Πατρεύς
Περιβόητο μέλος
Νομίζω πως πρέπει αγαπητοί φίλοι της ποίησης να ξαναθυμηθούμε 7 υπέροχα ποιήματα, αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.Για όλους εμάς που βιώνουμε τα πιο έντονα συναισθήματα και κολυμπάμε στις πιο καθαρές δεξαμενές σκέψης με αυτή την τόσο παραμελημένη στην βάρβαρη εποχή μας τέχνη !
www.cosmo.gr/.../7-poihmata-poy-aksizei-na-exeis-diavasei-estw-mia-fora-sth-zwh-soy.1700827.html
Μέτρια καὶ τὰ ἑπτὰ αὐτὰ ποιήματα.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Πατρεύς
Περιβόητο μέλος
Demain, dès l'aube, à l'heure où blanchit la campagne,
Je partirai. Vois-tu, je sais que tu m'attends.
J'irai par la forêt, j'irai par la montagne.
Je ne puis demeurer loin de toi plus longtemps.
Je marcherai les yeux fixés sur mes pensées,
Sans rien voir au dehors, sans entendre aucun bruit,
Seul, inconnu, le dos courbé, les mains croisées,
Triste, et le jour pour moi sera comme la nuit.
Je ne regarderai ni l'or du soir qui tombe,
Ni les voiles au loin descendant vers Harfleur,
Et quand j'arriverai, je mettrai sur ta tombe
Un bouquet de houx vert et de bruyère en fleur.
-Victor Hugo (1802-1885)
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Πατρεύς
Περιβόητο μέλος
ΚΑΛΛΙΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
Guillaume Apollinaire, σε μτφτρ. Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου
(Ανθολογία Υπερρεαλισμού), Νεφέλη, Αθήνα 1995.
[…]Το καλοκαίρι έρχεται παράφορη εποχή
Κι είναι νεκρή η άνοιξη κι η νιότη μου νεκρή
Ήλιε του Λόγου η ώρα ολόφλογη πλησιάζει
Και καρτερώ τη γαληνή κι ευγενική μορφή της
Πλασμένη να την αγαπώ να την ακολουθώ
Να την κοντά της με τραβά ως δυνατός μαγνήτης
μεθυστικιά η μορφή της
ρούσα έχει τα μαλλιά
Το πυρρόχρυσό της μαλλί
Είναι αστραπή ασάλευτη
Φλόγες που στήνουνε χορό
Μες στα νεκρά τριαντάφυλλα […]
Τομεάρχης
Guillaume Apollinaire, "στον έρωτα και στον πόλεμο",
μτφρ: Κώστας Ριτσώνης
Το στόμα μου θα έχει τις φλόγες της γέννας
Το στόμα μου θα είναι για σένα μια κόλαση γλύκας
και ομορφιάς
Οι άγγελοι του στόματός μου θα κάνουν θρόνο μέσα
στην καρδιά σου
Οι στρατιώτες του στόματός μου θα σε καταλάβουν
με έφοδο
Οι παπάδες του στόματός μου θα λιβανίσουνε την
ομορφιά σου
Η ψυχή σου θα τρέμει όπως μια χώρα την ώρα του
σεισμού
Τότε τα μάτια σου θα φορτωθούν όλο τον έρωτα που
χρόνια ολόκληρα μαζεύτηκε μέσα στα βλέμματα
της ανθρωπότητας
Το στόμα μου θα είναι μια στρατιά εναντίον σου μια
στρατιά όλη με παράταιρους γεμάτη
Έχει ποικιλία όπως ένας μάγος που ξέρει και αλλάζει
τις μεταμορφώσεις του
Η ορχήστρα και οι χορωδίες του στόματός μου θα σου
πουν τον έρωτά μου
Από μακριά στον μουρμουρίζει
Καθώς με τα μάτια καρφωμένα στο ρολόι περιμένω τη
στιγμή που έχει καθοριστεί για την έφοδο.
Eκεί είναι
Guillaume Apollinaire, "στον έρωτα και στον πόλεμο",
μτφρ: Κώστας Ριτσώνης
Εκεί είναι μικρά γεφύρια σαστισμένα
Εκεί είναι η καρδιά μου που χτυπά για σένα
Εκεί είναι μια γυναίκα μελαγχολική πάνω στο δρόμο
Εκεί είναι μια όμορφη μικρή αγροικία μέσα σε ένα κήπο
Εκεί είναι έξη στρατιώτες που διασκεδάζουν σαν τρελοί
Εκεί είναι τα ματιά μου που ψάχνουν την εικόνα σου
Εκεί είναι ένα μικρό γοητευτικό δάσος πάνω στο λόφο
Και ένας ντόπιος γέρος κατουρά την ώρα που περνάμε
Εκεί είναι ένας ποιητής που ονειρεύεται τη μικρούλα Λου
Εκεί είναι η μικρούλα Λου εκλεκτή μέσα στο μεγάλο
Παρίσι
Εκεί είναι μια πυροβολαρχία μέσα στο δάσος
Εκεί είναι μια βοσκοπούλα που βόσκει τα πρόβατά της
Εκεί είναι η ζωή μου που σου ανήκει
Εκεί είναι ο εφεδρικός μου κονδυλοφόρος που όλο στάζει
Εκεί είναι μια κουρτίνα από λεύκες απαλή απαλή
Εκεί είναι όλη μου η ζωή η περασμένη που πέρασε καλά
Εκεί είναι οι δρόμοι οι σκοτεινοί της Menton που είχαμε
αγαπηθεί
Εκεί είναι μια μικρή κοπέλα από το Sospel που μαστιγώνει
τους συντρόφους της
Εκεί είναι το μαστίγιο μου του αμαξά μέσα στο σάκο μου
που έχω για τη βρώμη
Εκεί είναι τα βέλγικα βαγόνια πάνω στις γραμμές
Εκεί είναι ο έρωτάς μου
Εκεί είναι όλη η ζωή
Σε λατρεύω
………………………………………………………..
Μήπως τελικὰ «ἄνθισαν ματαίως;»
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Πατρεύς
Περιβόητο μέλος
χμμ...
τι εννοείς "της προκοπής"?
τι σημαίνει αυτό για σένα?
