που τη λατρεύουνε, χωρίς να ξέρουν το γιατί,
κι αυτή, σαν απ’ τη βάρδια τους σχολάνε κουρασμένοι,
περήφανη στα πόδια τους θα τρέξει να τριφτεί.
Τα βράδια, όταν η θάλασσα χτυπάει τις λαμαρίνες,
και πολεμάει με δύναμη να σπάσει τα καρφιά,
μέσα στης πλώρης τη βαριά σιγή, που βασανίζει,
είναι γι’ αυτούς σαν μια γλυκιά γυναικεία συντροφιά.
Της έχουν πάντα στο λαιμό μια μπακιρένια γύρα,
για του σιδέρου την κακή αρρώστια φυλαχτό,
χωρίς όμως, αλίμονο, ποτέ να κατορθώνουν
να τη φυλάξουν απ’ το μαύρο θάνατο μ’ αυτό.
Γιατί είναι τ’ άγρια τα μάτια της υγρά κι ηλεκτρισμένα
κι έτσι άθελα το σίδερο το μαύρο τα τραβά,
κι ουρλιάζοντας τρελαίνεται σε ένα σημείο κοιτώντας
φέρνοντας δάκρυα σκοτεινά στους ναύτες και βουβά.
Λίγο πριν από το θάνατον από τους ναύτες ένας,
αυτός όπου είδε πράματα στη ζήση του φριχτά
χαϊδεύοντας την, μια στιγμή στα μάτια την κοιτάζει
κι ύστερα μες στη θάλασσα την άγρια την πετά.
Και τότε οι ναύτες, που πολύ σπάνια λυγά η καρδιά τους,
πάνε στην πλώρη να κρυφτούν με την καρδιά σφιχτή,
γεμάτοι μια παράξενη πικρία που όλο δαγκώνει,
σαν όταν χάνουνε θερμή γυναίκα αγαπητή.
Νίκος Καββαδίας - Οι γάτες των φορτηγών
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 9 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Γιώργος Σεφέρης
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 9 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Γιώργος Σεφέρης
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 9 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
π’ άφησε ξάφνου το κλαδί για του γιαλού την πέτρα
κι εκεί γρικά της θάλασσας και τ’ ουρανού τα κάλλη
κι εκεί τραβά τον ήχο του μ’ όλα τα μάγια πόχει.
Γλυκά ‘δεσε τη θάλασσα και την ερμιά του βράχου
κι α δεν είν’ ώρα για τ’ αστρί θε να συρθεί και νά ‘βγει.
(Xιλιάδες άστρα στο λουτρό μ’ εμέ να στείλ’ η νύχτα!).
Πουλί πουλάκι που λαλείς μ’ όλα τα μάγια πόχεις,
ευτυχισμός α δέν ειναι το θαύμα της φωνής σου,
καλό δεν άνθισε στη γη, στον ουρανό, κανένα.
Δεν το ‘λπιζα να ‘ν’ η ζωή μέγα καλό και πρώτο!
Aλλ’ αχ, αλλ’ αχ, να μπόρουνα σαν αστραπή να τρέξω,
ακόμ’, αφρέ μου, να βαστάς και να ‘μαι γυρισμένος
με δυο φιλιά της μάνας μου, με φούχτα γη της γης μου!».
Kι η φύσις όλη τού γελά και γένεται δική του.
Eλπίδα, τον αγκάλιασες και του κρυφομιλούσες
και του σφιχτόδεσες το νου μ’ όλα τα μάγια πόχεις.
Nιος κόσμος όμορφος παντού χαράς και καλοσύνης.
Aλλ’ απαντούν τα μάτια του τρανό θεριό πελάγου
κι αλιά, μακριά ‘ναι το σπαθί, μακριά ‘ναι το τουφέκι!
Kοντά ‘ν’ εκεί στο νιον ομπρός ο τίγρης του πελάγου•
αλλ’ όπως έσκισ’ εύκολα βαθιά νερά κι εβγήκε
κατά τον κάτασπρο λαιμό που λάμπει ωσάν τον κύκνο,
κατά το στήθος το πλατύ και το ξανθό κεφάλι,
έτσι κι ο νιος ελεύτερος, μ’ όλες τες δύναμές του,
της φύσης από τσ’ όμορφες και δυνατές αγκάλες,
οπού τον εγλυκόσφιγγε και του γλυκομιλούσε,
ευτύς ενώνει στο λευκό γυμνό κορμί π’ αστράφτει,
την τέχνη του κολυμπιστή και την ορμή της μάχης.
Πριν πάψ’ η μεγαλόψυχη πνοή χαρά γεμίζει:
Άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιος τον εαυτό του.
