truffinho
Πολύ δραστήριο μέλος
Ο Αγγελος (όνομα και πράμα) αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 37 ετών και μας γράφει απο Γλυκά Νερά (Αττική). Έχει γράψει 1,416 μηνύματα.
17-04-07
23:08
Νίκος Καββαδίας
Ο ΛΥΧΝΟΣ ΤΟΥ ΑΛΛΑΔΙΝΟΥ
Την ανεξήγητη γραφή να λύσω πολεμώ
που σου χαράξαν πειρατές Κινέζοι στις λαγόνες.
Γυμνοί με ξύλινους φαλλούς τριγύρω στο λαιμό
μας σπρώχναν προς την θάλασσα με τόξα οι Παταγόνες.
Κόκαλο ρίξε στο σκυλί το μαύρο που αλυχτά
και στείλε την "φιγούρα" μας στον πειρατή ρεγάλο
Πες μου, που βρέθηκε στεριά στου πέλαου τ'ανοιχτά
και το δεντρί με το πουλί που κρώζει το μεγάλο;
Για το άστρο της ανατολής κινήσαμε μικροί.
Πουλί, πουλάκι στεριανό, θάλασσα δεν σου πρέπει!
Και σε που σε φυτέψαμε, παιδί στο Κονακρί,
με γράμμα συμβουλευτικό της μάνας σου στην τσέπη.
Του ναύτη δώσ' του στην στεριά κρεβάτι και να πεί.
-όλο τον κόσμο γύρισες, μα τίποτα δεν είδες....-
Μες το μετάξι κρύβονταν της Ίντιας οι σκορπιοί
κι έφερνε ο αγέρας της νοτιάς στην πλώρη άμμο κι ακρίδες.
Σημάδι μαύρο απόμεινε κι ας έσπασε ο χαλκάς.
-στην αγορά του Αλιτζεριού δεμένη θα σε σύρω-
Και πήδηξ' ο μικρός θεός μια νύχτα, των Ινκάς,
στου Αιγαίου τα γαλανά νερά, δυό μίλια όξω απ' την Σκύρο
Μεσάνυχτα και ταξιδεύεις δίχως πλευρικά!
Σκιάζεσαι μήπως στο γιαλό τα φώτα σε προδίνουν,
μα πρύμα πλώρα μόνο εσύ πατά στοχαστικά,
κρατώντας στα χεράκια σου τον λύχνο του Αλαδίνου.
Ο ΛΥΧΝΟΣ ΤΟΥ ΑΛΛΑΔΙΝΟΥ
Την ανεξήγητη γραφή να λύσω πολεμώ
που σου χαράξαν πειρατές Κινέζοι στις λαγόνες.
Γυμνοί με ξύλινους φαλλούς τριγύρω στο λαιμό
μας σπρώχναν προς την θάλασσα με τόξα οι Παταγόνες.
Κόκαλο ρίξε στο σκυλί το μαύρο που αλυχτά
και στείλε την "φιγούρα" μας στον πειρατή ρεγάλο
Πες μου, που βρέθηκε στεριά στου πέλαου τ'ανοιχτά
και το δεντρί με το πουλί που κρώζει το μεγάλο;
Για το άστρο της ανατολής κινήσαμε μικροί.
Πουλί, πουλάκι στεριανό, θάλασσα δεν σου πρέπει!
Και σε που σε φυτέψαμε, παιδί στο Κονακρί,
με γράμμα συμβουλευτικό της μάνας σου στην τσέπη.
Του ναύτη δώσ' του στην στεριά κρεβάτι και να πεί.
-όλο τον κόσμο γύρισες, μα τίποτα δεν είδες....-
Μες το μετάξι κρύβονταν της Ίντιας οι σκορπιοί
κι έφερνε ο αγέρας της νοτιάς στην πλώρη άμμο κι ακρίδες.
Σημάδι μαύρο απόμεινε κι ας έσπασε ο χαλκάς.
-στην αγορά του Αλιτζεριού δεμένη θα σε σύρω-
Και πήδηξ' ο μικρός θεός μια νύχτα, των Ινκάς,
στου Αιγαίου τα γαλανά νερά, δυό μίλια όξω απ' την Σκύρο
Μεσάνυχτα και ταξιδεύεις δίχως πλευρικά!