Νὰ μπορῇ νὰ μὲ ταξιδεύσῃ. Νὰ μπορῇ νὰ μοῦ μεταφέρῃ τὸ μήνυμα τὸ ὁποῖο θέλει μὲ τρόπο ποὺ νὰ μείνῃ χαραγμένο στὸ μυαλό μου. Νὰ δείξῃ ὅτι τὸ συναίσθημα τὸ ὁποῖο βιώνει εἶναι γνήσιο καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο τὸ ἐκφράζει νὰ μεταγγίζῃ καὶ σὲ μένα αὐτὸ τὸ ὁποῖο νιώθει. Κι ἀκόμα, τὰ ποιητικὰ εὑρήματα ποὺ τυχὸν θὰ χρησιμοποιήσῃ, νὰ μποροῦν νὰ λειτουργοῦν καὶ μόνα τους ἀλλὰ καὶ στὸ ποιητικὸ σύνολο.
Θὰ μοῦ πῇ κάποιος εὔλογα βέβαια ὅτι αὐτὰ εἶναι ὑποκειμενικά. Ἴσως, θὰ ἀπαντήσω. Ὅμως ὁ Σολωμὸς ἢ ὁ Ἐλύτης δὲν ἔμειναν τυχαῖα στὴν ἱστορία ἐνῷ ἄλλοι ἐξαφανίσθηκαν ἢ θεωροῦνται μικρῆς σημασίας.
Ἄς ἀναφέρω μερικὰ παραδείγματα τὰ ὁποῖα μοῦ ἔρχονται στὸ νοῦ:
Γράφει κάπου ὁ Ἐλύτης στὸ «Μικρὸ Ναυτῖλο»·
«Ἀπὸ σένα ἡ Ἄνοιξη ἐξαρτᾶται. Τάχυνε τὴν ἀστραπή.
Πιάσε τὸ ΠΡΕΠΕΙ ἀπὸ τὸ ἰῶτα καὶ γδάρε το ἴσαμε τὸ πί.»
Πόση δύναμη ἔχει αὐτὸ ὁ στῖχος! Εἶναι μὲν διδακτικός· Δὲν ἠθικολογεῖ ὅμως κατ' ἐλάχιστον. Μιλᾷ σὲ ἕνα νέο ποὺ τὸ αἷμα του βράζει (τὸ ἀναφέρουν οἱ προηγούμενοι στῖχοι) καὶ προσπαθεῖ νὰ τὸν καθοδηγήσῃ χωρὶς διδακτισμό. Οἱ λέξεις κοφτερὲς σὰν τὸ λεπίδι καὶ διαπεραστικὲς σὰν τὸ βόλι, ἔτσι ὅπως ταιριάζουν στὰ νειάτα· «Τάχυνε τὴν ἀστραπή», «γδάρε το ἴσαμε τὸ πί»
Ἀλλοῦ γράφει ὁ Σολωμός στοὺς «Ἐλεύθερους Πολιορκημένους» στὸ Σχεδίασμα Β΄·
«τέλος μακριὰ σέρνει λαλιά, σὰν τὸ πεσούμεν᾿ ἄστρο,
τρανὴ λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητὴ κατὰ τὸ κάστρο.»
Ἕνας στῖχος τόσο βίαιος ὅσο τὰ γεγονότα ποὺ περιγράφει· Οἱ παρηχήσεις δουλεύουν ἀπίστευτα. Τὸ «τρ» τοῦ «τρανὴ» καὶ «τρόμου» ἠχοῦν στ' αὐτιὰ σὰν πυροβολισμοί οἱ ὁποῖοι πηγαίνουν πρὸς στὸ κάστρο (τὸ Μεσολόγγι).
Θὰ μποροῦσα νὰ ἐπεκταθῶ σὲ πολλοὺς στίχους. Ὅμως πιστεύω ὅτι ἔκανα ἐμφανὲς αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἤθελα νὰ πῶ. Δὲν μπορεῖ βέβαια ὁ καθένας νὰ φθάσῃ στὸ ὕψος τῶν μεγάλων ποιητῶν, ἀλλὰ τουλάχιστον νὰ στρέφῃ τὰ μάτια του πρὸς τὰ ἐκεῖ καὶ νὰ μὴ προσπαθήσῃ νὰ βγάλῃ ὅ,τι καλύτερο ἔχει.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Πατρεύς
Περιβόητο μέλος
Θυμάμαι, θυμάσαι; (Xρήστος Μπουλώτης)
Όταν σου έδινα πορτοκάλι
πήγαινε να πει μόνο μαζί σου ταξιδεύω
Με πέντε πορτοκάλια κάναμε πορτοκαλάδα
την πίναμε μισή μισή
ΘΥΜΑΣΑΙ;
Κι ἐμένα μοῦ ἀρέσουν τὰ πορτοκάλια, ἀλλὰ δὲν κάνω κι ἔτσι
Θυμάσαι τότε που κατέβηκα στον ύπνο σου
μ' ένα τεράστιο ροζ αερόστατο;
Σου χάρισα ένα μύλο
να τον κρατάς γερά
γιατί φοβόσουν τα σκοτάδια
Μου χάρισες έναν ολόιδιο κι εσύ
το θυμάσαι ακόμη;
Σοῦ χάρισα ἕνα μύλο... γιατὶ φοβόσουν τὰ σκοτάδια(!!!) Αὐτὸς τώρα δηλαδὴ εἶναι Ὑπερρεαλισμός; Θὰ τρίζουν τὰ κόκκαλα τοῦ Μπρετὸν καὶ τοῦ Έμπειρίκου...
Μια νύχτα χάθηκες σένα μεγάλο δάσος
Είχες το μύλο δε φοβήθηκες
κι έτρεξα και σε βρήκα
Μου χάρισες ένα χρυσόψαρο
που μέτραγε ως τα χίλια
κι ένα τζιτζίκι
και μια ζίνα
κι ένα πουκάμισο άσπρο
τα θυμάσαι;
Ἡ «ζίνα»τί ἀκριβῶς εἶναί; Καὶ τὸ ἄσπρο πουκάμισο εἶναι ὅπως λέει ὁ Στελλάρας «Ἄσπρο πουκάμισο φορῶ καὶ μαῦρο θὰ τὸ βάψω»;
Και σου 'μαθα να ζωγραφίζεις
κάμπους και ποτάμια
Μη πατάς πολύ το μολύβι σου ΄λεγα
Μια αγκαλιά ψυχές το τοπίο
κι οι ψυχές δεν έχουν περίγραμμα
ΘΥΜΑΣΑΙ;
Ἴσως ἡ μόνη στροφὴ ποὺ ἔχει κάποιες ἀξιώσεις...
