Αρκτούρος
Πολύ δραστήριο μέλος
Απόδοση στα ελληνικά: Αρκτούρος
Ρούχο παλιό,
τα χρόνια της ζωής μου τα ευτυχέστερα
που μέσα σου έχω ζήσει,
κι όταν ακόμα ήμουν ανέτοιμη για ρίσκο,
όνειρο παλιό,
τί θέλεις και γυρίζεις;
Θα 'πρεπε να σ' έχω αντιμετωπίσει, πατέρα,
αλλά μου πέθανες μια μέρα του θεού,
μια μέρα σαν όλες τις άλλες.
Κι είσαι τώρα ίδιος με μάρμαρο,
ίδιος κι ολόιδιος με στοιχειωμένο άγαλμα,
κι ας έχεις το θεό ακόμα μέσα σου.
Προσεύχομαι, αλλά μάταια.
Πού να σε βρω;
Που μου 'γινες ένα με του Ατλαντικού την άβυσσο,
σαν τα νερά τα πράσινα που βρέχουν το απέραντο γαλάζιο.
Αηδίασα.
Δεν θα μπορέσω ποτέ να σου μιλήσω,
τα μάτια σου ευθύς να τα κοιτάξω.
Καμιά γλώσσα, καμιά πόλη δεν σε κουβαλάει.
Τα γκρέμισε όλα ο πόλεμος. Τα ξέσκισε.
Συρματοπλέγματα, συρματοπλέγματα, συρματοπλέγματα: κι άνθρωποι πουθενά.
Τους πήρε και τους σήκωσε,
του νου η μανία,
των ανθρώπων η λαλιά η βρώμικη.
Κι εσύ, σαν ένας κι από αυτούς τους θύτες,
ίδιος κι ολόιδιος μαζί τους,
στον πόλεμο πρωτοστατούσες.
Στο Dachau, στο Auschwitz, στο Belsen,
στων καμινάδων των ανθρώπων την ψυχή που ξέρναγαν,
εκεί,
για λίγο σε προφταίνω.
Μετά πας να μεθύσεις,
στην πανέμορφη Βιέννη
να ξεχάσεις τάχα το μηδέν σου,
στου Τιρόλου τα κάτασπρα τα χιόνια
να θάψεις τη σαπίλα σου.
Τι να τα κάνω του κόσμου τα ωραία, πατέρα;
Όταν από σώμα και ψυχή,
στάχτη μόνο μένει.
Αηδίασα, μπαμπά.
Σε φοβόμουν.
Τί να τα κάνω τα παράσημα;
Του ζόφου μνήμες είναι αυτά,
κι εγώ ένα κοριτσάκι.
Μια σημαία κατάμαυρη
μου πέταξες στη μούρη,
κι είπες πως έτσι ένα κορίτσι θα γίνει μια γυναίκα.
Τα πάθη του πολέμου και τα κτήνη,
σαν λατρέψει.
Κτήνος, τ'ακούς;
Τι στέκεσαι και τι κοιτάς;
Όλα καλά εκεί,
στης λήθης μέσα την ασφάλεια;
Είσαι ο διάβολος, τ'ακούς;
Αυτός που την καρδιά μου,
τεμάχισε στα δύο.
Δέκα χρονώ ήμουνα,
στον τάφο σαν σε βάλανε.
Γιατί; Γιατί, μπαμπά;
Γιατί,
τα είκοσι τα χρόνια μου τα πρώτα,
γιατί να τα χαλάσω,
στον τάφο σου να μπω;
Γιατί,
ένα κουβάρι μαζεμένο να 'μαι σήμερα,
ένα μάτσο κόκκαλα, μπαμπά,
όπως όπως καρφωμένα
στην ανάγκη του συλλήβδην;
Τώρα, ξέρω.
Κι ας έχω ξοφλήσει.
Στην άκρη της γραμμής,
στου ακουστικού τη μαύρη προσμονή,
όνειρα γυαλιά καρφιά,
κι οι λέξεις πεταμένες.
Κι όχι,
δεν δέχομαι, τ'ακούς;
Δεν δέχομαι.
Όσο κι αν λέω ναι,
κι ας είναι,
θα περάσει.
Έπρεπε να σε σκοτώσω, μπαμπά.
Σαν σκοτώσεις έναν άνθρωπο,
την ίδια την ζωή έχεις σκοτώσει.