Σκιάζεσαι μήπως στο γιαλό τα φώτα σε προδίνουν,
μα πρύμα πλώρα μόνο εσύ πατά στοχαστικά,
κρατώντας στα χεράκια σου τον λύχνο του Αλαδίνου.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
truffinho
Πολύ δραστήριο μέλος
Ο Αγγελος (όνομα και πράμα) αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 37 ετών και μας γράφει απο Γλυκά Νερά (Αττική). Έχει γράψει 1,416 μηνύματα.
08-04-07
17:07
Πραγματικά εξαιρετικός ο Σουρής, αλλά εγώ είμαι μέγας φαν του Καββαδία. Το Μαραμπού είναι το αγαπημένο μου:
Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί,
πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο
πως τις γυναίκες μ' ένα τρόπο ύπουλο μισώ
κι ότι μ' αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.
Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό
πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,
κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές,
σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγματισμένο.
Ακόμα λένε πράματα φριχτά πάρα πολύ,
που είν' όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα,
κι αυτό που εστοίχισε σε μέ πληγές θανατερές
κανείς δεν το 'μαθε, γιατί δεν το 'πα σε κανένα.
Μ' απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,
και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη
κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω στο χαρτί,
εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.
Ήμουνα τότε δόκιμος σ' ένα λαμπρό ποστάλ
και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία.
Τότε τη γνώρισα -σαν άνθος έμοιαζε αλπικό-
και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.
Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική,
κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου οπού 'χε αυτοκτονήσει,
ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές,
μήπως εκεί γινότανε να τήνε λησμονήσει.
Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ,
και την Αγία της ʼβιλας παράφορα αγαπούσε,
συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ώρες πολλές προς την γαλάζια έκταση κοιτούσε.
Κ 'εγώ που μόνο εταίρων εγνώριζα κορμιά,
κ' είχα μια άβουλη ψυχή δαρμένη απ' τα πελάη,
μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά
και,σαν προφήτη,εκστατικός την άκουα να μιλάει.
Ένα μικρό της πέρασα σταυρό απ' το λαιμό
κ' εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι,
κ' ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης,
όταν εφθάσαμε σ' αυτήν που θα 'φευγε την πόλη.
Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά,
ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακα μου,
και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με
όαση, που ένας συναντά μεσ'την καρδιά της ʼμμου.
Νομίζω πως θε να 'πρεπε να σταματήσω εδώ.
τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αγέρας με φλογίζει.
κάτι άνθη εξαίσια τροπικά του ποταμού βρωμούν,
κ' ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.
Θα προχωρήσω!..Μια βραδιά σε πόρτο ξενικό
είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκυ,τζιν και μπύρα,
και κατά τα μεσάνυχτα,τρικλίζοντας βαριά,
το δρόμο προς τα βρωμερά χαμένα σπίτια επήρα.
Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
κάποια μ'άρπαξ'απότομα,γελώντας,το καπέλλο
(παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
κ' εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.
Μια κάμαρα στενή,μικρή,σαν όλες βρωμερή,
οι ασβέστες απ' τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια,
κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά,
με σκοτεινά,παράξενα,δαιμονισμένα μάτια.
Της είπα κ' έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί.
τα δάχτυλά μου καθαρά μέτρααν τα κόκκαλά της.
βρωμούσε αψέντι.Εξύπνησα,ως λένε οι ποιητές,
.
Όταν την είδα και στο φως τ' αχνό το πρωινό,
μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο,
που μ' ένα δέος αλλόκοτο, σαν να 'χα φοβηθεί,
το πορτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.
Δώδεκα φράγκα γαλλικά...Μα έβγαλε μια φωνή,
κ' είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο,
και μια το πορτοφόλι μου...Μ' απόμεινα κ' εγώ
ένα σταυρό απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.
Ξεχνόντας το καπέλλο μου βγήκα σαν τον τρελλό,
σαν τον τρελλό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή,
που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.
Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί
πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει,
πως είμαι παλιοτόμαρο και πως τραβάω κοκό.
Μ' αν ήξεραν οι δύστυχοι, θα μ' είχαν συγχωρέσει...
Το χέρι τρέμει...Ο πυρετός...Ξεχάστηκα πολύ,
ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.
Κ' έτσι καθώς επίμονα κ' εκείνο με κοιτά,
νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω...
Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί,
πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο
πως τις γυναίκες μ' ένα τρόπο ύπουλο μισώ
κι ότι μ' αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.
Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό
πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,
κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές,
σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγματισμένο.
Ακόμα λένε πράματα φριχτά πάρα πολύ,
που είν' όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα,
κι αυτό που εστοίχισε σε μέ πληγές θανατερές
κανείς δεν το 'μαθε, γιατί δεν το 'πα σε κανένα.
Μ' απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,
και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη
κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω στο χαρτί,
εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.
Ήμουνα τότε δόκιμος σ' ένα λαμπρό ποστάλ
και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία.
Τότε τη γνώρισα -σαν άνθος έμοιαζε αλπικό-
και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.
Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική,
κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου οπού 'χε αυτοκτονήσει,
ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές,
μήπως εκεί γινότανε να τήνε λησμονήσει.
Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ,
και την Αγία της ʼβιλας παράφορα αγαπούσε,
συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ώρες πολλές προς την γαλάζια έκταση κοιτούσε.
Κ 'εγώ που μόνο εταίρων εγνώριζα κορμιά,
κ' είχα μια άβουλη ψυχή δαρμένη απ' τα πελάη,
μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά
και,σαν προφήτη,εκστατικός την άκουα να μιλάει.
Ένα μικρό της πέρασα σταυρό απ' το λαιμό
κ' εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι,
κ' ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης,
όταν εφθάσαμε σ' αυτήν που θα 'φευγε την πόλη.
Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά,
ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακα μου,
και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με
όαση, που ένας συναντά μεσ'την καρδιά της ʼμμου.
Νομίζω πως θε να 'πρεπε να σταματήσω εδώ.
τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αγέρας με φλογίζει.
κάτι άνθη εξαίσια τροπικά του ποταμού βρωμούν,
κ' ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.
Θα προχωρήσω!..Μια βραδιά σε πόρτο ξενικό
είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκυ,τζιν και μπύρα,
και κατά τα μεσάνυχτα,τρικλίζοντας βαριά,
το δρόμο προς τα βρωμερά χαμένα σπίτια επήρα.
Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
κάποια μ'άρπαξ'απότομα,γελώντας,το καπέλλο
(παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
κ' εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.
Μια κάμαρα στενή,μικρή,σαν όλες βρωμερή,
οι ασβέστες απ' τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια,
κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά,
με σκοτεινά,παράξενα,δαιμονισμένα μάτια.
Της είπα κ' έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί.
τα δάχτυλά μου καθαρά μέτρααν τα κόκκαλά της.
βρωμούσε αψέντι.Εξύπνησα,ως λένε οι ποιητές,
.
Όταν την είδα και στο φως τ' αχνό το πρωινό,
μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο,
που μ' ένα δέος αλλόκοτο, σαν να 'χα φοβηθεί,
το πορτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.
Δώδεκα φράγκα γαλλικά...Μα έβγαλε μια φωνή,
κ' είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο,
και μια το πορτοφόλι μου...Μ' απόμεινα κ' εγώ
ένα σταυρό απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.
Ξεχνόντας το καπέλλο μου βγήκα σαν τον τρελλό,
σαν τον τρελλό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή,
που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.
Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί
πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει,
πως είμαι παλιοτόμαρο και πως τραβάω κοκό.
Μ' αν ήξεραν οι δύστυχοι, θα μ' είχαν συγχωρέσει...
Το χέρι τρέμει...Ο πυρετός...Ξεχάστηκα πολύ,
ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.
Κ' έτσι καθώς επίμονα κ' εκείνο με κοιτά,
νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω...
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.