Κι εφεύραμε ένα σωρό πράγματα από τότε
τη σαντιγύ
τον ήλιο
τις αϋπνίες
την παλίρροια
το σκούρο μπλε
τα θυμάσαι όλα;
Τὸ παστίτσιο, τὰ τσιγάρα, τὴ μ****ία (ποὺ δέρνει τὸ μυαλὸ τοῦ ποιητῆ)
Θα μετρήσω ως το δέκα....
Προτοῦ σπάσω τὸ λάπτοπ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ διαβάζω...
(Τοὺς ἄλλους στίχους δὲν τοὺς σχολίασα γιατὶ εἶναι ἁπλῶς ἀδιάφοροι...)
Κατ' ἀρχὴν νὰ ξεκαθαρίσω ὅτι δὲν κατηγορῶ τὴ Λυσίππη ἡ ὁποῖα ἔνιωσε τὴν ἀνάγκη νὰ δημοσιεύσῃ αὐτὸ τὸ ποίημα. Πάντως τὸ συγκεκριμένο ποίημα φαίνεται ὅτι εἶναι πρότυπο γιὰ τὸ πῶς δὲν πρέπει νὰ εἶναι ἕνα ἐρωτικὸ ποίημα.
Καὶ μιὰ συμβουλὴ πρὸς ὅλους τοὺς ἐπίδοξους στιχοπλόκους· Ὅταν δὲν ἔχετε ἔμπνευση νὰ γράψετε ἕνα ποίημα τῆς προκοπῆς ἢ ἁπλῶς δὲν ἔχετε ταλέντο, δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ γράφετε τέτοιες ἀνοησίες γιὰ νὰ πῆτε «ἔγραψα κι ἐγὼ ἕνα ποίημα». Καλύτερα νὰ σιωποῦμε ἂν τὰ λουλούδια δὲν ἀνθίζουν μὲ τὴ φωνή μας...
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Πατρεύς
Περιβόητο μέλος
Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης- Θανάσης Βάγιας
Ὁ Βρυκόλακας
- Πές μου τί στέκεσαι Θανάση, ὀρθός,
βουβὸς σὰ λείψανο, στὰ μάτια μπρός;
Γιατί Θανάση μου, βγαίνεις τὸ βράδυ;
Ὕπνος γιὰ σένανε δὲν εἶν᾿ στὸν Ἅδη;
Τώρα περάσανε χρόνοι πολλοί...
Βαθιὰ σὲ ρίξανε μέσα στὴ γῆ...
Φεῦγα, σπλαγχνίσου με. Θὰ κοιμηθῶ.
Ἄσε μὲ ἥσυχη ν᾿ ἀναπαυθῶ.
Τὸ κρῖμα πού ῾καμες μὲ συνεπῆρε.
Βλέπεις πῶς ἔγινα; Θανάση σῦρε.
Ὅλοι μὲ φεύγουνε, κανεὶς δὲ δίνει,
στὴν ἔρμη χήρα σου, ἐλεημοσύνη.
Στάσου μακρύτερα... Γιατί μὲ σκιάζεις;
Θανάση τί ἔκαμα καὶ μὲ τρομάζεις;
Πῶς εἶσαι πράσινος; Μυρίζεις χῶμα...
Πές μου... δὲν ἔλυωσες, Θανάση, ἀκόμα;
Λίγο συμάζωξε τὸ σάβανό σου...
Σκουλήκια βόσκουνε στὸ πρόσωπό σου.
Θεοκατάρατε, γιὰ δές... πετᾶνε
κι ἔρχονται πάνω μου γιὰ νὰ μὲ φᾶνε.
Πές μου ποῦθ᾿ ἔρχεσαι μὲ τέτοια ἀντάρα;
Ἀκοῦς τί γίνεται; Εἶναι λαχτάρα.
Μὲς ἀπ᾿ τὸ μνῆμα σου γιατί νὰ βγεῖς;
Πές μου ποῦθ᾿ ἔρχεσαι; Τί ῾λθες νὰ δεῖς;
Ε´
- Mέσα στοῦ τάφου μου τὴ σκοτεινιὰ
κλεισμένος ἤμουνα τέτοια νυχτιά,
κ᾿ ἐκεῖ ποὺ ἔστεκα σαβανωμένος
βαθειὰ στὸ μνῆμα μου συμμαζωμένος,
Ἔξαφνα ἐπάνω μου μιὰ κουκουβάγια
ἀκούω ποὺ φώναζε· Θανάση Βάγια,
σήκου κ᾿ ἐπλάκωσαν χίλιοι νεκροὶ
καὶ θὰ σὲ πάρουνε νὰ πᾶτ᾿ ἐκεῖ.
Τὰ λόγια τ᾿ ἄκουσα καὶ τ᾿ ὄνομά μου.
Σκᾶνε καὶ τρίβονται τὰ κόκκαλά μου.
Κρύβομαι, χώνομαι ὅσο μπορῶ
βαθειὰ στὸ λάκκο μου, μὴ τοὺς ἰδῶ.
- Ἔβγα καὶ πρόβαλε, Θανάση Βάγια,
ἔλα νὰ τρέξωμε πέρα στὰ πλάγια.
Ἔβγα, μὴ σκιάζεσαι, δὲν εἶναι λύκοι.
Τὸ δρόμο δεῖξε μας γιὰ τὸ Γαρδίκι.
Ἔτζι φωνάζοντας σὰ λυσσασμένοι
πέφτουν ἐπάνω μου οἱ πεθαμμένοι.
Καὶ μὲ τὰ νύχια τους καὶ μὲ τὸ στόμα
πετᾶνε, σκάφτουνε τὸ μαῦρο χῶμα.
Καὶ σὰν μ᾿ εὐρήκανε ὅλοι μὲ μία
ἔξω ἀπ᾿ τοῦ τάφου μου τὴν ἐρημιά,
γελώντας, σκούζοντας, ἄγρια μὲ σέρνουν
κ᾿ ἐκεῖ ποὺ μοῦ εἴπανε μὲ συνεπαίρνουν.
Πετᾶμε, τρέχομε· φυσομανάει,
τὸ πέρασμά μας κόσμο χαλάει.
Τὸ μαῦρο σύννεφο, ὅθε διαβῇ,
οἱ βράχοι τρέμουνε, ἀνάφτ᾿ ἡ γῆ.
Φουσκώνει ὁ ἄνεμος τὰ σάβανά μας
σὰν ν᾿ ἀρμενίζαμε μὲ τὰ πανιά μας.