Τί να σε κάνω πια;
Με λερωμένα έγκλημα τα χέρια σου,
κι ένα παλούκι καρφωμένο στην καρδιά σου.
Γύρνα πίσω τώρα.
Κουράστηκα κι εγώ,
κι εσύ να μη με φτάνεις.
Ξόφλησες, μπαμπά.
Ξόφλησες και ξόφλησα κι εγώ μαζί σου.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 6 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Αρκτούρος
Πολύ δραστήριο μέλος
Παπαντωνίου Ζαχαρίας
Σαν αλαργεύουν από με γεμάτοι τρόμο οι γάτοι
θαρρώντας που απαντήθηκαν με φοβερό διαβάτη
ας ήταν, Θε μου, δυνατό να βγούνε απ’ την απάτη.
O ίσκιος που τρέχει να χαθεί παράμερα του δρόμου
μέσ’ στα βαθειά μεσάνυχτα που πάω στο φτωχικό μου
να τόξερε τι ανάξιος οπούμαι τέτοιου τρόμου!
Mε των προγόνων τους θα ζουν τα θολωμένα φρένα
και τρέμουνε τον άνθρωπο τα ζώα τ’ αγαπημένα
ίσως κι εγώ, σκληρό παιδί, να τάχα αδικημένα.
Mα τώρα πούχω μέσα μου ελέους κι αγάπης βρύση
πολλών ψυχών τα κρίματα μπορούσε να τα σβήσει
στης γάτας το γουναρικό το χάδι μου αν γλυστρήσει.
Στη μοναξιά μας την ιερή και τη βαθειά ησυχία
όταν εκείνη αργοπατεί στα μάταια τα βιβλία
δεν είναι η σιωπή μας νους, ο λόγος ανοησία;
Bουβή η αφή, μα νόημα κι υπομονή γεμάτη
χαϊδεύοντας τη ράχη του γυρτή, απαλή, χνουδάτη,
μιλεί του ζώου για τη φριχτήν ανθρώπινην απάτη.
Aς ήταν η ασημότερη κι η πιο κυνηγημένη
στο κρύο! τη νύχτα! από στενό σοκάκι μαζεμένη
από τις δούλες και τις γριές αναθεματισμένη
από το πετροβόλημα παιδιών φοβερισμένη
για ζεστασιά! για μίλημα! για χάδι πεινασμένη
αυτή που θάτανε γραφτό να κάμω ευτυχισμένη!
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 6 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Αρκτούρος
Πολύ δραστήριο μέλος
Σεφέρης Γιώργος
Eίχε το χρώμα του έβενου τα μάτια της Σαλώμης
η Tούτη η γάτα που έχασα· διαβάτη, μη σταθείς.
Bγήκε απ' το χάσμα που έκοβε στης μέρας το σεντόνι
τώρα να σκίσει δεν μπορεί του ζόφου το πανί.
Άγκυρα 22.8.1949
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 6 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Αρκτούρος
Πολύ δραστήριο μέλος
Το άλλοθι
Kάθε που σ' επισκέπτομαι
μονάχα ο καιρός που μεσολάβησε
από τη μια φορά στην άλλη έχει αλλάξει.
Kατά τα άλλα, όπως πάντα
τρέχει από τα μάτια μου ποτάμι
θολό το χαραγμένο όνομά σου
– ανάδοχος της μικρούλας παύλας
ανάμεσα στις δυο χρονολογίες
να μη νομίζει ο κόσμος ότι πέθανε
αβάπτιστη η διάρκεια της ζωής σου.
Eν συνεχεία σκουπίζω τις μαραμένες
κουτσουλιές των λουλουδιών προσθέτοντας
λίγο κοκκινόχωμα εκεί που ετέθη μαύρο
κι αλλάζω τέλος το ποτήρι στο καντήλι
με άλλο καθαρό που φέρνω.
Aμέσως μόλις γυρίσω σπίτι
σχολαστικά θα πλύνω το λερό
απολυμαίνοντας με χλωρίνες
και καυστικούς αφρούς φρίκης που βγάζω
καθώς αναταράζομαι δυνατά.
Mε γάντια πάντα και κρατώντας το σώμα μου
σε μεγάλη απόσταση από το νιπτηράκι
να μη με πιτσιλάνε τα νεκρά νερά.
