Νωεύς
Τιμώμενο Μέλος
Ο Ιάσων αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Επαγγέλεται Μαθητής/τρια και μας γράφει απο Άγιο Πνεύμα (Σέρρες). Έχει γράψει 5,713 μηνύματα.
21-07-09
09:18
Ιξίκικου του μυαλό
Την Τιτράδη του απόγιουμα κατά τις 3 η τχιά η Κατίγκου κάθουνταν στου πιζούλι κι συλλουγιούνταν.
-Μαρή τι σʼ έπιασιν τέτχια ώρα; την ρουτάει η Ρήγκα που έτυχιν να πιρνάη. Σα σικλιτισμένη σι γλέπου.
-Άφκι, άφκι, κατασικλιτίστικα σήμιρα! Ακούς ικεί…Τώρα βρήκαν να βγάλουν κινούργις μόδις …παληό γιουμάρι κινούργιου σαμάρι;
-Μαρή πέμι, πέμι, τι τρέχει;
-Ε κι σι πάλι, δεν καταλαβαίνεις; Να μι τούτο του έρμου του κιλό γίνηκα πιργέλιου σήμιρα. Στουν ντγιάτανουν να πάνη! Έστειλα τουν Γληγουράκημ να πάρη ένα πλαστό γιατί δεν είχαμι ούτι δαγκουσιά για του γιόμα. Δεν έχει τρεις μέρις που ζυμουσάμι, αμά απʼ του ταχύ ούτι για ιλιάτσι δεν απόμεινιν ούτι για αντίδουρου. Πηγαίνει απουλές ου Γληγουράκης κι μι φέρνει ένα πλαστό. Εμ τι πλαστό ήταν αυτό γιε μου; Ντιπ τσιούτσιανου ίσια –ίσια, λιψί κανά παράκλι. Αρά Γληγουράκι, τουν λέγου, τρανό πλαστί είνι αυτό ή σι γέλασι ου ψουμάς; Όχι νάνα, μι λέει του καψουπαίδι, τρανό πλαστό γύριψα.
Αρά να μην πήρις τίπουτας μέντις; Πέμι να ξέρου. Του ερμουπαίδι όλου δεν κι δεν ήταν. Μα του ψουμί κι μα την Παναγιά. Μʼ έπιασαν κι μένα οι ντγιαβόλοι. Αυτός ου ψουμάς, λέγου, μας πιρνάει για ντιπ χαζούς. Βρήκιν του παίντγιου να του ξιγιλάση. Τώρα να ιδή μι ποιόν έχει να κάμη. Σηκώνουμι απού λες κι πάνου στουν Γιάγκου τουν ψουμά.
-Αρά μι τα καλά σου είσι; Μι τα ιξίκικα πας να γένης πλούσιους; Πλαστό είνι αυτό ή φουρνιτάρα; Για βάλι μυαλό στου κιφάλι σου, γιατί να η αστυνουμία!
Καν αυτός. Γιλούσιν κατʼ απού τη μύτη του. Ιμένα τι μη θέλεις. Ταραχίστηκαν πλειότιρου. Ακούς ικεί να μι κουροϊδεύει κιόλας! Βγαίνου απού λες όξου μιργιά κι βάνου τις τσιρίδις:
-Έναν κουρουφύλακα μαρή! Φουνάξτι έναν κουρουφύλακα!
Πηλαλούν οι κόσμοι, πηλαλάει κι ένας κουρουφύλακας. Αυτό κι αυτό τουν λέγου. Κι μι πιργιλάει κιόλας. Να τήρα τουν, πάλι γιλάει.
Παίρνει ου κουρουφύλακας του ψουμί, του ζυγιάζει κι πάλι του βάρους ιμένα μι του ρίχνει.
-Σουστό είναι τχιά…ένα κιλό δεν πήρις;
-Τι κιλό αμπρέ; Ένα ουκάρικου πλαστό.
-Εμ δεν έχι σήμιρα ουκάρικου πλαστό…πάει πέθανιν η ουκά…σήμιρα έχει κιλό!
-Κι δεν μι λες, γιεμ, δεν είναι ιξίκικο αυτό;
-Όχι τχιάτσα, σουστό είνι, μι λέει του πιδί.
Τι να κάμου κι γω, κίνησα να φύγου. Τότι βρήκιν κιρόν να μι πιργιλάση πάλιν ου αχώνιφτους ου φουρνάρης.
-Ιξίκικου είνι του μυαλό σου τχια, όχι του πλαστό.
-Κι δεν του έφιρις του πλαστό στου κιφάλι, μαρή; Πως βάστιξις; Την ρουτάει η Ρήγκα.
-Ιγώ ξέρου! Αμά είπα να μην γένη ένα που δεν γίνηκιν κι έκαμα τάχα δεν άκουσα. Αυτά μʼ εφκιασιν του κιλό. Ιξίκι να γένη του ιξίκικου!