Πέφτουν στὸ δρόμο μας καὶ ξεκολλᾶνε
τὰ κούφια κόκκαλα, στὴ γῆ σκορπᾶνε.
Ἐμπρὸς μᾶς ἔσερνε ἡ κουκουβάγια
πάντα φωνάζοντας· Θανάση Βάγια.
Ἔτσι ἐφθάσαμε σ᾿ ἐκειὰ τὰ μέρη,
ποὺ τόσους ἔσφαξα μ᾿ αὐτὸ τὸ χέρι.
Ὤ, τί μαρτύρια! Ὤ! τί τρομάρες!
Πόσες μοῦ ρίξανε σκληρὲς κατάρες!
Μοῦ δῶκαν κ᾿ ἔπια αἷμα πημένο.
Γιὰ ἰδὲς τὸ στόμα μου τό ῾χω βαμμένο.
Κι ἐν ᾧ μὲ σέρνουνε καὶ μὲ πατοῦνε
κάποιος ἐφώναξε... Στέκουν κι ἀκοῦνε.
- Kαλῶς σ᾿ εὐρήκαμε, Βιζίρη Ἀλῆ.
Ἐδῶθε μπαίνουνε μὲς στὴν αὐλή.
Πέφτουν ἐπάνω του οἱ πεθαμμένοι.
Μὲ παραιτήσανε. Κανεὶς δὲν μένει.
Κρυφὰ τοὺς ἔφυγα καὶ τρέχω ἐδῶ
μὲ σέ, γυναῖκα μου, νὰ κοιμηθῶ.
Στ´
- Θανάση σ᾿ ἄκουσα, τραβήξου τώρα.
Μέσα στὸ μνῆμα σου νὰ πᾶς εἶν᾿ ὥρα.
- Μέσα στὸ μνῆμα μου γιὰ συντροφιά,
θέλω ἀπ᾿ τὸ στόμα σου τρία φιλιά.
- Ὅταν σοῦ ρίξανε λάδι καὶ χῶμα
ᾖλθα, σὲ φίλησα κρυφὰ στὸ στόμα.
- Τώρα περάσανε χρόνοι πολλοί...
Μοῦ πῆρ᾿ ἡ κόλαση κειὸ τὸ φιλί.
- Φεῦγα καὶ σκιάζομαι τ᾿ ἄγρια σου μάτια.
Τὸ σάπιο κρέας σου, πέφτει κομάτια.
Τραβήξου, κρύψε τα, κεῖνα τὰ χέρια.
Ἀπ᾿ τὴν ἀχάμνια τους λὲς κι εἶν᾿ μαχαίρια.
- Ἔλα γυναῖκα μου, δὲν εἶμαι ῾γὼ
κεῖνος π᾿ ἀγάπησες, ἕνα καιρό;
Μὴ μὲ σιχαίνεσαι, εἶμ᾿ ὁ Θανάσης.
- Φεύγ᾿ ἀπ᾿ τὰ μάτια μου, θὰ μὲ κολάσεις.
Ρίχνεται πάνω της καὶ τήνε πιάνει,
μέσα στὸ στόμα της τὰ χείλη βάνει.
Στὰ ἕρμα στήθια της τὰ ροῦχ᾿ ἀρχίζει,
ποὺ τὴ σκεπάζουνε, νὰ τὰ ξεσχίζει.
Τήνε ξεγύμνωσε... τὸ χέρι ἁπλώνει...
Μέσα στὸ κόρφο της ἄγρια τὸ χώνει...
Μένει σὰ μάρμαρο. Κρύος σὰ φίδι
τρίζει ἀπ᾿ τὸ φόβο του, στὸ κατακλείδι.
Σὰ λύκος ρυάζεται, τρέμει σὰ φύλλο...
Στὰ δάχτυλα ἔπιασε τὸ Τίμιο Ξύλο.
Τὴ μαύρη γλύτωσε, τὸ φυλαχτό της,
καπνός, ἐσβήστηκεν ἀπ᾿ τὸ πλευρό της.
Τότε ἀκούστηκε κι ἡ κουκουβάγια
ἔξω, ποὺ φώναζε: - Θανάση Βάγια!
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Πατρεύς
Περιβόητο μέλος
Στον ζωγράφο Διαμαντή
Η μικρή κουκουβάγια ήτανε πάντα εκεί
σκαρφαλωμένη στ' ανοιχτάρι τ' Άγιου Μάμα,
παραδομένη τυφλά στο μέλι του ήλιου
εδώ ή αλλού, τώρα, στα περασμένα: χόρευε
μ' ένα τέτοιο ρυθμό το φθινόπωρο.
Άγγελοι ξετυλίγανε τον ουρανό
και χάζευε ένας πέτρινος καμαροφρύδης
σε μια γωνιά της στέγης.
Τότες ήρθε ο καλόγερος· σκουφί, κοντόρασο, πέτσινη
ζώνη,
κι έπιασε να πλουμίζει την κολόκα.
Άρχισε απ' το λαιμό: φοινικιές, λέπια, και δαχτυλίδια.
Έπειτα, κρατώντας στην πλατιά παλάμη τη στρογγυλή
κοιλιά,
έβαλε τον παραυλακιστή, τον παραζυγιαστή, τον παραμυ-
λωνά, και τον κατάλαλο·
έβαλε την αποστρέφουσα τα νήπια και την αποκαλόγρια·
και στην άκρη, σχεδόν απόκρυφο, τ' ακοίμητο σκουλήκι.
Ήταν ωραία όλ' αυτά, μια περιδιάβαση.
Όμως το ξύλινο μαγγανοπήγαδο—τ' αλακάτιν,
κοιμισμένο στον ίσκιο της καρυδιάς
μισό στο χώμα και μισό μέσα στο νερό,
γιατί δοκίμασες να το ξυπνήσεις;
Είδες πως βόγκηξε. Κι εκείνη την κραυγή
βγαλμένη απ' τα παλιά νεύρα του ξύλου
γιατί την είπες φωνή πατρίδας;
Γ. Σεφέρης «Ημερολόγιο καταστρώματος Γ΄»
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Πατρεύς
Περιβόητο μέλος
Από το «Άξιον εστί»
Πορεία προς το μέτωπο
αφήγηση: Μάνος Κατράκης
Ξημερώνοντας τ' Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χειμάρρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ' την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σχεδόν
οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.
Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε τ' αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης, και δειλά συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπάνας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο
μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και
στο γρήγορο των πολυβόλων.
Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ' τον άλλο, ίδια τυφλοί.
Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας.
Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ' ένα μικρό δαδί, μία - μία εμοιραζόμασταν
τη σταφίδα.
Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ' την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσανε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ' αερόπλανα.
Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το ΄χε συνήθειο του,
στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.
Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι, από το μέρος το βαρύ, όπου δεν βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μας θύμωναν, που δεν δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους - ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση. Άλλης λογής εμείς χωριάτες,
μ' άλλω λογιώ ξινάρια και σιδερικά στα χέρια μας, που ξορκισμένα να ΄ναι.
Δώδεκα μέρες κιόλας, είχαμε μεις πιο πίσω στα χωριά κοιτάξει σε κατρέφτη, ώρες πολλές, το γύρο του προσώπου μας. Κι απάνω που συνήθιζε ξανά το μάτι μας
τα γνώριμα παλιά σημάδια, και δειλά συλλαβίζαμε το χείλο το γυμνό ή το χορτάτο από
τον ύπνο μάγουλο, να που τη δεύτερη τη νύχτα σάμπως πάλι αλλάζαμε, την τρίτη ακόμη πιο πολύ, την ύστερη, την τέταρτη, πια φανερό, δεν ήμασταν οι ίδιοι.
Μόνε σα να πηγαίναμε μπουλούκι ανάκατο, θαρρούσες, απ' όλες τις γενιές και τις χρονιές, άλλοι των τωρινών καιρών κι άλλοι πολλά παλιών, που ΄χαν λευκάνει
απ' τα περίσσια γένια. Καπεταναίοι αγέλαστοι με το κεφαλοπάνι, και παπάδες θερία, λοχίες του 97 ή του 12, μπαλτζήδες βλοσυροί πάνου απ' τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελάτες και σκουταροφόροι με το αίμα επάνω τους ακόμη Βουλγάρων και Τούρκων.
Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχώντας πλάι - πλάι, διαβαίναμε
τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριάζουμε άλλο τίποτε. Γιατί καθώς όταν βαρούν απανωτές αναποδιές τους ίδιους τους ανθρώπους πάντα, συνηθάν εκείνοι στο Κακό, τέλος του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή Μοίρα - έτσι κι εμείς επροχωρούσαμε
ίσια πάνου σ' αυτό που λέγαμε Κατάρα, όπως θα λέγαμε Αντάρα ή Σύγνεφο.
Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι απ' τη λάσπη όπου φορές εκαταβούλιαζε ίσαμε
το γόνατο.
Επειδή το πιο συχνά, ψιχάλιζε στους δρόμους έξω καθώς μες στην ψυχή μας.
Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ' τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που
καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και
το γρήγορο των πολυβόλων.
Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν' απαντούμε, απ' τ' άλλο μέρος να ΄ρχονται, οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι όπου κατόπι σαν ακούγανε για που τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα.
Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά,
που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι.
«Όι, όι, μάνα μου», «όι, όι, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που ΄λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.
Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρωμούσανε κρασί τα χνώτα τους,
κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και
στη γλιστράδα της λασπουριάς.
Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές-μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες.
Από το «Άσμα ηρωϊκό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας»
Ήταν γενναίο παιδί
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του
Με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά
Και με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μεσ' στο μυαλό
Που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)
Με τους στρατιώτες του ζερβά-δεξιά
Και την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του
- Φωτιά στην άνομη φωτιά! -
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Τα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λυώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Το κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Και το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο
Και τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν
Γιατί να κλάψουν
Ήταν γενναίο παιδί!
Κείνοι που επράξαν το κακό - τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Μα κείνος που τ' αντίκρυσε στους δρόμους τ' ουρανού
Ανεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος!
Τόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του
Φαίνεται μεσ' στα σύγνεφα ο Όλυμπος ο αληθινός
Και στον αέρα ολόγυρα ο αίνος των συντρόφων ...
Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ' όνειρο από το αίμα
Στους όχτους του μονοπατιού συνάζουνται τα ζώα
Γρυλίζουν και κοιτάζουνε σαν να μιλούνε
Ο κόσμος όλος είναι αληθινά μεγάλος
Γίγας που κανακεύει τα παιδιά του
Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
Ολοένα εκείνος ανεβαίνει
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
Αύριο, αύριο λένε: το Πάσχα τ' ουρανού!
Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ' όνειρο μέσ' στο αίμα
Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει:
Ελευθερία,
Έλληνες μέσ' στα σκοτεινά δείχνουν το δρόμο:
Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ι Α
Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Πατρεύς
Περιβόητο μέλος
Γιώργος Σεφέρης- Ελένη
ΕΛΕΝΗ
ΤΕΥΚΡΟΣ ... ες γην εναλίαν Κύπρον ου μ' εθέσπισεν
οικείν Απόλλων, όνομα νησιωτικόν
Σαλαμίνα θέμενον της εκεί χάριν πάτρας.
..............................................................
ΕΛΕΝΗ: Ουκ ήλθον ες γην Τρωάδ' , αλλ' είδωλον ήν.
.............................................................
ΑΓΓΕΛΟΣ: Τι φής;
Νεφέλης άρ' άλλως είχομεν πόνους πέρι;
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ,ΕΛΕΝΗ
"Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες''.
Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλλων,
σύ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους
στα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές
αυτών που ξέρουν πως δε θα γυρίσουν.
Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη
βήματα και χειρονομίες. δε θα τολμούσα να πω φιλήματα.
και το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας.
"Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες".
Ποιες είναι οι Πλάτρες; Ποιος το γνωρίζει τούτο το νησί;
Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα:
καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες των ανθρώπων
ή των θεών.
η μοίρα μου που κυματίζει
ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα
και μιαν άλλη Σαλαμίνα
μ' έφερε εδώ σ' αυτό το γυρογιάλι.
Το φεγγάρι
βγήκε απ' το πέλαγο σαν Αφροδίτη.
σκέπασε τ' άστρα του Τοξότη, τώρα πάει να 'βρει
την καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τ' αλλάζει.
Πού είναι η αλήθεια;
Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης.
το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.
Αηδόνι ποιητάρη,
σαν και μια τέτοια νύχτα στ' ακροθαλάσσι του Πρωτέα
σ' άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο,
κι ανάμεσό τους-ποιος θα το 'λεγε-η Ελένη!
Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο.
Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου. την άγγιξα, μου μίλησε:
"Δεν είν' αλήθεια, δεν είν' αλήθεια" φώναζε.
"Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι.
Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία".
Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό
το ανάστημα
ίσκιοι και χαμόγελα παντού
στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα.
ζωντανό δέρμα, και τα μάτια
με τα μεγάλα βλέφαρα,
ήταν εκεί, στην όχθη ενός Δέλτα.
Και στην Τροία;
Τίποτε στην Τροία-ένα είδωλο.
Έτσι το θέλαν οι θεοί.
Κι ο Πάρης, μ' έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν πλάσμα
ατόφιο.
κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια .
Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.
Τόσα κορμιά ριγμένα
στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης.
τόσες ψυχές
δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.
Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα
για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη
μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου
για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.
Κι ο αδερφός μου;
Αηδόνι αηδόνι αηδόνι,
τ' είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ' ανάμεσό τους;
"Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες".
Δακρυσμένο πουλί,
στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,
άραξα μοναχός μ' αυτό το παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι Δε θα ξαναπιάσουν
τον παλιό δόλο των θεών.
αν είναι αλήθεια
πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,
ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος που ωστόσο
είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,
δεν το 'χει μες στη μοίρα του ν' ακούσει
μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε
πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Πατρεύς
Περιβόητο μέλος
Η Φυγή- Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
«Tʼ άλογο! τʼ άλογο! Oμέρ Bριόνη,
το Σούλι εχούμησε και μας πλακώνει.
Tʼ άλογο! τʼ άλογο! ακούς, σουρίζουν
ζεστά τα βόλια τους, μας φοβερίζουν.
»Για ιδές, σα δαίμονες μας πελεκάνε!
Kάτου απʼ το βράχο τους πώς ροβολάνε!
Δες τα κεφάλια μας, δες τα κουφάρια
κυλάνε ανάκατα σαν να ʼνʼ λιθάρια.
»Tʼ άλογο! τʼ άλογο! Aκούς πώς σκούζουν!
Oι λύκοι φθάσανε, ρυάζονται, γρούζουν.
Άνοιξʼ η κόλαση και μου ξερνάει
τον μαύρον κόσμο της για να με φάει.
»Bριόνη, πρόφθασε· ακόμη ολίγο,
κι από τα νύχια τους δε θα ξεφύγω.
Tʼ άλογο!... Γνώρισα τη φουστανέλα
του εχθρού μου τʼ άσπονδου Λάμπρου Tζαβέλα.
»Δεν τόνε βλέπετε, σα Xάρος φθάνει
ψηλʼ ανεμίζοντας το γιαταγάνι.
Nιώθω το χέρι του μες στην καρδιά,
που πάει σπαράζοντας τα σωθικά.
»Aνεμοστρόβιλος, θεοποντή,
όλα σα σίφουνας θα καταπιεί.
Tο μάτι επάνω μου άγρια στυλώνει,
μαχαίρι δίκοπο μέσα μου χώνει.
»Kρύο το σίδερο χωνεύει, σφάζει.
Aκούτε, ακούτε τον πώς μου φωνάζει.
Nιώθω το χνότο του φωτιά ζεστό,
πόρχετʼ επάνω μου σα να ʼναι φιό.
»Tʼ άλογο! τʼ άλογο, Oμέρ Bριόνη.
O ήλιος έπεσε, νύχτα σιμώνει...
Άστρα, λυτρώστε με· αυτή τη χάρη
ζητάει ο Aλήπασας, πιστό φεγγάρι.»
Eμπρός του στέκεται καμαρωμένο,
μαύρο σαν κόρακας, χρυσά ντυμένο,
άτι αξετίμωτο, φλόγα, φωτιά,
καθάριο αράπικο, το λεν Bοριά.
Xτυπάει το πόδι του, σκάφτει το χώμα,
δαγκάει το σίδερο πόχει στο στόμα.
Pουθούνια διάπλατα και τεντωμένα
αχνίζουν κόκκινα σαν ματωμένα.
Aκούει τον πόλεμο και χλιμιτάει.
Tʼ αυτιά του τέντωσε, άγρια τηράει.
Oλόρθʼ η χήτη του, ολόρθʼ η ορά,
λυγάει το σώμα του σαν την οχιά.
Σκώνεται λαίμαργο στα πισινά του.
Λάμπουν τα νύχια του, τα πέταλά του.
Λες και δεν έγγιζε κάτου στη γη...
Kρίμα που το ʼθελαν για τη φυγή!...
O Λάμπρος το ʼβλεπε κι από τη ζήλεια
κρυφʼ αναστέναξε, δαγκάει τα χείλια:
«Άτι περήφανο, να σʼ είχα εγώ,
μέσα στα Γιάννινα ήθελα μπω».
Ωστόσʼ ο Aλήπασας, από τον τρόμο,
τα χήτη του άρπαξε, πετάει στον ώμο...
Σα βόλι γλήγορο, σαν αστραπή,
το άτι χάθηκε με τον Aλή.
Φεύγουνε, φεύγουνε! Δίκαιη κατάρα!
Tους εκυνήγαε αχνή τρομάρα·
νύχτα κατάμαυρη και συγνεφιά
γύρω τους στέκονται για συντροφιά.
Λόγκους περάσανε, χαντάκια μύρια.
Aίματα στάζουνε τα φτερνιστήρια·
αφρούς σα θάλασσα τʼ άλογο χύνει,
σκιάζεται ο Aλήπασας, καιρό δε δίνει.
Kαθώς διαβαίνουνε, τρίζει ένα ξύλο,
φυσάει ο άνεμος, πέφτει ένα φύλλο,
πουλάκι επέταξε, φεύγει ζαρκάδι,
νεράκι πότρεχε μες στο λαγκάδι·
όλα ο Aλήπασας, όλα τρομάζει,
κρύος ο ίδρωτας βρύση τού στάζει.
Tʼ άλογο αυτιάζεται, δεν ανασαίνει,
τα πόδια εστύλωσε, λύκος διαβαίνει,
και κειος τα δάχτυλα σφίγγει στη σέλα,
τα μάτια του έβλεπαν παντού Tζαβέλα.
Παντού του φαίνονται πως είνʼ κρυμμένα
σπαθιά που λάμπανε ξεγυμνωμένα.
Mακριά τα γένια του, άσπρα σα χιόνι,
τα παίρνει ο άνεμος, σκόρπια τʼ απλώνει
εμπρός στο στόμα του και στο λαιμό,
λες και τον έχουνε για πινιμό.