Mε σύρμα σκληρής αποστροφής ξύνω
τα κολλημένα λίπη στου ποτηριού τα χείλη
και στον ουρανίσκο της σβησμένης φλόγας
ενώ οργή συνθλίβει τον παράνομο περίπατο
κάποιου σαλιγκαριού, καταπατητή
της γείτονος ακινησίας.
Ξεπλένω μετά ξεπλένω με ζεματιστή μανία
κοχλάζει η προσπάθεια να φέρω το ποτήρι στην πρώτη
τη χαρούμενη τη φυσική του χρήση
την ξεδιψαστική.
Kαι γίνεται πια ολοκάθαρο, λάμπει
το πόσο υποχόνδρια δε θέλω να πεθάνω
ακριβέ μου – πάρτο κι αλλιώς:
πότε δε φοβότανε το θάνατο η αγάπη;
(από το Eνός λεπτού μαζί, Ίκαρος 1998)
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 6 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Αρκτούρος
Πολύ δραστήριο μέλος
Φιλύρας Ρώμος
Το φως επόθησε ο τυφλός
και τούγινε θρησκεία…
Προσκυνητής εμίσεψα στο μακρυνό ερμοκκλήσι,
που απά στο βράχο υψώνεται λευκό σαν περιστέρι,
κι ήπια νερό στη βρύση του, πλάι στο κυπαρίσσι,
που η Μοίρα το θεμέλιωσε με το λευκό της χέρι.
Του κάκου κι αν ξεδίψασα στο κάμα τ’ Αλωνάρη,
κι αν ηύρα μπρος μου ολάνοιχτη του ερμοκκλησιού τη θύρα,
φτερώνομαι σαν το πουλί στο πιο ψηλό κλωνάρι,
προς μιας θρησκείας υπέρκοσμης τη φωτεινή πλημμύρα.
Ω Φως… σε σένα η προσευχή κι η δέηση κι η λατρεία,
που νέο ρυθμόν αυτιάζομαι στ’ ολόλαμπρό σου θάμα,
τα βάρυπνα τα μάτια μου που κάθε αυγήν ανοίγεις,
να κοινωνήσω επόθησα το φωτεινό σου ανάμα…
(από τα Άπαντα, Εκδόσεις Γκοβόστη 1939)
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 6 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Αρκτούρος
Πολύ δραστήριο μέλος
Κάθομαι και ρεμβάζω. Επιθυμίες κ’ αισθήσεις
εκόμισα εις την Τέχνην— κάτι μισοειδωμένα,
πρόσωπα ή γραμμές· ερώτων ατελών
κάτι αβέβαιες μνήμες. Aς αφεθώ σ’ αυτήν.
Ξέρει να σχηματίσει Μορφήν της Καλλονής·
σχεδόν ανεπαισθήτως τον βίον συμπληρούσα,
συνδυάζουσα εντυπώσεις, συνδυάζουσα τες μέρες.
Edit: Κ. Καβάφης
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 6 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Αρκτούρος
Πολύ δραστήριο μέλος
Ἀνθολογία τῆς Οἰκονομίας
Ποιὸς εἶδε κράτος λιγοστὸ
σ᾿ ὅλη τὴ γῆ μοναδικό,
ἑκατὸ νὰ ἐξοδεύῃ
καὶ πενήντα νὰ μαζεύῃ;Νὰ τρέφῃ ὅλους τοὺς ἀργούς,
νἄχῃ ἑπτὰ Πρωθυπουργούς,
ταμεῖο δίχως χρήματα
καὶ δόξης τόσα μνήματα;
Νἄχῃ κλητῆρες γιὰ φρουρὰ
καὶ νὰ σὲ κλέβουν φανερά,
κι ἐνῷ αὐτοὶ σὲ κλέβουνε
τὸν κλέφτη νὰ γυρεύουνε;
* * *
Κλέφτες φτωχοὶ καὶ ἄρχοντες μὲ ἅμαξες καὶ ἄτια,
κλέφτες χωρὶς μία πῆχυ γῆ καὶ κλέφτες μὲ παλάτια,
ὁ ἕνας κλέβει ὄρνιθες καὶ σκάφες γιὰ ψωμὶ
ὁ ἄλλος τὸ ἔθνος σύσσωμο γιὰ πλούτη καὶ τιμή.
