-χέρι, τότε, το κορίτσι και το γαλάζιο δέντρο προχωρούν στο βασίλειο του Λυκαβηττού. Τα φύλλα τρέμουν από πάνω τους καθώς μαζεύουν τον πυκνόν ήλιο, τρέμουν από πάθος και χαρά επειδή για έναν τέτοιο σκοπό ήρθαν στη γη. Σε λίγο φτάξανε στη θάλασσα του λόφου.
«Πρόσεχε! Λέει το γαλάζιο δέντρο στο κορίτσι. Από δω και πέρα είναι θάλασσα.»
«Είναι, αλήθεια, θάλασσα στο Λυκαββητό;»
«Μα βέβαια είναι θάλασσα! Για κοίταξε!»
Κοίταξε το κορίτσι επίμονα με εμπιστοσύνη. Και τότε, στο βάθος του χώρου, άρχισαν να φαίνονται καθαρά και να πορεύονται τα κύματα. Ανέβαιναν σιγά, περνούσαν μέσα απʼ τις ρίζες των δέντρων, τις σκέπαζαν και ανέβαιναν. Ώσπου πια δεν έμεινε γη και δέντρα και φύλλωμα, όλα γίνανε νερό - κόκκινο, χρυσό και γαλάζιο νερό.
«Τι παράξενη θάλασσα που είναι! λέει το κορίτσι μαγεμένο. Τι ζει μέσα κει;»
«Α, τίποτα δε στάθηκε ακόμα στη γη άξιο να ζήσει τόση χαρά. Μονάχα τα κλαδιά μας και τα φύλλα μας μπορούν να πλένε έρημα και να περιμένουν.»
Τότε το κορίτσι παρακάλεσε θερμά το μικρό φίλο της του Λυκαβηττού:
«Πάρε με μαζί σου, δεντράκι, σʼ αυτή τη θάλασσα. Πάρε με στη θάλασσά σας…»
«Αλήθεια, το θέλεις;» είπε το δέντρο χαρούμενο.
Κι ύστερα πρόσθεσε, λυπημένα:
«Δε θα το θέλεις πια αν μάθεις πως έτσι θα πρέπει να μείνεις για πάντα μαζί μας, πάνταʼ να γίνεις κιʼ εσύ ένα δέντρο με χρυσό φύλλωμα και κλωνιά γαλάζια…»
Τότε το κορίτσι, που τόσον καιρό περίμενε την ιερή ώρα, είπε:
«Πάρε με μαζί σου δεντράκι, στο νερό. Εγώ είμαι έτοιμη. Για ό,τι λες είμαι έτοιμη.»
Κι ενώ τα μαλλιά της και τα χέρια της γίνονταν φύλλα και κλωνιά γαλάζια, κατέβηκε σιγά μές στο νερό, ώσπου τη σκέπασαν τα χρυσά και τα κόκκινα κύματα.
- Αυτό το ταξίδι του Λυκαβηττού δε μου το είχες πει ποτέ, λέει αργότερα το αγόρι στο κορίτσι.
Ναι, δεν του το είχε πει. Ζούσε πάντα ζωηρά τα παράξενα όνειρά της, και του τα έλεγε μʼ έναν τρόπο σα να μιλούσε για τα πιο οικεία και φιλικά πράγματα. Όμως το ταξίδι του Λυκαβηττού ερχόταν από πολύ βαθιά, απʼ τις μυστικές πηγές των παιδικών χρόνων, κι έπρεπε νάρθει η επίσημη ώρα για να εξομολογηθεί.
- Κι εγώ δεν ξέρω γιατί το θυμήθηκα σήμερα, του είπε. Δεν ξέρω…, είπε τρέμοντας, σαν κάτι να προαισθανόταν.
Φτάξαν στο Μπάφι, τραβήξαν προς το Κανταλίδι, κι έστριψαν το μικρό μονοπάτι με τα κόκκινα βέλη που οδηγούσε στην κορφή.
Τότε, άξαφνα, χύθηκαν και τους τυλίξαν μέσα τους. Αγέρι φυσούσε λίγο, και το πούσι έσταζε σιγά-σιγά στα κορμιά τους, ενώ τα μεγάλα θολά έλατα γύρω τους σωπαίνανε. Δε βλέπαν πια μήτε λίγα βήματα τόπο μπροστά τους. Γιʼ αυτό πιάστηκαν απʼ το χέρι.
- Μη μʼ αφήνεις και φοβάμαι…, του ψιθύρισε. Μη μʼ αφήνεις.
Ψυχή δεν ακουόταν στο δάσος, καν ένα πουλί. Τα κόκκινα βέλη ήταν η μόνη ήρεμη φωνή του βουνού. Του έσφιγγε το χέρι κάθε φορά που τα βρίσκανε, έρημα, μές στο πούσι.
- Μη φοβάσαι, της έλεγε. Τίποτα δε μπορεί να μας πειράξει.
Ο αγέρας, όσο ανέβαιναν, ολοένα γινόταν πιο αραιός. Ανάσαιναν με δυσκολία.
Ώσπου κάποτε νόμισαν πως φτάσαν στην κορφή, γιατί από μπρος κιʼ απʼ τα πλάγια τους η γη άρχιζε να χαμηλώνει. Για μια στιγμή εκείνος προχώρησε μονάχος μές στο πούσι να κοιτάξει καλύτερα, για να βρει το υψόμετρο. Το πούσι τον ρούφηξε. Άκουσε τη φωνή της να έρχεται, σαν από πολύ βάθος, σπαρακτικά:
- Γύρισε πίσω! Γύρισε πίσω! ολόλυζε.