Kαθώς τα κύματα με τη νοτιά
τη νύχτα χάνονται στη σκοτεινιά,
και δεν χωρίζουνε παρά οι αφροί των
ψηλά που ασπρίζουνε στην κορυφή των,
έτσι και τʼ άλογο κείνο το βράδυ
σαν κύμα διάβαινε μες στο σκοτάδι,
κύμα ολοφούσκωτο και σκοτεινό,
πόχει τʼ Aλήπασα τα γένια αφρό.
Φεύγουνε, φεύγουνε! Πάντα τρεχάτοι.
Φθάνει, κʼ εδείλιασε το μαύρο τʼ άτι,
φθάνει, και τρέμουνε τα γόνατά του·
ακούς πώς βράζουνε τα σωθικά του!
Λυσσάει ο Aλήπασας και βλαστημά.
Tο φτερνιστήρι του χώνει βαθιά.
Tο άτι φούσκωσε, βαριά μουγκρίζει,
δίνει ένα πήδημα και γονατίζει.
H καρδιά μέσα του χτυπάει σφυρί,
τʼ αυτιά του γέρνουνε, πέφτει στη γη.
Σπαράζει, ανδρειεύεται και ροχαλιάζει,
απʼ τα ρουθούνια του το αίμα στάζει.
Kʼ εκεί που τʼ άλογο ψυχομαχάει,
βουβός στη λύσσα του ο Aλής τηράει,
τηράει ανήσυχος, αχνός, να ιδεί.
Tʼ αυτιά του ετέντωσε νʼ ακουρμαστεί.
Aκόμα σκιάζεται του εχθρού τα βόλια,
και αρπάζει τρέμοντας τα δυο πιστόλια.
Tʼ άτι το δύστυχο δίπλα στο χώμα
χτυπιέται, δέρνεται, βογκάει ακόμα,
και δεν τον άφηνε καλά νʼ ακούσει
αν κείνʼ οι δαίμονες τον κυνηγούσι.
Άφριασʼ ο Aλήπασας, καίετʼ, ανάφτει,
τα βόλια τόφτεψε μες στο ριζαύτι.
Tʼ άτι εταράχτηκε σαν το στοιχειό
και μʼ ένα μούγκρισμα μένει νεκρό.
Tο μάτι ακίνητο και καρφωμένο
έμεινʼ επάνω του θολό, σβημένο.
Aκούει πατήματα, φωνές πολλές...
Aχ, τον επρόδωκαν οι πιστολιές!
Σιμώνει ο θόρυβος, το αίμα του πήζει,
έπιασε τʼ άλογο για μετερίζι.
Γιομίζει τʼ άρματα, και στο μαχαίρι
σιγά και τρέμοντας ρίχνει το χέρι.
Aκούει που φώναζαν «Bιζίρη Aλή».
Kʼ εκείνος έλιωνε σαν το κερί.
Πάλε φωνάζουνε! Kάθε φορά
ακούετʼ ο θόρυβος πλέον σιμά.
Tο μάτι ολάνοιχτο ο Aλής καρφώνει:
«Bοήθα με,» φώναξε, «Oμέρ Bριόνη!»
Έτσι ο Aλήπασας κυνηγημένος
μπαίνει στα Γιάννινα σαν πεθαμένος.
Όσο κι αν έζησεν, η φουστανέλα
του Λάμπρου τόστεκε στα μάτια φέλα.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Πατρεύς
Περιβόητο μέλος
Δυσαρεστήθηκεν ο Σελευκίδης
Δημήτριος να μάθει που στην Ιταλία
έφθασεν ένας Πτολεμαίος σε τέτοιο χάλι.
Με τρεις ή τέσσαρες δούλους μονάχα·
πτωχοντυμένος και πεζός. Έτσι μια ειρωνία
θα καταντήσουν πια, και παίγνιο μες στην Pώμη
τα γένη των. Που κατά βάθος έγιναν
σαν ένα είδος υπηρέται των Pωμαίων
το ξέρει ο Σελευκίδης, που αυτοί τους δίδουν
κι αυτοί τους παίρνουνε τους θρόνους των
αυθαίρετα, ως επιθυμούν, το ξέρει.
Aλλά τουλάχιστον στο παρουσιαστικό των
ας διατηρούν κάποια μεγαλοπρέπεια·
να μη ξεχνούν που είναι βασιλείς ακόμη,
που λέγονται (αλλοίμονον!) ακόμη βασιλείς.
Γιʼ αυτό συγχίσθηκεν ο Σελευκίδης
Δημήτριος· κι αμέσως πρόσφερε στον Πτολεμαίο
ενδύματα ολοπόρφυρα, διάδημα λαμπρό,
βαρύτιμα διαμαντικά, πολλούς
θεράποντας και συνοδούς, τα πιο ακριβά του άλογα,
για να παρουσιασθεί στην Pώμη καθώς πρέπει,
σαν Aλεξανδρινός Γραικός μονάρχης.
Aλλʼ ο Λαγίδης, που ήλθε για την επαιτεία,
ήξερε την δουλειά του και τʼ αρνήθηκε όλα·
διόλου δεν του χρειάζονταν αυτές η πολυτέλειες.
Παληοντυμένος, ταπεινός μπήκε στην Pώμη,
και κόνεψε σʼ ενός μικρού τεχνίτου σπίτι.
Κʼ έπειτα παρουσιάσθηκε σαν κακομοίρης
και σαν πτωχάνθρωπος στην Σύγκλητο,
έτσι με πιο αποτέλεσμα να ζητιανέψει.
Κ. Καβάφης
Σ.σ.: Αφιερωμένο στον πρωθυπουργό μας
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Πατρεύς
Περιβόητο μέλος
I
Oh what can ail thee, knight-at-arms,
Alone and palely loitering?
The sedge has withered from the lake,
And no birds sing.
II
Oh what can ail thee, knight-at-arms,
So haggard and so woe-begone?
The squirrel's granary is full,
And the harvest's done.
III
I see a lily on thy brow,
With anguish moist and fever-dew,
And on thy cheeks a fading rose
Fast withereth too.
IV
I met a lady in the meads,
Full beautiful - a faery's child,
Her hair was long, her foot was light,
And her eyes were wild.
V
I made a garland for her head,
And bracelets too, and fragrant zone;
She looked at me as she did love,
And made sweet moan.
VI
I set her on my pacing steed,
And nothing else saw all day long,
For sidelong would she bend, and sing
A faery's song.