* * *
Ὅλα σ᾿ αὐτὴ τὴ γῆ μασκαρευτῆκαν
ὀνείρατα, ἐλπίδες καὶ σκοποί,
οἱ μοῦρες μας μουτσοῦνες ἐγινῆκαν
δὲν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.
* * *
Ὁ Ἕλληνας δυὸ δίκαια ἀσκεῖ πανελευθέρως,
συνέρχεσθαί τε καὶ οὐρεῖν εἰς ὅποιο θέλει μέρος.
* * *
Χαρὰ στοὺς χασομέρηδες! χαρὰ στοὺς ἀρλεκίνους!
σκλάβος ξανάσκυψε ὁ ρωμιὸς καὶ δασκαλοκρατιέται.
* * *
Γι᾿ αὐτὸ τὸ κράτος, ποὺ τιμᾶ τὰ ξέστρωτα γαϊδούρια,
σικτὶρ στὰ χρόνια τὰ παλιά, σικτὶρ καὶ στὰ καινούργια!
* * *
Καὶ τῶν σοφῶν οἱ λόγοι θαρρῶ πὼς εἶναι ψώρα,
πιστὸς εἰς ὅ,τι λέγει κανένας δὲν ἐφάνη...
αὐτὸς ὁ πλάνος κόσμος καὶ πάντοτε καὶ τώρα,
δὲν κάνει ὅ,τι λέγει, δὲν λέγει ὅ,τι κάνει.
* * *
Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαῖο,
ὕφος τοῦ γόη, ψευτομοιραῖο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Σπαθὶ ἀντίληψη, μυαλὸ ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι ὅλα τὰ ξέρει.
Κι ἀπὸ προσπάππου κι ἀπὸ παπποῦ
συγχρόνως μποῦφος καὶ ἀλεποῦ.
* * *
Καὶ ψωμοτύρι καὶ γιὰ καφὲ
τὸ «δὲ βαρυέσαι» κι «ὢχ ἀδερφέ».
Ὡσὰν πολίτης, σκυφτὸς ραγιᾶς
σὰν πιάσει πόστο: δερβεναγᾶς.Θέλει ἀκόμα -κι αὐτὸ εἶναι ὡραῖο-
νὰ παριστάνει τὸν εὐρωπαῖο.
Στὰ δυὸ φορώντας τὰ πόδια πού ῾χει
στό ῾να λουστρίνι, στ᾿ ἄλλο τσαρούχι.
* * *
Δυστυχία σου Ἑλλάς, μὲ τὰ τέκνα ποὺ γεννᾶς.
Ὦ Ελλάς, ἡρώων χώρα, τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;
* * *
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 9 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Αρκτούρος
Πολύ δραστήριο μέλος
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Αρκτούρος
Πολύ δραστήριο μέλος
- Γλυκιά Ερανώ, τα χάδια μου τ' αρνήθηκες
και τόσες άλλες μάταια σε ποθούνε.
Στ' αντρίκια τ' αγκαλιάσματα μη γύρισες;
Οι φιλενάδες σου έχουν να το πούνε.
Ποιός τάχα να σε χαίρετ' αγαπητικιά;
Πες μου, Ερανώ. Γιατί σε είδα ψες αργά
σ' απόκρυφο περβόλι, μοναχή
ν' αποτραβιέσαι;
- Μην πλανιέσαι,
κι έλα, ω Ξανθώ, σιμά μου, να σου πω
κάτι παράξενο• μα κράτα το για σένα.
Αγάπησα και χαίρουμαι την ίδια εμένα!
Σαν ξαφνιασμένο ελάφι με κοιτάς,
μα άκουσε, συ που ξέρεις ν' αγαπάς
μόνο τους άλλους, άκουσε να δεις.
Μέσα στην κάψα του μεσημεριού,
ξαπλώθηκα μια μέρα καταγής
γυμνή, στο βάθος του περιβολιού.
Ένα λεπτό κλωνάρι λουλουδιού
μου χάιδευε τα στήθια• χλιαρό
του ρυακιού το διάφανο νερό
μου ξέπλενε τα πόδια• απ' τα κλαριά
της φουντωτής μηλιάς τ' αηδόνι
με γλυκοτρέμουλη άρχισε φωνή
να τραγουδά τον Έρωτα και να με λιώνει...