(Ένα λαϊκό επεισόδιο, μόλις η οκά αντικαταστάθηκε απʼ το κιλό, το 1959 τ.σ.
Πήγη: Εφημερίδα "Η φωνή της Νάουσας")
Την Τιτράδη του απόγιουμα κατά τις 3 η τχιά η Κατίγκου κάθουνταν στου πιζούλι κι συλλουγιούνταν.
-Μαρή τι σʼ έπιασιν τέτχια ώρα; την ρουτάει η Ρήγκα που έτυχιν να πιρνάη. Σα σικλιτισμένη σι γλέπου.
-Άφκι, άφκι, κατασικλιτίστικα σήμιρα! Ακούς ικεί…Τώρα βρήκαν να βγάλουν κινούργις μόδις …παληό γιουμάρι κινούργιου σαμάρι;
-Μαρή πέμι, πέμι, τι τρέχει;
-Ε κι σι πάλι, δεν καταλαβαίνεις; Να μι τούτο του έρμου του κιλό γίνηκα πιργέλιου σήμιρα. Στουν ντγιάτανουν να πάνη! Έστειλα τουν Γληγουράκημ να πάρη ένα πλαστό γιατί δεν είχαμι ούτι δαγκουσιά για του γιόμα. Δεν έχει τρεις μέρις που ζυμουσάμι, αμά απʼ του ταχύ ούτι για ιλιάτσι δεν απόμεινιν ούτι για αντίδουρου. Πηγαίνει απουλές ου Γληγουράκης κι μι φέρνει ένα πλαστό. Εμ τι πλαστό ήταν αυτό γιε μου; Ντιπ τσιούτσιανου ίσια –ίσια, λιψί κανά παράκλι. Αρά Γληγουράκι, τουν λέγου, τρανό πλαστί είνι αυτό ή σι γέλασι ου ψουμάς; Όχι νάνα, μι λέει του καψουπαίδι, τρανό πλαστό γύριψα.
Αρά να μην πήρις τίπουτας μέντις; Πέμι να ξέρου. Του ερμουπαίδι όλου δεν κι δεν ήταν. Μα του ψουμί κι μα την Παναγιά. Μʼ έπιασαν κι μένα οι ντγιαβόλοι. Αυτός ου ψουμάς, λέγου, μας πιρνάει για ντιπ χαζούς. Βρήκιν του παίντγιου να του ξιγιλάση. Τώρα να ιδή μι ποιόν έχει να κάμη. Σηκώνουμι απού λες κι πάνου στουν Γιάγκου τουν ψουμά.
-Αρά μι τα καλά σου είσι; Μι τα ιξίκικα πας να γένης πλούσιους; Πλαστό είνι αυτό ή φουρνιτάρα; Για βάλι μυαλό στου κιφάλι σου, γιατί να η αστυνουμία!
Καν αυτός. Γιλούσιν κατʼ απού τη μύτη του. Ιμένα τι μη θέλεις. Ταραχίστηκαν πλειότιρου. Ακούς ικεί να μι κουροϊδεύει κιόλας! Βγαίνου απού λες όξου μιργιά κι βάνου τις τσιρίδις:
-Έναν κουρουφύλακα μαρή! Φουνάξτι έναν κουρουφύλακα!
Πηλαλούν οι κόσμοι, πηλαλάει κι ένας κουρουφύλακας. Αυτό κι αυτό τουν λέγου. Κι μι πιργιλάει κιόλας. Να τήρα τουν, πάλι γιλάει.
Παίρνει ου κουρουφύλακας του ψουμί, του ζυγιάζει κι πάλι του βάρους ιμένα μι του ρίχνει.
-Σουστό είναι τχιά…ένα κιλό δεν πήρις;
-Τι κιλό αμπρέ; Ένα ουκάρικου πλαστό.
-Εμ δεν έχι σήμιρα ουκάρικου πλαστό…πάει πέθανιν η ουκά…σήμιρα έχει κιλό!
-Κι δεν μι λες, γιεμ, δεν είναι ιξίκικο αυτό;
-Όχι τχιάτσα, σουστό είνι, μι λέει του πιδί.
Τι να κάμου κι γω, κίνησα να φύγου. Τότι βρήκιν κιρόν να μι πιργιλάση πάλιν ου αχώνιφτους ου φουρνάρης.
-Ιξίκικου είνι του μυαλό σου τχια, όχι του πλαστό.
-Κι δεν του έφιρις του πλαστό στου κιφάλι, μαρή; Πως βάστιξις; Την ρουτάει η Ρήγκα.
-Ιγώ ξέρου! Αμά είπα να μην γένη ένα που δεν γίνηκιν κι έκαμα τάχα δεν άκουσα. Αυτά μʼ εφκιασιν του κιλό. Ιξίκι να γένη του ιξίκικου!
(Ένα λαϊκό επεισόδιο, μόλις η οκά αντικαταστάθηκε απʼ το κιλό, το 1959 τ.σ.
Πήγη: Εφημερίδα "Η φωνή της Νάουσας")
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.