Aπομεινάρι θαυμαστό ερμιάς και μεγαλείου,
όμορφε ξένε και καλέ και στον ανθό της νιότης,
άμε και δέξου στο γιαλό του δυνατού την κλάψα.
Διονύσιος Σολωμός - Ο Πόρφυρας
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 9 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
σήμερα που `ναι Κυριακή
φυσάει το αγέρι και σαλεύει
μια θυμωνιά στο λόφο, εκεί.
Τα γιορτινά θα βάλουν κι όλοι
θα `χουν ανάλαφρη καρδιά
κοίτα στο δρόμο τα παιδιά
κοίταξε τα άνθη στο περβόλι.
Τώρα καμπάνες που χτυπάνε
είναι ο Θεός αληθινός
πέρα τα σύννεφα σκορπάνε
να μεγαλώνει ο ουρανός.
Άσε τον κόσμο στη χαρά του
κι έλα ψυχή μου να σου πω
σαν τραγουδάκι χαρωπό
ένα τραγούδι του θανάτου.
Κώστας Καρυωτάκης - Κυριακή
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 9 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
μέχρι τα τρίσβαθα της ψυχής,
δεν μπορεί να μου το αμφισβητήσει
και να μου το αφαιρέσει κανείς.
Σ’ αγαπώ.
Από τα πολλά όμως, τα πάρα πολλά που έχω να σου πω
άφησε να σου πω τουλάχιστον πως δεν υπάρχει πιο μεγάλη ευτυχία
στον κόσμο, προ πάντων για άνθρωπο
άκρως και αυστηρά απόλυτο, από το να σ’ αγαπά…
Και γιατί και μόνο κοντά σου είναι η Ευτυχία, η Χαρά, η Ζωή.
Γιατί εσύ είσαι η Ευτυχία, η Χαρά, η Ζωή.
Βρίσκω κάθε τι άλλο τέλεια αδιάφορο…
Κι είμαι κοντά σου
είμαι κοντά σου,
είμαι πολύ κοντά σου,
σου λέω, πάντα, παντού,
αλλά τι κρίμα που δεν σ’ αγγίζω,
που δεν σε βλέπω…
Κι ύστερα η πτώση η ανελέητη,
μέσα στην απαίσια ζωή που ζούσα,
που ζω,
απ’ όπου μ’ έβγαλες για λίγο
και τα ‘χασα με την απέραντη σου καλοσύνη...
Νίκος Εγγονόπουλος
(Γράμμα στη γυναίκα του, Λένα)
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 9 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Έτσι μιλώ για σένα και για μένα
Επειδή σ' αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν Πανσέληνος
Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ' αχανή σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά - κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Μέσ' από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε
Ακουστά σ' έχουν τα κύματα
Πως χαϊδεύεις, πως φιλάς
Πως λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε»
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά
Πάντα εσύ τ' αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ' αγαπώ και σ' αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει:
Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ' ουρανού με τ' άστρα
Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή
Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο
Δεν τ' αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ' ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
Να μιλώ για σένα και για μένα.
IV
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ' ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ' ακούς
Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ' ακούς
Μαχαίρι
Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ' ακούς
Είμ' εγώ, μ' ακούς
Σ' αγαπώ, μ'ακούς
Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ
Το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ' ακούς
Που μ' αφήνεις, που πας και ποιος, μ' ακούς
Σου κρατεί το χέρι πάνω απ' τους κατακλυσμούς
Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες
Θα 'ρθει μέρα, μ' ακούς
Να μας θάψουν, κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ' ακούς
Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ' ακούς
Των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει
Στα νερά ένα ένα, μ' ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ' ακούς
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ' ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες
Των Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ' ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ' ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ' ακούς
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ' ακούς
Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ' ακούς
Της αγάπης
Μια για πάντα το κόψαμε
Και δε γίνεται ν' ανθίσει αλλιώς, μ' ακούς
Σ' άλλη γη, σ' άλλο αστέρι, μ' ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας
Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ' ακούς
Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ' άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ' ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ' ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ' ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ' ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει -ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει -ακούς;
Είμ' εγώ που φωνάζω κι είμ' εγώ που κλαίω, μ' ακούς
Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, μ' ακούς.
Οδυσσέας Ελύτης - Το μονόγραμμα
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 9 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
που είν' όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα,
κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές
κανείς δεν το 'μαθε ποτέ, γιατί δεν το 'πα σε κανένα.
Νίκος Καββαδίας - Μαραμπού
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 9 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Όταν τ' ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει.
Όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ό,τι ποθώ.
Ανδρέας Εμπειρίκος - Διάφανες αυλαίες
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 9 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
-
Το forum μας χρησιμοποιεί cookies για να βελτιστοποιήσει την εμπειρία σας.
Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, συναινείτε στη χρήση cookies στον περιηγητή σας.