Κι ως μού 'σφιγγε τα στήθια η Ηδονή,
ο νους μου γύρισε στα περασμένα
κι αναθυμόταν έναν ένα
τους νιούς, που χάρηκαν την αγκαλιά μου
τα φλογερά φιλιά και τη δροσιά μου,
κι αναθυμιόταν τις κόρες
που ερχόντανε σε με στεφανοφόρες
και βύζαιναν της ηδονής το γάλα.
Δυό γέρικα πλατάνια τρισμεγάλα
με δρόσιζαν με τα πλατιά τους φύλλα,
τριγύρω μου των λουλουδιών τα μύρα
σαν καταιγίδα επέφτανε. Διψούσα
για μια καινούριαν ηδονή. Βογγούσα
απ' την που μ' είχε ζώσει ανατριχίλα.
Τότε, Ξανθώ, χωρίς να καλονιώθω
τί κάνω, φρενιασμένη από τον πόθο.
Καθώς τυλίγει ο κύκνος το λαιμό
κάτω απ' το μαλακό φτερό
και σ' όνειρα βυθίζεται γλυκά,
έτσι διπλώθηκα κι εγώ
γύρω απ' τον ίδιο μου εαυτό,
κι απόλαψα - ώ, τρανή χαρά! -
την ίδια μου την ομορφιά.
Μυρτιώτισσα
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Αρκτούρος
Πολύ δραστήριο μέλος
Χλωμή αδελφούλα
η μέρα φτάνει
και στα ματάκια σου
ύπνος δε φάνη.
Τι σε παιδεύει
κʼ έχεις την όψη
σκληρή; σαν ανθός
που τώχουν κόψει;
Βλέπω η ματιά σου
που δε λυγάει.
Τι σκέψη τάχα
να κυνηγάη;
Χλωμή αδελφούλα
- μη με μαλώσης.
Δε θες τα χέρια
σε με νʼ απλώσης;
Άλλοτε – αχ, πόσο
δεν το ξεχάνω,
δω, στη μικρουλα
καρδιά μου πάνω
Το μέτωπό σου
μου εμπιστευόσουν
κʼ ήσουν γαλήνια
σα να κοιμώσουν
Κιʼ αλλοτε... αχ, τότε
μʼ είχες ξεχάσει.
Έκλαιες σα νάχες
τα πάντα χάσει
Μα της χλωμάδας
η αρρώστεια φάνη
το μετωπάκι σου
σα στεφάνι
Σφίγγει ολοένα.
Πια δε θυμάσαι.
- Χλωμή αδελφούλα
πες μου, κοιμάσαι;
Για την αρρώστεια σου
λέω. Θαρρούσα
να την νικήσω
πως θα μπορούσα.
Ξέρω τι αγάπες
κλείνεις στα στήθια.
Θέλεις λουλούδια
και παραμύθια.
Κάποτε μούπες
θαρρώ, θλιμμένη,
για μια ψυχουλα
πώχεις χαμένη.
Κιʼ αυτό θα σʼ έχει
πολύ απελπίσει.
Την είχες πιότερο
από με αγαπήσει;
Χλωμή αδελφούλα
πια τι με νοιάζει...
Αχ, η ματιά σου
πως σκοτεινιάζει.
Τα παγωμένα
χέρια σου, Θέ μου...
Δε σʼ είδα τόσο
χλωμή ποτέ μου...
Σήμερα κιόλα,
πριν βασιλέψη
θα πάω στον κήπο
πούχες φυτέψει.
Όλα για μένα
θα ξανανθίσουν.
Θάμαι θλιμμένη,
θα μʼ αγαπήσουν.
Και θα μου δώσουν
κάτι δικό τους.
Τη δροσοχάρη,
το μυστικό τους.
Και μια ιστορία
θάχη καθένα.
Θα την μιλήσουν
σιγά σε μένα.
Για μια ψυχούλα,
για το αγεράκι,
το κρύο σύννεφο
κακό γεράκι.
Και θα στα φέρω
μʼ ακούς; Νυστάζεις;
Σα να κοιμάσαι
κιʼ όμως κυττάζεις
Κάπου. Κοιμήσου.
Το φως σιμώνει.
Χλωμή αδελφούλα
δεν είσαι μόνη.
Είμαι κοντά σου,
σε νανουρίζω.
Τα βασανά σου
πικρά γνωρίζω.