Τη βρήκε να τον περιμένει χλωμή, με μάτια γεμάτα τρόμο!
- Φοβήθηκα πως πια δε θα γύριζες απʼ το πούσι! του είπε τρέμοντας. Και τώρα πια δεν μπορώ να σε χάσω.
Ένα μεγάλο έλατο ήταν κοντά τους. Τα κλαδιά του άπλωναν σα να τους καλούσαν για να τους προφυλάξουν. Παραμέρισαν με τα χέρια τους το σύννεφο και πήγαν προς τα εκεί. Εκεί αγαπηθήκαν. Μια αράχνη μες στα φύλλα του δέντρου σιωπηλή τους κοίταζε, υφαίνοντας τον ιστό της, ενώ το σύννεφο κυλούσε πλάι τους σα θάλασσα.
«Τώρα πια είμαι έτοιμη για το Λυκαβηττό, του είπε όταν κατέβαιναν απʼ την Καραμπόλα. Αύριο θʼ ανεβούμε μαζί στο Λυκαβηττό.»
Ήρθε η άλλη μέρα και δεν πήγαν στο Λυκαβηττό. Κάτι έτυχε και δεν πήγαν. Ήρθε και η άλλη μέρα - πάλι κάτι έτυχε και δεν πήγαν. Έπειτα η πολιτεία τους πήρε μες στο ρυθμό της. Γίνανε πραχτικοί άνθρωποι. Πέρασε πολύς καιρός. Και ο Λυκαβηττός, που είναι δύναμη ιερή, τους χτύπησε σκληρά γιατί τον προδώσανε. Έτσι, όταν κάποτε ο καθένας τους γύρεψε νʼ ανεβεί μοναχός του στο Λυκαβηττό είδε πως πια ο Λυκαβηττός δεν υπήρχε. Οι μυστικές πηγές του είχαν χαθεί μες στο πούσι.
Ηλίας Βενέζης - συλλογή διηγημάτων από το "ΑΙΓΑΙΟ"
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
D_G
Πολύ δραστήριο μέλος
(του Paolo Coelho, που δημοσιεύθηκε πριν χρόνια στο περιοδικό ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ)
Το παιδί κοιτούσε τη γιαγιά του που έγραφε ένα γράμμα. Κάποια στιγμή τη ρώτησε:
- Γράφεις μια ιστορία που συνέβη σε εμάς; Και μήπως είναι μια ιστορία για μένα;
Η γιαγιά σταμάτησε να γράφει, χαμογέλασε και είπε στον εγγονό της:
- Όντως γράφω για σένα, Ωστόσο, αυτό που είναι πιο σημαντικό κι από τις λέξεις είναι το μολύβι που χρησιμοποιώ. Θα ήθελα, όταν μεγαλώσεις, να γίνεις σαν κι αυτό.
Το παιδί, περίεργο, κοιταξε το μολύβι και δεν είδε τίποτα το ιδιαίτερο.
- Αφού είναι το ίδιο με όλα τα μολύβια που έχω δει στη ζωή μου!
- Όλα εξαρτώνται από τον τρόπο τον οποίο βλέπεις τα πράγματα. Το μολύβι έχει πέντε ιδιότητες, τις οποίες αν καταφέρεις να διατηρήσεις, θα είσαι πάντα ένας άνθρωπος που θα βρίσκεται σε αρμονία με τον κόσμο.
Πρώτη ιδιότητα: Μπορείς να κάνεις μεγάλα πράγματα, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάς ποτέ ότι υπάρχει ένα Χέρι το οποίο καθοδηγεί τα βήματά σου. Αυτό το χέρι το λέμε "Θεό" και Εκείνος πρέπει να σε καθοδηγεί πάντα σύμφωνα με το θέλημά Του.
Δεύτερη ιδιότητα: Πότε-πότε πρέπει να σταματάω να γράφω και να χρησιμοποιώ την ξύστρα. Αυτό κάνει το μολύβι να υποφέρει λίγο, αλλά στο τέλος είναι πιο μυτερό. Έτσι, μάθε να υπομένεις ορισμένες δοκιμασίες γιατί θα σε κάνουν καλύτερο άνθρωπο.
Τρίτη ιδιότητα: Το μολύβι μας επιτρέπει πάντα να χρησιμοποιούμε γόμα για να σβύνουμε τα λάθη. Κατάλαβε ότι το να διορθώνουμε κάτι που κάναμε δεν είναι απαραίτητα κακό, αλλά σημαντικό για να παραμένουμε στο δρόμο του δικαίου.
Τέταρτη ιδιότητα: Αυτό που έχει στην ουσία σημασία στο μολύβι δεν είναι το ξύλο ή το εξωτερικό του σχήμα, αλλά ο γραφίτης που περιέχει. Έτσι, να φροντίζεις πάντα αυτό που συμβαίνει μέσα σου.
Τέλος, η πέμπτη ιδιότητα του μολυβιού: Αφήνει πάντα ένα σημάδι. Έτσι, λοιπόν, να ξέρεις ότι ό,τι κάνεις στη ζωή σου θα αφήσει ίχνη και να προσπαθείς να έχεις επίγνωση της κάθε σου πράξης.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
-
Το forum μας χρησιμοποιεί cookies για να βελτιστοποιήσει την εμπειρία σας.
Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, συναινείτε στη χρήση cookies στον περιηγητή σας.