VII
She found me roots of relish sweet,
And honey wild, and manna-dew,
And sure in language strange she said -
'I love thee true'.
VIII
She took me to her elfin grot,
And there she wept and sighed full sore,
And there I shut her wild wild eyes
With kisses four.
IX
And there she lulled me asleep
And there I dreamed - Ah! woe betide! -
The latest dream I ever dreamt
On the cold hill side.
X
I saw pale kings and princes too,
Pale warriors, death-pale were they all;
They cried - 'La Belle Dame sans Merci
Hath thee in thrall!'
XI
I saw their starved lips in the gloam,
With horrid warning gaped wide,
And I awoke and found me here,
On the cold hill's side.
XII
And this is why I sojourn here
Alone and palely loitering,
Though the sedge is withered from the lake,
And no birds sing.
(1819)
Εδώ υπάρχει μια πολύ ωραία απαγγελία του παραπάνω ποιήματος
Σ.σ.: Οι συντονιστές παρακαλούνται να συγχωνεύσουν τα δύο μηνύματα
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Πατρεύς
Περιβόητο μέλος
(Στον Αντρέα Καμπά)
Τόσο πολύ τη μέθυσε ο χυμός του ήλιου
Που έγειρε το κεφάλι της και δέχτηκε να γίνει
Σιγά σιγά: η μικρή Πορτοκαλένια!
Έτσι καθώς γλαυκόλαμψαν οι εφτά ουρανοί
Έτσι καθώς αγγίξαν μια φωτιά τα κρύσταλλα
Έτσι καθώς αστράψανε χελιδονοουρές Σάστησαν πάνω οι άγγελοι και κάτω οι κοπελιές
Σάστησαν πάνω οι πελαργοί και κάτω τα παγόνια
Κι όλα μαζί συνάχτηκαν κι όλα μαζί την είδαν
Κι όλα μαζί τη φώναξαν: Πορτοκαλένια!
Μεθάει το κλήμα κι ο σκορπιός, μεθάει ο κόσμος όλος
Όμως της μέρας η κεντιά τον πόνο δεν αφήνει
Τη λέει ο νάνος ερωδιός μέσα στα σκουληκάκια
Τη λέει ο χτύπος του νερού μες στις χρυσοστιγμές
Τη λέει κ' η δρόσο στου καλού βοριά το απανωχείλι:
Σήκω μικρή μικρή μικρή Πορτοκαλένια!
Όπως σε ξέρει το φιλί κανένας δε σε ξέρει.
Μήτε σε ξέρει ο γελαστός Θεός,
Που με το χέρι του ανοιχτό στη φλογερή αντηλιά
Γυμνή σε δείχνει στους τριανταδυό του ανέμους!
(Οδυσσέας Ελύτης)
Και μια πολύ αισθαντική απαγγελία του ποιήματος με την Τόνια Καράλη:
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Πατρεύς
Περιβόητο μέλος
ΝΕΟΦΥΤΟΣ Ο ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΣ ΜΙΛΑ-
.. τῷ δὲ βασιλεῖ Ἰσσακίῳ κατακλείει ἐν καστελλίῳ καλου-
μένῳ Μαρκάππω. Κατὰ δὲ τοῦ ὁμοίου αὐτῷ Σαλαχαντίνου
ἀνύσας μηδὲν ὁ ἀλιτήριος, ἤνυσε τοῦτο καὶ μόνον, διαπράσας
τὴν χῶραν Λατίνοις, χρυσίου χιλιάδων λιτρῶν διακοσίων. Διὸ
καὶ πολὺς ὁ ὀλολυγμός, καὶ ἀφόρητος ὁ καπνός, ὡς προεί-
ρηται, ὁ ἐλθῶν ἐκ τοῦ βορρᾶ...
Ὑπέρογκες ἀρχιτεκτονικές· Λαρίων Φαμαγκούστα Μπουφαβέντο· σχεδὸν σκηνικά.
Ἤμασταν συνηθισμένοι νὰ τὸ στοχαζόμαστε ἀλλιῶς τὸ «Ἰησοῦς Χριστὸς Νικᾶ»
ποὺ εἴδαμε κάποτε στὰ τείχη τῆς Βασιλεύουσας, τὰ φαγωμένα ἀπὸ γυφτοτσάντιρα καὶ στεγνὰ χορτάρια,
μὲ τοὺς μεγάλους πύργους κατάχαμα σὰν ἑνὸς δυνατοῦ ποὺ ἔχασε, τὰ ριγμένα ζάρια.
Γιὰ μᾶς ἦταν ἄλλο πράγμα ὁ πόλεμος γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ
καὶ γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καθισμένη στὰ γόνατα τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ,
ποὺ εἶχε στὰ μάτια ψηφιδωτὸν τὸν καημὸ τῆς Ρωμιοσύνης,
ἐκείνου τοῦ πελάγου τὸν καημὸ σὰν ἧβρε τὸ ζύγιασμα
τῆς καλοσύνης.
Ἂς παίζουν τώρα μελοδράματα στὰ σκηνικὰ τῶν σταυροφόρων Λουζινιά
κι ἂς φλομώνουμε μὲ τὸν καπνὸ ποὺ μᾶς κουβάλησαν ἀπὸ τὸ βοριά.
Ἄσ᾿ τους νὰ τρώγουνται καὶ ν᾿ ἀνεμοδέρνουνται ὡσὰν τὸ κάτεργο ποὺ δένει μοῦδες·
Καλῶς μᾶς ἤρθατε στὴν Κύπρο, ἀρχόντοι. Τράγοι καὶ μαϊμοῦδες!
Γ.Σεφέρης
Ἐγκλείστρα, 21 Νοεμ. ῾53
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Πατρεύς
Περιβόητο μέλος
-Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.
-Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μιά τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ' οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.
-Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;
-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.
-Γιατί οι δυό μας ύπατοι κ' οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ' ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλισμένα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
και τέτοια πράγματα θαμπόνουν τους βαρβάρους.
-Γιατί κ' οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
κι αυτοί βαριούντ' ευφράδειες και δημηγορίες.
-Γιατί ν' αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ' η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που έγιναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ' οι πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;
Γιατί ενύχτωσε κ' οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ' τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μιά κάποια λύσις.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Γνωστό βέβαια, αλλά λιαν επίκαιρο
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
-
Το forum μας χρησιμοποιεί cookies για να βελτιστοποιήσει την εμπειρία σας.
Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, συναινείτε στη χρήση cookies στον περιηγητή σας.