Μονάχα ο ύπνος
δε λέει «θυμήσου».
Χλωμή αδελφούλα
Φέγγει... κοιμήσου...
Μαρία Πολυδούρη, "Οι τρίλλιες που σβήνουν", 1928
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Αρκτούρος
Πολύ δραστήριο μέλος
Αλλά ναι, καταφέρνει να μπαίνει μέσα σου, πόσο μάλλον εσείς που είστε γυναίκες και όταν απευθύνεται σε θηλυκά στην ποίησή του, θα το νιώθετε πιο έντονα.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Αρκτούρος
Πολύ δραστήριο μέλος
Στην άνθησή μου φορώ στεφάνι
το μαρασμό.
Έχω μια χάρη. Τι μούχουν δώσει
και μούχουν πάρει
το γιορτασμό;
Μαρία Πολυδούρη
"Ηχώ στο Χάος"
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Αρκτούρος
Πολύ δραστήριο μέλος
έτι κι έτι ψάχνω
όλα τα πιστευτά του κόσμου αλωνίζω
να βρω μια δεύτερη φωνή
απίστευτο πουλάκι έλα μέσα.."
Κική Δημουλά
"Νύν απολύεις"
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Αρκτούρος
Πολύ δραστήριο μέλος
Παραθέτω.
Σκύψε αν μπορείς στη θάλασσα τη σκοτεινή ξεχνώντας
τον ήχο μιας φλογέρας πάνω σε πόδια γυμνά
που πάτησαν τον ύπνο σου στην άλλη ζωή τη βυθισμένη.
Γράψε αν μπορείς στο τελευταίο σου όστρακο
τη μέρα τ' όνομα τον τόπο
και ρίξε το στη θάλασσα για να βουλιάξει.
Bρεθήκαμε γυμνοί πάνω στην αλαφρόπετρα
κοιτάζοντας τ' αναδυόμενα νησιά
κοιτάζοντας τα κόκκινα νησιά να βυθίζουν
στον ύπνο τους, στον ύπνο μας.
Eδώ βρεθήκαμε γυμνοί κρατώντας
τη ζυγαριά που βάραινε κατά το μέρος
της αδικίας.
Φτέρνα της δύναμης θέληση ανίσκιωτη λογαριασμένη
αγάπη
στον ήλιο του μεσημεριού σχέδια που ωριμάζουν,
δρόμος της μοίρας με το χτύπημα της νέας παλάμης
στην ωμοπλάτη·
στον τόπο που σκορπίστηκε που δεν αντέχει
στον τόπο που ήταν κάποτε δικός μας
βουλιάζουν τα νησιά σκουριά και στάχτη.
Bωμοί γκρεμισμένοι
κι οι φίλοι ξεχασμένοι
φύλλα της φοινικιάς στη λάσπη.
Άφησε τα χέρια σου αν μπορείς, να ταξιδέψουν
εδώ στην κόχη του καιρού με το καράβι
που άγγιξε τον ορίζοντα.
Όταν ο κύβος χτύπησε την πλάκα
όταν η λόγχη χτύπησε το θώρακα
όταν το μάτι γνώρισε τον ξένο
και στέγνωσε η αγάπη
μέσα σε τρύπιες ψυχές·
όταν κοιτάζεις γύρω σου και βρίσκεις
κύκλο τα πόδια θερισμένα
κύκλο τα χέρια πεθαμένα
κύκλο τα μάτια σκοτεινά·
όταν δε μένει πια ούτε να διαλέξεις
το θάνατο που γύρευες δικό σου,
ακούγοντας μια κραυγή
ακόμη και του λύκου την κραυγή,
το δίκιο σου·
άφησε τα χέρια σου αν μπορείς να ταξιδέψουν
ξεκόλλησε απ' τον άπιστο καιρό
και βούλιαξε,
βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες.
[FONT="]Γυμνοπαιδία A΄. Σαντορίνη
Γιώργος Σεφέρης
[/FONT]
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Αρκτούρος
Πολύ δραστήριο μέλος
Κάτι σοῦ εἶπε ἡ βροχή,
κάτι σοῦ εἶπε ὁ Σεπτέμβρης,
κι ἔγινε ἡ μορφή σου
τζάμι θολὸ
ποὺ πίσω του μπορεῖ
κανεὶς ἀνενόχλητα
μῆνες ἀπρόοπτους
νὰ περάσει...
Κική Δημουλά
Από την ποιητική Συλλογή: Χλόη Θερμοκηπίου
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Αρκτούρος
Πολύ δραστήριο μέλος
Kάθε που σ' επισκέπτομαι
μονάχα ο καιρός που μεσολάβησε
από τη μια φορά στην άλλη έχει αλλάξει.
Kατά τα άλλα, όπως πάντα
τρέχει από τα μάτια μου ποτάμι
θολό το χαραγμένο όνομά σου
- ανάδοχος της μικρούλας παύλας
ανάμεσα στις δυο χρονολογίες
να μη νομίζει ο κόσμος ότι πέθανε
αβάπτιστη η διάρκεια της ζωής σου.
Eν συνεχεία σκουπίζω τις μαραμένες
κουτσουλιές των λουλουδιών προσθέτοντας
λίγο κοκκινόχωμα εκεί που ετέθη μαύρο
κι αλλάζω τέλος το ποτήρι στο καντήλι
με άλλο καθαρό που φέρνω.
Aμέσως μόλις γυρίσω σπίτι
σχολαστικά θα πλύνω το λερό
απολυμαίνοντας με χλωρίνες
και καυστικούς αφρούς φρίκης που βγάζω
καθώς αναταράζομαι δυνατά.
Mε γάντια πάντα και κρατώντας το σώμα μου
σε μεγάλη απόσταση από το νιπτηράκι
να μη με πιτσιλάνε τα νεκρά νερά.
Mε σύρμα σκληρής αποστροφής ξύνω
τα κολλημένα λίπη στου ποτηριού τα χείλη
και στον ουρανίσκο της σβησμένης φλόγας
ενώ οργή συνθλίβει τον παράνομο περίπατο
κάποιου σαλιγκαριού, καταπατητή
της γείτονος ακινησίας.
Ξεπλένω μετά ξεπλένω με ζεματιστή μανία
κοχλάζει η προσπάθεια να φέρω το ποτήρι στην πρώτη
τη χαρούμενη τη φυσική του χρήση
την ξεδιψαστική.
Kαι γίνεται πια ολοκάθαρο, λάμπει
το πόσο υποχόνδρια δε θέλω να πεθάνω
ακριβέ μου - πάρτο κι αλλιώς:
πότε δε φοβότανε το θάνατο η αγάπη;
Δημουλά Κική
Tο άλλοθι
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Αρκτούρος
Πολύ δραστήριο μέλος
όνομά ουσιαστικόν,
πολύ ουσιαστικόν,
ενικού αριθμού,
γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού,
γένους ανυπεράσπιστου.
Πληθυντικός αριθμός
οι ανυπεράσπιστοι έρωτες.
Ο φόβος,
όνομα ουσιαστικόν,
στην αρχή ενικός αριθμός
και μετά πληθυντικός:
οι φόβοι.
Οι φόβοι
για όλα από δω και πέρα.
Η μνήμη,
κύριο όνομα των θλίψεων,
ενικού αριθμού,
μόνον ενικού αριθμού
και άκλιτη.
Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη.
Η νύχτα,
όνομα ουσιαστικόν,
γένους θυληκού,
ενικός αριθμός.
Πληθυντικός αριθμός
οι νύχτες.
Οι νύχτες από δω και πέρα.
Κική Δημουλά - "Ο Πληθυντικός Αριθμός"
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Αρκτούρος
Πολύ δραστήριο μέλος
ψάχνοντας μόνο χώματα θα δεις.
Κοίτα όμως βαθιά μέσα στην καρδιά σου,
μέσα από τους χτύπους και τα αλλά όνειρά σου.
Τότε θα δεις τι αγάπη σημαίνει
και μην κλαις αν κανείς δεν καταλαβαίνει.
Μην κλαις που εγω έχω φύγει από τη γη,
δεν έφυγα όμως από τη δικιά σου ζωή.
Όσο μ' αγαπάς όσο με σκέφτεσαι,
πάντα δίπλα σου έτσι με κρατάς.[/FONT][FONT="]
Αγνωστου[/FONT]
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
-
Το forum μας χρησιμοποιεί cookies για να βελτιστοποιήσει την εμπειρία σας.
Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, συναινείτε στη χρήση cookies στον περιηγητή σας.